Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ποιμαντορική Εγκύκλιος Πρωτοχρονιάς 2019


ΚΟΣΜΑΣ
Ο  ΧΑΡΙΤΙ  ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΤΗΣ  ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 
ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Προς  το  Χριστεπώνυμον  Πλήρωμα της  καθ’ ημάς  Ιεράς  Μητροπόλεως.

Ανέτειλε αγαπητοί νέο έτος.
Η αγάπη του Τριαδικού Θεού μας προσφέρει ένα νέο έτος το οποίο θέλουμε όλοι μας να ζήσουμε με υγεία, με ευλογία, με πρόοδο και ευτυχία.
Η αγία μας Εκκλησία για να μας βοηθήση στην αξιοποίησι του χρόνου της ζωής μας, μας προσφέρει τέλεια πρότυπα, τα οποία αξιοποιώντας τον χρόνο έγιναν αληθινά παραδείγματα προόδου, επιτυχίας και αληθινής ευτυχίας για όλους τους μεταγενεστέρους και για εμάς.
Σήμερα, πρώτη του νέου έτους, η μητέρα μας Εκκλησία προβάλει τον Άγιο και Μέγα Βασίλειο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας.
α) Ο Μέγας Βασίλειος είναι πρότυπο φιλοπονίας και επιστήμονος.
Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας γύρω στο 330 μ.Χ. από γονείς πλουσίους και ευπαιδεύτους. Από τα μικρά του χρόνια είχε καχεκτική κράσι και πολύ εύθραυστη υγεία. Αυτά δεν τον εμπόδισαν να ταξιδέψη στην Καισάρεια, στις φημισμένες σχολές της Κωνσταντινουπόλεως και των Αθηνών για να σπουδάση. Είχε πολύ δίψα για μάθησι. Στην Κωνσταντινούπολι γνώρισε και μαθήτευσε στον περίφημο Λιβάνιο, στον οποίο αργότερα μαθήτευσε και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Παντού με ανύστακτη επιμέλεια και φιλοπονία τρύγησε σαν μέλισσα το γλυκύ μέλι από τα ποικιλώνυμα άνθη της ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία, μαθηματικά και ιατρική. Σε ηλικία 25 ετών τελείωσε όλες τις σπουδές του.
β) Ο Μέγας Βασίλειος είναι και πρότυπο αγιότητος.
Ποιός αλήθεια μπορεί να πλησιάση την αγιότητα του Μεγάλου Βασιλείου;
«Πάντων απεμάξω τας αρετάς άγιε Βασίλειε» σημειώνει ο ιερός Υμνογράφος.
Ως φοιτητής έζησε μέσα στο περιβάλλον των φοιτητών, οι οποίοι εξαντλούσαν τα ενδιαφέροντά τους στην εύκολη, την κοσμική διασκέδασι, στη διαφθορά και την ακολασία. Παρά ταύτα έμεινε απείραστος, αμόλυντος, εδραίος, αμετακίνητος, αδαμάντινος. Τόσο αντιδρούσε στις προκλήσεις της αμαρτίας, ώστε θέλησε να εγκαταλείψη και τις αγαπημένες σπουδές του για να μη μολυνθή. Τον συγκράτησε όμως ο συμφοιτητής και γνήσιος φίλος του, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Ας το προσέξουμε αγαπητοί. Αυτή η ωραία ψυχή, η αστραφτερή διάνοια, αυτή η ευαίσθητη καρδιά δεν θέλησε να υποδουλωθή στις χωματένιες επιδιώξεις του κόσμου. Η καρδιά του είχε δοθή στον Σωτήρα Χριστό.
Ταξίδευσε στα μεγάλα κέντρα του μοναχισμού, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία για να γνωρίση αγίους, να τους μιμηθή, αλλά και να μάθη τους κανόνες της αληθινής μοναχικής πολιτείας.
Ήλθε στη συνέχεια στην ερημία του Πόντου. Έγινε μοναχός και ασκήτευσε σκληρά πέντε ολόκληρα χρόνια. Εκεί στην έρημο του Πόντου, με βοηθό την ησυχία, ωρίμασε η μεγάλη του αγάπη προς τον Χριστό. Αυτή η αγάπη τον έκανε να γράψη: «Θείου κάλλους, υπάρχει ερασμιώτερον; ».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει ότι όταν προσευχόταν ο Μέγας Βασίλειος, μέσα στην ησυχία της νύχτας, «έλαμψις αυτώ φωτός γίνεται, άϋλον δε τι το φως εκείνο, θεία δυνάμει καταφωτίζον το οίκημα».
Οπλισμένος με αγιότητα βίου και ορθόδοξο καθαρό φρόνημα, προσκαλείται από την Εκκλησία να προσφέρη τον εαυτό του στον αγώνα και την διακονία της. Και ως αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος λάμπει και διδάσκει και ομολογεί την ορθόδοξο αλήθεια, μένει αταλάντευτος, θυσιάζεται για τη δόξα του Κυρίου και τη σωτηρία των χριστιανών.
γ) Ο Μέγας Βασίλειος και ως κοινωνικός εργάτης και διάκονος είναι μοναδικό πρότυπο.
Η καρδιά του αδιάκοπα χτυπούσε με πόνο για τους αδελφούς που δοκιμάζονταν από ασθένεια και πτωχεία, για τα ορφανά, τις χήρες, τους γέροντες, τους απόκληρους. Η πρώτη του φροντίδα ήταν η βοήθεια των αδυνάτων.
Αυτή η αγάπη του, η ανησυχία, η φροντίδα του για τους φτωχούς, τους αδυνάτους, τους ασθενείς, χάρισε την περίφημη και ανεπανάληπτη «Βασιλειάδα».
Εκεί, ο Μέγας Βασίλειος σπορπούσε αναψυχή, παρηγορία, θεραπεία, συμπαράστασι και χαρά με τα πτωχοκομεία, τα νοσηλευτήρια, τους ξενώνες, τα γηροκομεία και τα ορφανοτροφεία της Βασιλειάδας. Κανείς δεν μπόρεσε να οργανώση μία άλλη Βασιλειάδα σαν αυτή του Αγίου Βασιλείου.
Και να σκεφθή κανείς ότι ο Μέγας Βασίλειος δεν ήταν ένας διευθυντής ενός πολυμόρφου ιδρύματος, αλλά ο υπηρέτης, ο διάκονος, ο νοσηλευτής, αυτός που Αρχιεπίσκοπος ων, καθάριζε τους λεπρούς και τους γέροντες, έμενε μαζί τους για να τους παρηγορή και τους νοσηλεύη, κοιμόταν ανάμεσα στους νοσηλευομένους, όπου υπήρχε κενό κρεβάτι.
Ποιός κοινωνικός εργάτης μπορεί να συγκριθή με τον μεγάλο ανάργυρο και κοινωνικό διάκονο Άγιο Βασίλειο;
Αγαπητοί,
το νέο έτος οφείλουμε να το ζήσουμε με συνέπεια. Να αξιοποιήσουμε τον χρόνο της ζωής μας, να αφήσουμε τη ραθυμία, να αγαπήσουμε την φιλοπονία, να επιμεληθούμε με σοβαρότητα τον προσωπικό μας αγιασμό, να καλλιεργήσουμε την αγάπη και την βοήθεια των αδελφών μας που δοκιμάζονται.
Χρειαζόμαστε πρότυπα τα οποία θα μας εμπνέουν. Ο κόσμος μας σήμερα, που εν πολλοίς ζη χωρίς Χριστό, δεν έχει να μας δώση αληθινά πρότυπα. Χωρίς Χριστό πρότυπα πραγματικά δεν υπάρχουν.
Έχει η Εκκλησία μας πανάξια πρότυπα. Μας χαρίζει σήμερα τον Μέγα Βασίλειο. Ας θελήσουμε να γνωρίσουμε καλύτερα όλες τις πτυχές της ζωής του και της προσφοράς του.
Ιδιαιτέρως ας θελήσουμε να τον γνωρίσουμε στα παιδιά μας, στους νέους και στις νέες. Ας βοηθήσουμε τα παιδιά μας να μάθουν ότι ο άγιος Βασίλειος δεν είναι ένας φανταστικός, παχουλός γέροντας, που μοιράζει δώρα και παιχνίδια, αλλά ένας πανεπιστήμων, ένας άγιος με ακτινοβολία παγκόσμια, ένας κοινωνικός εργάτης που θυσίασε τη ζωή του για την ορθόδοξο Εκκλησία και τον συνάνθρωπο.
Αν τα παιδιά μας κι εμείς έχουμε στη ζωή μας τέτοια πρότυπα θα ανορθώσουμε τον εαυτό μας, την οικογένειά μας, την νεότητα, το Έθνος μας. Αμήν.

Με την αγάπη του Χριστού μας
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ  ΚΟΣΜΑΣ

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Εόρτια Ποιμαντορική Εγκύκλιος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κκ Κοσμά


ΚΟΣΜΑΣ
Ο  ΧΑΡΙΤΙ  ΘΕΟΥ 
 ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΚΑΙ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  
ΤΗΣ  ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 
ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Προς  τον  ιερόν κλήρον,  τις  μοναστικές  αδελφότητες και τον  ευσεβή  λαό  της  καθ’  ημάς  θεοσώστου  Ιεράς  Μητροπόλεως.

«…Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν και καλέσουσι το όνομα Εμμανουήλ ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός» (Ησ. Ζ , 14).

