Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου με τίτλο: «Εκεί όπου δεν φαίνεται ο Θεός». Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά – «άνθρωπον ουκ έχω» (σελ. 20- 32)
Ανάμεσα σε όλους και ένας παράλυτος για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. «Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον», τον βλέπει διερχόμενος από την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ο Κύριος, τον πλησιάζει και του λέει: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;». Τι απλή ερώτηση! Και εκείνος δεν απαντά ευθέως, «φυσικά, θέλω», αλλά λέει : «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν», δεν έχω κάποιον άνθρωπο, ώστε μόλις ταραχθεί το ύδωρ να μου δώσει μια σπρωξιά και να μπω εγώ στο νερό πρώτος. Ενώ δε πλησιάζω, «άλλος προ εμού καταβαίνει», κάποιος άλλος με προλαβαίνει. Ο Κύριος δεν του λέει τίποτε άλλο παρά μόνο: «Έγειραι, άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Και μ’ αυτόν τον τρόπο με έναν απλούστατο, εντελώς διαφορετικό απ‘ όλο αυτό το σκηνικό τρόπο, ο Κύριος του δίνει την υγεία του, τον σηκώνει από την κλίνη της οδύνης και της δοκιμασίας. Και όχι μόνον αυτό, του δίνει και τη δύναμη να σηκώσει το κρεβάτι του και να πάει στην ευχή του Θεού. Χωρίς καμιά κίνηση! Με έναν μόνο λόγο! Ύστερα από τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια! Ύστερα από μια ολόκληρη ζωή.
Συνήθως μένουμε στο δεύτερο μέρος, στον εντυπωσιασμό του θαύματος και ομολογούμε τη δύναμη του Θεού, τη δυνατότητά Του να υπερβαίνει και τις θαυματουργικές δυνάμεις με αιφνιδιασμούς μειζόνων ενεργειών, που σοφά θεραπεύουν μαζί με το σώμα και τη ψυχή. Αν όμως αφήσουμε τη σκέψη μας στην περιγραφή της εισαγωγής της περικοπής, τα εσωτερικά μας αισθήματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η εικόνα είναι φοβερή. Το θέαμα αποκρουστικό. Τα ερωτήματα αδυσώπητα. Ο άγγελος απροειδοποίητα, «κατά καιρόν», ταράσσει το νερό και μόνον «ο πρώτος» βρίσκει ίαση. Εδώ τελειώνει το θαύμα, εδώ εξαντλείται και το έλεος του Θεού. Εδώ αρχίζει το δράμα της σκέψης και της λογικής. Πόνος τεράστιος, αδικία ανεξήγητη, ερωτήματα αναπάντητα. Το έλεος του Θεού ελάχιστο, μόνο για τον ένα, για τον πρώτο. Πώς να συμβαδίσει αυτό με τη λογική μας; Πώς να ερμηνεύσει την αγάπη του Θεού; Τη δικαιοσύνη, την ταπείνωσή Του; Πώς να πείσει για τη παρουσία Του; Μάλλον προκαλεί με την απουσία Του.
