Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Ευλαβικό αφιέρωμα στον Μητροπολίτη που διαποίμανε την Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας για 40 περίπου συναπτά έτη



Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Στις 12-2-2007 εκοιμήθη εν Κυρίω ο αείμνηστος Μητροπολίτης πρ. Ακαρνανίας κυρός Θεόκλητος και την επομένη έγινε η εξόδιος ακολουθία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου. Συμμετείχα στην εξόδιο ακολουθία με βαθειά συγκίνηση, διότι συνδεόμουν πολύ στενά με τον αείμνηστο Ιεράρχη και εκτιμούσα τα χαρίσματά του και το εκκλησιαστικό του φρόνημα.
Όλοι όσοι τον γνώριζαν εντόπιζαν την αφιλαργυρία του, την προσεκτική του ζωή, την λειτουργική του συνείδηση, την καθαρότητα του βίου του, το ιεραποστολικό του φρόνημα και τις ορθόδοξες πεποιθήσεις του. Τον διέκρινε το ανεπίφθονο της συμπεριφοράς του, η αρετή της απλότητος και η καλογερική του βιοτή. Ζούσε ως ένας καλόγερος, λιτοδίαιτος και ευχάριστος, και ακόμη ήταν ένας αρχοντάνθρωπος, μέσα στην απλότητά του. Γενικά ήταν ένας «λεβέντης» Κληρικός, όπως τον χαρακτηρίζει ο κόσμος, και η εξωτερική του μορφή έδειχνε και την λεβέντικη εσωτερική του κατάσταση. Βεβαίως, τα ποιμαντικά και διοικητικά καθήκοντα δεν κάνουν τον Επίσκοπο αποδεκτό από όλους, γιατί δεν μπορεί να ικανοποιή τους πάντας και πρέπει να λάβη μερικές φορές και δυσάρεστες αποφάσεις.

Τον γνώριζα από την Αθήνα (1963-'64), όταν ήταν Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Εφημέριος στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Ήμουν τότε υποψήφιος στην Θεολογική Σχολή και πρωτοετής φοιτητής και προτιμούσα να εκκλησιάζομαι στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και θαύμαζα το παράστημά του και την αρχοντιά του. Όταν δε το 1965 εξελέγη Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας, σε μια δύσκολη εκκλησιαστική περίοδο, μακάρισα τους Χριστιανούς της Μητροπόλεως αυτής, γιατί θα είχαν έναν τέτοιο Μητροπολίτη. Αργότερα, όταν από το 1969 βρέθηκα στην Ιερά Μητρόπολη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, τον γνώρισα καλύτερα, διότι ο Γέροντάς μου Μητροπολίτης Καλλίνικος, ως πρώην Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπολέως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, πριν την εκλογή του, μου έλεγε πάρα πολλά θετικά για το πρόσωπό του. Η συχνή επικοινωνία που είχαμε είτε στην Έδεσσα είτε στο Μεσολόγγι, αύξαναν την αγάπη μου και τον σεβασμό μου προς το πρόσωπό του. Μετά τον θάνατο του αειμνήστου Καλλινίκου, αισθανόταν μια υποχρέωση να με βοηθά και να με προστατεύη σε δύσκολες στιγμές. Η υποχρέωση συνδεόταν με το ότι ήμουν πνευματικό παιδί του αγαπητού του Μητροπολίτου Καλλινίκου. Με είχε καλέσει επανειλημμένως στην Μητρόπολή του για ομιλίες και θείες Λειτουργίες. Για την εκλογή μου στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου έπαιξε σημαντικό ρόλο και αξιώθηκα να παραλάβω την Ιερά Μητρόπολη από τα δικά του χέρια, αφού αυτός μου παρέδωσε την πατερίτσα, ως τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως. Είχαμε άριστη συνεργασία, με αποκαλούσε «γείτονα», και έλεγε μπροστά στον κόσμο ότι δεν υπάρχουν όρια μεταξύ των δύο Μητροπόλεων: «Είναι ένας νομός και μία Μητρόπολη με δύο Μητροπολίτες». Πολλές φορές μου έλεγε: «Να πηγαίνης όπου θέλεις, χωρίς να με ρωτάς». Φυσικά, ποτέ δεν το έκανα, αλλά πάντοτε τον ρωτούσα και λάμβανα την ευχή του. Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η φωνή του, όταν μου τηλεφωνούσε, άλλοτε λέγοντας: «Δεσπότη μου, τι κάνεις;» και άλλοτε «Ιερόθεε, γείτονα, τι γίνεσαι;». Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον όταν περνούσε δύσκολες καταστάσεις στην Ιερά Μητρόπολή του και ερχόταν το θέμα στην Σύνοδο, τον υπερασπιζόμουν και εκείνος εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του.


