Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Εορτάζει το χωριό Ανω Μακρυνού Μακρυνείας τον Αγιο Αθανάσιο


Εορτάζει ο Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου Ανω Μακρυνούς Μακρυνείας, την προσεχή Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής 2 Μαΐου 2018, επί τη εορτή της Ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. 
     Αφ΄ εσπέρας Τρίτης το απόγευμα και ώρα 18:00 μμ θα τελεσθεί ο Μέγας Εσπερινός και το πρωί της Τρίτης θα τελεσθεί πανηγυρική Θεία Λειτουργία μετά Θείου Κηρύγματος

Εορτή του Αγίου Μάρκου στην Καψοράχη Μακρυνείας


 Εορτάστηκε χθες 24 Απριλίου και σήμερα Tετάρτη 25 Απριλίου 2018 στο χωριό Καψοράχη Μακρυνείας η μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου στον ομώνυμο πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό. Χτες το απόγευμα τελέσθηκε ο Πανηγυρικός Εσπερινός και σήμερα  η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία μετά Θείου Κηρύγματος
    Να ευχηθούμε σε όλους έτη πολλά, ευλογημένα και αγιασμένα.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Πανηγυρικός Εσπερινός Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Ματαράγκας

Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη, με τη συμμετοχή κληρικών της καθ΄ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, των τοπικών αρχόντων και των ευσεβών χριστιανών εορτάσθηκε η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, στον ομώνυμο Ενοριακό Ιερό Ναό στο χωριό Ματαράγκα του Δήμου Αγρινίου.
Χτες Κυριακή  παραμονή της εορτής, χοροστάτησε στον Μέγα Πανηγυρικό Αρχιερατικό Εσπερινό ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κκ Κοσμάς, ο οποίος κήρυξε και τον Θείο Λόγο. 

Ο Σεβασμιώτατος στο κήρυγμά του έκανε λόγο για τα διάφορα είδη μαρτυρίου τα οποία αξιώθηκαν οι Άγιοι Μάρτυρες. Ιδιαιτέρως δε, αναφέρθηκε στις αρετές που ήταν κοσμημένος ο Αγιος Γεώργιος, τη διαχρονικότητα του παραδείγματός του, της πίστης του, της αγάπης του για τον Αναστάντα Χριστό, της ευσεβείας του, αλλά και της ανδρείας που επέδειξε προς του διώκτες της πίστεώς μας και για το λόγο αυτό αξιώθηκε από τον Τριαδικό μας Θεό, να γίνει όχι απλά μάρτυρας του Χριστού αλλά Μεγαλομάρτυρας και ένας από τους λαοφίλητους Αγίους της Ορθοδοξίας μας
Ακολούθησε η Ακολουθία της Αρτοκλασίας και εν συνεχεία η περιφορά της Εικόνος του Αγίου Γεωργίου εντός του χωριού συνοδεία της Φιλαρμονικής Εταιρείας του Δήμου Αγρινίου.
Το  πρωί της εορτής τελέσθηκε η Ακολουθία του Όρθρου και εν συνεχεία Πανηγυρική Θεία Λειτουργία μετά Θείου Κηρύγματος από τον Ιεροκήρυκα της καθ' ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π Δαυίδ Μπαζούλα










Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

«Αὕτη ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ»

Ἰδοὺ γὰρ ἡμῖν παραγέγονεν ἡ ποθεινὴ καὶ σωτήριος ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμή, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα». Ἔφθασε ἡ πολυπόθητη καὶ σωτήρια ἑορτή. Ἔφθασε ἡ μέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μέρα τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλιώσεως, ἡ παύση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἧττα τοῦ διαβόλου. Ἔτσι κάπως στὸν πανηγυρικό του λόγο στὸ Ἅγιον Πάσχα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος περιγράφει τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
«Σήμερον δὲ τὴν Ἀνάστασιν αὐτὴν ἑορτάζομεν οὐκ ἔτι ἐλπιζομένην ἀλλ’ ἤδη γεγενημένην καὶ κόσμον ὅλον ἑαυτῇ συνάγουσαν», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Αὐτὰ ποὺ ζοῦμε δὲν εἶναι ἐλπίδα καὶ προσδοκία ἀλλὰ πραγματικότητα καὶ ἀλήθεια.Ἡ μέρα αὐτή, κατὰ τὸν Προφήτη Ἠσαΐα, εἶναι ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία διαλάμπει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ, ἡ μέρα τῆς θριαμβευτικῆς ἔκφρασης τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς βαθειᾶς μυστικῆς ἐπιθυμίας Του. Εἶναι «ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα ἡ μία τῶν Σαββάτων ἡ βασιλὶς καὶ κυρία». Εἶναι ἡ μέρα ποὺ ὡς ἀνθρώπινο γένος περιμένουμε, ἡ μοναδική, ἡ ἁγία καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡμέρα τῆς ὅλης ἱστορίας, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ὅπως ψάλλει δοξολογικὰ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ μέρα τοῦ θριάμβου τῆς ἀλήθειας, τῆς νίκης τῆς ζωῆς, τῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου, τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς συναναστάσεως ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους μαζί Του. «Αὕτη ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ΄ 24). Αὐτὴν λοιπὸν τὴ μέρα ἂς τὴν ἀπολαύσουμε πνευματικά, ἂς εὐφρανθοῦμε ἐνθέως, ἂς ἀφήσουμε ἐλεύθερη τὴν καρδιά μας νὰ πανηγυρίσει.Εἶναι ὅμως καὶ ἡ μέρα τῆς δικῆς μας ἀναγεννήσεως καὶ ἀναδημιουργίας, ἡ «ἡμέρα τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀναπλάσεως». Ὅπως μάλιστα προτρέπει ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τοὺς Ρωμαίους καὶ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία (Ρωμ. Στ΄ 4), «ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν», μαζὶ μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν πανήγυρη τῆς ἑορτῆς καλούμεθα σὲ καινούργια, ἀνακαινισμένη ζωή. Ὁ Κύριος δὲν ἀναστήθηκε γιὰ νὰ δείξει σὲ μᾶς τὴ δύναμη τῆς θεότητός Του καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης Του μόνον, ἀλλὰ ἀναστήθηκε ὥστε, συντρίβοντας τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου, νὰ συνεγείρει καὶ ἐμᾶς σὲ νέα ζωὴ, νέα ἀντίληψη, νέο ἦθος, νέο φρόνημα, νέα πορεία.
Οἱ συνήθειες τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ἐπιπολαιότητα τῆς φύσης μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἐθίμων μας, μπορεῖ νὰ μᾶς παρασύρουν σὲ ἕναν ἐπιφανειακὸ πασχαλινὸ ἑορτασμό, ποὺ τελειώνει μόλις περάσουν οἱ μέρες, ποὺ σβήνει μὲ τὶς λαμπάδες, ποὺ σταματάει μόλις τελειώσουν οἱ ἀργίες, ποὺ ξεχνιέται μόλις ἐπανέλθει ἡ καθημερινότητα.Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μας μιλάει γιὰ «ἀνέσπερο φῶς» –φῶς ποὺ δέν σβήνει-, γιὰ «αἰώνιο Πάσχα» –Πάσχα ποὺ δὲν τελειώνει-, γιὰ «καινότητα ζωῆς» -γιὰ καινούργια ζωὴ ποὺ τίποτα παλιὸ δὲν θυμίζει καὶ κανεὶς καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει. Δίνει στὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀναστάσεως τὸ ὄνομα Διακαινήσιμος, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὸ μήνυμα τῆς ἀνακαίνισης, γιὰ νὰ τονίσει ὅτι «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» καὶ ὅλοι μας πλέον καλούμαστε «ἐν καινότητι ζωῆς νὰ περιπατήσωμεν».
Εὔχομαι σ’ ὅλους ἡ εὐλογία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νὰ εἶναι πλούσια καὶ κυρίως τὸ φῶς του νὰ φωτίζει τὸν νοῦ μας, νὰ καταυγάζει τὴν καρδιά μας, νὰ μεταμορφώνει συνεχῶς τὴ ζωή μας, ὥστε ὅλοι μαζί, μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, τὴ βούληση, τὴ συνείδηση, τὴ δύναμη, τὴ ζωή μας νὰ ἀναφωνοῦμε.

«Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

Ἡ σκληρότητα τοῦ θανάτου προκαλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον ὑπερβολικήν στενοχωρίαν καί θλίψιν. Πικραίνει τήν καρδίαν. Διά τοῦτο καί ὁ σοφός Σειράχ εἶπεν : «Ὦ θάνατε ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον». Ὅταν ὁ βασιλεύς Ἀγάγ εἶδεν τήν μάχαιραν τοῦ Σαμουήλ εἰς τόν λαιμόν του, τότε, στενάζων καί τρέμων διερωτήθη: «Εἰ οὕτως πικρός ὁ θάνατος» ; (Α´ Βασ. ιε´ 32). Ὁ δέ προφητάναξ Δαυΐδ οὐδέν εὗρεν καταλληλότερον λόγον διά νά παραστήσῃ τήν σκληρότητα τοῦ θανάτου εἰ μή ὅτι «ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με» (Β´ Βασ. κβ´ 6). Ὁ ὑπαρξιακός αὐτός φόβος συντρίβει τόν ἄνθρωπο καί διά τήν ἔντασίν του παρομοιάσθη μέ τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Μέσα σέ ὠδῖνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί διά μέσου ὠδινῶν ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου.
Μέ τήν πικράν αὐτήν αἴσθησιν ἔζησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μάλιστα δέ ἡ πικρότης αὐτή ἦτο ἀφόρητος διά τούς δικαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέθνησκον μέ μιά ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος «δέν θά ἐγκαταλείψῃ τήν ψυχήν των εἰς Ἅδου οὐδέ δώσῃ τόν ὅσιόν του ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε´ 10).Ὁ Θεός ὅμως, ὅστις «οὐκ ἐποίησεν θάνατον οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. Α´ 13) κατήργησεν τόν θάνατον ἀναστήσας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς ἀπαρχήν τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων καί διέλυσε τόν ὑπαρξιακόν φόβον καί τρόμον καί δειλίαν τῶν ἀνθρώπων διά τόν τυραννικώτατον θάνατον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ βασιλέως Σολομῶντος μᾶς διδάσκει ἐπίσης τήν αἰτίαν τοῦ θανάτου: «Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ, κατ᾿ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (δηλ. τόν ἐδημιούργησεν ἀθάνατον) φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφ. Σολ. β´ 23-24).
Αὐτήν τήν νίκην πανηγυρίζομεν πάντοτε εἰς τήν ζωήν μας οἱ πιστοί ἀφ᾿ ὅτου ἐλύθησαν καί διελύθησαν οἱ φοβερές ὠδῖνες τοῦ ὑπαρξιακοῦ μας φόβου.Ἄς δοῦμε αὐτές τίς ὠδῖνες ἀπό τίς ὁποῖες μᾶς ἀπήλλαξεν ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος καί Θεός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πρῶτον. Ὁ θάνατος φοβίζει καί ταράζει τόν ἄνθρωπον διότι ἁρπάζει τήν ὑλική ὕπαρξί του, τό σῶμα του. Τί βλέπουμε εἰς τό σῶμα τοῦ νεκροῦ;Ὀφθαλμούς τυφλούς, ὦτα κωφά, ὄσφρησιν ἀνόσφρητον, στόμα ἄλαλον, ἁφήν ἀναίσθητον, μέλη ἀκίνητα, σῶμα μηδέν διαφέρον κρυερᾶς πέτρας, σχῆμα ἀνθρώπου καί ὄχι ἄνθρωπον. Μετ᾿ οὐ πολύ καί σάρκες τηκόμενες καί ρέουσες, ὀστᾶ ξηρά καί γεγυμνωμένα.Μέ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ὁ φόβος αὐτός διαλύεται, διότι ὁ Θεός θά φέρει εἰς τήν ὕπαρξιν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τό παραδοθέν εἰς τήν φθοράν εἰς ἀνωτέραν κατάστασιν αὐτῆς εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκετο κατά τήν διάρκειαν τῆς παρούσης ζωῆς. Περί αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί διδάσκει: Τό σῶμα μας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κοριν. ιε´ 42-44).
Δεύτερον. Ὁ θάνατος τρομάζει διότι διαλύει τόν φυσικόν δεσμόν καί τήν ἕνωσιν τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Τοῦτο εἶναι γεγονός ἀφύσικον. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά νά ζῇ αἰωνίως, ἔπλασε τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τῷ προστάγματί Του ἡνώθησαν διά νά διαμένουν εἰς τούς αἰῶνας συνηνωμένα καί ἀδιάρρηκτα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν, ὅτι ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τό σῶμα μέ τό ὁποῖον ἔζησεν εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί ἀλγεῖ ἀποχωριζομένη βιαίως αὐτοῦ.Ὁ φιλάνθρωπος καί παντοδύναμος ὅμως Κύριος θείῳ αὐτοῦ προστάγματι θά ἐπανασυνδέσῃ τήν ψυχήν καί τό σῶμα μας κατά τήν ἡμέραν τῆς δόξης καί φοβερᾶς ἐπιφανείας Του, αὐτά τά ὁποῖα διεχώρησεν ἡ ἐξαφανισθεῖσα δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ θανάτου.
Τρίτον. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ὑπό ὀξυτάτης θλίψεως διά τόν παντελῆ χωρισμόν του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτων πραγμάτων καί ἀγαθῶν.Πῶς διελύθη ὁ παρών φόβος. Ἀκούσωμεν τήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου φωνήν λέγουσαν πρός τούς νέους περί τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀνθρώπων: «Ἡμεῖς ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασιν τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτῶν, οὐχ ὅ,τι ἄν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδέ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσιν καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὖν ἄν συντέλῃ πρός τοῦτο, ἀγαπᾶν φαμέν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν» (2 ΕΠΕ τ. 7 σελ. 319).
Προσθέτομεν τέταρτον τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ βασανιστικοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τῶν βεβιωμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.Ἀλλά καί ἀπό αὐτόν μᾶς λυτρώνει ἡ πίστις εἰς τόν ἀναστάντα Κύριον. Διδάσκει ὁ πρῶτος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Χριστός ἱλασμός ἐστίν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περί τῶν ἡμετέρων δέ μόνον, ἀλλά καί περί ὅλου τοῦ κόσμου» (Α´ Ἰωάν. β´ 2). Καί πάλιν: «Ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι αὐτοῦ…… ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλε τόν υἱόν ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 9-10).Διά τοῦτο πανηγυρίζει ἡ χρυσῆ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας βοῶσα: «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

Λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στην Αγία και λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου


Σήμερον εορτάζομε την λαμπράν νίκην μας. Σήμερον ο Κύριος ημών έστησε το τρόπαιον κατά του θανάτου, κατέλυσε την τυραννία του διαβόλου και μας εχάρισε την οδόν της σωτηρίας διά της αναστάσεως. Όλοι χαίρομεν, σκιρτώμεν, αγαλλόμεθα. Αν και ο Κύριός μας Χριστός ενίκησε και έστησε το τρόπαιον, εν τούτοις κοινή είναι η ευφροσύνη και η χαρά μας. Όλα τούτα τα έκαμε διά την ιδικήν μας σωτηρίαν και με τα ίδια μέσα που μας κατεπάλαισεν ο διάβολος, ακριβώς με τα ίδια τον ενίκησεν ο Χριστός. Έλαβε τα ίδια όπλα και τον κατεπολέμησε με αυτά. Πώς, άκουσέ το. Η Παρθένος, το Ξύλον και ο Θάνατος ήσαν τα σύμβολα της ιδικής μας ήττας. Παρθένος είναι η Εύα. Ουδέποτε είχε γνωρίσει άνδρα, όταν υπέστη την απάτη. Ξύλον είναι το δένδρον και Θάνατος το επιτίμιον εναντίον του Αδάμ. Είδες πως η παρθένος, το ξύλον και ο θάνατος έγιναν τα σύμβολα της ήττας μας; Κοίταξε τώρα πως έγιναν αίτια της νίκης. Αντί της Εύας η Μαρία, αντί του δένδρου της γνώσεως του καλού και πονηρού, το ξύλον του σταυρού, αντί του θανάτου του Αδάμ, ο θάνατος του Κυρίου. Είδες με ποια μέσα ενίκησεν, ενώ με τα ίδια ηττάται; Γύρω από το δένδρον επάλαισε και ενίκησε τον Αδάμ ο διάβολος; Γύρω από τον σταυρόν ενίκησε τον διάβολο ο Χριστός. Και το μεν ξύλον εκείνο, το δένδρον έστελνε εις τον Άδην, ενώ τούτο, το του σταυρού, ανεκάλει και όσους είχον υπάγει εις τον Άδην. Το πρώτον έκρυπτε τον ηττημένον, όπως τον αιχμάλωτον και τον γυμνόν, ενώ το δεύτερον, εδείκνυεν εις όλους τον νικητήν, προσηλωμένον γυμνόν εφ' υψηλού σημείου. Και ο μεν θάνατος εις την πρώτην περίπτωσιν συμπαρέσυρε και τους μετά τον Αδάμ, ενώ ο του Χριστού ανέστησεν αληθώς και τους προ αυτού θανόντας. «Ποίος θα περιγράψει τας δυνάμεις του Κυρίου και θα κάνει να εισακουσθούν όλαι αι αινέσεις του;». Διά του θανάτου εγίναμεν αθάνατοι, ανέστημεν από την πτώσιν και από νικημένοι κατέστημεν νικηταί. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού, αυτή είναι η μεγίστη απόδειξις της αναστάσεως. Σήμερον σκιρτούν οι άγγελοι και όλαι αι δυνάμεις του ουρανού αγάλλονται ευχαριστούμενοι διά την κοινήν σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων. Αν διά την μετάνοιαν και ενός αμαρτωλού γίνεται χαρά εις τον ουρανόν και την γην, πολύ περισσότερον συμβαίνει τούτο διά την σωτηρίαν της οικουμένης.
Σήμερον ο Χριστός ηλευθέρωσε την ανθρωπίνην φύσιν από την τυραννία του διαβόλου και την επανέφερεν εις την προηγουμένην της ευγένειαν. Όταν λοιπόν ίδω την αρχικήν μου καταβολήν ούτω να νικά τον θάνατον, δεν φοβούμαι πλέον, δεν απεχθάνομαι τον πόλεμον, ούτε κάμπτομαι διά την αδυναμίαν μου, αλλά αισθάνομαι την θείαν δύναμιν σύμμαχόν μου εις το μέλλον. Εκείνος που θα κατανικήσει την τυραννίαν του θανάτου και θα μπορέσει να αχρηστεύσει την δύναμήν του, τί νομίζετε, δεν θα κάνει το παν διά τούς συνανθρώπους του, των οποίων την μορφήν εδέχθη ο Χριστός να λάβει λόγω της μεγάλης του φιλανθρωπίας και να πολεμήσει υπό την ανθρωπίνην μορφήν τον διάβολον; Σήμερον η σύναξις των αγγέλων και ο χορός όλων των ουρανίων δυνάμεων αγάλλονται διά την σωτηρίαν των ανθρώπων. Σκέψου, λοιπόν, αγαπητέ, το μέγεθος της χαράς, αφού και αι ουράνιαι δυνάμεις συνεορτάζουν με ημάς και χαίρουν επίσης διά τα ιδικά μας αγαθά. Αν και είναι ιδική μας η χάρις που μας παρεχώρησεν ο Χριστός, εν τούτοις είναι και ιδική των η ευχαρίστησις. Διά τούτο δεν εντρέπονται να συνεορτάζουν μαζί μας. Αλλά τί λέγω, ότι ,όνον οι σύνδουλοί μας δεν εντρέπονται να συνεορτάζουν; Ο ίδιος ο Κύριος αυτών, αλλά και ημών, δεν εντρέπται να συνεορτάζει μαζί μας. Αλλά διατί είπον δεν εντρέπεται; Όχι μόνον δεν εντρέπεται, αλλά και το επιθυμεί. Από πού τεκμαίρεται αυτό; Άκουσέ τον τι λέγει: «Επεθύμησα σφοδρώς να φάγω μαζί σας τούτο το Πάσχα». Δηλαδή αφού επεθύμησε να φάγει, αυτό σημαίνει και να συνεορτάσει.
Όταν δεις όχι μόνον τους αγγέλους και την σύναξιν όλων των ουρανίων δυνάμεων, αλλά και αυτόν τον Κύριον των αγγέλων να συνεορτάζει μαζί μας, τί σου απομένει διά να ευφρανθείς; Λοιπόν, ας μη είναι κανείς κατηφής σήμερον λόγω πενίας. Η εορτή είναι πνευματική.... Ας εορτάσωμεν, λοιπόν, την εορτήν της Αναστάσεως του Κυρίου. Ανέστη και μαζί του συνανέστησε την οικουμένην. Και αυτός μεν ανέστη θραύσας τα δεσμά του θανάτου, ημάς δε ανέστησε συντρίψας τας αλυσίδας των αμαρτιών μας. Ο Αδάμ ημάρτησε και απέθανεν. Ο Χριστός δεν ημάρτησε και απέθανεν. Καινοφανές και παράδοξον. Ο πρώτος ημάρτησε και απέθανεν. Ο δεύτερος δεν ημάρτησε, αλλά απέθανεν. Δια ποίον λόγον και διατί; Διά να μπορέσει ο αμαρτήσας και αποθανών να ελευθερωθεί από τα δεσμά του θανάτου μέσω του μη αμαρτήσαντος και αποθανόντος. Έτσι πολλάκις γίνεται και εις τας περιπτώσεις όσων οφείλουν χρήματα. Οφείλει κάποιος εις κάποιον αργύρια, δεν έχει να τα καταβάλει και ένεκα τούτου φυλακίζεται. Ένας άλλος που δεν οφείλει και που ημπορεί να τα καταβάλει, τα καταθέτει και απολύεται ο υπόλογος. Το ίδιο έγινε και εις την περίπτωσιν του Αδάμ και του Χριστού. Ώφειλεν ο Αδάμ τον θάνατον και εκρατείτο υπό του διαβόλου. Ο Χριστός ούτε ώφειλεν, ούτε εκρατείτο. Ήλθεν όμως και κατέβαλε τον θάνατον υπέρ του κρατουμένου, προκειμένου να τον απολύσει από τα δεσμά του θανάτου. Είδες το κατόρθωμα της Αναστάσεως; Είδες την φιλανθρωπίαν του Κυρίου; Είδες μέγεθος φροντίδος; Λοιπόν, ας μη γινώμεθα αγνώμονες δι' αυτόν τον ούτως ευεργετήσαντα ημάς, μήτε, επειδή επέρασεν η νηστεία, να καταστώμεν αμελέστεροι.