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύσει κανείς ότι με αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιλέγει να δείξει την θεότητά Του και να θεραπεύσει; Γιατί θα έπρεπε – ας φανταστούμε το θέαμα – να κατέβει ο άγγελος να ταράξει το νερό σε άγνωστη στιγμή, ώστε δίχως καμία προετοιμασία, ξαφνικά αυτοί οι δύστυχοι άνθρωποι, τυφλοί, χωλοί, άρρωστοι και ανάπηροι, να σέρνονται, να ανταγωνίζονται μάλιστα ποιος θα μπει πρώτος για να θεραπευτεί; Μόνο για έναν υπήρχε το έλεος του Θεού; Όχι για τον δεύτερο; Και με ποιο κριτήριο αυτό προσφέρεται; Τη φυσική ετοιμότητα και επιδεξιότητα των αναπήρων και όχι την αρετή; Την επιτυχία στην ανταγωνιστικότητα και όχι στην ταπείνωση και τον πνευματικό αγώνα; Γιατί στον πρώτο και όχι στον καλύτερο; Όλο αυτό δεν καταδεικνύει λίγη αγάπη και καθόλου δικαιοσύνη;
Εκτός τούτων, ποιος άγγελος του Θεού θα μπορούσε να προκαλέσει αυτήν την ταραχή, να αντικρίσει αυτό το φαινόμενο και στη συνέχεια να επιστρέψει αναπαυόμενος ότι εξεπλήρωσε το θέλημα του Θεού; Τελικά τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Η χαρά της θεραπείας του ενός ή το δράμα της τραγωδίας των πολλών; Και πώς ο ένας που θεραπεύτηκε, αν μάλιστα επιβραβεύεται για την πίστη του ή την αρετή του, είναι δυνατόν να χαρεί τη θεραπεία του, όταν οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του, οι συμπάσχοντες ως τώρα μαζί του, όχι μόνο δεν λυτρώνονται, αλλά αντικρίζουν την παράξενη αυτή εύνοια του Θεού να σκεπάζει τον έναν μόνο και μάλιστα όχι τον πιο καλό ή τον πιο ασθενή, αλλά τον πιο «τυχερό»; Δεν προκαλεί αυτό; Είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται κάτω από το βλέμμα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του;
Είναι πολύ ανθρώπινη η ζήλια, όταν θεραπεύεται ο γείτονάς σου και πνίγεσαι από την αίσθηση ότι έχασες εσύ την ευκαιρία. Δεν ξέρω αν αυτή η ζήλια είναι αμαρτία που κολάζει, σίγουρα όμως είναι μαρτύριο που αφόρητα βασανίζει. Γιατί το επιτρέπει τόσο προκλητικά ο Θεός;Ο παράλυτος ομολογεί ότι «άνθρωπον ουκ έχω». Τριάντα οκτώ χρόνια παράλυτος ζει με μια ελπίδα. Να μπει πρώτος στη δεξαμενή μετά την ταραχή του ύδατος για να θεραπευτεί. Πώς όμως συμβαδίζει η αγάπη του Θεού με την τόσο μακρά διάρκεια της αναπηρίας του παραλύτου; Γιατί να ζήσει ως ανάπηρος τα νιάτα του και να είναι υγιής στα γηρατειά του;….
Γιατί ο Θεός επιτρέπει τόσο πόνο και μάλιστα τόσο άδικα και άνισα κατανεμημένο; Και ενώ τελικά φαίνεται ότι κάνει ένα θαύμα – που αναντίρρητα είναι θαύμα – στην ουσία η όλη ατμόσφαιρα δημιουργεί μια αίσθηση απουσίας, όχι τόσο ανθρώπου – αυτή μπορεί να κατανοηθεί – όσο απουσίας του Θεού; Αυτή με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογείται. Φαίνεται η δύναμή Του, αλλά δεν διακρίνεται η αγάπη Του. Πώς αυτός ο Θεός συνυπάρχει με τον Θεό του υπόλοιπου Ευαγγελίου;…
Αν ανοίξουμε το Ψαλτήρι, αν φυλλομετρήσουμε και μερικά πατερικά βιβλία, θα δούμε πόσο αυτή η αίσθηση της φαινομενικής απουσίας του Θεού πολλές φορές εκφράζεται από τα χείλη και του Δαυίδ και των αγίων. Λέει κάπου ο Δαυίδ: «ίνα τι Κύριε απέστης μακρόθεν» - γιατί κάθεσαι από μακριά; «υπεροράς εν ευκαιρίαις εν θλίψεσι;» - γιατί με περιφρονείς εκεί που πρέπει να έλθεις δίπλα μου, στις θλίψεις και στις ανάγκες μου; (Ψαλμ. Θ΄22). Νιώθω ξεχασμένος νιώθω εγκαταλελειμμένος. Μιλάω και δεν έρχεσαι, σε φωνάζω και δεν με ακούς, σε προσδοκώ και μένεις μακριά. Απών ο Θεός από τη ζωή μου, τη στιγμή που Τον ζητώ, τη στιγμή που Τον έχω ανάγκη. «Χριστός καθεύδει», όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Επιστολή Π΄ Ευδοξίω Ρήτορι). Δεν είναι απών ο Θεός από το μαρτύριο των μαρτύρων; Δεν είναι απών ο Θεός από τον κόσμο της ταραχής, των διενέξεων, των πολέμων, των αδικιών, των ασθενειών, των αμαρτιών, των παθών; Δεν είναι απών ο Θεός ακόμη και από το πάθος του Κυρίου, από τη σταύρωση και από την ταφή Του; Ο Ίδιος ο Χριστός δεν είπε: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;» (Ματθ. κζ΄ 46). Πώς ομως γίνεται ο πανταχού και πάντοτε Παρών να είναι απών;