Από την πολυχρόνια επικοινωνία μας, περίπου 43 χρόνια, έχω πολλά να θυμούμαι. Στην συνέχεια θα παρουσιάσω μόνον τρία από αυτά. Το πρώτον έχει σχέση με την έκδοση του βιβλίου «Μαρτυρία ζωής» που είναι βιογραφία του αειμνήστου Μητροπολίτου μου Καλλινίκου. Μετά την κοίμηση του Καλλινίκου που συνέβη τον Αύγουστο του 1984, αποτύπωσα τις σκέψεις μου και τις εντυπώσεις μου για την προσωπικότητα του Καλλινίκου, καθώς επίσης συγκέντρωσα και ο,τι είχε γραφή μετά την κοίμησή του και το είχα δώσει στο τυπογραφείο για έκδοση. Μάλιστα υπήρχαν Χριστιανοί που επιχορήγησαν την έκδοση αυτή. Μετά την ενθρόνιση στην Έδεσσα του νέου Μητροπολίτου, αειμνήστου τώρα κυρού Χρυσοστόμου, τον Νοέμβριο του 1984, του ανακοίνωσα το γεγονός και του ζήτησα αν ήθελε να προλογίση το βιβλίο αυτό για τον προκάτοχό του. Αυτή η απλή κίνησή μου υπήρξε αφορμή για έναρξη μιας εκκλησιαστικής περιπετείας μου. Μου απήντησε απερίφραστα ότι δεν επιθυμεί να δημοσιευθή ένα βιβλίο για τον προκάτοχό του. Όταν του είπα ότι είναι στο τυπογραφείο το σχετικό κείμενο, σχεδόν έχει τυπωθή και ότι έχουν δώσει χρήματα Χριστιανοί για τον σκοπό αυτό, μου είπε ότι θα προτιμούσε να χαθούν τα χρήματα, παρά να εκδοθή βιβλίο για τον Καλλίνικο. Και με προέτρεψε να μη το εκδώσω. Έφυγα για το σπίτι μου πολύ στενοχωρημένος, αλλά αποφασισμένος να σταματήσω την έκδοση. Επικοινώνησα με τον αείμνηστο Ακαρνανίας Θεόκλητο για να του πω τον πόνο μου και να ζητήσω την συμβουλή του. Και εκείνος λεβέντικα μου απήντησε: «Ιερόθεε, μη στενοχωριέσαι. Θα γράψω εγώ πρόλογο και θα εκδώση το βιβλίο αυτό η Ιερά Μητρόπολή μου. Και ας τολμήση ο Χρυσόστομος να μου ζητήση τον λόγο». Πράγματι, έγραψε τον πρόλογο στον οποίον αφού επαινεί τον αείμνηστο Καλλίνικο, τον πρώην Πρωτοσύγκελλό του, στην συνέχεια δικαιολογεί γιατί το βιβλίο αυτό εκδίδεται από την Μητρόπολή του. Επειδή το βιβλίο αυτό έχει εξαντληθή, γι' αυτό καταγράφω εδώ τον πρόλογο αυτό, για να φανή το ανεπίφθονο του αειμνήστου Θεοκλήτου, αλλά και η λεβέντικη αντιμετώπισή του: «"Εγκωμιαζομένων δικαίων ευφρανθήσονται λαοί" (Παροιμ. κθ , 2)