Αγαπητοί,  Χριστούγεννα  σήμερα!
Για μια ακόμη φορά μας αξιώνει ο Τριαδικός Θεός μας να εορτάσουμε και να ζήσουμε την ενανθρώπησι του Υιού και Λόγου του Πατρός, να προσκυνήσουμε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ «βρέφος εσπαργανωμένον κείμενον εν φάτνη».
Η προαιώνιος βουλή του ουρανίου Πατρός εκπληρώνεται. Η προφητεία του προφήτου Ησαΐου επαληθεύεται. Ο μεγάλος βουλής άγγελος, ο άρχων της ειρήνης, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. δ , 4) γίνεται άνθρωπος. Ο Άναρχος άρχεται, ο υπερούσιος Θεός τίκτεται από την αγία Παρθένο.
Εκεί στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, για την οποία μίλησαν οι προφήτες αιώνες πριν, σε ένα σπήλαιο, εμφανίζεται το μυστήριο της Σαρκώσεως του Λόγου. Αυτός «ο αχώρητος παντί», ο αιώνιος Βασιλεύς «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη», «εκένωσεν εαυτόν μορφή δούλου λαβών» (Βαρ. γ , 38, Φιλιπ. β , 7), έκανε τον πτωχό πλανήτη μας κατοικία Του.
Άφραστον θαύμα. Εξέστησαν και εθαύμασαν οι αγγελικοί κόσμοι με το Μυστήριον της ενανθρωπήσεως, με το μέγεθος της συγκαταβάσεως. Μυστήριο και Θαύμα ακατανόητο στον σαρκικό άνθρωπο της εποχής μας, στον ορθολογιστή τεχνοκράτη, στον εμπαθή και θολωμένο Χριστιανό, στον χλευαστή σκοτισμένο δούλο του εγωκεντρισμού και της απιστίας.
«Πεφανέρωται τα θαύματα τοις προσκυνούσι εν πίστει το μυστήριον».
Μόνο οι ταπεινοί, οι πιστοί, «οι καθαροί τη καρδία» μπορούν να κατανοήσουν το Μυστήριο των Χριστουγέννων, να προσκυνήσουν συνειδητά την Φάτνη και τον Σαρκωθέντα Κύριο, σήμερα, όπως έπραξαν οι Ποιμένες και οι Μάγοι. Μόνο όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν, θα ονομάσουν τον γεννηθέντα Εμμανουήλ, λέει ο ιερός Ζυγαβηνός.
Εμείς, αγαπητοί, οι σημερινοί χριστιανοί, έχουμε κατανοήση; Πιστεύουμε το τι μας πρόσφερε ο Σαρκωθείς Θεός μας με την Γέννησί Του;
Είμασταν σε άγνοια και Εκείνος μας ωδήγησε στη γνώσι και την λατρεία του αληθινού Θεού. Μας μάστιζε η πλάνη και Εκείνος μας ελευθέρωσε για να μας φέρη στην αλήθεια. Εδέσποζε ο θάνατος και Εκείνος μας μετέδωκε τη ζωή. Κυριαρχούσε το κράτος της αμαρτίας και Εκείνος το κατέλυσε για να επικρατήση το κράτος της δικαιοσύνης.
Μας έδειξε την οδό της αληθινής επιστήμης σε όλο το ανθρώπινο γένος. Φανέρωσε το Μυστήριο του Θεού, άνοιξε τις Πύλες της αιωνίου ζωής, έγινε η Θύρα δια της οποίας «ο πιστεύσας και βαπτισθείς» στο όνομά Του σωθήσεται (Μαρκ. ιστ , 16), εισέρχεται στην μακαριότητα των τέκνων του ουρανίου Πατρός.
Και το σπουδαίο είναι ότι ο γεννηθείς Σωτήρας μας δεν ήλθε σαν επισκέπτης, ο οποίος μετά από σύντομο παραμονή θα αφήση πάλι τον άνθρωπο μόνο, έρημο, αβοήθητο. Ήλθε για να μείνη πάντοτε μαζί μας, για να γίνη ο «μεθ’ ημών Θεός», για να συμπράττη και να συνεργάζεται μαζί μας για την επιτυχία του υψηλού προορισμού μας, της σωτηρίας μας και της κατά χάριν θεώσεως. 
Τι κρίμα όμως! Παρ’ ότι ο Κύριος με την ενανθρώπησί Του έφερε τόσα σωτήρια στον κόσμο, ο κόσμος των ανθρώπων που ήταν προσκολλημένος στα γήινα, στα μάταια, στα μολυσμένα νοήματα και έργα του, δεν τον δέχθηκε ως Δημιουργό του και Σωτήρα του. Και όχι μόνο ο κόσμος της ειδωλολατρείας, αλλά και οι «ίδιοι Αυτόν ου παρέλαβαν» (Ιω. α , 11). Οι άνθρωποι του σπιτιού Του, τον απέρριψαν, τον μίσησαν, τον εδίωξαν.
Έτσι, για παράδειγμα, ο Ηρώδης δεν τον παραδέχθηκε, ο Καίσαρ Αύγουστος ούτε έλαβε γνώσι, ο Πιλάτος τον κατεδίκασε σε θάνατο, οι Ρωμαίοι τον περιέπεξαν, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον παρέδωσαν στον σταυρικό θάνατο.
Να αναφέρουμε και τους ανά τους αιώνες σκληρούς, αιμοσταγείς αυτοκράτορες και διώκτες του σαρκωθέντος Λυτρωτού μας; Μένουν γνωστοί όλοι για τη μανία τους κατά του Χριστού και για την θέλησί τους να αφανίσουν το όνομά Του από προσώπου γης.
Το τραγικό όμως για εμάς, αδελφοί, είναι ότι και σήμερα η αγνώμων αυτή νοοτροπία και τακτική συνεχίζεται, όχι μόνον σε χώρες που χωρίς ορθοδοξία δεν γνώρισαν το Χριστό, αλλά συνεχίζεται στη χώρα των ηρώων και των αγίων. Η αγνωμοσύνη συνεχίζεται στη χώρα της ζωντανής ορθοδοξίας, στη χώρα των θαυμάτων του Χριστού μας, της Παναγίας μας, των αμέτρητων Αγίων μας, στην Ελλάδα. Και ενώ από το ένα μέρος ο Λυτρωτής της Βηθλεέμ αναδεικνύει και σήμερα Αγίους μεγάλους με θαύματα και ομολογία, από το άλλο μέρος μερικοί φωνάζουν και μας πιέζουν να αρνηθούμε τον Χριστό.
Το τραγικότερο είναι ότι πολλοί αδελφοί μας χριστιανοί, επηρεάζονται από τις φωνές των συγχρόνων διωκτών του Χριστού, ψυχραίνουν την πίστι, την αγάπη, την υπακοή, την εμπιστοσύνη, την αφοσίωσι στο Χριστό˙ εκκοσμικεύονται και φεύγουν από τη σωστική ζωή της μητέρας μας Εκκλησίας.
Αλήθεια, πόσοι ορθόδοξοι Χριστιανοί σήμερα δεν εκκλησιάστηκαν η δεν ετοιμάσθηκαν να ζήσουν τα Χριστούγεννα με το Χριστό; Τι θα πουν σήμερα στον Σωτήρα Κύριο, ο οποίος γι’ αυτούς καταδέχθηκε τη Φάτνη;
Αγαπητοί, όσοι θέλουμε να ζούμε με το Χριστό Χριστούγεννα, ας κλείσουμε τα αυτιά της ψυχής και του σώματος στα κοάσματα των εχθρών του Γεννηθέντος Κυρίου. Ποιός από τους εχθρούς του Χριστού έμεινε, τιμάται, διδάσκει τους λαούς;  Όλοι έπεσαν, συντρίφθηκαν, χάθηκαν με τον τίτλο των εχθρών του Θεού. Έτσι θα πέσουν, θα αφανισθούν και σήμερα όσοι πολεμούν τον Σαρκωθέντα Θεό μας.
Εμείς, ας χαρούμε σήμερα. Μιμούμαστε το παράδειγμα των Αγίων μας, την αγάπη τους στο Χριστό μας. Σήμερα Χριστούγεννα, ας δοξάσουμε τον Τριαδικό Θεό μας για το ότι μας έφερε μέσα στην ορθόδοξο Εκκλησία μας και γνωρίσαμε τον αληθινό, τον ακαινοτόμητο Χριστό, όπως τον προεφήτευσαν οι Προφήτες, όπως τον παρέδωσαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές, όπως τον εκήρυξαν και τον ομολόγησαν οι Άγιοι Πατέρες.
Ας μείνουμε πιστοί, εδραίοι, αμετακίνητοι στην ορθόδοξο αλήθεια και στην αγάπη του Χριστού μας˙ άτρωτοι και άφοβοι εμπρός στις απειλές των συγχρόνων διωκτών. Ας διαφυλάξουμε τα παιδιά μας από τις αντίχριστες διδασκαλίες των πολεμίων του Χριστού και των συμπορευτών τους.
Προσκυνούντες σήμερα τον Γεννηθέντα στη Φάτνη Του,  με ταπείνωσι και συναίσθησι, ας ζητήσουμε συγγνώμη.  Ας μετανοήσουμε, αδελφοί. Η Ελλάδα μας πρέπει να σωθή.  Θα σωθή μόνο με την ειλικρινή μετάνοιά μας και με το να φέρουμε στην καρδιά μας τον Εμμανουήλ.

Μέ τήν ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ Χριστοῦ μας,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ  ΚΑΙ  ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ  ΚΟΣΜΑΣ

Το συναξάρι της ημερας


Τή ΚΕ' τού αυτού μηνός, Η κατά σάρκα Γέννησις τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. 
Στίχοι
• Θεός τό τεχθέν, η δέ Μήτηρ Παρθένος. 
• Τί μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;
• Παρθενική Μαρίη Θεόν εικάδι γείνατο πέμπτη. 

Τή αυτή ημέρα, Η προσκύνησις τών Μάγων. 
Στίχοι
• Σέ προσκυνούσα τάξις εθνική, Λόγε, 
• Τό πρός σέ δηλοί τών Εθνών μέλλον σέβας. 

Τή αυτή ημέρα, Μνήμη τών θεασαμένων Ποιμένων τόν Κύριον. 
Στίχοι
• Ποίμνην αφέντες τήν εαυτών Ποιμένες, 
• Ιδείν καλόν σπεύδουσι Χριστόν Ποιμένα. 

Αυτώ η δόξα εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν. 

Ὦ πενία πλούτου πηγή! ὦ πλοῦτε ἄμετρε, πενίας πρόσχημα φέρων !


Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω·ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα,οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος, ἀλλ' οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον.
Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες,καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς·τὸν ἄνω κάτω δι' οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν.
Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο·ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη,ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα.Καὶ μὴ ζήτει πῶς·ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς,νικᾶται φύσεως τάξις.Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε·σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ.
Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν·ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός.
Οὐδὲ γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος,οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός·ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο,ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.
Ἀλλ' ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον,καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους,καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν.
Ἡρώδης τὸν τεχθέντα ἐζήτει, οὐχ ἵνα αὐτὸν τιμήσῃ,ἀλλ' ἵνα αὐτὸν ἀπολέσῃ.
Σήμερον γὰρ πάντα ὑπεναντία εἶδον.Οὐκ ἐκρύβη γὰρ, κατὰ τὸν ψαλμῳδὸν,ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν.
Βασιλεῖς μὲν γὰρ ἦλθον, τὸν ἐπουράνιον βασιλέα θαυμάζοντες,ὅτι πῶς ἐπὶ γῆς ἦλθεν οὐκ ἀγγέλους ἔχων, οὐκ ἀρχαγγέλους, οὐ θρόνους, οὐ κυριότητας, οὐ δυνάμεις, οὐκ ἐξουσίας, ἀλλὰ ξένην καὶ ἀτριβῆ βαδίσας ὁδὸν, ἐξ ἀγεωργήτου προῆλθε γαστρὸς, οὔτε τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ ἐρήμους τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ καταλιπὼν, οὔτε τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐνανθρωπήσει τῆς οἰκείας θεότητος ἐκστάς·
ἀλλὰ βασιλεῖς μὲν τὸν ἐπουράνιον βασιλέα τῆς δόξης ἦλθον προσκυνήσοντες,στρατιῶται δὲ τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως θεραπεύσοντες·αἱ γυναῖκες τὸν ἐκ γυναικὸς τεχθέντα,ἵνα τὰς λύπας τῆς γυναικὸς εἰς χαρὰν μεταβάλλῃ·αἱ παρθένοι τὸ τῆς παρθένου παιδίον, ὅτι πῶς ὁ γάλακτος καὶ μαζῶν δημιουργὸς τὰς πηγὰς μαζῶν αὐτόματα ῥεῖθρα φέρεσθαι ποιῶν, παρὰ μητρὸς παθένου παιδίου τροφὴν ἔλαβε·
τὰ νήπια τὸν νήπιον γενόμενον, ἵνα ἐκ στόματος νηπίωνκαὶ θηλαζόντων καταρτίσῃ αἶνον·οἱ παῖδες τὸν παῖδα μάρτυρας διὰ τὴν Ἡρώδου μανίαν εἰργασάμενον·οἱ ἄνδρες τὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ τὰ τῶν δούλων θεραπεύσαντα κακά·οἱ ποιμένες τὸν ποιμένα τὸν καλὸν,ὸν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων προθέμενον·οἱ ἱερεῖς τὸν κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερέα γενόμενον·οἱ δοῦλοι τὸν μορφὴν δούλου λαβόντα,ἵνα ἡμῶν τὴν δουλείαν ἐλευθερίᾳ τιμήσῃ·οἱ ἁλιεῖς τὸν ἀπὸ ἁλιέων θηρευτὰς ἀνθρώπων ἐργαζόμενον·οἱ τελῶναι τὸν ἀπὸ τελωνῶν εὐαγγελιστὴν ἀναδείξαντα·αἱ πόρναι τὸν τοῖς πορνικοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας προϊέμενον·καὶ ἵνα συντόμως εἴπω,πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦλθον ἰδεῖν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, μάγοι δορυφοροῦντες, ποιμένες εὐλογοῦντες, τελῶναι εὐαγγελιζόμενοι, πόρναι μυροφοροῦσαι, Σαμαρεῖτις πηγὴν διψῶσα ζωῆς,Χαναναία πίστιν ἀνενδοίαστον ἔχουσα.

πηγή:
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Λόγος β΄

Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γής ως άνθρωπος δι' ημάς; έκαστον γάρ τών υπό σού γενομένων κτισμάτων, τήν ευχαριστίαν σοι προσάγει, οι Άγγελοι τόν ύμνον, οι ουρανοί τόν Αστέρα, οι Μάγοι τά δώρα, οι Ποιμένες τό θαύμα, η γή τό σπήλαιον, η έρημος τήν φάτνην, ημείς δέ Μητέρα Παρθένον, ο πρό αιώνων Θεός ελέησον ημάς. 

Η Γέννηση του Θεανθρώπου, το μέγα και παράδοξο μυστήριο


Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.
Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γ᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γὶ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος»

«Ομιλία περί της κατά σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Οικονομίας» του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ’ αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά· και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.
Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του· όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, συμφωνά με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπεί, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.
Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αύτω», όπως λέει κι ό ψαλμωδός Προφήτης.
Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό· τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι· κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ’ αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε. Κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.
Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.
Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη· αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου. Όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.
Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.
Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ’ αυτό μάλιστα θα ‘πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν’ αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.
Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι’ αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ’ αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τίς καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι’ αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς, απ’ την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ’ Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει ή να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ’ Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλο φως διαφορετικό απ’ τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι’ αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος άνθρωπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.
«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαΐας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δεν «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.
Αυτή η επανάσταση αν και δεν γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δεν συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι’ αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες· γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλά ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υποχώρηση και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.
Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος-θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ’ όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.
Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλαιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.
Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μέσα στο βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.
Γι’ αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργειά του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω τη φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο· γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι’ αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μείς, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός».
Πηγή:http://vatopaidi.wordpress.com

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: περί Ενανθρωπήσεως του Κυρίου μας

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθηκε. Ασατε τω Κυρίω πάσα η γη.» Μ' ένα λόγο : Ας ευφραίνωνται οι ουρανοί και ας αγάλλεται η γη για τον επουράνιο, που κατόπιν έγινε επίγειος. Ο Χριστός παρουσιάζεται με ανθρώπινο σώμα, αγαλλιάσθε με τρόμο και χαρά. Με τρόμο για την ενοχή της αμαρτίας και με χαρά για την ελπίδα της σωτηρίας. Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι υπάρχει το φως. Πάλι τιμωρείται με σκοτάδι η Αίγυπτος και πάλι ο ισραηλιτικός λαός φωτίζεται με τον πύρινο στύλο. Ο λαός που καθόταν στο σκοτάδι της αγνοίας, ας δη το μεγάλο φως της θεογνωσίας. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά». Το νεκρό γράμμα υποχωρεί. Το πνεύμα επικρατεί. Οι σκιές του νόμου περνούν. Η αλήθεια θριαμβεύει. Ο Μελχισεδέκ, που ήταν ένας τύπος, τώρα δείχνει ποιόν προεσήμαινε, δηλαδή τον Χριστό. Αυτός, που ως Θεός δεν έχει μητέρα, γεννιέται χωρίς πατέρα. Γιατί στον Δημιουργό της φύσεως δεν ισχύουν οι φυσικοί νόμοι. Όλα τα έθνη χειροκροτήστε, γιατί «παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή επί του ωμού αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος». Ας φωνάζη δυνατά ο Ιωάννης Βαπτιστής : «Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου». Και εγώ θα φωνάζω την δύναμη και τη σημασία της μεγάλης αυτής ημέρας (των Χριστουγέννων).
Αυτός που είναι άναρχος και αιώνιος, τώρα λαμβάνει αρχή. Αυτός που είναι αυθύπαρκτος , δημιουργείται. Αυτός που είναι άπειρος , χωρείται στην περιορισμένη ανθρώπινη φύση. Αυτός που πλουτίζει με τα αγαθά Του τον κόσμο, γίνεται φτωχός , παίρνοντας ανθρώπινο σώμα, για να πλουτίσω εγώ με την θεότητά Του. Ποιος μπορεί να παραστήσει πόσος είναι ο πλούτος της αγαθότητός Του; Γι' αυτό και συ μαζί με τον Αστέρα τρέξε και μαζί με τους Μάγους φέρε Του για δώρα, χρυσό και λιβάνι και σμύρνα. Τίμησέ Του ως Βασιλέα και Θεό και ως Λυτρωτή, που νεκρώθηκε για σένα. Μαζί με τους ποιμένες δόξασέ Τον, με τους αγγέλους υμνησέ Τον, με τους αρχαγγέλους σκίρτησε από χαρά. Ας είναι κοινή η πανήγυρις των ουρανίων και των επιγείων δυνάμεων.»

(ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ)

Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού


Παρόλον ότι τα Χριστούγεννα γιορτάζονται μες στην καρδιά του χειμώνα, ο χριστιανός αισθάνεται μια παράξενη ζέστα αυτές τις ημέρες του, "αγίου Δωδεκαημέρου". Αυτή η ζέστα είναι κάπως ακατάληπτη για τους πολλούς. Λένε, ότι τα Χριστούγεννα είναι σπιτική γιορτή, συμμαζώνει τα σκόρπια μέλη της οικογενείας, τα παιδιά και τα εγγόνια, να γιορτάσουνε μαζί με τους γονείς και τους παππούδες τους. Ναι, είναι κι αυτός ένας λόγος. Μα o βαθύτερος λόγος είναι, ότι δίνουμε αυτές τις μέρες το σπήλαιο της ύπαρξής μας, για να γεννηθεί μέσα ο Χριστός. Η αιώνια πορεία του ανθρώπου προς τη λύτρωσή του, προς τη σωτηρία και τη θέωσή του, βρίσκει -με τη γέννηση του Χριστού-ένα βέβαιο και στέρεο Σημείο ν' ακουμπήσει την κουρασμένη αγωνία του: κι αυτό είναι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού. Το βασικώτερο και κρισιμώτερο σημείο στη γιορτή των Χριστουγέννων είναι αυτή η σάρκωση, η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. Κι αυτό υπογραμμίζει ευστοχώτατα η παράδοση της βυζαντινής αγιογραφίας, που ιστορεί με μια αγία απλότητα το μυστήριο της ενανθρωπήσεως, αποφεύγοντας τις αδιαφόρετες και παραφορτωμένες λεπτομέρειες των δυτικών ζωγράφων, που oι "συνθέσεις" τους θυμίζουν περισσότερο συγκινητικά οικογενειακά γεγονότα ή θεατρικές παραστάσεις και λιγώτερο τη γέννηαη του "δι'ημάς νηπιάσαντος" Χριστού. Ο χριστιανός πρέπει να ιδεί την θείαν "κένωσιν" του Θεού του, που γεννιέται γυμνός μέσα σ'ένα σπήλαιο, για να ενδύσει τον κόσμο. Εκείνος, που είναι ντυμένος τη γη και τον ουρανό, ξεντύθηκε για να ντύσει τον άνθρωπο: Εδώ είναι, που ο άνθρωπος ψαύει το μυστήριο της ενώσεώς του με τον εξ ουρανού καταβάντα Θεόν. Ο άνθρωπος είναι πεσμένος στη λάσπη της γης. Ο Θεός βρίσκεται στα υπερουράνια σκηνώματα. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, να ενωθεί με τον Θεό, δίχως να κατεβεί Εκείνος, ή χωρίς ν' ανεβεί αυτός ο χωματένιος σβώλος γης λίγο πιο πάνω απ' τη λάσπη του; Γι' αυτό λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «τo μεν, καταβήναι δει Θεόν προς ημάς, το δέ, ημάς αναβήναι και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας συγκιρναμένης. Έως δ' αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μεν περιωπής, το δε ταπεινώσεως, άμικτος η αγαθότης και το φιλάνθρωπον ακοινώνητον». Διότι, με την ενανθρώπηση του Χριστού -που "δυνάμει" ελύτρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά της απωλείας και του θανάτου- δεν σώζεται μοιρολατρικά και χωρίς αγώνα ο άνθρωπος. Ο Θεός, από φιλανθρωπία συγκαταβαίνει και γίνεται άνθρωπος, να ενωθεί με τον άνθρωπο, και να τον σώσει -ως εδώ είναι ο πρώτος όρος για τη σωτηρία του. Πρέπει, όμως και ο άνθρωπος να θέλει και να αγωνίζεται για ν' ανεβεί προς το Θεό, που του απλώνει το χέρι του. Αν ο άνθρωπος δεν απλώνει τα χέρια του προς τα υψηλά, το χέρι του Θεού θα μείνει μόνο, χωρίς ανταπόκριση στην ουράνια πρόσκληση της θεώσεως. Επιγραμματικώτατα ο μυστικός και θείος Μάξιμος ο ομολογητής, αποδίδει αυτή την δογματικήν αλήθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τη σωτηρία του ανθρώπου: «τoσούτον τω ανθρώπω τον Θεόν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο ανθρωπος εαυτόν τω Θεώ δι' αγάπης δυνηθείς απεθέωσε. Και τοσούτον υπό Θεού τον άνθρωπον κατά νουν αρπάζεσθαι προς το γνωστόν, όσον ο άνθρωπος τον αόρατον φύσει Θεόν διά των αρετών εφανέρωσε».

H εικόνα της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού και η θεολογική της ερμηνεία


Η Γέννηση του Χριστού, το μέγα αυτό γεγονός της ιστορίας του κόσμου, γιορτάζεται από την Αγία Ορθόδοξο Εκκλησία με δοξολογία και κατάνυξη, που θαυμαστά εκφράζονται στην ηδυμελή υμνογραφία και την ειρηνόχυτο εικονογραφία.Έτσι μέσα στο χώρο της Εκκλησίας ο απλός ορθόδοξος χριστιανός ζει το μυστήριο της σαρκώσεως με τις αισθήσεις του, που μεταμορφώνονται, για να γίνουν μέσα κοινωνίας με το άρρητο. Προσκυνώντας την εικόνα της Γεννήσεως «βλέπει» με τα μάτια του τη θεολογία της Σαρκώσεως και αισθάνεται την ευφροσύνη της ενανθρωπήσεως. Αλλά και ο άγευστος πνευματικής ζωής μελετητής, μπορεί κι' από αυτήν και μόνο την εικόνα ν' αντιληφθεί το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης, που συνήθως τη λέμε βυζαντινή.Την εικόνα της Γεννήσεως στην ολοκληρωμένη της μορφή τη βρίσκουμε κυρίως στους έπειτα από την εικονομαχία χρόνους. Στην Ελλάδα μας έχουν σωθεί δύο εκκλησίες του 11ου αι., καθολικά άλλοτε των Μοναστηριών του Οσ. Λουκά και του Δαφνιού, που στα ψηφιδωτά τους βλέπουμε την παράσταση της Γεννήσεως στην αυθεντικώτερή της μορφή. Ας συνοψίσουμε τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα.
Το κεντρικό τμήμα καταλαμβάνει βουνό «βραχώδες, αλλ' εύχαρι και φωτεινόχρωμο», που στην κοιλιά του ανοίγεται σκοτεινόχρωμο σπήλαιο και μέσα φάτνη με τον νήπιο Χριστό εσπαργανωμένο, ενώ η Παναγία - Μητέρα του είναι στο πλάι ξαπλωμένη πάνω σ' ένα στρώμα. Άλλοτε εικονίζεται καθισμένη ή γονατιστή. Πίσω από τη φάτνη προβάλλουν τα κεφάλια τους δύο αγαθά ζώα, βόδι και ονάριο ζεσταίνοντας το θείο Βρέφος με την αναπνοή τους. Έξω από το σπήλαιο, στο κάτω άκρο της εικόνας, κάθεται συλλογισμένος ο Ιωσήφ έχοντας ίσως ακόμη το σαράκι της αμφιβολίας μέσα του. Στην άλλη άκρη της εικόνας παριστάνεται το πρώτο λουτρό, που έκανε η μαία Σαλώμη στο Νεογέννητο.
Δεξιά κι' αριστερά από το βουνό άγγελοι προσκυνούν και δοξολογούν το Χριστό ή φέρνουν στους ποιμένες, που ξενυχτούν, το χαροποιό άγγελμα. Ένα τσοπανόπουλο κάθεται διπλοποδισμένο παίζοντας φλογέρα. Ζωγραφίζονται ακόμη και άλλοι τσοπάνοι με τα κοπάδια τους. Από την άλλη άκρη έρχονται ντυμένοι με τις εξωτικές τους φορεσιές οι τρεις Μάγοι κομίζοντας τα βασιλικά τους δώρα. Ο λαμπρός αστέρας, που τους οδηγούσε, έχει σταθεί πάνω από το σπήλαιο, «ωσάν δροσοσταλίδα κρεμάμενη άνωθεν της κεφαλής του Χριστού», όπως γράφει ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου. Ο ίδιος αγιογράφος - συγγραφέας ολοκληρώνει την περιγραφή της παραστάσεως με τη λιτή φύση, που τη στολίζει: «Άγρια πρινάρια και ευώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια και αλλά στολίζουν ταπεινά τους βράχους, όπως τα βλέπει κανένας εις τα ευλογημένα βουνά της πατρίδος μας».
Είπαμε στην αρχή, ότι η εικόνα φανερώνει τη θεολογία, τον πνευματικό χαρακτήρα της Γεννήσεως. και πριν να δούμε το καθένα στοιχείο της συνθέσεως τί συμβολικά αποκαλύπτει, ας δούμε ολόκληρη τη σύνθεση μαζί και την τεχνοτροπία της. Η σύνθεση στοιχείων από την ιστορική πραγματικότητα (βουνό, σπήλαιο, φάτνη, κ.λ.π.) με το πνευματικό στοιχείο του Ουρανού, που συμβολίζει το χρυσό βάθος της εικόνας, καθώς και ο αντιρεαλιστικός δισδιάστατος χαρακτήρας της ζωγραφικής μας δίνουν οπτικά τη σύνθεση του γήινου και του θείου, την ένωση του ανθρωπίνου και του θείου. Και αυτό γιατί ούτε ανθρωποποιεί την παράσταση σαν μια παχυλή ειδωλοποίηση στον καθρέφτη, ούτε αφαιρεί την ιστορικότητα των γήινων στοιχείων και συστατικών, αλλά τα μεταμορφώνει. Η σύνθεση ακολουθεί περισσότερο — στις λεπτομέρειες ιδίως — την υμνογραφική παράδοση, που έχει σχέση με τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Έτσι ζωγραφίζεται σπήλαιο σκοτεινόχρωμο, σαν τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου, όπου λάμπει κατάλευκο το εσπαργανωμένο Βρέφος.
Στη Δυτική ζωγραφική ο μικρός Χριστός εικονίζεται γυμνός, ενώ το Ευαγγέλιο σαφώς μας λέει «και σπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. Β' 6).Τα δύο ζωντανά μας υπενθυμίζουν κάθε φορά που προσκυνούμε την εικόνα ότι «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού, Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν» ( Ησαΐας Α', 3)Την κεντρική θέση στη σύνθεση κατέχει μαζί με το Χριστό η Παναγία και έχει κανείς την εντύπωση, ότι αποτελούν τον κεντρικό κύκλο δείχνοντας τη σημασία της Παναγίας στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά και δια της Παναγίας τονίζεται η σημασία του ανθρωπίνου γένους και η συμβολή του στη θεία συγκατάβαση. Ο Ιωσήφ μένει έξω από το κύκλωμα αυτό. Έτσι αμέσως με την πρώτη ματιά συνειδητοποιεί ο πιστός ότι άνανδρος η σύλληψις, και ο 'Ιωσήφ, καθώς μάλιστα κάθεται συλλογισμένος, επιβεβαιώνει με την άγνοια του, αλλά και την αμφιβολία του το μέγα μυστήριον. Ένα τροπάριο της Εκκλησίας θαρρείς ότι υπομνηματίζει αυτήν την αμφιβολία:
«Τάδε λέγει Ιωσήφ προς την Παρθένον Μαρία, τι το δράμα τούτο, ο έν σοι τεθέαμαι; Απορώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι.... ουκ έτι φέρω λοιπόν, το όνειδος ανθρώπων...».
Η σκεπτική στάση του Ιωσήφ δίνει κουράγιο σ' όσους ταλαιπωρούνται από λογισμούς αμφιβολίας, όσον άφορα τη μυστηριακή Γέννηση. Όσοι δεν μπορούν να δεχτούν με απλή καρδιά, το μήνυμα του Ευαγγελίου, όπως οι καλόκαρδοι ποιμένες, ελπίζουν στο έλεος του Θεού για την υπέρβαση των αμφιβολιών και των διαφόρων δεινών λογισμών. Γιατί σε άλλο τροπάριο ο Ιωσήφ θα δώσει την απάντηση:
«Εγώ, φησί, τους προφητας ερευνήσας και χρηματισθείς υπό αγγέλου πέπεισμαι ότι Θεόν γεννήσει η Μαρία ανερμηνεύτως».
Οι Μάγοι — σοφοί και καλοπροαίρετοι αναζητητές της αλήθειας του καιρού τους γίνονται εδώ εκπρόσωποι όλων όσων ψάχνουν και πορεύονται δρόμους μακρυνούς, για να βρουν την ένσαρκο αλήθεια, που είναι ο τεχθείς Χριστός.Μένει ακόμα η τρυφερή λεπτομέρεια του πρώτου λουτρού του Βρέφους. Ίσως παραξενεύει καμιά φορά τους πιστούς η σκηνή αυτή, αλλά η Παράδοση τη δέχεται ήδη από τον 6ον αι. μέχρι σήμερα με σποραδικές εξαιρέσεις. Στο τρυφερό αυτό γεγονός, εκτός από μία οικειότητα, που προσδίδουν στην εικόνα ορισμένοι θεολόγοι, βλέπουν μιαν ακόμη επίρρωση στην πίστη της σαρκώσεως και ενανθρωπήσεως του Λόγου. Κι' ακόμη με το βύθισμα στο λουτρό πιστεύουν ότι προεικονίζεται η Βάπτισις του Κυρίου.
Αν κάνουμε μια σύγκριση με την εικονογραφία στη Δύση, ιδίως μετά από την Αναγέννηση, θα βρούμε αρκετές διαφορές, που μερικές σημαίνουν τη διαφορά του πνεύματος ανάμεσα στις δυο παραδόσεις. το σπήλαιο γίνεται ένας στάβλος ιδωμένος με ρομαντική ματιά, που όλο και τον εξωραΐζει. Η Παναγία είναι μια όμορφη χωριατοπούλα και ο Χριστός ένα χαριτωμένο παχουλό μωρό, που εικονίζεται μάλιστα γυμνό. Ο Ιωσήφ παίρνει θέση δίπλα στο Βρέφος, ισάξια με την Παναγία. Η προσκύνηση των Μάγων μετατρέπεται σε μια πολυπρόσωπη παρέλαση της αριστοκρατίας του καιρού του ζωγράφου. Ο συναισθηματισμός με τις ρομαντικές προεκτάσεις του και κάποτε τις κλασσικιστικές αναμνήσεις του παραμερίζει το Μυστήριο μεταλλάσσοντας τη συμβολική απεικόνιση του αρρήτου αυτού μυστηρίου σε ωραία καταγραφή ενός μυθικό - ιστορικού γεγονότος μέσα στα πλαίσια της Ουμανιστικής αμορφίας και της καλομελετημένης αρμονίας.
Επιστρέφοντας στην Ορθόδοξη Εικόνα της Γεννήσεως βλέπουμε πράγματα, που ξεπερνούν τη λογική και την καλοστημένη τάξη. Βλέπουμε πράγματα για την κρίση μας παράδοξα. Ο Χριστός π.χ. να εικονίζεται στη φάτνη και συγχρόνως και στο λουτρό. Οι Μάγοι να παριστάνονται δύο φορές. Το χρόνο ο ορθόδοξος ζωγράφος τον χρησιμοποιεί ελεύθερα, γιατί ο Χριστός είναι έξω από το χρόνο. Γιατί κι' αν σαρκώθηκε και γεννήθηκε σε μια ιστορική στιγμή, δεν παύει να είναι χτες και σήμερα και αύριο ο Ιδιος. Αυτή την υπέρβαση του χρόνου, το λειτουργικό χρόνο, όπου τα πάντα είναι παρόν, μας παρουσιάζει με τα μέσα της η ζωγραφική.
Η ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί τη θεολογία της Εκκλησίας, βρίσκοντας το μέτρο ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο, δοξολογεί με χρώματα και σχήματα, με τρυφερότητα, αλλά χωρίς γλυκερότητα, την ενανθρώπηση και προσφέρει στον πιστό την πύλη για την είσοδο στο Μυστήριο, αλλά και την αισθητική χαρά και ευφροσύνη της αληθινής τέχνης.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Βίος και πολιτεία της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας


Στα χρόνια που βασίλεψε ο ασεβέστατος Διοκλητιανός, στην ξακουστή Ρώμη ήταν ένα κορίτσι που λεγόταν Αναστασία. Όμορφη, με ωραία κορμοστασιά, από γένος πλούσιο και φημισμένο, με χαρακτήρα και τρόπους τέλειους. Η δε ευγένεια της ψυχής της ήταν μεγαλύτερη από το κάλλος του σώματός της. Ήταν θυγατέρα κάποιου ειδωλολάτρη Πραιτεξάτου και της μάθαινε γράμματα ένας ενάρετος άνθρωπος, ο Χρυσογόνος. Ευσεβέστατος, με πίστη στον αληθινό Θεό, δίδαξε την ευσέβεια και την πίστη του στην Αναστασία, που καταφρόνησε τα αναίσθητα είδωλα. Ο δε πατέρας της την πάντρεψε, παρά την θέλησή της, με τον ειδωλολάτρη και πλούσιο Ποπλίονα. Η Αναστασία τον μισούσε και δεν θέλησε ποτέ να κοιμηθεί μαζί του, γιατί αγαπούσε την παρθενία χάρη του Χριστού και προφασιζόταν συνεχώς πως ήταν άρρωστη. Καθημερινά προσευχόταν στον Χριστό, τηρούσε τις εντολές του και πάνω από όλα είχε μεγάλη ταπείνωση.
Για αυτόν τον λόγο, πολλές φορές έβγαζε τα πολύτιμα και λαμπρά φορέματά της και ντυνόταν φτωχικά, για να μην την γνωρίσουν, και πήγαινε με μια ευσεβέστατη δούλη της στις φυλακές, όπου περιποιούνταν τις πληγές και τα τραύματα των χριστιανών από τα βασανιστήρια. Σκούπιζε, καθάριζε τα αίματα και τις πληγές. Πρόσφερε κάθε άλλη υπηρεσία σαν δούλη του Χριστού. Καταφιλούσε τις πληγές τους από ευλάβεια για τα μαρτύριά τους και τους νουθετούσε να μη δειλιάσουν στα προσωρινά βασανιστήρια, αλλά να μένους σταθεροί στην πίστη και ευσέβειά τους. Τους έδινε τροφές, ρούχα και κάθε τι άλλο, που είχαν ανάγκη για το σώμα τους, όπως φάρμακα. Και όλα αυτά τα έκανε κρυφά, τις νύχτες, εξαγοράζοντας με χρήματα του φύλακες, για να την αφήνουν να μπαίνει στις φυλακές.
Όταν έμαθε αυτά από πληροφορίες δικών του ανθρώπων ο Ποπλίονας την φυλάκισε και δεν την άφησε ούτε να βγει αλλά και ούτε να την πλησιάσει κανένα άτομο. Αυτή στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι της, για να φροντίσει τους φυλακισμένους χριστιανούς, όπως πριν. Όμως είχε μεγαλύτερη στεναχώρια που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον διδάσκαλό της Χρυσόγονο, ο οποίος πριν την επισκεπτόταν τακτικά και έπαιρνε ο ένας από τον άλλο δύναμη στα έργα της αρετής. Και αυτό γιατί ο Χρυσόγονος ήταν φυλακισμένος από τον βασιλιά, όταν αυτός έμαθε για την πίστη που είχε προς τον Χριστό. Τότε η αγία Αναστασία έστειλε μια γριά γυναίκα ευσεβέστατη και έμπιστη να μιλήσει στον Χρυσόγονο, για να προσευχηθεί προς τον Θεό για χάρη της, να λυτρωθεί από την φυλακή και να θεραπεύει τους φυλακισμένους μάρτυρες. Ο Χρυσόγονος της έγραψε ότι πρέπει να έχει υπομονή, γιατί σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άντρας της και θα μείνει εντελώς ελεύθερη. Έτσι και έγινε. Ο βασιλιάς τον έστειλε ως πρέσβη στους Πέρσες και στον δρόμο τον σκότωσαν. Από τότε η αγία έμεινε ελεύθερη και χωρίς εμπόδια έκανε ό,τι ήθελε και παρακινούσε τους μάρτυρες να υπομένουν γενναίως τα βασανιστήρια.
Ο δυσεβής Διοκλητιανός βρισκόταν τότε στην Ηράκλεια και δεν φρόντιζε τόσο για τις δημόσιες υπηρεσίες και υποχρεώσεις του κράτους του, όσο για να μην γλιτώσει κανένας ευσεβής χριστιανός από τα χέρια του. Του ανέφεραν ότι στη Ρώμη είχαν πολλούς χριστιανούς φυλακισμένους και πως, ενώ τους βασάνιζαν με διάφορους τρόπους, κανένας δεν ήθελε να προσκυνήσει τα είδωλα, γιατί είχαν έναν διδάσκαλο, που λεγόταν Χρυσόγονος, ο οποίος τους εμψύχωνε στην πίστη και τους παρακινούσε προς το μαρτύριο.Ο Διοκλητιανός πρόσταξε αμέσως τους μεν χριστιανούς φυλακισμένους να τους βασανίσουν και πολύ, αν δεν θυσιάσουν στα είδωλα, να τους σκοτώσουν, τον δε Χρυσόγονο να του τον φέρουν σαν κατάδικο. Πίσω από τους στρατιώτες και τον Χρυσόγονο, τον διδάσκαλό της, πήγαινε και η Αναστασία, νικώντας την αντοχή της γυναικείας φύσης με το γενναίο της φρόνημα. Όταν έφτασαν στον βασιλιά Διοκλητιανό, αυτός με ύφος καλοσυνάτο είπε στον Χρυσόγονο:
- Υπάκουσε στην εντολή μου. Θυσίασε στους Θεούς, για να λυτρωθείς από διάφορα βασανιστήρια και θα σε κάνω έπαρχο της Ρώμης.πίστευε ο ασεβής βασιλιάς πως η δύναμη της εξουσίας του θα νικούσε την ψυχή και την πίστη του καλοκάγαθου Χρυσόγονου. Όμως, οι απειλές και οι υποσχέσεις του δεν έπιασαν, για να αρνηθούν οι χριστιανοί την πίστη τους στον Χριστό. Έτσι και τώρα, ο άγιος απάντησε με μεγάλο θάρρος κοιτάζοντάς τον στα μάτια, για να αποδείξει πως η βασιλική του εξουσία και δύναμη δεν είχε αξία μπροστά στην βασιλεία του Θεού.
- Δεν θυσιάζω στα είδωλα, γιατί έναν και μόνο Θεό ξέρω, τον οποίο ομολογώ με τα χείλη, όλη την ψυχή και την καρδιά μου. Αυτόν λατρεύω, προσκυνώ και θεωρώ τον γλυκύτερο από όλα τα ευχάριστα πράγματα της ζωής και τον ποθώ από κάθε τι άλλο. Αποστρέφομαι τα πλήθη των θεών σου, τους μύθους και τους δαίμονες. Συμβουλεύω όμοια και την βασιλεία σου να τους μισήσεις, γιατί είναι ζημιά και απώλεια των ψυχών. Όσο για τις τιμές και τις υποσχέσεις που μου έταξες, τις θεωρώ σκιά και όνειρα.Ο βασιλιάς, αφού θαύμασε το θάρρος του αγίου, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν σε ερημικό τόπο, γιατί φοβήθηκε μήπως παρασυρθούν και άλλοι, αν προσπαθήσει να τον μεταπείσει με διάφορα βασανιστήρια. Μετά τον αποκεφαλισμό του, έριξαν το λείψανό του στη θάλασσα. Όμως η πρόνοια του Θεού δεν αφήνει τους αγίους Του μάρτυρες χωρίς προστασία. Εκεί κοντά κατοικούσαν τρεις αδελφές, η Αγάπη, η Χιονία και η Ειρήνη και ένας ιερομόναχος ενάρετος, ο Ζώιλος. Ο Ζώιλος είδε θεία αποκάλυψη, που του φανέρωσε που βρισκόταν το λείψανο του αγίου Χρυσογόνου. Αφού το πήρε μαζί με το τίμιο κεφάλι του, με μεγάλη ευλάβεια το έκρυψε στο κελί του. Μετά από τριάντα μέρες του φανερώνεται ο Χρυσόγονος λέγοντάς του:
- Γνώριζε, Ζωίλε, ότι έμαθε ο βασιλιάς για τις τρεις αδελφές Ειρήνη, Αγάπη και Χιονία και θέλει να τις θανατώσει μέσα σε εννιά μέρες. Να, λοιπόν, έρχεται εκεί η δούλη του Χριστού Αναστασία να τις δώσει θάρρος και να τις παρακινήσει προς το μαρτύριο. Συ δε ετοιμάσου για την αιώνια ζωή, γιατί σε λίγες μέρες έρχεσαι σε μας να απολαύσεις τους γλυκύτατους καρπούς των κόπων σου.Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία. Με μεγάλη χαρά έφυγε αμέσως για τον τόπο του Ζωίλου και, όταν είδε τις τρεις αδελφές, τις ρώτησε για το λείψανο του Χρυσογόνου. Όταν της το έδειξαν, το προσκύνησε με μεγάλη ευλάβεια. Μετά, παίρνοντας τις τρεις παρθένες αδελφές έφυγε στην Ακου¨λία, διδάσκοντές τες να μη δειλιάσουν στα βασανιστήρια των ασεβών. Έτσι, σύμφωνα με τη θεία αποκάλυψη του Χρυσόγονου, ο μεν Ζωίλος έφυγε ειρηνικά προς τον Κύριο, ο δε παράνομος βασιλιάς πρόσταξε κα έφεραν τις τρεις αδελφές στο θέατρο. Πιστεύοντας ότι θα τις μεταστρέψει στα είδωλα, τις μίλησε με γλυκό τρόπο εγκωμιάζοντας την ομορφιά τους, τάζοντας να τις παντρέψει με πλούσιους άρχοντες και υποσχόμενος να τις χαρίσει πολλά και πλούσια δώρα. Όμως, η μεγαλύτερη στην ηλικία, η Αγάπη, για να δείξει την αγάπη της προς τον Θεό, με πολύ θάρρος απάντησε:
- Βασιλιά, μη βάλεις καθόλου στο μυαλό σου πως θα φοβηθούμε τα φοβερά βασανιστήρια ή τον σκληρότατο θάνατο ή θα μας νικήσει η πλούσια παντρειά ή θα λυπηθούμε τα κάλλη μας ή με κολακείες θα κλονίσεις την πίστη μας και θα προδώσουμε την ευσέβειά μας. Μάλιστα δε, όσο περισσότερο και χειρότερα μας βασανίσεις, τόσο περισσότερο θα ωφεληθούμε, για να κερδίσουμε την αιώνια βασιλεία.
Ο βασιλιάς, λοιπόν, θαύμασε τόσο πολύ και πάλι, όπως και του Χρυσογόνου πριν, την ομολογία και το θάρρος της παρθενομάρτυρος Αγάπης, ώστε τις φυλάκισε όλες, γιατί έπρεπε να φύγει στη Μακεδονία. Πρόσταξε τον έπαρχο Δουλκίτιο να τις ανακρίνει και πάλι και με διάφορα βασανιστήρια να τις αναγκάσει να θυσιάσουν στα είδωλα.Η Αναστασία, βέβαια, όπως είπαμε και πιο πάνω, ακολουθούσε όχι μόνο τις τρεις αδελφές, αλλά και άλλους χριστιανούς και τους επιμελούνταν σε όλες τους τις ανάγκες.Ο πονηρός Δουλκίτιος από την πρώτη στιγμή θέλησε να εκμεταλλευτεί την εξουσία του και να χρησιμοποιήσει τις ωραιότατες τρεις αδελφές στις επιθυμίες της σάρκας του. Πήγε λοιπόν, στη φυλακή μόνος του, για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, όπως σκεπτόταν. Αλλά, με την θέληση του Θεού, αντί στη φυλακή μπήκε σε ένα μαγειρείο, όπου ήταν μαζεμένα κατσαρόλια και κουτάλια. Αυτά, πιστεύοντας πως ήταν τα κορίτσια, τα αγκάλιαζε, τα φιλούσε, καθώς ήταν μεθυσμένος από έρωτα και έγινε κατάμαυρος και αγνώριστος από τις μουντζούρες.
Κατόπιν, βγαίνοντας έξω να πάει στο παλάτι δεν τον γνώριζε κανένας πως ήταν ο έπαρχος. Πίστευαν ότι ήταν ένας τρελός και δαιμονισμένος άνθρωπος. Άλλοι τον κορόιδευαν και άλλοι τον έδερναν σαν παλαβό. Όταν έφτασε στο παλάτι δεν τον άφηναν οι φρουροί να μπει μέσα, αλλά τον έσπρωχναν προς τα έξω και τον γρονθοκοπούσαν. Και όλα αυτά, γιατί κανένας δεν πίστευε πως ήταν ο έπαρχος. Με μεγάλη δυσκολία τον γνώρισαν οι συγγενείς του και τον πήγαν στο σπίτι του, όπου τον καθάρισαν και τον έντυσαν. Όταν συνήλθε από αυτή του την παραζάλη, για να δικαιολογηθεί, έλεγε πως οι χριστιανοί του έκαναν μαγείες.Ο θυμός του μεγάλωσε και ο πόθος του για τις τρεις παρθένες αδελφές έγινε ανίκητο πάθος. Ήθελε να πάρει εκδίκηση για την προσβολή που έπαθε. Και να τι σκέφτηκε. Πρόσταξε και τις έφεραν μπροστά του, δίνοντας εντολή να τις γυμνώσουν εντελώς. Ήθελε να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του μπροστά σε άλλους, για να τις ντροπιάσει και να πάρει εκδίκηση για το ρεζιλίκι που έπαθε. Αλλά, ω των παραδόξων πραγμάτων δημιουργέ Κύριε! Τα πουκάμισα που φορούσαν έγιναν σαν δέρματα και κόλλησαν τόσο πολύ στις σάρκες τους, που δεν μπορούσαν τελικά να τα ξεσκίσουν οι δήμιοι. Όλοι τότε απόρησαν και έμειναν κατάπληκτοι σε ένα τέτοιο θαύμα. Αλλά ακολούθησε και άλλο θαύμα μετά από αυτό. Έμεινε τυφλός ο έπαρχος από ουράνια δύναμη, για να αποδειχτεί η παντοδυναμία του Θεού προς ενίσχυση της πίστης των χριστιανών. Έτσι, σηκώνοντάς τον από τον θρόνο του σαν ένα άψυχο χορτάρι, τον πήγαν στο κρεβάτι του.
Μετά από αυτά τα γεγονότα , ο βασιλιάς διόρισε έπαρχο τον Σισίνιο , ένα σκληρό και ασεβέστατο ειδωλολάτρη .Μόλις έγινε έπαρχος , προσπάθησε με διάφορες κολακείες, υποσχέσεις και φοβέρες να τις αλλάξει την γνώμη και να θυσιάσουν στα είδωλα. Όταν είδε ότι στα χαμένα κόπιαζε, σαν να έδερνε τον αέρα , πρόσταξε να κάψουν και τις δυό, την Αγάπη και την Χιονία. Την Ειρήνη , ως μικρότερη , την άφησε, έχοντας ελπίδα πως αργότερα θα την καταφέρει να θυσιάσει. Άναψαν το καμίνι οι υπηρέτες , έκαναν οι αγίες τον σταυρό τους και πήδησαν μέσα στις φλόγες με αγαλλίαση. Ο Παντοδύναμος Θεός παρέλαβε τις ψυχές τους χωρίς λύπη και πόνο.Η φωτιά δεν τις έβλαψε καθόλου, ούτε τόλμησε να κάψει μια τρίχα από το κεφάλι ή το ρούχο τους.
Η φιλομάρτυρα Αναστασία μετά από αυτό, πήρε τα λείψανά τους και τα ενταφίασε με πολλή ευλάβεια. Παρακαλούσε τον Θεό κάθε μέρα ν' αξιώσει και την ίδια να έχει τέτοιο μαρτυρικό στέφανο.
Ο έπαρχος Σισίνιος κολάκευε πάλι την Ειρήνη , για να θυσιάσει. Επειδή δεν πειθόταν ,την φοβέρισε λέγοντας την :
- Γνώριζε πως αν παρακούσεις την εντολή μου να θυσιάσεις, θα σε βάλω σ'ένα φανερό και δημόσιο τόπο να έρχεται ο καθένας να σε πορνεύει , για να φθαρεί και μολυνθεί, κατά την γραφή σας , το σώμα και η ψυχή σου.
Τι σκληρότητα και αθλιότητα! Πόσο τυφλωμένη και δαιμονισμένη η καρδιά του κοσμικού άρχοντα! Έρχεται όμως η απάντηση της Ειρήνης να ξεσκεπάσει τον απάνθρωπο ψυχικό κόσμο του έπαρχου. Παρ' όλο που έχασε πριν λίγο τις άλλες αδελφές της, έχει εμψυχωθεί περισσότερο και δεν διστάζει σε οποιονδήποτε πειρασμό και βασανισμό. Έχει σκέπη της την θεία χάρη και δύναμη, την πίστη της στο Χριστό. Μπορεί να είναι μικρή σε ηλικία , αλλά η πίστη και η αγάπη της για τον Χριστό αμέτρητα μεγάλη.
- Έπαρχε, ελπίζω Στον Δεσπότη μου Χριστό να φυλάξει τα πόδια μου από τις παγίδες σου και αμόλυντη την ψυχή μου. Αν πάλι μολυνθώ με την βία, σ'αυτό δεν έχω αμαρτία, γιατί έγινε παρά τη θέληση μου.Τότε ο άρχοντας , παραδομένος στο μίσος του , παρέδωσε την Ειρήνη στους στρατιώτες να την πάνε στο πορνείο για να γίνει ό, τι έλεγε. Ο Θεός όμως δεν αμέλησε για την πιστή Του δούλη, αλλά έστειλε αγγέλους για στρατιώτες και την πήγαν σ ‘ ένα όρος για να μην εκπληρωθεί το πείσμα του άρχοντα.
Αυτός , αν και είδε τέτοιο θαύμα , δεν σταμάτησε να πολεμά τον Παντοδύναμο, αν και αδύναμος. Ο αφρονέστατος έτρεχε καβαλλάρης προς το όρος, για να την πάρει. Αλλά ακολούθησε άλλο θαύμα . Ενώ έβλεπε την Ειρήνη, δεν μπορούσε να πλησιάσει κοντά. Μια αόρατη δύναμη μπήκε ανάμεσα στην Ειρήνη και σ αυτόν σαν ένα τείχος ακαταμάχητο. Και ενώ έβλεπε, δεν την έβλεπε που ήταν και γυρνούσε το όρος ψηλαφώντας για να την πιάσει. Έτσι, περιπλανήθηκε άσκοπα μέχρι το βράδυ. Τότε ένας στρατιώτης έριξε το βέλος κατά πάνω της και την κατατρύπησε στην καρδιά της. Αυτή ήταν η θέληση του Θεού να την πάρει κοντά του, για να λυτρωθεί από τα βασανιστήρια της ζωής.
Η δε αγία και μάρτυρας Ειρήνη ευχαρίστησε τον Θεό , πριν παραδώσει την ψυχή της, γιατί την φύλαξε καθαρή και αμόλυντη από τα χέρια των βασανιστών της. Και όταν ο άρχοντας έφυγε μακριά, η Αναστασία πήρε το λείψανο της και μαζί με τις άλλες αδελφές της το ενταφίασε με όλες τις τιμές. Όμως όταν έμαθε ο άρχοντας για την Αναστασία, την φυλάκισε, για να την βασανίσει με διάφορα βασανιστήρια. Το μίσος του για αυτήν ήταν αμέτρητο και φοβερό. Όταν τον πληροφόρησαν πως ήταν από αρχοντική γενιά, δεν τόλμησε να την αγγίξει παρά την έστειλε στην Ρώμη, στον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Ο αυτοκράτορας απορημένος για τον τρόπο ζωής της , το ντύσιμο της και την όλη αγάπη και φροντίδα για τους χριστιανούς , θέλησε να μάθει τι έκανε την περιουσία της και ζούσε με αυτό τον τρόπο.
- Εξήγησέ μου, είπε ο αυτοκράτορας , τι έκανες τόση πατρική περιουσία και ζεις έτσι;
Η Αγία Αναστασία απάντησε με θάρρος και πίστη πώς την προστατεύει ο Χριστός.
- Πρώτα, μοίρασα την περιουσία μου στους φτωχούς χριστιανούς σύμφωνα με τον νόμο του Θεού μου και, δεύτερον, ήρθα να δώσω θυσία το σώμα μου ολόψυχα στον Χριστό, επειδή δεν εξουσιάζω τίποτα άλλο στον κόσμο, για να αφιερώσω στον Ποιητή και Σωτήρα μου.
Ο αυτοκράτορας δεν θέλησε να προχωρήσει σε βασανιστήρια, γιατί κατάλαβε στην σταθερή πίστη και αφοσίωσή της στον Χριστό και δεν ήθελε να ντροπιαστεί και εξευτελιστεί περισσότερο από τις νίκες της. Γι' αυτό την παρέδωσε ξανά στον έπαρχο. Αυτός με γλυκόλογα και κολακείες, με υποσχέσεις για αξιώματα και τιμές προσπάθησε να την αναγκάσει να θυσιάσει στους θεούς τους.
- Γιατί δεν προσκυνάς τους θεούς, τους οποίους σεβόταν και προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
Αυτή απάντησε:
- Αυτούς τους κατάργησα και τους λύτρωσα από τις αράχνες, τις μύγες και τα όρνια που τους ρύπαιναν. Τις δε κοιλιές των φτωχών τις γέμισα με τροφές και έκανα τα άχρηστα, δηλαδή τα χρήματα, χρήσιμα για τους συνανθρώπους μου.Ο έπαρχος τότε με οργή και θυμό μονολόγησε:
- Μα τους θεούς, αυτήν εγώ θα την κάνω να υποφέρει με πολλά βασανιστήρια, γιατί είναι ιερόσυλη. Η Αναστασία τότε δεν έχασε καιρό και απάντησε:
- Ώ! δικαστή, θαυμάζω τη σκέψη σου, γιατί την καλή αυτή μου πράξη την θεωρείς ιεροσυλία. Αν εκείνα τα άψυχα είχαν ζωή ή δύναμη δεν θα βοηθούσαν να μην συντρίψω ή να με τιμωρήσουν, όταν τους έκαψα;
Ο έπαρχος και πάλι με κολακείες και φοβέρες προσπάθησε να την μεταπείσει να θυσιάσει στους θεούς τους. Η Αναστασία όμως αμετάπειστη και πιστή στον Χριστό υπέμεινε όλες τις προσβολές του. Τότε, απογοητευμένος ο έπαρχος ανέφερε όλα τα γεγονότα στον αυτοκράτορα. Αυτός την παρέδωσε στον αρχιερέα του Καπιτωλίου, τον Ουλπιανό. Άνθρωπος πολυμήχανος και σκληρός, μπορούσε να καταφέρει να την μεταπείσει και να προσκυνήσει τα είδωλα. Η εντολή του βασιλιά ήταν: να θυσιάσει στα είδωλα ή θάνατος. Με τέτοια εντολή ο Ουλπιανός αρχίζει το βασανιστικό του έργο. Στο ένα μέρος βάζει πολύτιμες γυναικείες στολές, πολύτιμες πέτρες, κοσμήματα, ευωδιαστά άνθη, κρεβάτια αργυρά, όμορφα στρώματα και άλλα ωραιότατα κοσμικά πράγματα. Στο άλλο διάφορους μηχανισμούς βασανιστηρίων, για να την φοβίσει με αυτά ή να την δελεάσει με τα άλλα. Όμως, γελάστηκε στις σκέψεις και πράξεις του, γιατί η Αναστασία έμεινε σταθερή στην αγάπη και στην πίστη της προς τον Σωτήρα Χριστό. Έτσι, την φυλάκισε μέχρι τρεις μέρες, για να σκεφτεί το συμφέρον της, όπως έλεγε.
Η αγία Αναστασία του απάντησε:
- Μη χάνεις άδικα τον καιρό σου, γιατί και τρία χρόνια καιρό να μου δώσεις και ακόμα περισσότερο, εγώ προσκυνώ έναν Θεό, τον αιώνιο, για τον οποίο παραδίνω την ψυχή μου ακόμη και με θάνατο. Περιφρονώ τους θεούς σας καθώς και τα προστάγματα των βασιλιάδων σας.Έμεινε στην φυλακή τρεις μέρες. Δεν έφαγε τίποτα, ούτε και νικήθηκε από τις κολακείες τριών γυναικών που την παρότρυναν προς το κακό, γιατί και αυτές ήταν κολασμένες, αφού για αυτό το λόγο τις έστειλε ο ασύνετος Ουλπιανός, για να την μετατρέψουν προς το κακό. Όλα χαμένος κόπος. Μετά ξεκίνησε να πάει στη φυλακή να τη μολύνει ο ίδιος. Όμως, την ίδια στιγμή τιμωρήθηκε και πληγώθηκε αόρατα από τον Κύριο και έμεινε όχι μόνο τυφλός, αλλά με φοβερούς πόνους φώναζε και επικαλούνταν τους ανίσχυρους θεούς του να τον σώσουν. Με τις φωνές του συγκεντρώθηκαν πολλοί γείτονες και, αφού τον σήκωσαν στα χέρια τους, τον πήγαν στο σπίτι του. Επειδή όμως δεν είχε ανάπαυση από τους φρικτούς πόνους, διέταξε και τον πήγαν στο ναό των ειδώλων, νομίζοντας πως θα βρει θεραπεία. Εκεί από τους φρικτούς πόνους ο άδικος δικαστής παρέδωσε την ψυχή του.
Μετά από τριάντα μέρες, πιστεύοντας ο τύραννος πως από την πολλή πείνα, στερήσεις και τρόπο ζωής θα αρρώστησε και θα υπέκυπτε η αγία, πρόσταξε να την φέρουν μπροστά του. Όταν την είδε ωραία, χαμογελαστή, χωρίς να αλλάξει τίποτε από την ομορφιά της, θύμωσε και οργίστηκε με τους φύλακές της. Πίστευε ότι η Αναστασία τους εξαγόρασε και αυτοί της έκαναν όλα της τα θελήματα. Γι' αυτό έβαλε άλλους φρουρούς και έκλεισε τις πόρτες της φυλακής με περισσότερη ασφάλεια. Η αγία Αναστασία ήρεμη και δυνατή προσευχόταν μέρα και νύχτα στον Κύριο. Μετά από τριάντα και πάλι μέρες την έβγαλε από την φυλακή και, όταν είδε πως δεν άλλαξε τίποτε πάνω της, πρόσταξε να την αφήσουν στην μέση της θάλασσας με άλλους πολλούς κατάδικους ειδωλολάτρες, για να πνιγούν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας χριστιανός, ο Ευτυχιανός, που πρωτύτερα τον βασάνισε με διάφορους τρόπους και του πήρε όλη του την περιουσία.Τους έβαλαν σε μια βάρκα και, αφού έφτασαν στη μέση του πελάγου, μπήκαν σε άλλη βάρκα οι στρατιώτες, αφού κατατρύπησαν την βάρκα των καταδίκων, για να βουλιάξει γρήγορα. Ο Θεός όμως έστειλε την μακαρία Θεοδότη, η οποία κρατούσε το τιμόνι, και την κυβερνούσε μέχρι που τους έβγαλε σε σίγουρο τόπο.Όταν οι κατάδικοι ειδωλολάτρες είδαν αυτό το θαύμα, απόρησαν και πέφτοντας στα πόδια του Ευτυχιανού και της αγίας Αναστασίας παρακαλούσαν να τους διδάξουν την ευσέβεια, την πίστη στον Χριστό και ό,τι άλλο είχε σχέση με τον Σωτήρα Κύριο.
Αυτό και έγινε. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό, εκατόν είκοσι ειδωλολάτρες.Μετά από τρεις μέρες, όταν έμαθε τα γεγονότα ο έπαρχος, έστειλε στρατιώτες και τους έφεραν στο κριτήριο. Πίστευε ότι θα επιστρέψουν στην προηγούμενη πίστη τους. Αυτό ήταν ένα κακό σημάδι, γιατί θα γινόταν αιτία να πιστέψουν και άλλοι ειδωλολάτρες.
Τους παρακάλεσε πολύ να επιστρέψουν στην προηγούμενη πίστη τους, τάζοντάς τους πολλά δώρα και αξιώματα. Όμως, οι ειδωλολάτρες μαθημένοι από τις ψευτιές και κολακείες των αρχόντων τους, δεν πίστεψαν στα λόγια του και ούτε ήθελαν να χάσουν οι αείμνηστοι την μακαριότητα και αιώνια ζωή για τα πρόσκαιρα και επίγεια αγαθά.Αφού δοκίμασε ο έπαρχος να τους μεταπείσει με άλλα βασανιστήρια και δεν τα κατάφερε, τους αποκεφάλισε όλους.
Την μακαρία Αναστασία πρόσταξε να την δέσουν σε τρεις πασσάλους και να ανάψουν γύρω της φωτιά μέχρι να καεί. Έτσι παρέδωσε και η αγία Αναστασία την ψυχή της στα χέρια του Θεού με μαρτυρικό θάνατο στις είκοσι δύο (22) Δεκεμβρίου του έτους 290 επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Απολλωνία, από γένος πλούσιο και ξακουστό, παρακάλεσε την γυναίκα του έπαρχου και της χάρισε το λείψανο της Αναστασίας, το οποίο και ενταφίασε με ευλάβεια μεγάλη στον κήπο της. Αργότερα έκτισε στο όνομα της αγίας πολυτελή και περίβλεπτο ναό και την γιόρταζε κάθε χρόνο πλουσιοπάροχα.Μετά από χρόνια, επειδή η φήμη της Αγίας ήταν μεγάλη, της έκτισαν μεγαλοπρεπή ναό στη Κωνσταντινούπολη και έφεραν εκεί το σεβάσμιο και πολυτίμητο λείψανό της που είναι θησαυρός αγαθών, πηγή θαυμάτων και υγεία ψυχής και σώματος. Προς δόξα του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητας και Βασιλείας. Σ' Αυτήν πρέπει τιμή και κάθε μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου
Εκδόσεις "Αγία Άννα" Θεσσαλονίκη
Πηγή: impantokratoros.gr