Άραγε ο Θεός είναι πράγματι απών; Τόσο απών; Ή μήπως κάτι άλλο συμβαίνει; Μήπως πίσω από το λογικό σκάνδαλο κρύβεται μια λεπτή πνευματική λογική που συνδυάζει την αγάπη Του με την πτώση μας, τη δύναμή Του με την ασθένειά μας, την Θεότητά Του με τη λογική αδυναμία μας, τη σοφία Του με την ανικανότητά μας να κατανοήσουμε το μυστήριό Του; Τι σημαίνει ότι το κήρυγμα του σταυρωμένου Θεού είναι «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία, αυτοίς δε τοις κλητοίς Ιουδαίοις τε και Έλλησι Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α΄ Κορ. α΄ 23,24). Μήπως η ταπεινή αποδοχή του πεπτωκότος κόσμου κρύβει όχι μόνο σοφία αλλά και θεϊκή δύναμη;…
Φως σε όλα αυτά δίνει το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού και μόνο.
Αν προσέξουμε στις ευαγγελικές περικοπές που περιγράφουν την παρουσία του Θεού, θα διαπιστώσουμε ότι οι ευαγγελιστές αντί να χρησιμοποιούν τη λέξη «ήλθεν» ο Κύριος – σαν να ήταν κάπου και ήλθε – προτιμούν την έκφραση εμφανίζει ή φανερώνει ο Χριστός τον εαυτό Του. Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα δεν είναι αν ο Χριστός, ο Θεός, είναι παρών, αλλά πότε Αυτός μας εμφανίζεται και πώς εμείς Τον βλέπουμε και ο καθένας μας Τον αισθάνεται. Αν ήμασταν εμείς στη κολυμβήθρα και βλέπαμε τον άλλον να θεραπεύεται, θα λέγαμε ότι αυτό αποτελεί φανέρωση Θεού; Ή θα το ομολογούσαμε μόνο αν θεραπευόμασταν εμείς οι ίδιοι; Αν δούμε το θαύμα στον διπλανό μας, αυτό δεν είναι φανέρωση του Θεού; Μόνον αν συμβεί στον εαυτό μας είναι; Μόνο αν εμφανιστεί στον χρόνο με τον τρόπο και τις προϋποθέσεις τις δικές μας είναι πειστική η παρουσία Του; Γιατί η ικανοποίηση της δικής μας επιθυμίας και όχι το γεγονός να είναι καθοριστικό της θεϊκής φανέρωσης τι αξίζει περισσότερο; Το έλασσον που είναι η θεραπεία μας, ή το μείζον που είναι η φανέρωση του Θεού και στους διπλανούς μας; Μήπως ο εγωισμός μας με κάποιον τρόπο αποτελεί την κύρια αιτία της παραμορφώσεως της ουσίας και της βαθύτερης αλήθειας των γεγονότων;
Ο Θεός δεν είναι απών που έρχεται αλλά είναι παρών που κρύβεται. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ρήμα που συνήθως οι ευαγγελιστές και οι πατέρες μας χρησιμοποιούν είναι ότι εμφανίζεται, βγαίνει από το κρύψιμό Του και μας φανερώνεται. Και μας φανερώνεται στους ανθρώπους που μπορούν να βλέπουν. Πρέπει να υπάρξει μια συνεργασία της στιγμής του Θεού για την ψυχή μας και της καθαρότητος των οφθαλμών μας για να αναγνωρίσουμε τον εμφανιζόμενο Θεό.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα δεν μιλάει για έναν μόνο παράλυτο, αλλά φανερά μεν μιλάει για τη στιγμή του ενός παραλύτου, διακριτικά δε υπαινίσσεται τη στιγμή όλων των παραλύτων αυτού του κόσμου και φυσικά και τη δική μας. Υπάρχει ένα κυνηγητό του ανθρώπου με τον Θεό. Ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός ο οποίος εξευτελίζεται με πρόχειρες φαντασιώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου, αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνίες και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής. Ο Θεός πράγματι υπάρχει. Σε εμάς απομένουν δύο πράγματα: Το ένα είναι να κάνουμε την υπομονή του χρόνου και το δεύτερο είναι να κάνουμε τον αγώνα της καθαρότητος των οφθαλμών μας. Τότε σαν τον παράλυτο, θα έρθει η ώρα μας. Μπορεί να είναι ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, μπορεί να είναι αύριο, μπορεί να είναι πέντε λεπτά πριν σφραγίσουμε τα μάτια μας σε αυτόν τον κόσμο, αλλά υπάρχει πάντοτε η στιγμή του Θεού για όλους. Και τότε η μακρόχρονη αναπηρία συνοδεύεται από θαυματουργική θεραπεία, αποτελεί μεγαλύτερη ευλογία από την υγεία που στερείται εμπειρίας θεϊκής παρουσίας.