Ο κατά το παρελθόν έτος (7-8-1984) εκδημήσας εις Κύριον Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας μακαριστός Καλλίνικος (κατά κόσμον Δημήτριος Πούλος), είχε διπλούν δεσμόν μετά της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Ήτο τέκνον της και, επί πολλά έτη, Ποιμήν της. Ήτο τέκνον της, διότι εξ Αιτωλίας κατήγετο και εις αυτήν εγεννήθη. Αλλ’ ήτο και Ποιμήν της, καίτοι δεν εχρημάτισεν Επίσκοπός της. Ήτο Ποιμήν της, όχι μόνον διότι γενικώς η ιδιότης του Πρωτοσυγκέλλου, ως του υπ' αριθμ. 1 συνεργάτου του Επισκόπου και αντιπροσώπου αυτού, καθιστά τον Πρωτοσύγκελλον είδος «συνεπισκόπου», αλλ’ ειδικώτερον διότι ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας Ιερόθεος, λόγω γήρατος, αλλά και λόγω της βαθυτάτης εκτιμήσεως την οποίαν έτρεφε και προς τον χαρακτήρα και προς τας ικανότητας του Πρωτοσυγκέλλου του, δηλαδή του τότε Αρχιμανδρίτου π. Καλλινίκου, του είχε κατ’ ουσίαν εκχωρήσει την διοίκησιν της Μητροπόλεως. Το αυτό συνέβη και κατά την μακράν χηρείαν της Μητροπόλεως, οπότε ο Τοποτηρητής αυτής Σεβ. Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος, βεβαρημένος με την διαποίμανσιν της ιδικής του Μητροπόλεως, τρέφων δε και αυτός απόλυτον εμπιστοσύνην προς το πρόσωπον του π. Καλλινίκου, είχεν αναθέσει εις αυτόν ουσιαστικάς αρμοδιότητας της διοικήσεως. Ούτως ο π. Καλλίνικος επί πολλά έτη ήτο κύριος υπεύθυνος του όλου έργου της Ιεράς Μητροπόλεως, ο κατ’ ουσίαν Ποιμήν της... Ο διπλούς λοιπόν αυτός δεσμός του αειμνήστου Ιεράρχου της Εδέσσης προς την Ιεράν Μητρόπολιν Αιτωλίας και αι, κατά την άσκησιν του εν αυτή έργου του, ανεκτίμητοι υπηρεσίαι του προς αυτήν συνιστούν οφειλήν, δημιουργούν χρέος, εγγράφουν υποθήκην...


Εσκέφθημεν ότι ο καλλίτερος τρόπος εξοφλήσεως (η μάλλον εκφράσεως, διότι αι πνευματικαί οφειλαί ουδέποτε εξοφλούνται...) των προς αυτόν υποχρεώσεων της Ιεράς ημών Μητροπόλεως, την οποίαν διηκόνησεν ευόρκως, αόκνως και μετ’ αυταπαρνήσεως, θα ήτο η έκδοσις ενός βιβλίου, σκιαγραφούντος την προσωπικότητά του και το εν γένει έργον του, ώστε ούτω να «μη εξαλειφθή το μνημόσυνον αυτού». Η σκέψις αύτη ικανοποιεί και ημάς προσωπικώς, διότι τοιουτοτρόπως θα εξεφράζοντο και τα ημέτερα συναισθήματα προς τον αοίδιμον Κληρικόν, μετά του οποίου συνειργάσθημεν αρμονικώτατα από της εγκαταστάσεως ημών ως Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας μέχρι της προαγωγής αυτού εις Μητροπολίτην Εδέσσης. Εκτιμώντες και ημείς βαθύτατα τα εξαίρετα προσόντα του, επί πλέον δε σκεπτόμενοι ότι ήτο άριστος γνώστης προσώπων και πραγμάτων, διετηρήσαμεν άθικτον την προϋπάρχουσαν κατάστασιν, ήτοι την υπ' αυτού άσκησιν ευρυτάτων αρμοδιοτήτων εν τη διοικήσει της Ιεράς Μητροπόλεως.
Μετά πολλής λοιπόν χαράς εκδίδει η Ιερά ημών Μητρόπολις το παρόν τεύχος. Συγγραφεύς του είναι ο εκλεκτός Κληρικός π. Ιερόθεος Βλάχος, Ιεροκήρυξ Εδέσσης, πνευματικόν τέκνον και στενός συνεργάτης του μεταστάντος Ιεράρχου. Ούτος ζήσας επί πολλά έτη πλησίον του, γνωρίζει όσον ουδείς άλλος όλας τα πτυχάς της ζωής του και ως εκ τούτου ήτο ο πλέον ενδεδειγμένος δια το εγχείρημα αυτό. Ως θα διαπιστώση ο αναγνώστης δεν αρκείται εις μίαν ξηράν βιογραφίαν ούτε εις χρονογραφικήν παράθεσιν γεγονότων, αλλά με πολλήν χάριν παριστά ανάγλυφον μίαν οσιακήν μορφήν, η οποία υπήρξεν ο Επίσκοπος Εδέσσης Καλλίνικος.
Πιστεύομεν ότι η εκ μελέτης του παρόντος πνευματική ωφέλεια δεν θα είναι μικρά. Και με αυτήν την πεποίθησιν το παραδίδομεν εις την δημοσιότητα.

+ Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ»

Θα πρέπη να σημειωθή ότι κατά την εξόδιο ακολουθία του μακαριστού Καλλινίκου, ο αείμνηστος Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητος, μαζί με τους συνεργάτες του, ήλθαν στην Έδεσσα και το βράδυ ζήτησε να διανυκτερεύσουν σε ένα Μοναστήρι πολύ μικρό και πτωχό που δεν είχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο αείμνηστος κοιμήθηκε σε ένα απλό δωμάτιο, χωρίς φως και άλλες ανέσεις. Μετά από λίγες ημέρες, όταν γύρισε στην Μητρόπολή του και επειδή είχε δει την κατάσταση του Μοναστηριού, απέστειλε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για τις ανάγκες των αδελφών της Μονής. Στις αδελφές της Ιεράς Μονής έκανε τεράστια εντύπωση πως ένας Μητροπολίτης μιας μεγάλης Μητροπόλεως καταδέχθηκε να κοιμηθή σε ένα δωμάτιο πενιχρότατο, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα κλπ.

Το δεύτερο περιστατικό έχει σχέση με την εκλογή μου στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου. Όταν ετέθη από τους Αρχιερείς το όνομά μου ως υποψηφίου για την Ιερά αυτή Μητρόπολη, εκείνος χαιρόταν υπερβολικά. Μου τηλεφωνούσε συχνά για να μαθαίνη νέα και χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Η χαρά του αυξανόταν, όταν πλησίαζε η ημέρα της ψηφοφορίας. Ήταν ο πρώτος που μου τηλεφώνησε, μετά την εκλογή, στο σπίτι για να μου ανακοινώση το γεγονός. Και αμέσως μετά ανεχώρησα για την Ιερά Σύνοδο που με περίμενε με έκδηλη ικανοποίηση και χαρά για να δώσω το «Μήνυμα». Παρευρέθηκε στην χειροτονία μου και φυσικά στην ενθρόνιση που μου έδωσε την πατερίτσα. Επίσης, μου δώρισε ένα δικό του παλαιό εγκόλπιο. Και το σημαντικό είναι ότι έκανε μια χειρονομία που συνήθως δεν γίνεται. Κατά την διάρκεια της ενθρονίσεως ανεκοίνωσε ότι προσφέρει στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου το ποσό των 5 εκατομμ. δρχ. (που την εποχή εκείνη είχε μια μεγαλύτερη αξία απ' ότι σήμερα) για τις πρώτες ανάγκες της Μητροπόλεως. Βεβαίως, πρέπει να σημειωθή ότι μετά από λίγο καιρό έδωσε στην Μητρόπολη και άλλα 5 εκατομμ. δρχ. για την ενίσχυση του έργου της. Αυτό είναι σημαντικό και ίσως πρωτότυπο για τα εκκλησιαστικά δεδομένα. Συνήθως οι Μητροπολίτες μεγάλων Μητροπόλεων αρκούνται στο να εκτελούν έργα στην Μητρόπολή τους και αγνοούν εάν άλλες μικρότερες Μητροπόλεις δυσκολεύονται στην επίλυση των απαραιτήτων για την λειτουργία τους. Ο αείμνηστος Θεόκλητος δεν το έκανε αυτό μόνον για την Μητρόπολή μου, αλλά επανειλημμένως απέστελλε υψηλά χρηματικά ποσά στην Εκκλησία της Αλβανίας, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες Ιερές Μητροπόλεις.
Κατά την τελετή ενθρονίσεως ομίλησε πολύ επίκαιρα και είπε μεταξύ των άλλων τα εξής:
«Σεβασμιώτατε εν Χριστώ αδελφέ, άγιε Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Συγκινητική και μεγαλειώδης η στιγμή αυτή δι’ Υμάς, τον ευσεβή Ιερόν Κλήρον και τον φιλόχριστον λαόν της Ιεράς Μητροπόλεως αυτής. Συγκεντρωμένοι στον Ιερό χώρο του Ναού οι Αρχές του Νομού μετά του χριστεπωνύμου πληρώματος υποδέχονται τον νέον Επίσκοπον και πνευματικόν τους Πατέρα. Τα μάτια όλων είναι προσηλωμένα στο σεπτό πρόσωπόν Σας. Αναρίθμητες οι προσευχές, που απευθύνονται εις τον Δομήτορα της αγίας μας Εκκλησίας για την μακροημέρευσιν και επιτυχίαν της υψηλής Σας αποστολής.Ο Νομός της Αιτωλίας και Ακαρνανίας έχει δύο Ιερές Μητροπόλεις, την Μητρόπολιν Αιτωλοακαρνανίας και την Μητρόπολιν Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου. Ο λαός και των δύο Μητροπόλεων διακρίνεται για τον ένθεον ζήλον του, την βαθείαν πίστιν του και τον σεβασμόν του εις τον Επίσκοπον και τον Ιερόν Κλήρον. Αυτόν τον λαόν με το έντονον θρησκευτικόν συναίσθημα ηυλογήθητε από τον Θεόν να διαποιμάνετε και να είσθε βέβαιος, ότι θα βρήτε ανταπόκρισιν. Να διαβεβαιώσω και τον περιούσιον λαόν, ότι ο νέος Επίσκοπος είναι … (παραλείπονται δύο παράγραφοι για ευνόητους λόγους).Σεβασμιώτατε αδελφέ, περαίνων την σύντομον προσλαλιάν, το πλήθος του λαού που κατακλύζει τον Ιερόν χώρον του Ναού επιθυμεί να ακούση Εσάς. Να Σας καμαρώση. Νας Σας ευχηθή. Καλώς ήλθατε, Σεβασμιώτατε.