᾿Ανέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, λύσας θανάτου τα δεσμά, ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλη, αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν

Πανηγυρίζει μεγαλοπρεπῶς καί μέ πνευματική εὐφροσύνη ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, διότι μέ τήν ἐκ νεκρῶν τριήμερο ἐξανάστασί Του ἔλυσε τά δεσμά τοῦ θανάτου καί ἀπελευθέρωσε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν τυραννία του, «ὁδοποιήσας πάσῃ σαρκὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν». ῾Η ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. ῾Ο Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ θανάτου, ἔγινε, «ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος», δηλαδή ὁ Χριστός, ἐνῶ ἦταν ἐλεύθερος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί ὁ θάνατος δέν εἶχε τήν δύναμι νά τόν κυριεύσει, ἐν τούτοις πέθανε καί νεκρώθηκε, προκειμένου νά ἐλευθερωθοῦμε ἐμεῖς ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί νά ἔχουμε ἐλπίδα ἀναστάσεως. ῾Ο δέ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀναφερόμενος σ’ αὐτή τήν ὑπερφυῆ εὐεργεσία τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου, μᾶς λέει χαρακτηριστικά, ὅτι ὁ Χριστός «δέν ἀρνήθηκε τήν γεῦσι τοῦ θανάτου. Πέθανε σωματικά καί μέ τόν θάνατό Του καταργεῖ τόν θάνατο, στήν φθορά χαρίζει τήν ἀφθαρσία καί κάνει τήν νέκρωσι πηγή τῆς ἀναστάσεως».
Αὐτή ἡ θεμελιώδης χριστολογική διδασκαλία, μέ τίς ἀνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές διαστάσεις της, ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως τῶν πιστῶν. Καί γιά νά ἔχουμε τήν χαρά αὐτή πληρωμένη καί ὁλοκληρωμένη στήν καρδιά μας, θά ἐμβαθύνουμε στό ψαλμικό λόγιο «ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος» (Ψαλμ. 88, 5).
῾Ο λόγος αὐτός λέγεται ἀπό τόν Χριστό καί σημαίνει·

1. ῎Αν καί νεκρώθηκα καί εὑρισκόμουν στόν τάφο, ἤμουν ἐλεύθερος, ἀπό τήν διαφθορά καί τήν διάλυσι τοῦ σώματός μου. Γι’ αὐτό καί τό σῶμα Του δέν διαλύθηκε στόν τάφο, οὔτε σάπισε, οὔτε ἀνέδιδε δυσωδία, σύμφωνα μέ τήν ῾Αγία Γραφή (Πράξ. β´ 31).
2. ᾿Εγώ μόνος κατέβηκα θεληματικά στόν ῞ᾼδη καί δέν ὁδηγήθηκα ἀπό ἄλλους ἐκεῖ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων σχολιάζει αὐτό τό χωρίο καί λέει·
«᾿Ενῶ ὅλοι σπουδαῖοι καί φαῦλοι ὁδηγοῦνται στόν ῞ᾼδη ἀπό κάποιους, ὅπως ὁ Λάζαρος ἀπό τούς ᾿Αγγέλους, ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος ἀπό τούς “ἀπαιτοῦντες τήν ψυχήν αὐτοῦ”, ἐγώ θέτω αὐτήν ἀπό μόνος μου· διότι μόνος ἀπέθανεν ὁ ᾿Ιησοῦς γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, ὁδηγούμενος στόν θάνατο, κατά τήν φωνή τοῦ ῾Ησαΐου, καί ἐνῶ ἦταν νεκρός, ἦταν ὁ μόνος ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν, διότι δέν εἶχε ἁμαρτία, ἡ ὁποία νά τόν ἐξουσίαζε, γι’ αὐτό καί ἔλεγε· “᾿Εγώ θυσιάζω τήν ζωή μου, ὥστε νά τήν ξαναπάρω πίσω. Κανείς δέν μοῦ τήν παίρνει· ἐγώ μόνος μου τήν προσφέρω. ᾿Από μένα ἐξαρτᾶται νά τήν προσφέρω κι ἀπό μένα ἐξαρτᾶται νά τήν ξαναπάρω πίσω”» (᾿Ιωάν. ι´ 17-18). ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αἰτία θανάτου τήν ἁμαρτία, ἐπειδή καί ἐπιτίμιο καί τιμωρία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος, μόνος δέ ὁ Χριστός ἦτο ἀναίτιος θανάτου ἐπειδή ἦταν ἀναμάρτητος.
3. Εἶμαι ἐλεύθερος, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀποθνήσκουν στανικῶς, χωρίς νά τό θέλουν, γι’ αὐτό καί εἶναι ὑποδουλωμένοι στόν θάνατο καί στόν φόβο τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό τό θέμα ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή· «καὶ ἀπαλλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». (β´ 15).
4. ῾Ο Χριστός δέν κρατήθηκε ἀπό τά δεσμά τοῦ ῞ᾼδου, ἀλλ’ ἐλεύθερα καί ἐξουσιαστικά ἀναστράφηκε σ’ αὐτόν καί ἔλυσε τά δεσμά τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ῾Η ὑμνολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἐξυμνώντας τήν θριαμβευτική καί ἔνδοξο κάθοδο τοῦ Κυρίου στόν ῞ᾼδη, συνέθεσε θρῆνο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στόν προσωποποιημένο ῞ᾼδη καί τόν βρίσκουμε αὐτόν τόν θρῆνο σέ ἕνα ἐκφραστικώτατο ἑσπέριο στιχηρό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου· «Σήμερον ὁ ῞ᾼδης στένων βοᾷ· Κατελύθη μου ἡ ἐξουσία· ἐδεξάμην θνητόν, ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων· τοῦτον δὲ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἀλλ’ ἀπολῶ μετὰ τούτου ὧν ἐβασίλευον· ἐγὼ εἶχον τοὺς νεκρούς ἀπ’ αἰῶνος, ἀλλὰ οὗτος ἰδοὺ πάντας ἐγείρει». Οἱ πιστοί ζοῦμε στήν ᾿Εκκλησία μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι ὁ ἀναστημένος Χριστός θά ἐλευθερώσει καί ἐμᾶς ἀπό τά δεσμά τοῦ ῞ᾼδου καί τοῦ θανάτου. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐγγυᾶται, ὥστε νά ἔχουμε βεβαία καί ἰσχυρά πεποίθησι, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων μας. Πράγματι δέ, τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπειδή εἶναι «υἱοὶ τῆς ἀναστάσεως», εἶναι ἐλεύθερα ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Οἱ μέν ψυχές εὑρίσκονται «ἐν ἀναπαύσει» μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ὁπότε θά ἑνωθοῦν μέ τά ἀναστημένα σώματά τους γιά νά ζήσουν αἰωνίως. «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος» (Σοφ. Σολομ. γ´ 1). Προανάκρουσμα τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἐλευθερίας εἶναι καί αὐτοί οἱ λόγοι· «Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ ῾Υψίστῳ. διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν» (Σοφ. Σολομ. ε´ 15-16). ῾Ομοίως καί τά σώματα μετέχουν σ᾿ αὐτή τήν ἐλευθερία, ἀφοῦ θά ἀναστηθοῦν ἔνδοξα κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα. ᾿Απόδειξις τῆς ἐλευθερίας τῶν σωμάτων ἀπό τήν δύναμι τοῦ θανάτου εἶναι τό ὅτι πολλά σώματα ἁγίων μένουν ἀδιάφθορα στόν τάφο, εὐωδιάζουν ἄρρητη εὐωδία καί θαυματουργοῦν ἐπειδή καταλύουν τήν δύναμι τοῦ θανάτου. Γιά νά συμμετέχουμε σ’ αὐτό τόν θρίαμβο καί τήν νίκη τοῦ Κυρίου κατά τοῦ ῞ᾼδου καί τοῦ θανάτου, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, θά πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι ἀπαιτοῦνται δύο ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. ῾Η πρώτη εἶναι ἡ συμμετοχή μας στά Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας· Τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα, τήν ῾Ιερά ᾿Εξομολόγησι καί τήν Θεία Κοινωνία. Χωρίς αὐτά ὁ ἄνθρωπος παραμένει στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή καί κατάστασι. ᾿Ενῶ, ἄν συμμετέχει κάποιος σ’ αὐτά, γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ «καί συγκοινωνός τῆς ρίζης καὶ τῆς πιότητος τῆς ἐλαίας» (Ρωμ. ια´, 17). Τρέφεται δηλαδή ἀπό τήν πλούσια καί παχειά ρίζα τῆς θείας ζωῆς, πού εἶναι ὁ Χριστός. Χωρίς νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο. ῾Η δεύτερη προϋπόθεσις εἶναι ἡ νέκρωσις τῆς δυνάμεως τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἐπέρχεται μέσα μας μέ τόν προσωπικό μας πνευματικό ἀγώνα. Εἶναι πυκνές οἱ προτροπές τῶν ᾿Αποστόλων γι’ αὐτή τήν ζωοποιό νέκρωσι. «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε´ 24).᾿Αγωνιζόμενοι τόν καλό ἀγώνα, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ζωοποιό νέκρωσι τῆς δυνάμεως τῆς ἁμαρτίας μέσα μας, καί ἑνωμένοι μέ τόν ἔνδοξο ἀναστημένο καί νικητή τοῦ ῞ᾼδου Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό σ’ ἕνα Σῶμα, τήν ῾Αγία ᾿Εκκλησία, ψάλλουμε· «Τοῖς ἐν ῞ᾼδῃ καταβάς Χριστὸς εὐηγγελίσατο· θαρσεῖτε, λέγων, νῦν νενίκηκα. ᾿Εγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις, ἐγὼ ὑμᾶς ἀνάξω, λύσας θανάτου τὰς πύλας» (῾Εσπερινό στιχηρό ἀναστάσιμο γ´ ἤχου).Καί τοῦτο·«῾Ο τὴν ἀνάστασιν διδοὺς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη. ῎Εφριξαν τοῦτον οἱ ἄρχοντες τοῦ ῞ᾼδου, καὶ ἐπῄρθησαν πύλαι ὀδυνηραί. Εἰσελήλυθε γὰρ ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης Χριστός, λέγων τοῖς ἐν δεσμοῖς· ᾿Εξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν τῷ σκότει· ᾿Ανακαλύπτεσθε» (῾Εσπερινό στιχηρό ἀναστάσιμο πλαγίου α´).

Θεολογικό σχόλιο στην Ανάσταση του Κυρίου, του κ Λάμπρου Σκόντζου

Η λαμπροφόρος Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία ἐορτολογικὴ ἐκδήλωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Μόνη Αὐτή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν αἱρετικὴ ἐτεροδοξία, βιώνει ἀδιάκοπα τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν πιὸ χαροποιὸ καὶ ἐλπιδοφόρα ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ κάθε ὀρθόδοξος πιστὸς δὲν ἑορτάζει ἁπλὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ζεῖ τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονός, ὡς μιὰ προσωπικὴ μεταμόρφωση καὶ ἀνάσταση!
Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, τὴν «ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ τὴν πανήγυρη τῶν πανηγύρεων» κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο τοῦ Πάσχα ἐορτάζεται ἡ νίκη τοῦ Ἀγαθοῦ κατὰ τοῦ Κακοῦ, ἡ ἐπικράτηση τοῦ φωτὸς στὸ νοητὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς, ἡ κατάργηση τοῦ Ἅδη καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀναίρεση τοῦ θανάτου, τοῦ χειρότερου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. «Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (1Κορ.15:26) ἀναφωνεῖ ἐνθουσιωδῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος!
Ἡ εἴσοδος τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα μύρια κακά, ἔφερε καὶ τὸν θάνατο, ὡς τὴν φυσικὴ κατάληξη μιᾶς ἀφάνταστα μαρτυρικῆς ζωῆς. Ὁ πικρὸς Ἅδης ὑπῆρξε ὁ τόπος κατάληξης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Ἡ ἔννοια τῆς ἀθανασίας, ὡς τὸ σπουδαιότερο ἀρχέγονο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἔμεινε ὡς μιὰ μακρινὴ ἀνάμνηση στὴν ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ὡς μιὰ ἀμυδρὴ προσδοκία ἀνάκτησής της στὸ μέλλον.
Ἡ λαχτάρα γιὰ τὴν νίκη τοῦ θανάτου ἐκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στὶς διάφορες μυθολογίες τῶν λαῶν. Οἱ προφῆτες καὶ οἱ συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς ὄργανα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, προείδαν πιὸ καθαρὰ τὴν μελλοντικὴ νίκη τῆς ζωῆς κατὰ τοῦ θανάτου. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ δοκιμάσει τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ θὰ νικήσει τὸν Ἅδη, θὰ τὸν συλήσει ἀπὸ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος δεσμίους τοῦ νεκροὺς καὶ θὰ κλείσει ὁριστικὰ τὸ δρόμο τοῦ θανάτου γιὰ τοὺς πιστούς Του. Ὁ μοναδικὸς ζωντανὸς Θεὸς εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς σὲ ὅλα τὰ ὄντα. Αὐτὸς «θανατοὶ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾄδου καὶ ἀνάγει» (1Βασιλ.2:6). Ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἀνασταίνουν νεκροὺς στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου (3Βασιλ.17:23, 4Βασιλ.4:33). Ὁ προφήτης Ὠσηέ, προβλέποντας τὴν εἰς ᾄδου κάθοδον τοῦ Μεσσία, τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του καὶ τὴν συντριβὴ τοῦ θανάτου διακηρύσσει στοὺς ἄπιστους συμπατριῶτες τοῦ «Πορευθῶμεν καὶ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Κύριον! … Ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δυὸ ἡμέρας, ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἐξαναστηθώμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ» (Ὠσηὲ 6:1) καὶ γι’ αὐτὸ σκιρτώντας ἀπὸ ἄκρατο ἐνθουσιασμὸ φωνάζει νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «Ποῦ σου ἡ δίκη σου, θάνατε, ποῦ τὸ κέντρον σου ᾄδη;» (Ὠσηὲ 13:14).
Στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ βρῆκε τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸν πραγματικὸ λυτρωτή του. Αὐτός, ὡς ὁ σαρκωμένος Θεός, ὑλοποίησε τὸ θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Πέτυχε τὴ σωτηρία μας ὡς διδάσκαλος, ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, ἀποκάλυψε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔδωσε νέο τρόπο ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους. Ἱερούργησε τὴν πιὸ ἀποτελεσματικὴ θυσία ὅλων τῶν ἐποχῶν, μὲ ἱερεῖο ἄμωμο τὸν ἴδιό Του τὸν ἑαυτό, πάνω στὸν φρικτὸ Γολγοθὰ καὶ πέτυχε τὴν περιπόθητη καταλλαγῆ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. «Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὧν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἢν ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοὶς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ… καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθησεν ἐν τοὶς ἐπουρανίοις» (Ἔφ.2:4-6). Τέλος ὡς θριαμβευτικὸς νικητής, νίκησε τὶς ἀντίθεες δυνάμεις καὶ τὸ κακό, νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἀνέστη ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, συνεχίζοντας τὸ ἀπόλυτο καὶ ἀναντικατάστατο μεσιτικὸ Τοῦ ἔργο. Ἀποτέλεσμα: «Νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς γὰρ ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἐν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν κόσμον τῶν ἐντολῶν ἐν δογμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δυὸ κτίση ἐν ἐαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην» (Ἔφ.2:13-15).
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διακήρυξε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κᾶν ἀποθάνη ζήσεται» (Ἰωάν.11:25). Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος, ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν θάνατο. Μὲ τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του πραγματοποίησε αὐτὴ τὴν λαμπρὴ νίκη, ἀνάστησε τὸ σῶμα Του καὶ μαζὶ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδὴ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὡς κύτταρα τοῦ σώματός Του. «Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (1Κορ.15:22). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἤδη ἀναστημένος δυνητικὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι μιὰ δυνητικὴ κατάσταση τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ἀξιοποιήσει. Ὁ βιολογικὸς θάνατος, ὡς προσωρινὴ κατάσταση, δὲν αἴρει τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, διότι «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστίν, ὅτι οἱ νεκροὶ ἀκούσουσι τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» ( Ἰωάν.5:25). «Ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμίν» (Ρωμ.8:11). Αὐτὴ εἶναι (πρέπει νὰ εἶναι) ἡ μόνιμη χαρὰ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἔχουμε τὴ βεβαιότητα, ὅτι χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (1 Ἰωάν.3:14) καὶ « Πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνη εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν.11:26).Ἀπτὰ παραδείγματα τῆς ἀναστάσεώς μας εἶναι οἱ θαυμαστὲς νεκραναστάσεις ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς παρουσίας Του, τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μάρκ.5:21-42, τοῦ γιοῦ τῆς χείρας στὴ Ναϊν (Λουκ.7:11-17), τοῦ Λαζάρου (Ἰωάν.11:1-44). Ἐπίσης ἡ ἀνάσταση τῶν «κεκοιμημένων ἁγίων» (Ματθ.27:52) κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι οἱ προάγγελοι καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.
Ἡ λαμπροφόρος Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μας σημαίνει ἀκόμα καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἀλλαγῆ τοῦ κόσμου. Ὁ παλαιὸς πτωτικὸς κόσμος τῆς φθορᾶς ἄλλαξε κυριολεκτικᾶ σύσταση, διότι μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νικήθηκαν οἱ ἀντίθεες δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ ἁπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου. Χάρη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ξαναβρῆκε ὁ κόσμος τὴν πραγματικὴ τοῦ θέση μέσα στὴ θεία δημιουργία. Τὴ φθορά, ποὺ δημιούργησε ἡ πτώση, διαδέχτηκε ἡ ἀφθαρσία. Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πλέον γιὰ νὰ πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν αἰωνιότητα καὶ νὰ συμβασιλεύει αἰώνια μὲ τὸν Χριστό.
Τὸ μέγα καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς Τοῦ μιὰ διαρκὴς χαρὰ καὶ ἀτέλειωτη αἰσιοδοξία. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔγιναν οἱ διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου στὰ ἔθνη χάρις στὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὰ νέφη τῶν Μαρτύρων θυσίασαν τὴν πολύτιμη ζωὴ τοὺς χάρις στὴν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ζοῦσαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ὡς μιὰ ἀτέρμονη προσωπικὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀναστάσιμη χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία θέλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία νὰ μεταδώσει καὶ σὲ μᾶς σήμερα. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀποβάλλουμε τὸ ἄγχος τῆς καθημερινότητας καὶ κυρίως τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ διαποτίσουμε τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὴν μακάρια ἐλπίδα καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης, τῆς ὁποίας τεκμήριο καὶ ἀπαρχὴ ὑπῆρξε ἡ Ζωηφόρος Ἀνάσταση τοῦ Λυτρωτῆ μας Χριστοῦ

Η Θεολογία της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού, στην περί ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία του Αγίου Ειρηναίου

Το θεσπέσιο γεγονός της εκ νεκρών Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί για τη συνείδηση της Αγίας μας Εκκλησίας την φλόγα και τη ζέση, η οποία δίνει τη δύναμη και την ενέργεια σε Αυτή να πορεύεται αταλάντευτη στους αιώνες. Στην αντίθετη περίπτωση « ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, όν ουκ ήγειρεν» (Α΄Κορ.15,14-15). Εάν έλειπε από την Εκκλησία το γεγονός της Αναστάσεως, Αυτή θα ήταν καταδικασμένη να σβήσει συγχρόνως με τη γέννησή της! Γι’ αυτό το λόγο η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, και ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία μας, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων» και όλοι οι πιστοί «αγαλομένω ποδί» προσέρχονται να απολαύσουν την πλούσια πνευματική τράπεζα του Αναστάντα Λυτρωτή μας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με εμφανή ενθουσιασμό έδωσαν στα συγγράμματά τους την αληθινή διάσταση στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού μας. Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος),(+199) είναι ένας από αυτούς. Στην περίφημη περί ανακεφαλαιώσεως θεολογία του εντάσσει το γεγονός αυτό στο γενικότερο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Στο θεανδρικό Πρόσωπο του Ιησού Χριστού συντελέσθηκε η αναδημιουργία του πεπτωκότος ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (Ειρην. C.H.. III,16,6). Η Ενανθρώπηση και η Ανάσταση του Λυτρωτή είναι οι δύο κορυφαίοι σταθμοί του έργου της απολυτρώσεως. Δια της Ενανθρωπήσεως του Λόγου ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία, δια της Αναστάσεώς Του ο άνθρωπος εισέρχεται στην αιωνιότητα! Η Ενανθρώπηση είναι η ευλογημένη αρχή η Ανάσταση είναι το θριαμβευτικό πέρας του θείου έργου της σωτηρίας του κόσμου.
Ο πρώτος Αδάμ, ο χοϊκός προπάτοράς μας, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, εξαιτίας του πονηρού και της δικής του συγκαταθέσεως εξέπεσε και έγινε φορέας του κακού και της αμαρτίας και υποκείμενος του θανάτου. Ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ (Α΄Κορ.15,45) επειράσθη και Αυτός από τον πονηρό για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης της τροφής ( Γεν.3, 15 ). Όμως Αυτός δεν υπέκυψε, όπως ο πρώτος Αδάμ, στην παγίδα του πονηρού. Έμεινε υπάκουος στο θέλημα του «πέμπψαντός του Πατρός» (Ιωάν.4,34). Η έπαρση του χοϊκού Αδάμ απέκοψε το ανθρώπινο γένος από τη ζωή και το οδήγησε στο θάνατο. Αντίθετα η έσχατη υπακοή και η ταπείνωση (Φιλιπ.2,8) του Χριστού νίκησε το θάνατο και επανένωσε την ανθρωπότητα με τη ζωή,
Ο θάνατος δεν είναι στοιχείο της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά είναι προϊόν της αμαρτίας (Ρωμ.6,23 ). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό να ζει αθάνατος. Η αμαρτία όμως εισήγαγε τον θάνατο στην ανθρώπινη φύση ως αφύσικη κατάσταση. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και του Άδη θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από το ξένο και αφύσικο αυτό στοιχείο. Η Ανάσταση δε του Λυτρωτή « απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων εγένετο» (Α΄Κορ.15,20 ). Η Ανάσταση του Κυρίου κατέρριψε όλους τους φραγμούς που εμποδίζουν τον άνθρωπο να εισέλθει στην αιωνιότητα,(Ειρην. C.H.V.23, 2, P.G.7, 1182-1183). Η εν Χριστώ σωτηρία είναι ουσιαστικά «εκκένωσις του θανάτου» και χορήγηση της ζωής (Ειρην. C.H.III,23,7).
To ξύλο της Εδέμ (Γεν.2ο κεφ) έγινε η αιτία της πτώσεως του πρώτου ανθρώπου. Δι’ αυτού ο γενάρχης ξέπεσε και κατεστάθη θνητός. Το ξύλο του Σταυρού έγινε αιτία να ξαναγίνει πάλι ο άνθρωπος αθάνατος. «Η αμαρτία, γράφει ο ιερός πατήρ, η οποία προήλθεν εκ του ξύλου, εξηλείφθη δια του ξύλου της υπακοής, επί του οποίου εσταυρώθη ο Υιός του ανθρώπου, υπακούων εις τον Θεόν, καταργήσας ούτω την γνώσιν του κακού συνετέλεσεν, ώστε να ανθίση εις τας ψυχάς των ανθρώπων η γνώσις του καλού. Επειδή δε το κακόν συνίσταται εις την ανυπακοήν κατά του Θεού, το καλόν συνίστα εις την υπακοήν. . . Ώστε δια της μέχρι θανάτου, και δη θανάτου Σταυρού, υπακοής του εξιλέωσε την αρχαίαν διά του ξύλου προκληθείσαν ανυπακοήν. . . Ήτο δίκαιον και αναγκαίον αυτός, ο οποίος κατέστη ορατός, να οδηγήση όλα τα ορατά πράγματα εις την εις την συμμετοχήν του Σταυρού Του και ούτως υπό την ορατήν Του μορφήν η επίδρασίς Του εγένετο αισθητή εις όλα τα ορατά πράγματα» ( Ειρην. Επίδ. Αποστ. Κηρύματος 34).
Το μέγα γεγονός της Αναστάσεως του Σωτήρος ο άγιος Ειρηναίος το συνδυάζει με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η πραγματικότης της Αναστάσεως συνδέεται με την πραγματικότητα της αληθούς μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού (Ειρην. C.IV,18,4-5). Ο κοινωνών του αναστημένου και αυθαρτοποιημένου Σώματος του Κυρίου, καθίσταται και ο ίδιος δυνάμει αναστηθείς και αφθαρτοποιηθείς εν Χριστώ (C.IV,5,5 και 33,2).
Η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου, κατά τον ιερό πατέρα, αποτελεί το θεμελιώδες κεφάλαιο της χριστιανικής σωτηριολογίας. «Εάν (ο Χριστός) δεν εγεννήθη, άρα δεν απέθανε, και εάν δεν απέθανε, δεν ανέστη εκ νεκρών, δεν εθριάμβευσεν άρα επί του θανάτου και δεν κατήργησε το κράτος του, και εάν δεν εθριάμβευσεν επί του θανάτου, πως θα δυνηθώμεν να υψωθώμεν μέχρι της ζωής ημείς, οι οποίοι εξ αρχής υποκείμεθα εις τον θάνατον, Όσοι λοιπόν δεν παραδέχονται την σωτηρίαν του ανθρώπου, και δεν πιστεύουν, ότι ο Θεός θα τους αναστήση εκ νεκρών, ούτοι περιφρονούν την γέννησιν του Κυρίου ημών. Ο Λόγος του Θεού, ευδοκήσας να σαρκωθεί, εδέχθη αυτήν την γέννησιν, δια να μας αποδείξη την ανάστασιν της σαρκός και να προηγηθή όλων ημών εις τον ουρανόν» ( Ειρην. Επίδ. Αποστ. Κηρυγμ. 39).
Ο Θεός Λόγος με την θεία Ενανθρώπησή Του έγινε όμοιος με τον άνθρωπο κατά πάντα εκτός της αμαρτίας. Αυτήν την ανθρώπινη τραυματισμένη και αμαυρωμένη από την αμαρτία εικόνα με την Ανάστασή Του την αυθαρτοποίησε και τη θέωσε, έτσι ώστε «και την εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο γενόμενος όπερ ήν εικών αυτού, και την ομοίωσιν βεβαίως κατέστησε, συνεξομοιώσας τον άνθρωπον τω αοράτω Πατρί» (Ειρην. C.H.IV,16,2). H νέα αναδημιουργηθείσα εν Χριστώ ανθρώπινη φύση είναι η ίδια η ένδοξη μεταναστάσιμη ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ο «κολλώμενος τω Κυρίω» (Α΄Κορ.6,17) μετέχει αυτής της θεωμένης και δοξασμένης φύσεως. Χάρη στο σωτηριώδες έργο του Χριστού, με επιστέγασμα την Ανάστασή Του, «ο γεννητός και πεπλασμένος άνθρωπος κατ΄εικόνα και ομοίωσιν του αγεννήτου γίνεται Θεού» (Ειρην. C.H.IV, 38,3).
Ο Αναστάς Χριστός, όπως ευστοχότατα θεολόγησε ο μεγάλος αυτός πατέρας της αρχαίας Εκκλησίας μας, ανακεφαλαίωσε στον εαυτό του τον πεπτωκότα άνθρωπο και δια του εκουσίου Πάθους και της Αναστάσεώς Του συνέτριψε ολοκληρωτικά και μόνιμα το κράτος του διαβόλου και κατήργησε τον «ολετήρα της κτίσεως». Η Ανάσταση του Σωτήρος μας είναι το επιστέγασμα της αποκαταστάσεως και ανακεφαλαιώσεως του μεταπτωτικού ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας. Γι’ αυτό δικαιολογημένα η αγία μας Εκκλησία μας καλεί να «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τω προϊόντι Χριστώ εκ του μνήματος, ως νυμφίω, και συνεορτάσωμεν, ταις φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεού το σωτήριον»

Με την Ανάστασή του ο Χριστός τις ωδύνες του θανάτου έλυσε...

Όν ὁ Θεός ἀνέστησε λύσας τάς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ» (Πράξ. β´ 24).

Ἡ σκληρότητα τοῦ θανάτου προκαλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον ὑπερβολικήν στενοχωρίαν καί θλίψιν. Πικραίνει τήν καρδίαν. Διά τοῦτο καί ὁ σοφός Σειράχ εἶπεν : «Ὦ θάνατε ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον». Ὅταν ὁ βασιλεύς Ἀγάγ εἶδεν τήν μάχαιραν τοῦ Σαμουήλ εἰς τόν λαιμόν του, τότε, στενάζων καί τρέμων διερωτήθη: «Εἰ οὕτως πικρός ὁ θάνατος» ; (Α´ Βασ. ιε´ 32). Ὁ δέ προφητάναξ Δαυΐδ οὐδέν εὗρεν καταλληλότερον λόγον διά νά παραστήσῃ τήν σκληρότητα τοῦ θανάτου εἰ μή ὅτι «ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με» (Β´ Βασ. κβ´ 6). Ὁ ὑπαρξιακός αὐτός φόβος συντρίβει τόν ἄνθρωπο καί διά τήν ἔντασίν του παρομοιάσθη μέ τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Μέσα σέ ὠδῖνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί διά μέσου ὠδινῶν ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου.
Μέ τήν πικράν αὐτήν αἴσθησιν ἔζησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μάλιστα δέ ἡ πικρότης αὐτή ἦτο ἀφόρητος διά τούς δικαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέθνησκον μέ μιά ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος «δέν θά ἐγκαταλείψῃ τήν ψυχήν των εἰς Ἅδου οὐδέ δώσῃ τόν ὅσιόν του ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε´ 10).Ὁ Θεός ὅμως, ὅστις «οὐκ ἐποίησεν θάνατον οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. Α´ 13) κατήργησεν τόν θάνατον ἀναστήσας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς ἀπαρχήν τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων καί διέλυσε τόν ὑπαρξιακόν φόβον καί τρόμον καί δειλίαν τῶν ἀνθρώπων διά τόν τυραννικώτατον θάνατον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ βασιλέως Σολομῶντος μᾶς διδάσκει ἐπίσης τήν αἰτίαν τοῦ θανάτου: «Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ, κατ᾿ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (δηλ. τόν ἐδημιούργησεν ἀθάνατον) φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφ. Σολ. β´ 23-24).
Αὐτήν τήν νίκην πανηγυρίζομεν πάντοτε εἰς τήν ζωήν μας οἱ πιστοί ἀφ᾿ ὅτου ἐλύθησαν καί διελύθησαν οἱ φοβερές ὠδῖνες τοῦ ὑπαρξιακοῦ μας φόβου.Ἄς δοῦμε αὐτές τίς ὠδῖνες ἀπό τίς ὁποῖες μᾶς ἀπήλλαξεν ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος καί Θεός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πρῶτον. Ὁ θάνατος φοβίζει καί ταράζει τόν ἄνθρωπον διότι ἁρπάζει τήν ὑλική ὕπαρξί του, τό σῶμα του. Τί βλέπουμε εἰς τό σῶμα τοῦ νεκροῦ;Ὀφθαλμούς τυφλούς, ὦτα κωφά, ὄσφρησιν ἀνόσφρητον, στόμα ἄλαλον, ἁφήν ἀναίσθητον, μέλη ἀκίνητα, σῶμα μηδέν διαφέρον κρυερᾶς πέτρας, σχῆμα ἀνθρώπου καί ὄχι ἄνθρωπον. Μετ᾿ οὐ πολύ καί σάρκες τηκόμενες καί ρέουσες, ὀστᾶ ξηρά καί γεγυμνωμένα.Μέ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ὁ φόβος αὐτός διαλύεται, διότι ὁ Θεός θά φέρει εἰς τήν ὕπαρξιν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τό παραδοθέν εἰς τήν φθοράν εἰς ἀνωτέραν κατάστασιν αὐτῆς εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκετο κατά τήν διάρκειαν τῆς παρούσης ζωῆς. Περί αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί διδάσκει: Τό σῶμα μας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κοριν. ιε´ 42-44).
Δεύτερον. Ὁ θάνατος τρομάζει διότι διαλύει τόν φυσικόν δεσμόν καί τήν ἕνωσιν τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Τοῦτο εἶναι γεγονός ἀφύσικον. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά νά ζῇ αἰωνίως, ἔπλασε τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τῷ προστάγματί Του ἡνώθησαν διά νά διαμένουν εἰς τούς αἰῶνας συνηνωμένα καί ἀδιάρρηκτα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν, ὅτι ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τό σῶμα μέ τό ὁποῖον ἔζησεν εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί ἀλγεῖ ἀποχωριζομένη βιαίως αὐτοῦ.Ὁ φιλάνθρωπος καί παντοδύναμος ὅμως Κύριος θείῳ αὐτοῦ προστάγματι θά ἐπανασυνδέσῃ τήν ψυχήν καί τό σῶμα μας κατά τήν ἡμέραν τῆς δόξης καί φοβερᾶς ἐπιφανείας Του, αὐτά τά ὁποῖα διεχώρησεν ἡ ἐξαφανισθεῖσα δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ θανάτου.
Τρίτον. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ὑπό ὀξυτάτης θλίψεως διά τόν παντελῆ χωρισμόν του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτων πραγμάτων καί ἀγαθῶν.Πῶς διελύθη ὁ παρών φόβος. Ἀκούσωμεν τήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου φωνήν λέγουσαν πρός τούς νέους περί τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀνθρώπων: «Ἡμεῖς ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασιν τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτῶν, οὐχ ὅ,τι ἄν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδέ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσιν καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὖν ἄν συντέλῃ πρός τοῦτο, ἀγαπᾶν φαμέν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν» (2 ΕΠΕ τ. 7 σελ. 319).
Προσθέτομεν τέταρτον τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ βασανιστικοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τῶν βεβιωμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.Ἀλλά καί ἀπό αὐτόν μᾶς λυτρώνει ἡ πίστις εἰς τόν ἀναστάντα Κύριον. Διδάσκει ὁ πρῶτος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Χριστός ἱλασμός ἐστίν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περί τῶν ἡμετέρων δέ μόνον, ἀλλά καί περί ὅλου τοῦ κόσμου» (Α´ Ἰωάν. β´ 2). Καί πάλιν: «Ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι αὐτοῦ…… ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλε τόν υἱόν ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 9-10).Διά τοῦτο πανηγυρίζει ἡ χρυσῆ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας βοῶσα: «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Μεγάλη Παρασκευή στη Γραμματικού Αγρινίου

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος με μεγάλη ευλάβεια και σεβασμό και τηρώντας τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις, κυρίες και δεσποινίδες του χωριού μας στόλισαν τον Επιτάφιο.Αμέσως μετά το πέρας της ακολουθίας των Παθών το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, κάθισαν και στόλισαν τον επιτάφιο έτσι ώστε το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής να είναι έτοιμος να δεχθεί το σώμα του Χριστού κατά την Αποκαθήλωση.
Το πρωί τελέσθηκε η Ακολουθία των Μεγάλων και Βασιλικών Ωρών και εν συνεχεία έγινε η Ακολουθία του Εσπερινού όπου έγινε η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και η τοποθέτηση του Ιερού Επιταφίου εντός του κουβουκλίου του Επιταφίου. Το απόγευμα και ώρα 19:30 όπως σε όλους τους Ναούς έγινε η Ακολουθία του Επιταφίου θρήνου και η περιφορά του Επιταφίου εντός του χωριού μας.
Να ευχηθούμε σε όλους καλή και ευλογημένη Ανάσταση !!! 



































Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη, από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους


Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.
Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε  γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ. Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ. Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του. Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9). Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.

Ατενίζοντας τον Γολγοθά την Μεγάλη Παρασκευή

Τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τα Άγια και Φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν' τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην, και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, α δι' ημάς εκών κατεδέξατο' έτι δε και την του ευγνώμονος ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω σταυρώ ομολογίαν".

Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα γενικού πένθους και θρήνου για εκατομμύρια πιστούς. Ημέρα απόλυτης νηστείας, προσευχής και περισυλλογής. Ο Βασιλεύς των Βασιλευόντων και Κύριος των Κυριευόντων βρίσκεται κρεμασμένος επί του ξύλου ως κακούργος. Η ανθρώπινη κακία έφτασε στο έσχατο σημείο της πτώσης της, ο άνθρωπος έγινε θεοκτόνος! Ο Κύριος λίγο μετά την αγωνιώδη προσευχή Του στο όρος των Ελαιών, το βράδυ της Πέμπτης, συνελήφθη από τη ρωμαϊκή σπείρα καθ' υπόδειξη του προδότη μαθητή Ιούδα. Κατόπιν σύρθηκε ολονυκτίς σε διαδοχικές δίκες από τους "άρχοντες των Ιουδαίων". Ήταν τέτοια η βιασύνη τους ώστε δεν περίμεναν να ξημερώσει. Ο ενοχλητικός δημοφιλής περιφερόμενος ραβίνος έπρεπε να πεθάνει το συντομότερο δυνατό, διότι ήταν επικίνδυνος για την θρησκευτική, πολιτική και οικονομική αριστοκρατία της ιουδαϊκής κοινωνίας. Οι καινοφανείς ιδέες που διέδιδε θεωρήθηκαν ανατρεπτικές του νομίμου καθεστώτος και των ανθρωπίνων θεσμών.
Δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ενοχοποίησης του Ιησού, γι' αυτό επιστρατεύθηκαν ακόμα και ψευδομάρτυρες προκειμένου να στηρίξουν αληθοφανή κατηγορία και να προχωρήσουν στην καταδίκη και τη θανάτωση του μεγάλου ταραξία. Ο ίδιος ο αρχιερέας αποφάνθηκε πως "συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού" (Ιωάν.18:14) έστω και αν είναι αθώος! Οι κατακτητές Ρωμαίοι θεωρήθηκαν πολύτιμοι αρωγοί στην προκείμενη περίπτωση. Παραμερίστηκαν οι διαφορές τους και συνεργάστηκαν περίφημα για να πραγματοποιηθεί το μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών, η εκτέλεση το Θεού! Ακόμα και ο τρομερός φονιάς Βαραββάς απελευθερώθηκε προκειμένου στη θέση του να καταδικαστεί Εκείνος!
Ο Μεγάλος Αθώος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο, ως επαναστάτης, και ανέβηκε στο σταυρό πάνω στον Γολγοθά ανάμεσα σε δυο κακούργους. Θα περίμενε κάποιος πως Εκείνος θα διαμαρτύρονταν και ίσως θα καταριόταν για το άδικο πάθος Του. Το αντίθετο όμως, μόνο λόγια αγάπης και συγνώμης έβγαιναν από τα πονεμένα χείλη Του. Η ραγισμένη από τον αφόρητο σωματικό πόνο καρδιά Του συνέχιζε να κλείνει μέσα της ολόκληρη την ανθρωπότητα, ακόμα και τους σταυρωτές Του. Παρακαλούσε το Θεό να σπλαχνιστεί τους δημίους Του, "Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι" (Λουκ.23:34) ως αιώνιο και μοναδικό παράδειγμα ανεξικακίας. Στο μετανοούντα συσταυρωμένο με Αυτόν ληστή έδωσε τη μεγάλη διαβεβαίωση πως "αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω" (Λουκ.23:43), ώστε "κεκλεισμένας ήνοιξε της Εδέμ πύλας βαλών ο ληστής κλείδα το Μνήσθητί μου".
Τελικά "τη ώρα τη εννάτη… ο Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε" (Μάρκ.15:34-37). Ενώ η ανθρώπινη σκληροκαρδία παρέμεινε απαθής μπροστά στο θείο δράμα, η άλογη φύση συνταράχθηκε ολόκληρη συθέμελα, διαμαρτυρόμενη για την ανείπωτη θεοκτονία. Έτσι "σκότος εγένετο εφ' όλην την γην… του ηλίου εκλείποντος" (Λουκ.23:44) και "Το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και αι πέτραι εσχίσθησαν και τα μνημεία ανεώχθησαν" (Ματθ.27:51-52). Παρ' όλα αυτά ο παράνομος λαός "ουκ ηβουλήθη συνιέναι".
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μια ξεχωριστή ημέρα για τους ορθοδόξους πιστούς. Γνωρίζουμε ότι το σεπτό θείο πάθος λειτούργησε λυτρωτικά για μας. Λυπούμαστε για τα αμαρτήματά μας, για την κατάπτωσή μας και προπαντός για την θεοκτονία. Παράλληλα όμως χαιρόμαστε που η Μεγάλη Θυσία του Χριστού έγινε αιτία και μέσον απολύτρωσης του ανθρωπίνου γένους.. Η ανάσταση που επακολούθησε το θάνατο του Σωτήρος, έγινε η απαρχή και της δικής μας ανάστασης.
Η υμνολογία της Μεγάλης Παρασκευής είναι πραγματικά εκπληκτική. Η ακολουθία των Αγίων Παθών, που ψάλλεται το εσπέρας της Μ. Πέμπτης, με τα δεκαπέντε αντίφωνα, διασώζει την παλαιοχριστιανική ακολουθία της ιεροσολυμίτικης εκκλησίας. Κύριο χαρακτηριστικό της ακολουθίας αυτής είναι η ανάγνωση των δώδεκα ευαγγελικών περικοπών, οι οποίες εξιστορούν, η μεν πρώτη τις τελευταίες υποθήκες του Χριστού προς τους μαθητές Του και την αρχιερατική προσευχή, τα υπόλοιπα έντεκα τα γεγονότα της σύλληψης, της δίκης και της σταύρωσής Του. Ανάμεσα σε αυτά παρεμβάλλονται εξαίσιοι ύμνοι. Ξεχωρίζουμε τα δύο τροπάρια του Δ΄ αντιφώνου "Σήμερον ο Ιούδας καταλιμπάνει τον διδάσκαλον…" και "Σήμερον ο Ιούδας παραποιείται θεοσέβειαν…", τα οποία σημειώνουν, με υπέροχες αντιθετικές εικόνες τον φιλάργυρο και προδοτικό χαρακτήρα του αγνώμονα μαθητή, όπως και το πρώτο τροπάριο του ΣΤ΄ αντιφώνου "Σήμερον γρηγορεί ο Ιούδας παραδούναι τον Κύριον…". Καταπληκτικό είναι και το πρώτο τροπάριο του Ζ΄ αντιφώνου "Τοις συλλαβούσι σε παρανόμοις…" στο οποίο υμνείται η ανεξικακία του Κυρίου. Υπέροχα είναι και τα δύο πρώτα τροπάρια του Θ΄ αντιφώνου "Έστησαν τα τριάκοντα αργύρια…" και "Έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν…", τονίζοντας την αχαριστία του ιουδαϊκού λαού, όπως και το πρώτο τροπάριο του ΙΒ΄ αντιφώνου "Τάδε λέγει Κύριος τοις Ιουδαίοις…". Ρίγη συγκινήσεως προκαλεί το γνωστό τροπάριο του ΙΕ΄ αντιφώνου "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…", που συνοδεύεται με την περιφορά του Εσταυρωμένου. Καταπληκτικά είναι επίσης και τα τροπάρια των Αίνων ποιήματα του Βυζαντίου του Υμνογράφου "Δύο και πονηρά εποίησεν..", "Έκαστον μέλος της αγίας ου σαρκός…", "Σταυροθέντος σου Χριστέ πάσα η κτίσις βλέπουσα έτρεμε…". Θαυμάσιο είναι επίσης το δοξαστικό "Εξεδυσάν με τα ιμάτιά μου…" και το θεοτοκίο "Τον νώτον μου έδωκα εις μαστίγωσιν…". Εξαιρετικά είναι ακόμα και τα τροπάρια των αποστίχων με αποκορύφωμα το περίφημο δοξαστικό, ποίημα του Θεοφάνους, "Κύριε αναβαίνοντός σου εν τω σταυρώ φόβος και τρόμος επέπεσε τη κτίσει…".
Ενδιαφέρον έχει επίσης και η αρχαιοπρεπής ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, ποίημα του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, η οποία ψάλλεται το πρωί της Μ. Παρασκευής, εν μέσω κατάνυξης και συντριβής. Αποτελείται κυρίως από Μεσσιανικούς Ψαλμούς της Π. Διαθήκης, οι οποίοι προφητεύουν το πάθος του Χριστού καθώς και αναγνώσματα από την Καινή Διαθήκη που αναφέρονται στο Θείο Πάθος, στα οποία παρεμβάλλονται υπέροχοι ύμνοι. Είναι επί πλέον αξιοσημείωτο το γεγονός πως την Μ. Παρασκευή δεν τελείται Θεία Λειτουργία, διότι την αγία αυτή ημέρα οι πιστοί ζουν τη Μεγάλη Θυσία του Γολγοθά.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή καλεί όλους μας να βγούμε από το λήθαργο της αμαρτίας και να αναλογιστούμε το μέγεθος της αμαρτωλότητάς μας. Παράλληλα μας παροτρύνει να σηκώσουμε το βλέμμα μας και να ατενίσουμε τον Εσταυρωμένο Κύριό μας, για να δούμε στο πονεμένο Πρόσωπό Του την άκρα ευσπλαχνία και φιλανθρωπία Του. Να ζητήσουμε ταπεινά γονυκλινείς συγνώμη "δια το πλήθος των παραπτωμάτων" μας. Να παρακαλέσουμε τον Λυτρωτή μας να κάνει έλεος σε όλους μας και δια του υπέρ ημών εκχυθέντος Τιμίου Αίματός Του, να τύχουμε της απολυτρώσεως.

Σήμερον ο Θεός εν τω Σταυρώ κρεμάται


«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας (τρίς). Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τόν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τά πάθη, Χριστέ (τρίς). Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Σήμερα κρεμᾶται ἐπάνω στό ξύλο Ἐκεῖνος πού κρέμασε τή γῆ πάνω στά ὕδατα. Στεφάνι ἀπό ἀγκάθια φοράει στήν κεφαλή, Ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ βασιλιάς τῶν Ἀγγέλων. Ντύνεται μέ ψεύτικη πορφύρα (βασιλικό ἱμάτιο), αὐτός πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ σύννεφα. Δέχτηκε ράπισμα, Ἐκεῖνος πού στόν Ἰορδάνη (διά τοῦ βαπτίσματός του) ἐλευθέρωσε τόν Ἀδάμ ἀπό τό δεσμό τῆς ἁμαρτίας. Μέ καρφιά καρφώθηκε ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Μέ λόγχη κεντήθηκε ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμε τά πάθη σου Χριστέ. Δεῖξε σέ μᾶς καί τήν ἔνδοξή σου Ἀνάσταση.