Η φανέρωση του Θεού – πάντα το ζούσε αυτό η Εκκλησία, δεν το έλεγε σαν μια διπλωματική υπεκφυγή – η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας είναι μυστική και πνευματική. Ο κόσμος που ζούμε είναι κόσμος πτώσεως, σύμφυτος με τον θάνατο. Κι αν δεν πεθάνουμε σήμερα, θα πεθάνουμε αύριο. Κι αν σήμερα μας αναστήσει ο Χριστός, όπως τον Λάζαρο, ύστερα από λίγο καιρό θα φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο. Κι αν δεν φύγουμε με αρρώστια ή με αυτοκινητιστικό δυστύχημα, θα φύγουμε με άλλον τρόπο. Κάπως θα φύγουμε. Η παρουσία του Θεού είναι παρουσία για να δώσει στον καθένα μας την αίσθηση τη σωτηρίας, όχι της υγείας, της δυνάμεως ή της ατελείωτης ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά τον πόθο της αθανασίας την προσδοκία της αιωνιότητος. Να δώσει τη γλύκα ότι κι αν πονάμε, κι αν δοκιμαζόμαστε, κι αν αδικούμαστε, κι αν στερούμαστε ίσως την αμεσότητα της Θείας παρουσίας, όπως την αξιώνει η λογική και την απαιτούν οι φυσικές ανάγκες, μπορεί να ζούμε τη ζεστασιά, την αίσθηση και την εμπειρία της πνευματικής Του παρουσίας στη ζωή μας. Τι ζυγίζουν οι δυσκολίες και οι δοκιμασίες, όταν ζούμε τον Χριστό μέσα μας, όταν έχουμε τον Θεό κοντά μας, όταν νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στη δική του αγκαλιά! Όταν ο Κύριος ζούσε την εμπειρία της απόλυτης εγκατάλειψης στον σταυρό, εκεί ήταν κατ’ εξοχήν στιγμή της θεϊκής παρουσίας – ήταν αδύνατο να απουσιάζει ο Θεός τη στιγμή που επιτελείτο το έργο της Θείας οικονομίας! Έτσι και μ’ εμάς. Η παρουσία του Θεού είναι απόλυτη και τέλεια στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς μας, όταν η αίσθηση της εγκατάλειψής Του είναι εντονότερη. Είναι αδύνατο να απουσιάζει ο Θεός από τη σωτηρία μας!
Τελικά κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται, αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε και τότε θα δοξάσουμε τον Θεό για τις πλούσιες ευλογίες που μας δίνει, για τη δυνατότητα όχι τόσο να αποκτήσουμε την υγεία μας – αυτήν κάποτε θα την χάσουμε – ούτε πάλι να γλιτώσουμε από μια απειλή της ζωής μας – και γι’ αυτήν θα έρθει το τέλος – αλλά κυρίως να απολαύσουμε τη σωτηρία μας. Τη δυνατότητα δηλαδή να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι και μέλη της βασιλείας του Θεώ αιωνίως και να αντικρίζουμε «πρόσωπον προς πρόσωπον» τον Θεό και Σωτήρα μας.ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου