ΚΟΣΜΑΣ Ο ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Πρός τόν ἱερόν κλῆρον καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ,
Ἡ ἐγκύκλιος αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν ὀφειλομένη τακτικὴ καὶ θερμὴ προσευχὴ ὅλων μας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, ἀλλὰ καὶ στὰ, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁριζόμενα ἱερὰ μνημόσυνα, τὰ ὁποῖα πάλι ὀφείλουμε, μὲ υἱικὴ ὑπακοὴ, νὰ τελοῦμε. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὑπάρχει μεγάλη σύγχυσι καὶ ἄγνοια, ὅσον ἀφορᾷ τὸ θέμα τῶν μνημοσύνων.
Βέβαια στὸν περιορισμένο χῶρο μιᾶς Ἐγκυκλίου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καλύψουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ ἐκκλησιαστικὸ θέμα. Μὲ τὰ ὅσα γράφονται ἐδῶ γίνεται μιὰ γενικὴ ἐνημέρωσι∙ δίδονται κάποιες γενικὲς ὁδηγίες ὡς καὶ ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μελετήσουμε περισσότερο τὰ τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν μνημοσύνων.
Ἡ θερμὴ πίστι μας στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τοὺς προσφιλεῖς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο καὶ μάταιο αὐτὸ κόσμο γιὰ τὴν αἰωνιότητα, μᾶς καλοῦν νὰ προσευχώμαστε τακτικά, νὰ ἀναπέμπουμε δεήσεις καὶ παρακλήσεις στὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν Τριαδικό Θεό, γιὰ τὴν ἀνάπαυσί τους. Οἱ φροντίδες μας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους δὲν τελειώνουν μὲ τὴν ταφή, ἀλλὰ συνεχίζονται, καὶ πρέπει νὰ συνεχίζονται, ἀπὸ τὸν καθένα μας ὅσο ζοῦμε.
Μὲ τὶς προσευχές μας γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ζητοῦμε ἀπὸ τὸν πανοικτίρμονα Θεὸ νὰ συγχωρήση τὰ ἐκούσια καὶ τὰ ἀκούσια ἁμαρτήματα τῶν κεκοιμημένων καὶ νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν σωτηρία, τὴν ἀθανασία, τὴν παραδείσια ζωή. Ὁ Κύριος «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» καὶ ἐμεῖς θέλουμε ὅλοι οἱ ἀδελφοί μας νὰ ἀξιωθοῦν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῦ παραδείσου.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει: «Πιστεύομεν ὅτι γίνεται πολὺ μεγάλη ὠφέλεια στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων, ὑπὲρ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται ἡ δέησις». (Κατηχήσεις μυσταγωγικές, Ε’ 9, ΒΕΠΕΣ 39,259.) Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑποστηρίζει ὅτι οἱ εὐχὲς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων προσφέρουν σὲ αὐτοὺς κάποια παραμυθία, κάποια παρηγοριά.
«Μὴν ἀμφιβάλλεις ὅτι ὁ κεκοιμημένος θὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὴν προσευχή σου» συνεχίζει (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππ. Ὁμιλία, 3, 4, PG 62, 204). Ὁ ὅσιος Παΐσιος, ὁ σύγχρονός μας ἅγιος, μᾶς συμβούλευε νὰ προσευχώμαστε τακτικὰ καὶ θερμὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Νὰ προσευχώμαστε γιὰ τὴν ἀνάπαυσί τους.
Ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων μὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν πολλὰ χωρία διὰ τῶν ὁποίων κατοχυρώνονται «οἱ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων δεήσεις». Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο «οἱ προσευχὲς γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἔχουν νομοθετηθεῖ ὑπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων» (Ι. Χρυσόστομος, Εἰς Φιλιπ. ὁμιλία 3,4 PG 62, 204).
Εἰδικότερα, ἡ μητέρα μας ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τελεῖ τὰ ἱερὰ μνημόσυνα σὲ τακτὲς ἡμέρες καὶ προσεύχεται γιὰ τὴ συγχώρησι τῶν κεκοιμημένων. Ἡ ἀρχὴ τοῦ μνημοσύνου βρίσκεται στὴν Ἁγία Γραφή.
Τὸ καθ’ αὐτὸ μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων γίνεται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία:
α) Πρῶτα τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων, ὅπως καὶ τῶν ζώντων, μνημονεύονται κατὰ τὴν προσκομιδή. Οἱ μερίδες ζώντων καὶ κεκοιμημένων, τοποθετοῦνται πλησίον τοῦ Ἀμνοῦ, ἐπάνω στὸ ἅγιο Δισκάριο. Ἀργότερα, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ, καὶ ὅταν κοινωνοῦν οἱ ἱερεῖς ἢ καὶ οἱ πιστοὶ οἱ μερίδες τῆς Θεοτόκου, τῶν ἁγίων, τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων ρίπτονται στὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ περιλούονται ἀπὸ τὸ πανακήρατο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Τότε οἱ ἱερεῖς ἱκετεύουν τὸν Κύριο νὰ ἀποπλύνῃ, νὰ καθαρίσῃ δηλαδή, τὰ ἁμαρτήματα καὶ τῶν κεκοιμημένων.
Ἰδιαιτέρως ὅμως τὸ κατ’ ἐξοχήν μνημόσυνο εἶναι ἡ μνημόνευσι τῶν κεκοιμημένων ὑπὸ τοῦ ἱερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἀμέσως μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, ὅταν ψάλλεται τὸ «Ἄξιόν ἐστι», ἢ τὸ «Ἐπὶ σοι χαῖρε Κεχαριτωμένη», ἢ ἑόρτιοι εἰρμοί∙ τότε ὁ ἱερεὺς μνημονεύει ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ τοῦ Τιμίου Αἵματος τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων.
Δυστυχῶς τὸ πραγματικὸ μνημόσυνο τὸ ἀγνοοῦν πολλοί. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀγνοίας εἶναι ὅτι πολλοὶ δὲν κάνουν Θεία Λειτουργία ὅταν ἔχουν μνημόσυνο ἢ νομίζουν ὅτι πραγματικὸ μνημόσυνο εἶναι ἡ σύντομη ἀκολουθία ποὺ γίνεται στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο προσέρχονται μόνον στὰ μνημόσυνα, στὶς σύντομες ἀκολουθίες μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, καὶ δὲν ἐκκλησιάζονται.
Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς συνιστοῦν νὰ τελοῦμε μνημόσυνα ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων «ἐν ψαλμοῖς καὶ ἀναγνώσεσι καὶ προσευχαῖς» τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ προσφιλοῦς μας προσώπου, τὴν ἐνάτη καί τὴν τεσσαρακοστή ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν συμπλήρωσιν ἑνός ἔτους.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης στὰ ἱερὰ μνημόσυνα βλέπει συμβολισμό. Τὰ τριήμερα μνημόσυνα, λέει, τὰ ἐπιτελοῦμε γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, διότι ἀπὸ αὐτὴν ἔχουμε τὴν ὕπαρξι καὶ τὴ ζωὴ καὶ δι’ αὐτῆς προσφέρονται τὰ πάντα τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας μας. Τὰ ἐννεάμερα μᾶς ὑπενθυμίζουν τὰ ἐννέα τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων, στοὺς ὁποίους ἔχει συγκαταριθμηθῇ, ὡς ἁπλὸ πλέον πνεῦμα, ὁ κεκοιμημένος ἀδελφός μας. Τὰ τεσσαρακονθήμερα μνημόσυνα τελοῦνται γιὰ τοῦ Χριστοῦ μας τὴν Ἀνάληψη, ἡ ὁποία ἔγινε τεσσαράκοντα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασι.
Ὑπογραμμίζουμε ἐδῶ ὅτι τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο ποτὲ δὲν πρέπει νὰ τελεῖται μετὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τῆς κοιμήσεως. Πρέπει νά γίνεται ἤ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀκριβῶς ἢ πρὶν τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα.
Τὰ τρίμηνα, τὰ ἑξάμηνα καὶ ἐννεάμηνα μνημόσυνα γίνονται εἰς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τοῦ μεταστάντος. Οἱ κοιμηθέντες ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα δημιουργήθηκαν. Σὲ αὐτὴν μεταβαίνουν καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἐλπίζουν νὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία.
Τὰ ἐτήσια μνημόσυνα τὰ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ λένε: «Τοῦτο τὸ ἐτήσιο μνημόσυνο δηλώνει τὴν, πρὸς τὰ ἐκεῖ, τελείωσιν καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀπέθανε ζῇ καὶ ἀθάνατος εἶναι κατὰ τὴν ψυχήν∙ θὰ ἔλθῃ δὲ καιρὸς, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἀναστηθῇ καὶ πάλιν ὅταν θελήσῃ ὁ Πλάστης καὶ ὅταν, ὡς Δημιουργὸς, θὰ ἀναστήσῃ καὶ τὸ σῶμα».
Ἐκτὸς τῶν τακτῶν ἡμερῶν, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ὡς ἡμέρα μνήμης τῶν ἁγίων Μαρτύρων καὶ ὅλων τῶν κεκοιμημένων. Ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ γίνονται καὶ κοινὰ μνημόσυνα δυὸ φορὲς τὸν χρόνο. Τὰ ὀνομάζει Ψυχοσάββατα.
Ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας μας Ἐκκλησίας κάνεναν δὲν θέλει νὰ ἀφήσῃ ἀβοήθητο. Ἐπειδὴ ἄλλοι ἀπέθαναν σὲ ξένη χώρα ἄγνωστοι, μακρὰν τῶν συγγενῶν τους, ἄλλοι ἐπνίγησαν στὴ θάλασσα, ἄλλοι σὲ ἀπόκρημνα καὶ ἀπρόσιτα βουνὰ ἢ ἔπεσαν σὲ πολέμους, κάηκαν, χάθηκαν μὲ θεομηνίες καὶ δὲν βρέθηκαν γιὰ νὰ γίνουν τὰ μνημόσυνά τους, τελεῖ γιὰ ὅλους αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία μας τὰ κοινὰ μνημόσυνα καὶ προσεύχεται γιὰ ὅλους.
α) Τὸ πρῶτο Ψυχοσάββατο εἶναι τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω. Τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν Δευτέραν καὶ ἀδέκαστο Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔνεκα τούτου, τὸ Σάββατο, τὴν παραμονὴ δηλαδὴ, παρακαλοῦμε τὸν «φοβερὸ Κριτή» νὰ φανῇ ἴλεως ὄχι μόνο σὲ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ στοὺς προαπελθόντας γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους κεκοιμημένους ἀδελφοὺς κατὰ τὴν φρικτὴν καὶ ἔνδοξο Δευτέραν Παρουσίαν Του.
β) Τὸ δεύτερο κοινὸ μνημόσυνο (Ψυχοσάββατο) τελεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐννέα ἡμέρες μετὰ τὴν, ἐν σώματι, Ἀνάληψι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς. Τὸ Ψυχοσάββατο αὐτό, στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία μνημονεύονται «πάντες οἱ ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντες εὐσεβῶς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Δηλαδὴ, τὸ Ψυχοσάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς δὲν μνημονεύουμε μόνον τοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἐκοιμήθησαν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀδὰμ μέχρι σήμερα καὶ οἱ ὁποῖοι ἐλάτρευσαν μὲ πίστι καὶ καθαρότητα βίου τὸν Θεό.
Κατὰ τὰ ἱερὰ μνημόσυνα προσφέρονται τὰ γνωστὰ κόλλυβα. Τὰ κόλλυβα συναντῶνται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ τετάρτου αἰῶνος. Εἶναι σιτάρι βρασμένο καὶ συμβολίζει τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασι. Μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι, ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σίτου θάπτεται καὶ βλαστάνει, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος θάπτεται ὅταν κοιμηθῇ καὶ θὰ ἀναστηθῇ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ.
Προσοχή: τὰ κόλλυβα, πάντοτε βρασμένα, δὲν τὰ ρίχνουμε πάνω στοὺς τάφους. Τὰ μοιράζουμε στοὺς χριστιανοὺς καὶ ἐκεῖνοι ὀφείλουν νὰ εὔχωνται «μακαρία ἡ μνήμη αὐτοῦ».
Ἴσως ἐρωτήσῃ κανείς. Ὠφελοῦν τὰ μνημόσυνα; Ὠφελοῦν καὶ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἄπιστοι καὶ ἀμετανόητοι;
Ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε, ἀγαπητοί, ὅτι εἶναι ἀδύνατος ἡ μετάνοια μετὰ θάνατον. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει: «Δὲν ὑπάρχει δι’ ὅσους κατέβηκαν εἰς τὸν Ἅδην ἐξομολόγησι καὶ διόρθωσι. Ἐδῶ εἶναι τὸ στάδιον τοῦ ὀρθοῦ βίου καὶ τῶν ἐναρέτων πράξεών μας».
Παρὰ ταῦτα οἱ ἅγιοι Πατέρες μας δὲν μᾶς ἐμποδίζουν νὰ προσευχώμαστε ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ ἔφυγαν ἐν ἁμαρτίαις. Ἄλλωστε ποιὸς γνωρίζει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου; Ποιὸς γνωρίζει τί συνέβη στὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς τοῦ καθενὸς τὶς τελευταῖες του στιγμές;
Ἡ παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι κάθε φορὰ ποὺ προσευχόμαστε ὑπὲρ ἀλλήλων καὶ μάλιστα τῶν κεκοιμημένων, ἀκόμη δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀνέτοιμοι γιὰ τὴν αἰωνιότητα, κάνουμε ἔργο ἱερὸ καὶ θεάρεστο.
Οἱ ἁπλὲς αὐτὲς σκέψεις μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ὑπογραμμίσουμε μερικὰ συμπεράσματα τὰ ὁποῖα συγχρόνως εἶναι καὶ προτρεπτικὲς ὁδηγίες.
α) Ἀγαπητοί, νὰ ἀγαπήσουμε τοὺς κεκοιμημένους καὶ νὰ μὴν τοὺς περιφρονοῦμε, οὔτε νὰ τοὺς λησμονοῦμε.
β) Νὰ προσευχῶμαστε τακτικὰ καὶ θερμὰ γιὰ τὴν συγχώρησί τους καὶ τὴν ἀνάπαυσί τους.
γ) Νὰ μὴν παραμελοῦμε ποτὲ τὰ μνημόσυνά τους καὶ ὁπωσδήποτε νὰ τὰ τελοῦμε μὲ Θεῖα Λειτουργία. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐχὴ καὶ μεγαλύτερη προσφορὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας ἀπὸ τὴν τέλεσι τῆς Θείας Λειτουργίας τήν ἡμέρα τῶν μνημοσύνων τους. Δὲν νοεῖται μνημόσυνο χωρὶς Θεία Λειτουργία.
δ) Στὰ ἱερὰ μνημόσυνα δὲν κοινωνοῦμε γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ κεκοιμημένου. Κοινωνοῦμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Νὰ μὴν προσερχόμαστε ἀνέτοιμοι καὶ χωρὶς ἄδεια πνευματικοῦ. Ὅταν ἀνάξια κοινωνοῦμε, οὔτε τὸν ἑαυτό μας ὠφελοῦμε, οὔτε τὸν κεκοιμημένο.
ε) Μνημόσυνα δὲν τελοῦνται ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου μέχρι καὶ τὴν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, ἀλλὰ καὶ καθ’ ὅλες τὶς δεσποτικὲς ἑορτές. Εἰ δυνατὸν ἂς ἀποφεύγονται τὴν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Μετὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἁπλὲς σκέψεις ἄς ἀφυπνισθοῦμε ὅλοι μας. Ἄς θελήσουμε κι ἐμεῖς νὰ βοηθήσουμε τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας ὅπως ὁρίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε μὲ τὴν μυστηριακὴ ζωή μας νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἄξιοι τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ μακαριότητος.
Μὲ πατρικὴ ἐν Κυρίῳ ἀγάπη
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