Ἡ Ἐκκλησία προσκυνᾶ τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Τά προσκυνᾶ στήν ἀντινομική διάσταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ. Προσκυνᾶ Ἐκεῖνον, πού παντοδύναμα κρέμασε τή γῆ πάνω στά ὕδατα, κι ὅμως ὁ ἴδιος κρέμεται ἄδοξα ἐπάνω στό σταυρό. Ἐκεῖνον, πού εἶναι ὁ Κύριος τῶν λειτουργικῶν πνευμάτων του, κι ὅμως τώρα ἀντί βασιλικοῦ διαδήματος, φέρει στό κεφάλι του ἐμπαικτικά στεφάνι πλεγμένο ἀπό ἀγκάθια! Προσκυνᾶ Ἐκεῖνον, πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ σύννεφα, τώρα ὅμως στό σταυρό εἶναι ντυμένος κοροϊδευτικά μέ ψεύτικο βασιλικό μανδύα! Τόν Κύριο, πού μέ τό βάπτισμά του ἁγίασε τά ὕδατα καί ἔσωσε τόν Ἀδάμ ἀπό τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου, καί πού τώρα δέχεται βάναυσο ράπισμα στήν παρειά ἀπό ἕναν τιποτένιο ὑπηρέτη! Τό Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας νά καρφώνεται μέ καρφιά ἐπάνω στό ξύλο! Καί τόν Υἱό τῆς Παρθένου νά τρυπιέται μέ λόγχη τήν ἀξία του πλευρά.Τά πάθη τοῦ Κυρίου εἶναι λυτρωτικά. Ὡστόσο δέν παύουν νά εἶναι φορτισμένα μέ θλίψη καί ὀδύνη πολλή. Οἱ οὐρανοί θρηνοῦν γιά τό πάθος τοῦ Ποιητῆ τους. Ἡ φύση κλονίζεται γιά τόν πάσχοντα Θεό της. Ἡ Μητέρα κλαίει γιά τήν ὀδύνη τοῦ Υἱοῦ της καί οἱ Ἄγγελοι γιά τό μαρτύριο τοῦ Βασιλιᾶ τους! Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία θρηνεῖ γιά τά σεπτά πάθη τοῦ Νυμφίου της.
Τό πάθος ὅμως τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάθος ἰδιότυπο. Πίσω ἀπ᾽ αὐτό ὑποφώσκει ἡ δόξα καί ἡ Ἀνάσταση. Καί ἔχει μιά νότα θριαμβικῆς χαρᾶς, τῆς νίκης τοῦ Γολγοθᾶ ἐπί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τοῦ ἐχθροῦ! Γιαυτό καί ἡ Ἐκκλησία θρηνεῖ μέν τά παθήματα καί τό θάνατο τοῦ Ἀρχηγοῦ της, ὅμως περίσεμνα καί μέ χαρά καλεῖ νά τῆς δείξει καί τήν ἔνδοξή του Ἀνάσταση

Περιλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου


Δύο μεγάλα καί παράδοξα θαύματα εἶδεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον· ἕνα Θεόν νά κατέβη ἀπό τόν οὐρανόν εἰς τήν γῆν νά γένῃ ἄνθρωπος, - καί αὐτόν, τόν Θεόν καί ἄνθρωπον, νά ἀνέβῃ νά ἀποθάνῃ ἐπάνω εἰς ἕνα σταυρόν. Τό ἕνα ἐστάθη ἔργον μιᾶς ἄκρας σοφίας καί δυνάμεως, τό ἄλλο ἔργον μιᾶς ἄκρας φιλανθρώπου ἀγάπης, πλήν καί τά δύο ἔλαβον περιστατικά πολλά καί διάφορα. Εἰς τό πρῶτον θαῦμα, ὅταν ὁ Θεός ἔγεινεν ἄνθρωπος, ἔκαμε κοινήν πανήγυριν ὅλη ἡ κτίσις: ἄγγελοι εἰς τόν οὐρανόν ἔψαλλον χαρμόσυνον δοξολογίαν· ποιμένες εἰς τήν γῆς ἐχόρευον, διά τά εὐαγγέλια τῆς σωτηρίας καί τῆς χαρᾶς καί βασιλεῖς ἦλθον ἐξ ἀνατολῶν καί προσεκύνησαν μέ δῶρα τόν νεοτεχθέντα Δεσπότην. Εἰς τό δεύτερον θαῦμα, ὅταν ὁ Θεάνθρωπος ἀπέθανεν ἐσταυρωμένος, ὡσάν κατάδικος ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, ὁ ἄνω καί κάτω κόσμος ἐθρήνησεν· ὁ οὐρανός ἐσκέπασε μέ βαθύτατον σκότος τό πρόσωπον· ἡ γῆ ἐσείσθη ἐκ θεμελίων ἀπό τόν τρόπον, αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν. Ἐκείνη ἐστάθη μία λαμπρά νύχτα, πρόξενος παγκοσμίου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, αὕτη μία σκοτεινή ἡμέρα, ἀφορμή λύπης καί ἀδημονίας· εἰς ἐκείνην ἔκαμε ὅσην εὐεργεσίαν ἠδύνατο νά κάμῃ ὁ Θεός πρός τόν ἄνθρωπον· εἰς ταύτην ἔκαμεν ὅσην παρανομίαν δύναται νά κάμῃ ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεόν.
Δίκαιον ἔχεις νά λέγῃς, ὦ Θεάνθρωπε καί τεθλιμένε Ἰησοῦ· «περίλυπός ἔστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» πολλά εἶναι τά πάθη σου, μεγάλη εἶναι ἡ λύπη σου· πάθη τόσον πολλά, ὅσα δέν ἀβάσταξεν ἀκόμη ἀνθρώπου ὑπομονή· λύπη τόσον μεγάλη, ὅσον δέν ἐδοκίμασεν ἀνθρώπου καρδία. Καί ἀληθινά, Χριστιανοί, ὅσον ἐγώ ἐξετάζω νά εὕρω ἀνάμεσα εἰς τούς ἀνθρώπους κανένα ἄλλο παράδειγμα, τόσον εὑρίσκω καί τόν πόνον του εἰς τό πάθος καί τήν λύπην του εἰς τόν πόνον ἀσύγκριτον.

Μέγας ἦτο ὁ φθόνος τῶν ἀρχιερέων καί γραμματέων ἐναντίον τοῦ Κυρίου· καί ὁ ἄδικος φόνος τοῦ Ἄβελ δέν εἶναι νά συγκριθῇ μέ τόν σταυρικόν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ. Μεγάλη ἡ ὑπομονή τοῦ Ἰσαάκ, ὅταν ἔμελλε νά θυσιασθῇ ἀπό τόν Ἀβραάμ, τόν πατέρα του. Πολλά μεγαλητέρα τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου ἀληθινά ἐθυσιάσθη ἀπό τόν Οὐράνιον Πατέρα του εἰς τό μῖσος τῶν ἐχθρῶν του. Μεγάλη ἡ δυστυχία τοῦ Ἰωσήφ, νά πωληθῇ ἀπό τούς ἀδελφούς του, νά συκοφαντηθῇ ἀπό μίαν γυναῖκα καί νά σφαλισθῇ, ὡσάν πταίστης, εἰς μίαν φυλακήν· μεγαλητέρα τοῦ Ἰησοῦ, νά πωληθῇ ἀπό τόν μαθητήν του, νά κατηγορηθῇ ἀπό τήν Συναγωγήν, νά συρθῇ ἀπό κριτήριον εἰς κριτήριον ὡσάν κατάδικος.
Μεγάλη ἡ καταφρόνησις τοῦ Δαυΐδ ὁ ἴδιος υἱός νά τόν διώξη ἀπό τόν βασιλικόν θρόνο, οἱ ὑπήκοοί του νά τόν ἀπαρατήσωσιν, οἱ δοῦλοι του νά τόν κυνηγοῦσι μέ πέτρας νά τόν συντροφεύουσι μέ ὕβρεις, ὅταν αὐτός, φεύγοντας μέ γυμνά πόδια, ἀνέβαινεν εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν· μά ὁ Ἰησοῦς παραιτημένος ἀπό τούς ἀποστόλους, δεμένος ἀπό τούς στρατιώτας, στεφανωμένος μέ ἀκάνθας, φορτωμένος μέ τόν Σταυρόν, συντροφευμένος ἀπό τάς βλασφημίας καί τούς ὀνειδισμούς ὅλης τῆς πόλεως, νά ἀναβαίνῃ εἰς τόν Γολγοθᾷ, διά νά λάβῃ ἄτιμον θάνατον ἀνάμεσα εἰς δύο ληστάς, - τοῦτο δέν εἶναι ἕνα ἐλεεινότερον θέαμα;
ομολογῶ πῶς πολύς ἦτον ὁ πόνος τοῦ Ἰώβ στερημένου ἀπό τά παιδία καί ἀπό τά ὑπάρχοντα, πεσμένου εἰς μίαν κοπρίαν, πληγωμένου ἀπό κεφαλῆς μέχρι ποδῶν· μά αὐτός ἦτον ἕνας τύπος, μία σκιά τῶν καί τῶν πληγῶν τοῦ πολυπαθοῦς Υἱοῦ τῆς Παρθένου. Πολλά ἦτον καί τά πάθη, ὅπου ἔλαβον μετέπειτα, ὅσοι ἐμιμήθησαν τό πάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνα τῶν ἁγίων μαρτύρων ἦτον πάθη τοῦ σώματος, ἀνάμεσα εἰς τά ὁποῖα ἔχαιρεν ἡ ψυχή· ἐκεῖνα ἦτον καί τό μαρτύριον καί στέφανος· τό δέ πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· εἶναι πάθος, χωρίς καμμίαν παρηγορίαν, θάνατος, ὅλος ἀτιμία, μαρτύριον, ὅλον λύπη, καί λύπη θανάσιμος· «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἐγώ ἠξεύρω, διατί τέλος οἱ διδάσκαλοι κηρύττουσι τά πάθη τοῦ Χριστοῦ· διά νά παρακινήσωσι δηλαδή, τούς Χριστιανούς εἰς συμπάθειαν καί εἰς δάκρυα. Ἐγώ δέν ἔχω τοιοῦτον σκοπόν, διατί τοιοῦτον σκοπόν δέν εἶχε καί ὁ Χριστός, ὅταν ἐπήγαινε νά ἀποθάνῃ: «θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἔλεγε, μή κλαίετε ἐπ᾽ ἐμέ, πλήν ἐφ᾽ ἑαυτάς κλαίετε καί ἐπί τά τέκνα ὑμῶν»· ἁμαρτωλοί, ὅσοι ἕως τώρα εἶσθε ἀμετανόητοι, κλαίετε, σᾶς λέγω καί ἐγώ, διά τήν ἁμαρτίαν σας, κλαίετε διά τήν κακίαν σας, κλαίετε τήν κόλασίν σας καί κλαίετε ὁμοῦ τήν δυστυχίαν τῶν τέκνων σας, εἰς τά ὁποῖα ἀφίνετε εἰς κληρονομίαν τό κακόν παράδειγμα μιᾶς διεστραμμένης ζωῆς. Δέν θέλω νά κλαύσετε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, θέλω μόνον ν᾽ ἀκούσετε, ἀνάμεσα εἰς ὅλα τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, ποῖον ἐστάθη τό μεγαλήτερον, διά τό ὁποῖον λέγει παραπονεμένος· «Περιλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».