Ως ελάχιστον δείγμα αγάπης και εκτιμήσεως Σας προσφέρω το Αρχιερατικόν τούτο εγκόλπιον μετά του ποσού των 5.000.000 δρχ. δια να αναπτύξετε το Φιλανθρωπικόν και κοινωνικόν Σας έργον.
Άξιος, άγιε αδελφέ». Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε αρίστη συνεργασία και εκείνος πολλές φορές έλεγε: «Δοξάζω τον Θεό που μου έστειλε έναν καλό γείτονα». Η αγάπη του ήταν έκδηλη και ο σεβασμός μου φανερός.

Το τρίτο γεγονός είναι το κείμενο μιας επιστολής που μου απέστειλε, όταν ακόμη ήμουν Ιεροκήρυξ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, μετά την ανάγνωση του βιβλίου μου «Η ζωή μετά τον θάνατον». Το είχε διαβάσει με πολύ ενδιαφέρον και μου απέστειλε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα που εκφράζει την προσωπικότητά του. Μου έγραφε:
«Αγαπητέ μου Ιερόθεε,Χαίρε εν Κυρίω.
Έλαβα το προφρόνως αποσταλέν μοι βιβλίον σου «Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ». Σε συγχαίρω από την καρδιά μου. Είναι ένα από τα πνευματικώτερα και ωραιότερα βιβλία που έχω διαβάσει. Δεν σου αποκρύπτω, ότι κατά την ανάγνωσίν του πολλές φορές βούρκωσαν τα μάτια μου. Διέκρινα στις σελίδες του την αμαρτωλότητά μου και αθλιότητά μου. Βλέπω το επερχόμενο γήρας. Άγω το 74 και όσον ούπω το 75, να με κατευθύνη ακάθεκτο στο τέρμα του παρόντος βίου και με καταλαμβάνει φόβος δια την αμαρτωλότητά μου. Δεν έκαμα τίποτε για να εξιλεωθώ και να ευαρεστήσω στον Κύριο, που με ανύψωσε από «κοπρίας» στον υπερμέγιστο βαθμό της Αρχιερωσύνης. Ζητώ το έλεός Του και τις δικές σου ιερατικές ευχές για να έχω καλήν απολογίαν.
Παρακαλώ να μου στείλης 20 βιβλία και να μου γνωρίσης το αντίτιμον τούτων. Θέλω να το δωρήσω για να ωφεληθούν ψυχές με την ανάγνωσίν του.Σε ασπάζομαι

+ Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεόκλητος».