Από το Συναξάρι της ημέρας

Τή ΚΒ' τού αυτού μηνός, 
  • Μνήμη τής Αγίας μεγαλομάρτυρος Αναστασίας, τής Φαρμακολυτρίας. 
  • Τή αυτή ημέρα, Μνήμη τού Αγίου Μάρτυρος Χρυσογόνου. 
  • Τή αυτή ημέρα, Μνήμη τής Αγίας Μάρτυρος Θεοδότης καί τών τέκνων αυτής. 
  • Η Θεοδότη πύρ φέρει σύν φιλτάτοις, Φίλτρω Θεού ζέουσα, καί πυρός πλέον. 
  • Τή αυτή ημέρα, Μνήμη τού αγίου Μάρτυρος Ζωϊλου. 
  • Τή αυτή ημέρα, Τά θυρανοίξια τής τού Θεού μεγάλης Εκκλησίας. 
  • Τή αυτή ημέρα, Τό φωτοδρόμιον τής τού Θεού Εκκλησίας. 

Ταίς τών Αγίων σου πρεσβείαις, ο Θεός, ελέησον καί σώσον ημάς. Αμήν. 

Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ, ευτρεπίζου Ευφραθά, ότι το ξύλον της ζωής, εν τω σπηλαίω εξήνθησεν εκ της Παρθένου


Σε τροπάρια της εορτής των Χριστουγέννων γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του είναι το ξύλο της ζωής. Χαρακτηριστικό είναι το προεόρτιο απολυτίκιο της εορτής των Χριστουγέννων, στο οποίο λέγονται τα εξής: "Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ, ευτρεπίζου Ευφραθά, ότι το ξύλον της ζωής, εν τω σπηλαίω εξήνθησεν εκ της Παρθένου, Παράδεισος και γαρ η εκείνης γαστήρ, εδείχθη νοητός εν ω το θείον φυτόν, εξ ου φαγόντες ζήσομεν ουχί δε ως ο Αδάμ τεθνηξόμεθα. Χριστός γεννάται, την πριν πεσούσαν αναστήσων εικόνα".
Στο τροπάριο αυτό αντιπαρατίθεται ο νέος Αδάμ, που είναι ο Χριστός, προς τον παλαιό Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ έφαγε από το ξύλο, απώλεσε τον Παράδεισο και έτσι ασθένησε όλο το ανθρώπινο γένος από την είσοδο της φθοράς και του θανάτου, ενώ ο νέος Αδάμ που είναι ο Χριστός, το ξύλο της ζωής, δίνει την ζωή σε όσους θα ενωθούν μαζί Του. Ο νέος Παράδεισος είναι η κοιλία της Θεοτόκου, καί, φυσικά, η Εκκλησία, το δε ξύλο της ζωής είναι ο Ίδιος ο Χριστός. Οι απόγονοι του Αδάμ μπορούν να γευθούν από αυτό το ξύλο και να απολαύσουν την αληθινή ζωή.Θα πρέπη στην συνέχεια να κάνουμε λόγο για το τί ακριβώς ήταν αυτό το ξύλο της ζωής στον Παράδεισο και πώς ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του γίνεται ξύλο ζωής για τον άνθρωπο. Η Παλαιά Διαθήκη μας διασώζει μερικά σημεία από την ευλογημένη ζωή των πρωτοπλάστων στον Παράδεισο. Ο Παράδεισος, κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ήταν νοητός και αισθητός. Νοητός, γιατί ήταν η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, αφού ο Αδάμ μετά την δημιουργία του βρισκόταν στον φωτισμό του νού και έπρεπε με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνέργεια να φθάση στην θέωση. Ήταν και αισθητός, γιατί ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος.
Μέσα στον Παράδεισο υπήρχαν πολλά δένδρα, αλλά δύο από αυτά διέφεραν από τα άλλα. Το πρώτο ξύλο ήταν το ξύλο της γνώσεως για το οποίο ο Αδάμ έλαβε εντολή να μη φάγη από αυτό. "Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων, από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού, ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε" (Γεν. β', 16-17). Το άλλο ξύλο ήταν το ξύλο της ζωής. Και όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, μετά την ανυπακοή του ανθρώπου και την βρώση του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, ο Θεός τον εξέβαλε από τον Παράδεισο "καί έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής" (Γεν. γ', 24). Ο λόγος για τον οποίο εξέβαλε ο Θεός τον άνθρωπο από τον Παράδεισο μετά την παρακοή ήταν ότι δεν έπρεπε μετά την πτώση του να φάγη από το ξύλο της ζωής. "Και νυν μήποτε εκτείνη την χείρα αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα" (Γεν. γ', 22).
Επομένως, φαίνεται ότι στον Παράδεισο υπήρχαν δύο ξύλα με ιδιαίτερη σημασία και σκοπό, δηλαδή το ξύλο του γινώσκειν καλό και πονηρό, και το ξύλο της ζωής. Από το ένα έφαγε και απέθανε και από το άλλο εμποδίστηκε να φάγη για να μη παραμείνη αιωνίως στην πτώση και το κακό. Οπότε, εδώ βλέπουμε την φιλανθρωπία του Θεού. Εκδιώκει τον άνθρωπο από τον Παράδεισο, ώστε να μη παραμείνη αιώνιος στην θνητότητά του, αλλά να μετανοήση, και κυρίως στον κατάλληλο καιρό με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού να γευθή του ξύλου της ζωής και να υπερβή τον θάνατο και να εισέλθη πάλι μέσα στον Παράδεισο. Έτσι, λοιπόν, η έξωση του ανθρώπου από τον Παράδεισο δεν ήταν τιμωρία του Θεού, αλλά έργο της αγάπης και φιλανθρωπίας Του.

Οι άγιοι Πατέρες, ερμηνεύοντας την Αγία Γραφή μέσα από την εκκλησιαστική ζωή και την προσωπική τους πείρα, μας παρέδωσαν υπέροχες αναλύσεις για τα δύο αυτά ξύλα.Κατ’ αρχάς πρέπει να μνημονεύσουμε την ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού. Σε μια ομιλία του λέγει ότι το ξύλο αυτό ούτε φυτεύθηκε κακώς ούτε απαγορεύθηκε φθονερώς. Αυτό σημαίνει ότι τίποτε από ό,τι δημιούργησε ο Θεός δεν ήταν κακό, αλλά όλα καλά λίαν. Η απαγόρευση να μη φάγη ο άνθρωπος από το δένδρο αυτό δεν προερχόταν από φθόνο για να μη φθάση ο άνθρωπος στην θέωση. Άλλωστε, το δένδρο αυτό ήταν η θεωρία του Θεού. "Θεωρία γαρ ήν το φυτόν". Ο άνθρωπος θα έτρωγε στον κατάλληλο καιρό, αφού προηγουμένως θα γυμναζόταν πνευματικά, και αυτό θα συνιστούσε την θέωσή του. Απηγόρευσε ο Θεός να φάγη από αυτό, γιατί ακόμη ήταν ατελής, δεν είχε προετοιμασθή κατάλληλα, όπως πολύ κακό προξενεί η τελεία και σκληρή τροφή σε αυτούς που ακόμη έχουν ανάγκη γάλακτος. Το κακό ήταν ότι ο Αδάμ μετέλαβε του ξύλου της γνώσεως "ου κατά καιρόν, ουδ’ επιτηδείως". Και εφ’ όσον αστόχησε και έχασε την θεία Χάρη, δεν έπρεπε στην συνέχεια να φάγη από το ξύλο της ζωής για να μη στερεωθή και σταθεροποιηθή στην πτώση και τον θάνατο. Η γεύση του ξύλου της ζωής ήταν "μεγάλη και υπεροχική", γι’ αυτό και ο Θεός πρόσταξε να το φυλάττουν όχι άγγελοι και αρχάγγελοι, ούτε αρχές, εξουσίες, δυνάμεις και κυριότητες, αλλά τα Χερουβίμ που ανήκουν στην πρώτη ιεραρχία των Αγγέλων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, έχοντας υπ’ όψη του την ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τον οποίο θεωρούσε και πνευματικό του πατέρα, ακολουθεί την ίδια παράδοση. Γράφει ότι το ξύλο της γνώσεως είναι απόπειρα, δοκιμή και γυμνάσιο στο να δοκιμασθή ο άνθρωπος στην υπακοή ή την ανυπακοή. Ονομάσθηκε το δένδρο αυτό δένδρο γνώσεως του καλού και του κακού γιατί όσοι έτρωγαν από αυτό, τους έδινε γνωστική δύναμη της φύσεώς του, πράγμα το οποίο είναι καλό για τους τελείους και κακό για τους ατελείς και ακρατείς κατά την αίσθηση. Το ξύλο της ζωής λέγεται έτσι γιατί έχει ενέργεια που παρέχει ζωή ή στους αξίους της ζωής ή σε αυτούς που δεν είναι υποδουλωμένοι στον θάνατο.
Από την ερμηνεία αυτή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού φαίνεται ότι ο άνθρωπος έπρεπε να δοκιμασθή πριν φάγη το ξύλο της γνώσεως και στην συνέχεια να φάγη από το ξύλο της ζωής και να ζήση αιωνίως με τον Θεό. Χωρίς άσκηση και προετοιμασία δεν είναι δυνατόν κανείς να αποκτήση την θέωση και την κοινωνία με τον Θεό.
Η αποτυχία του ανθρώπου να ακολουθήση την πορεία προς την θέωση, την οποία είχε χαράξει ο Θεός δεν ήταν τελείως καταστροφική για τον άνθρωπο, δηλαδή δεν συνετέλεσε αμετάκλητα στον αιώνιο αφανισμό του. Αυτό που δεν πέτυχε με μια σχετική δοκιμασία στον Παράδεισο της Εδέμ, το πέτυχε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του. Όμως τώρα ο άνθρωπος πέρασε μέσα από δεινή δοκιμασία, βαθύ πόνο και μεγάλη οδύνη. Δοκίμασε τί θα πη θάνατος, τί θα πη απομάκρυνση από τον Θεό. Όποιος διαβάση τα γραπτά του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου, θα διαπιστώση σε τί συνίστατο ο αδαμιαίος θρήνος. Μόνον όποιος αξιώθηκε της μεγάλης θεωρίας του Θεού και στην συνέχεια την έχασε, μόνον αυτός μπορεί κάπως να αντιληφθή και να βιώση τον θρήνο του Αδάμ. Και σε αυτό το σημείο βλέπουμε την μεγάλη αξία του οσίου Σιλουανού. Μέρα με την μέρα πείθομαι ακόμη περισσότερο ότι ο όσιος Σιλουανός έχει μια πολύ μεγάλη και καταπληκτική θεολογία. Διαβάζοντας κανείς τα γραπτά του αισθάνεται την μεγάλη δύναμη και την πλούσια σοφία που έχουν. Ήταν πραγματικά θεολόγος, γιατί έζησε την αδαμιαία πτώση, τον αδαμιαίο θρήνο, αλλά και την ένωση με τον νέο Αδάμ, τον Χριστό.
Με την ενανθρώπησή Του ο Ίδιος ο Χριστός άνοιξε την πύλη του Παραδείσου. Δεν αφήνει απλώς τον άνθρωπο να εισέλθη σε αυτόν, αλλά το ίδιο το ξύλο της ζωής, που είναι ο Χριστός πορεύεται και κινείται προς τον άνθρωπο. Τώρα η κοιλία της Θεοτόκου, όπου από την πρώτη στιγμή η θεία φύση προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε, είναι Παράδεισος. Και η Εκκλησία που είναι το ευλογημένο Σώμα του Χριστού είναι ο αισθητός και νοητός Παράδεισος. Όσοι ζουν μέσα στην Εκκλησία και είναι πραγματικά και ζωντανά μέλη του Σώματος του Χριστού μπορούν να γευθούν του ξύλου της ζωής, να υπερβούν τον θάνατο και να αποκτήσουν μια άλλη διάσταση υπάρξεως. Γιατί, πραγματικά, έξω από τον Χριστό επικρατεί η σκιά και η χώρα του θανάτου.
Με την ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο Πρόσωπο του Λόγου, γίνεται πιο σταθερή η πορεία προς την θέωση. Γι’ αυτό τώρα η σωτηρία δεν είναι θέμα υπακοής σε μια εντολή του Θεού, αλλά κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν πρέπει να ζούμε απλώς συναισθηματικά, ούτε αποβλέπουμε απλώς στην ικανοποίηση των ατομικών και φιλανθρωπικών συναισθημάτων μας, αλλά ζούμε οντολογικά, ενωμένοι με τον Χριστό. Η πορεία μας πρέπει να είναι πορεία υπερνικήσεως του θανάτου. Καί, φυσικά, αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την γεύση του ξύλου της ζωής, που είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Έτσι, λοιπόν, η ενανθρώπηση του Χριστού είναι ευρυτέρα μιας δικανικής λυτρώσεως και μιας εκφράσεως της εξωτερικής και συναισθηματικής αγάπης, είναι διόρθωση της πτωτικής πορείας, απόλαυση της προπτωτικής ζωής, και ακόμη περισσότερο συνέχιση κατά ασφαλέστερο τρόπο της πορείας προς την θέωση. Είναι αυτό που λέγει ο Χριστός "εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν" (Ιω. ι', 10). Αυτό το "περισσόν" είναι η θέωση του ανθρώπου.

Η ελπίδα της Χριστουγεννιάτικης απελπισίας, του πρωτ. Αδαμαντίου Αυγουστίδη

Παραμονές Χριστουγέννων καί, ὅπως συμβαίνει ὅλο καί συχνότερα τά τελευταῖα χρόνια, βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα πού "καταγγέλουν" ὅτι ἔχει χαθεῖ τό νόημα τῆς γιορτῆς καί ὅτι ὁ ὑπερκαταναλωτισμός ἔχει ἐπιβάλει τό ὕφος καί τήν κυριαρχία του. Ὅμως ἄν ἀπογυμνωθοῦν οἱ γιορτές αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπό τό φολκλορικό τους στοιχεῖο, τά ρεβεγιόν, τήν εὐκαιρία γιά ὀλιγοήμερες διακοπές καί τίς ὑποχρεωτικές οἰκογενειακές συγκεντρώσεις, "πού τίς ἐπιβάλουν οἱ μέρες", τί θά ἀπέμενε ἄραγε γιά τούς πολλούς πού νά θυμίζει ὅτι εἶναι Χριστούγεννα;
Τό ἐρώτημά μας δέν ἀντιμάχεται τήν, δικαιολογημένη ἄλλωστε, δυσθυμία πού καλύπτεται πίσω ἀπό τή "γκρίνια". Θέλουμε ὅμως νά προκαλέσουμε τή σκέψη, καί γιατί ὄχι καί τήν ψυχή μας, νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πιά δεδομένα καί αὐτονόητα καί ἡ μεμψιμοιρία δέν μπορεῖ νά τά διορθώσει. Τό πολύ νά τονισθεῖ καί γραπτῶς τό ἔλλειμμα νοήματος καί νά ἐπιδεινωθεῖ τό αἴσθημα τῆς πνευματικῆς μιζέριας καί τῆς συναισθηματικῆς στέρησης πού συγκαλύπτει ἡ τεχνητή λάμψη τῶν ἡμερῶν.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ καταναλωτική ἔξαρση δέν ἀποτελεῖ τή φυσική ἐκδήλωση μιᾶς εὐτυχίας πού ζητᾶ ἐκτόνωση ἀλλά λειτουργεῖ σάν διεγερτικό μιᾶς χαρᾶς πού δέν ἔχει λόγο καί νόημα ὥστε νά ἐκδηλωθεῖ αὐθόρμητα. Ἡ ὑπερφωταγωγημένη ἐρημία τῶν ἀπρόσωπων πόλεων ἀγωνίζεται νά συσκοτίσει τή σχεδόν ὑπομανιακή ὑποχρεωτική εὐθυμία. Τίποτα ὅμως δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν κατάθλιψη πού φουντώνει τέτοιες μέρες, τίς ἀπόπειρες αὐτοκτονίας πού αὐξάνουν καί τά "κοριτσάκια μέ τά σπίρτα" πού γίνονται ὁρατά ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Στό πνευματικό ἐπίπεδο, ἄλλωστε, πόσο μακριά βρισκόμαστε ἀπό αὐτά σχεδόν ὅλοι μας.
Τό νά καταφύγει κανείς σέ μελαγχολικές διαπιστώσεις εἶναι εὔκολο· καί τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι συνήθως ἡ καταφυγή στό πρόσχημα καί στήν ψευδαίσθηση τῶν ἀναμνήσεων τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ, μέχρι νά κυλίσουν οἱ μέρες καί νά ἐπιστρέψουμε στήν ψυχοφθόρα ἀσφάλεια τῆς ρουτίνας μας.Ἄς μήν καθηλωθοῦμε ὅμως στίς θλιβερές διαπιστώσεις, ὅσο ἀληθινές κι ἄν εἶναι αὐτές. Ἐάν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν καθυπόταξη τῆς σκέψης μας στήν ἀπογοήτευση πού γεννᾶ ἡ παρατήρηση αὐτῶν τῶν φαινομένων καί προσεγγίσουμε τό ψυχολογικό τους ὑπόβαθρο, μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἐνδιαφέρουσες ἀνακαλύψεις.Μέ ὅποιο τρόπο κι ἄν προσπαθεῖται νά καταπνιγεῖ ἡ κραυγή τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἀγωνίας, εἴτε στό θόρυβο τῶν ρεβεγιόν, εἴτε κάτω ἀπό τό πέπλο τῆς φαντασμαγορίας καί τῆς τεχνητῆς εὐφορίας, ἡ μεταμφιεσμένη κατάθλιψη παραμένει ἡ ἀληθινή, κυριαρχοῦσα συναισθηματική κατάσταση. Οἱ εἰδικοί γνωρίζουν καλά τήν ἀμυντική βουλιμική διάθεση τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου, πού προσπαθεῖ νά συγκαλύψει μέ "στοματικές" ἱκανοποιήσεις, ὅπως ἡ καταναλωτική μανία, τό ἔλλειμμα πού βιώνει στό συναισθηματικό ἐπίπεδο. Τυπικό τό παράδειγμα τῆς συζύγου, πού προσπαθεῖ νά ἀνακουφίσει τό καταθλιπτικό ἄγχος τῆς συναισθηματικῆς της στέρησης, "σηκώνοντας" τά μαγαζιά. Ὁ ἴδιος μηχανισμός μᾶς ὠθεῖ νά ἐκφραζόμαστε ψευδοευφορικά στήν προσπάθεια νά ἀποφύγουμε τή συναίσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κενοῦ καί τῆς δυσθυμικῆς μας διάθεσης.
Τί μᾶς κάνει λοιπόν ὁμοθυμαδόν μελαγχολικούς καί κατ' ἀνάγκη συμμέτοχους τῆς προκατασκευασμένης καί ψευδεπίπλαστης ἱλαρότητας πού χαρακτηρίζει τό κλίμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν; Ἄν τά Χριστούγεννα ἦσαν ἐξ ὁρισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μιά γιορτή τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου ὅπως ἦταν προχριστιανικά ἡ 25η Δεκεμβρίου, τότε ἴσως δέν θά εἶχαν νόημα οἱ σκέψεις καί οἱ προβληματισμοί. Θά μπορούσαμε νά ἐπαναπαυθοῦμε στή σιωπηλή συμφωνία ὅτι κάποιες εὐκαιρίες διαφυγῆς ἀπό τή ρουτίνα εἶναι χρήσιμες· ἑπομένως καί νά συμβιβαστοῦμε μέ τήν ὑποταγή στή χρησιμοθηρία τοῦ γιορτασμοῦ. Ὅσο δέ πιό ἐκκωφαντική ἡ ἀνάπαυλα, τόσο πιό μεγάλη ἡ συγκάλυψη τοῦ τραγικοῦ στοιχείου τῆς καθημερινότητάς μας.
Ὅμως τό βαθύτερο αἴτημα τῆς λύτρωσής μας ἀπό τή φθορά, τό χρόνο καί τήν ἀναγκαιότητα δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέ τήν ὑποταγή σέ θεσμοθετημένες ἐπιμέρους ἀναγκαιότητες, ἔστω διασκεδαστικές ἀλλά τελικά πάντοτε φθοροποιές. Πόση χαρά μπορεῖ νά περιέχει ἕνα πανηγύρι στό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι γιορτάζεται ἡ γέννηση Ἐκείνου πού θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν δουλεία τῆς πνευματικῆς μας ἀνελευθερίας καί τῆς ὑπαρξιακῆς μας μιζέριας, ὅταν Τόν ἔχουμε ἤδη ἐξορίσει ἀπό τή ζωή μας καί ἀπό τό νόημά της; Ποιό γαμήλιο γλέντι δικαιολογεῖ τούς πανηγυρισμούς καί τίς γιορταστικές ὑπερβολές ὅταν ἔχει ἐκδιωχθεῖ ὁ "νυμφίος"; Τέτοιοι "γάμοι" μοιάζουν περισσότερο μέ κηδεῖες τῶν ὁποίων ἡ λαμπρότητα ὀφείλεται κυρίως στίς ἐνοχές τῶν οἰκείων παρά στήν ἀγάπη καί τή χριστοκεντρική ἐλπίδα.
Ἡ συγκαλυμμένη μελαγχολία τῶν ἡμερῶν μπορεῖ νά κρύβει τό ἐνοχοποιημένο πένθος γιά τόν ἐξοστρακισμό τῆς ἐνσαρκωμένης μας ἐλπίδας· τοῦ προαιώνιου Θεοῦ πού "παιδίον γέγονεν" καί ἀναζητᾶ ἐγκάρδιες φάτνες γιά νά τίς μετατρέψει, φιλοξενούμενος ἐκεῖ, σέ οἴκους τοῦ Πατρός Του.
Παρόλο τόν ξεπεσμό της ὑπάρχει κάτι θετικό καί ἐλπιδοφόρο σ' αὐτή τή συνεχῶς πιό ἐκκοσμικευμένη ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς. Ὅσο πιό ψευδεπίπλαστα ἐπιμένουμε νά τή γιορτάζουμε, πνίγοντάς την σέ φῶς ἀπό "νέον" καί πλαστικά πλουμίδια, τόσο πιό κούφια καί ἄπελπις θά εἶναι ἡ γεύση πού θά ἀφήνει. Καί τόσο πιό πολύ ὁ λαός "ὁ καθήμενος ἐν σκότει" θά ἀρχίσει νά ἀναζητᾶ τό Μέγα Φῶς πού τό συλλογικό του ἀσυνείδητο θυμᾶται πώς γνώρισε κάποτε. Ἴσως λοιπόν τότε νά ξαναζητήσει τόν ἀστέρα πού ὁδηγεῖ στή φάτνη. Στήν προσωπική καρδιακή φάτνη τοῦ καθενός πού θά κατανοήσει ὅτι ὅσο ταπεινή καί βρώμικη κι ἄν εἶναι, ὁ Χριστός θά τήν καταδεχθεῖ, θά τήν ἐνοικήσει καί θά τήν μετατρέψει σέ σῶμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μέχρι τότε, ὅσοι ἀπό μᾶς θέλουν νά βρίσκονται κοντύτερα στή φάτνη παρά στά ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἄς προσπαθήσουμε νά ζήσουμε τή γιορτή καί τή ζωή μας μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἄν κάποιος μᾶς ρωτήσει γιά τό ἀστέρι τῶν μάγων ἤ παρατηρήσει τή δική μας πορεία νά βρεῖ τό σωστό δρόμο. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε, ἀντί τῆς παθητικῆς μας συμμετοχῆς σέ ψευδοπαρηγορητικά τηλεοπτικά βαριετέ, ἴσως σταθοῦμε ἱκανοί νά ἀπολαύσουμε τήν εὐφρόσυνη καί βιωματική μας συμμετοχή στόν χαρμόσυνο ὕμνο: "Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε

Πηγή : Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος