Τρεῖς φράσεις τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων που ακούσαμε προολίγου, τῆς τρίτης Κυριακῆς ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τυγχάνουν ἐξόχως σημαντικὲς οἱ ὁποῖες ὑποκρύπτουν βαθύτατο θεολογικὸ περιεχόμενο αγαπητοί εν Χριστώ Ανασταντι αδελφοί και αξίζει να εμβαθύνουμε λίγο Θεολογικά σε αυτές….
«Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;». Ποιός θὰ μᾶς ἀποκυλίσει τὴν μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Αὐτὸς ἦταν ὁ λογισμὸς τῶν Μυροφόρων γυναικῶν ποὺ εἶχαν ἀγοράσει ἀρώματα, πολύτιμα μύρα «διαγενομένου τοῦ Σαββάτου» καὶ εἶχαν ξεκινήσει «λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων» γιὰ νὰ ἔλθουν στὸ μνημεῖο, ὅπου ἦταν ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ, ὡς λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο, «ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» κατὰ τὸ ἔθος τῶν Ἰουδαίων. Ἦσαν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἀναφέρει δὲ ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος ὅτι προχωροῦσαν πρὸς τὸ μνημεῖο «λίαν πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων». Ποία εἶναι ἡ ἡμέρα αὐτή; Εἶναι ἡ μία καὶ μοναδική. Εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ ἀνεστήθη ὁ Κύριος. «Λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων». Ἡ ἡμέρα ἡ Κυριακή.
Γι’ αὐτὸ καθιερώθηκε νὰ εἶναι ἡ «μία», ἁγία ἡμέρα. Καὶ λέγει ὡραιότατα ὁ ὑμνογράφος καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς, «Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία». Καὶ ἀπὸ τότε, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καθιερώθηκε ἡ πρώτη αὐτὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Κυριακή, νὰ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ σημαίνει Κυριακή, ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Εἶναι Πάσχα, εἶναι Λαμπρή, εἶναι ἡ Ἀνάσταση! Καὶ κάθε Κυριακὴ ἑορτάζομε Πάσχα, ἑορτάζομε Ἀνάσταση. Καὶ κατ’ ἐξοχὴν μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Γιατὶ κάθε Κυριακὴ ποὺ ἑορτάζομε τὴν Ἀνάσταση, ποὺ ἔχουμε τὴν Εὐχαριστήρια Σύναξη, ἐκεῖ φανεροῦται ὁ Ἀναστὰς Κύριος στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μεταδίδεται στοὺς πιστοὺς «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἰς Ἀνάστασιν ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε Ὀρθόδοξος πιστὸς ὀφείλει νὰ τιμᾶ δεόντως τὴν ἡμέρα αὐτή, «τὴν μίαν», τὴν πρώτη, τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Κυριακή.
Ἂν οἱ ἄνδρες, Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς Νικόδημος τιμίως καὶ εὐλαβῶς μὲ ἱερὸ δεός κήδευσαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, οἱ Μυροφόρες, οἱ γυναῖκες αὐτές, λίαν πρωί μὲ τὰ χαράματα, σηκώθηκαν καὶ ἦλθαν φέροντες τὰ πολύτιμα μύρα. Ἦλθαν γιὰ νὰ προσφέρουν τὰ μύρα τῆς ἀγάπης, τῆς λατρείας καὶ ἀφοσιώσεώς τους στὸν Διδάσκαλο, τὸν Κύριο. Καὶ ὁ μόνος τους λογισμὸς δὲν ἦταν ὁ φόβος, δὲν ἦταν ὁ κίνδυνος τοῦ ἀσθενικοῦ τους φύλου, ἀλλὰ ὁ μόνος τους λογισμὸς ἦταν καὶ ἡ ἀπορία τους, «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Καὶ ὦ τῆς ἐκπλήξεως! Εὑρέθηκαν μπροστὰ στὸν λίθο καὶ αὐτὸς εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου. Τὸ ἐμπόδιον εἶχε ἀρθεῖ. «Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα».
Ἐν προκειμένῳ τὸ σημαντικὸν καὶ ἀλληγορικὸν εἶναι, ὅτι γιὰ νὰ δεῖς τὸν Ἀναστάντα, νὰ βιώσεις τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπομακρύνεις τὸν «λίθον» ποὺ βρίσκεται στὸν ἐσωτερικό σου κόσμο.
Ἂν δὲ βγάλεις τὰ λιθάρια τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀρνήσεως, τῆς ἁμαρτίας ποὺ κλείνουν τὴν εἴσοδο, δὲν μπορεῖς νὰ καταλάβεις, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς πίστεως νὰ νιώσεις καὶ νὰ δεῖς τὸν Ἀναστάντα. Χρειάζεται ὁ σεισμὸς ὁ πνευματικός, χρειάζεται ἡ μεταστροφή, χρειάζεται ἡ ἀπεμπόληση τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ποὺ σὰν λίθος ἔρχεται καὶ κλείνει τὸ ἄνοιγμα στὸν οὐρανό. Βγάζοντας τὴν ἁμαρτία, τότε πλησιάζεις τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας, τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ παρουσία τοῦ λαμπροφορεμένου ἀγγέλου τοῦ καθημένου «ἐν τοῖς δεξιοῖς» τοῦ κενοῦ τάφου. Περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς πολὺ χαρακτηριστικά: Οἱ Μυροφόρες «εἰσελθοῦσαι εἰς τὸν μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκὴν καὶ ἐξεθαμβήθησαν». Ὁ ἄγγελος φέρει λευκή στολή, ὅλος λαμπρότητα καὶ μεγαλοπρέπεια, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἀναφέρεται ἔτσι λαμπρῶς ὁ ἄγγελος λόγῳ τοῦ χαρμοσύνου γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ἐκεῖνες, «ἐξεθαμβήθησαν» δηλ. παρουσίασαν μία ἔμφοβη ἔκπληξη. Πῶς νὰ μὴ γινόταν αὐτό; Διαμηνύει ὁ ἄγγελος: «Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἡγέρθη, οὐκ ἔστι ὦδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Ἡ πιὸ σπουδαία φράση, ἡ πιὸ τρανὴ εἶναι ἡ ἀγγελικὴ φωνή: «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστι ὦδε». Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὸν ἄδειο, τὸν κενὸ τάφο.
Αὐτὸ τὸ «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε», εἶναι τὸ γεγονός, τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τὸ μέγα ἱστορικὸ γεγονὸς, τὸ λαμπροφόρο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὴν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,θανάτῳ θἀνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»! Γιατὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, ἡ κατάλυσις τοῦ Ἅδου, εἶναι ἡ νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου, κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ὁ Χριστὸς Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Θριαμβευτής!
«Ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωὴν καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμᾶς διεβίβασεν»
Ἔπειτα πολὺ ὡραῖα, ἡ βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δείχνει τὸν Χριστὸν νὰ κρατᾶ τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι καὶ τὴν Εὔα ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν καὶ νὰ ἀνεγείρει, νὰ ἀνασταίνει τὸν Ἀδὰμ παγγενῆ, τοὐτέστιν ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, νικῶντας τὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγάλο ἐκεῖνο γεγονὸς ποὺ δημιουργεῖ τὴν καινούργια ζωή, τὴν ἀπαρχή, τὴν νέα βιοτὴ γιὰ τοὺς πιστεύοντες. Ἄλλωστε χωρὶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μπορεοῦσε νὰ σταθεῖ Χριστιανισμός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ ἡ πίστη μας καὶ ἡ συνέχεια τῆς πίστεώς μας, ὅλη αὐτὴ ἡ παράδοση διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Διότι ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση, θὰ ἦταν κενὴ ἡ πίστις καὶ κενὸ τὸ κήρυγμα ἡμῶν, ὡς τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τὸ γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος. Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ ἀψευδὲς Ἱερὸ Εὐαγγέλιο βρίσκεται πάντοτε πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχει τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἀπὸ τὴν ἀλλη τῆς Σταυρώσεως, γιατὶ χωρὶς τὴν Σταύρωση, δὲν ἔχουμε Ἀνάσταση. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη ποὺ δίδει τὴν ἁγία Γραφή, τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη ποὺ τὸ ἑρμηνεύει καὶ τὸ διδάσκει καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα τελεῖται αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς παρέδωκε. Νὰ τελοῦμε, τὴν θεία Εὐχαριστία. Καὶ θεία Εὐχαριστία εἶναι Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση. Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία πιστοποιεῖται καὶ βεβαιώνεται αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ ἔπειτα κάθε φορὰ ποὺ μετέχουμε στὴ Θεία Εὐχαριστία, μετέχουμε στὸ Ποτήριον τῆς Ζωῆς, στὸ καινὸν πόμα καὶ βιώνουμε Ἀνάσταση, Πάσχα ζωῆς αἰωνίου.
Ἡ τρίτη φράση ποὺ ἀκούστηκε ἐκεῖ στὸν κενὸ Τάφο, ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν ἀξία της· εἶπε ὁ ἄγγελος: «Ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν». Μιλᾶ ὁ λαμπροφορεμένος ἄγγελος καὶ προτρέπει ὅτι ὁ Ἀναστὰς Κύριος «προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν», πηγαίνει προτύτερα ἀπὸ ἐσᾶς στὴ Γαλιλαία. Γιατὶ ἄραγε στὴ Γαλιλαία; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς στὴ Γαλιλαία δέχθηκαν οἱ μαθητὲς τὴν πρώτη τους κλήση, ἐκεῖ τοὺς ἔγινε ἡ θεία πρόσκληση νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν καὶ νὰ καταστοῦν μαθητές Του. Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει αὐτὴ τὴν πρώτη κλήση, θέλει νὰ τοὺς φέρει σὲ ἱερὰ συγκίνηση καὶ μυσταγωγία.
Ἔτσι ὁ ἀναστὰς Κύριος μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν ξανασυναντήσουμε στὴ Γαλιλαία τῆς ψυχῆς μας. Γιατὶ στὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς ὑπάρχει μία Γαλιλαία μέσα του. Ἡ Γαλιλαία πάντως μᾶς καλεῖ νὰ ἀνανεώσουμε τὴν προσωπική μας σχέση καὶ μετοχὴ μαζί Του. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀνανεώσουμε τὴν θέρμη τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς γνωριμίας μαζί Του. Ὁ Κύριος μᾶς περιμένει. Ἐκεῖ στὴν πνευματικὴ Γαλιλαία. Περιμένει κάθε ψυχή. Εἶναι ὁ Ἀναστὰς Κύριος μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς.-