Νομίζω ότι το κείμενο αυτής της επιστολής είναι η πεμπτουσία και το καταστάλλαγμα της ιερατικής και αρχιερατικής του διακονίας. Ξεκίνησε ως μοναχός στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, πέρασε όλα τα στάδια της εκκλησιαστικής διακονίας, ήτοι Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών, Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και για 40 χρόνια Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας και στο τέλος του βίου του βιώνει την αρετή της αυτομεμψίας και εκφράζει την καλογερική του συνείδηση. Θεωρώ ότι η επιστολή αυτή είναι το αποκορύφωμα της εκκλησιαστικής του διακονίας. Δείχνει ότι παρά το ύψος του βαθμού της αρχιερωσύνης δεν εγκατέλειψε ούτε ξέχασε την καλογερική του ζωή. Αυτή η συνείδηση για μένα είναι ανώτερη από τα κτίρια τα οποία κατεσκεύασε, τα ιδρύματα που ίδρυσε και το ποικίλο ιεραποστολικό έργο που επετέλεσε. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κυρός Θεόκλητος άφησε στην μνήμη μου την εικόνα ενός καλού Κληρικού, με απλότητα και αρχοντιά, με καλωσύνη και αγάπη, με ορθόδοξο φρόνημα και εκκλησιαστικό ήθος, γενικά ενός καλού Επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού.
Το γιατί επέτρεψε ο Θεός να κοιμηθή ως πρώην Μητροπολίτης, σύμφωνα με τον νόμο και όχι τους ιερούς Κανόνας, χωρίς ο ίδιος να παραιτηθή, δεν μπορώ να το γνωρίζω, ούτε να το κρίνω.Κατά την εξόδιο Ακολουθία του είχα μέσα μου έντονα την αίσθηση ότι έφυγε και ένας άλλος άνθρωπος που με αγαπούσε, ένας Επίσκοπος που πήγε να συναντήση τον αείμνηστο Γερόντά μου Καλλίνικο, τον οποίο και αυτός υπεραγαπούσε. Συνάντηση δύο αγαπητών Επισκόπων στον ουρανό, και διπλή παρηγοριά για μένα.–

Βιογραφικό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου

Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρός Θεόκλητος (κατά κόσμον Λουκᾶς) Ἀβραντινῆς, ἐγεννήθη τό ἔτος 1922 εἰς τό χωρίον Κάτω Βλασία Καλαβρύτων ἀπό πτωχούς καί πολύτεκνους γονεῖς. Ἐσπούδασεν εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν Ἀθηνῶν λαβών τό πτυχίον τό ἔτος 1954. Διάκονος ἐχειροτονήθη τό 1943, πρεσβύτερος δέ τό 1946. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Κάτω Βλασίας καί ἐφημέριος τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ «Καπνικαρέας» εἰς Ἀθήνας. Ἐχρημάτισε Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν καί τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, εἰς τό πλευρόν τοῦ γέροντός του Ἀρχιεπισκόπου Θεοκλήτου.


Τό 1965 ἐξελέγη Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, ὅπου ἐπί σαράντα (40) συναπτά ἔτη προσέφερεν καί ἐδίδαξεν κυρίως μέ τήν πνευματικήν του παρουσίαν. Διετέλεσεν τοποτηρητής τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Ἄρτης καί Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου. Ἀνέπτυξεν πλούσιον φιλανθρωπικόν καί ἱεραποστολικόν ἔργον, ἐνῶ προνοίᾳ του ἐξεδόθη τό περιοδικόν τῆς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός». 

Ἐπίσης συνέγραψε σειρά βιβλίων θρησκευτικοῦ καί πνευματικοῦ περιεχομένου. Εφησυχάζων διά λόγους ὑγείας μετά τήν 6ην Ἀπριλίου 2005 εἰς τό Ἐπισκοπεῖον τῆς Ἱερᾶς Πόλεως Μεσολογγίου, ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ.κ.Χριστόδουλος ἀπένειμεν εἰς αὐτόν (τήν 15ην Ἀπριλίου 2006) τήν ἀνωτάτην διάκρισιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόν Χρυσοῦν Σταυρόν τοῦ Ἀπ. Παύλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου