Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Τα δώρα των μάγων της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους


Ανεκτίμητο κειμήλιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου Αγίου Όρους 
«Και ελθόντες εις τον οίκίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αύτω και άνοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αύτω δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν»


       Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων πού με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στο Αγιον Όρος, χωρίς αμφιβολία την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα Τίμια Δώρα πού προσέφεραν οι τρεις εξ Ανατολών Μάγοι στον ως Βρέφος ένανθρωπήσαντα Κύριο. Τα Δώρα αυτά ως γνωστόν είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα. Ό χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή εικοσιοκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας. Ό λίβανος1 και ή σμύρνα2 διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξήντα δύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.



       Επειδή κυρίως ή πνευματική αλλά και ή υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται εις προσκύνησιν των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
       Γράφει ό Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19, 51). Πιστεύεται δε από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, ή Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ό όποιος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιο του. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, ή Ύπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ότι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου, και φυσικά, και τα Τίμια Δώρα.
       Σύμφωνα με την ίστορικοθρησκευτική μας παράδοση, προ της Κοιμήσεως της ή Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Αγια Σπάργανα του Χριστού, την Τίμια Έσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων οπού και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου. Κατά το έτος τούτο ό αυτοκράτωρ Άρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη προς αγιασμό του λάου και προστασία και προβολή της Βασιλευούσης. Εκεί παρέμειναν μέχρι καί της αλώσεως της πόλεως από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με αλλά ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου καί παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια. Με την υποχώρηση των Σταυροφόρων επί αύτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι της ύποδουλώσεώς της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
       Μετά την Άλωση ή ευλαβέστατη Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421-1451) καί μητρυιά του Μωάμεθ Β' του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Αγιον Όρος. Ή Μονή αυτή της ήταν γνωστή καθόσον ό πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρας Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
      Κατά την αγιορείτικη παράδοση, καθώς ή Μάρω ανήρχετο από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, ή Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίαση στη Μονή καί έτσι να παραβίαση το άβατον του Αγίου Όρους. Αυτή υπήκουσε καί παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους ευλαβείς μοναχούς και πατέρες, οι όποιοι καί έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα καί λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης». Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.
      Ή αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων στηρίζεται κατά ένα μέρος στην προφορική παράδοση καί κατά το υπόλοιπο στην ιστορία. Εκείνο όμως πού ακράδαντα βεβαιώνει την αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων είναι ή άρρητη εύωδία πού ώρισμένα άπ' αυτά αδιαλείπτως καί ώρισμένα κατά καιρούς αναδίδουν καί ή πλούσια ιαματική καί θαυματουργική χάρις πού μέχρι τις μέρες μας αναβλύζουν.


1. κοινώς λιβάνι η λιβανωτός: αρωματική ελαιώδης ρητίνη του δένδρου βοσουελλίας της καρτερεί-ου, πού φύεται στις αμμώδεις εκτάσεις της Αραβίας, της Σομαλίας, των Ινδιών και του Λιβάνου. Χρησιμοποιήθηκε σαν θυμίαμα για κοσμική και λατρευτική χρήση από τα πανάρχαια χρόνια (Αιγύπτιοι, Βαβυλώνιοι, Εβραίοι).
2. κοινώς μύρον ή μύρρα: αρωματική υδατοδιαλυτή ρητίνη του φυτού μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων συγγενών πού φύονται στην Αραβία και την Αιθιοπία.

Οι Μάγοι ενώπιον του Υιού του Θεού και εμείς ενώπιον του νηπιάσαντος Κυρίου

του Πανοσιολ/τάτου αρχιμ Καλλιστράτου Ν. Λυράκη,
 Η Παρθενομήτωρ, 
εκδ. Αποστολικής Διακονίας,
Αθήνα 2003, σελ. 187-193 




       Σύμφωνα με την αγιογραφική εξιστόρηση και πατερική επιβεβαίωση, μετά τη μετάβαση της Θεομήτορος και του Ιωσήφ στο Ναό-όπου έφεραν το Παιδίον Ιησούς, βρέφος τεσσαρακονθήμερο- πέστρεψαν στη Βηθλεέμ. Εκεί εγκαταστάθησαν. Και ο Ιωσήφ εργαζόταν για τη συντήρησή τους. 

Στον ίδιο τόπο, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, λαμβάνει χώρα-μετά από αρκετό χρονικό διάστημα-και το σπουδαίο γεγονός της προσκύνησης των Μάγων. Πολλοί χριστιανοί νομίζουν ότι η προσκύνηση των Μάγων έγινε αμέσως μετά τη Γέννηση του Ιησού. Επικράτησε η αντίληψη αυτή, επειδή η εικονογραφία της Γεννήσεως θέλει να εμφανίζονται μαζί με τους ποιμένες στο Σπήλαιο και οι Μάγοι. 
      Όμως ο σκοπός της απεικονίσεως των Μάγων με τους ποιμένες είναι άλλος. Η Ορθόδοξη εικονογραφία επιθυμεί και επιδιώκει με το συμβολισμό αυτό να φανερώσει τη στροφή των Εθνικών και των Ιουδαίων προς τον Χριστό. Τη προσκύνηση των Μάγων εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Τους παρουσιάζει να έρχονται από τα μέρη της Ανατολής στη Βηθλεέμ με οδηγό το λαμπρό αστέρι και να προσκυνούν το Παιδίον, τον ενανθρωπίσαντα Υιό και Λόγο του Θεού. 
      Αλλά ποιοι ήσαν οι Μάγοι, που έσπευσαν σε προσκύνηση του Μεσσία; Πατρίδα τους ήταν η Περσία, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος και σημειώνει: «άνθρωποι βάρβαροι (ξενόγλωσσοι) και από άλλη φυλή, έρχονται από την Περσία, ώστε να ιδούν τον Χριστό, που κείται σε φάτνη» . Η πατρίδα των Μάγων ίσως να ήταν η Χαλδαία, διότι αυτή ήταν η πρώτη χώρα, η οποία καλλιεργούσε την επιστήμη των αστεριών. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται αορίστως ότι ήλθαν Μάγοι στα Ιεροσόλυμα από τα μέρη της Ανατολής: «Ἰδοῦ Μάγοι ἀπό ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα» (Ματθ. β΄ 1). 
       Τι ήσαν οι Μάγοι; Ήσαν σοφοί επιστήμονες, διδάσκαλοι της ανθρώπινης σοφίας, ανατολίτες αστρολόγοι, οι οποίοι από την ανατολή του λαμπρού αστεριού διαπίστωσαν την πρόσφατη Γέννηση του Μεσσία και έγιναν πιστοί συνοδοιπόροι της λαμπρής, μοναδικής εμφανίσεώς του και της ιστορικής, λυτρωτικής πορείας του. Επί πλέον, ήσαν βασιλείς ή ηγεμόνες· πλούσιοι και με δύναμη. 
Πόσοι ήσαν; ʼΑλλοι μας πληροφορούν ότι οι Μάγοι ήσαν τέσσερις. Όμως, χωρίς αμφιβολία, επικρατέστερη άποψη λέει ότι οι Μάγοι ήταν τρεις. Αυτό συμπεραίνεται και από τα δώρα που πρόσφεραν. Τα ονόματά τους, κατά την παράδοση, ήσαν Μελχιώρ, Γάσπαρ και Βαλτάσαρ. 
       Με μόνο οδηγό το αστέρι και με τη θερμή και ακλόνητη πίστη στην καρδιά τους έφθασαν στα Ιεροσόλυμα. Εκεί χάνουν προς στιγμή τον ουράνιο οδηγό τους. Αναζητούν οδηγό από τη γη. «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων ;», ερωτούν τους Ιεροσολυμίτες. «Εἴδομεν γάρ αὐτοῦ τόν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καί ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ» (Ματθ. β, 2). Με τις οδηγίες που πήραν από τους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων ξεκινούν για τη Βηθλεέμ. Και να πάλι «ὁ ἀστήρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς» (Ματθ. β΄ 9). 



      Δεν πρόκειται εδώ να διερευνήσουμε αν το αστέρι εκείνο ήταν φυσικό αστέρι ή άλλο φυσικό φαινόμενο ή υπερφυσικό σημείο. Αυτό εξάλλου, που έχει και ιδιαίτερη σημασία δεν είναι το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα στον ουρανό, αλλά η υπερφυσική, λυτρωτική έλευση του Υιού του Θεού στη γη. Πάντως, ο ιερός Χρυσόστομος φρονεί σχετικά με το αστέρι, ότι δεν ήταν «ένα φυσικό αστέρι, όπως εκ πρώτης όψεως φαινόταν, αλλά ήταν μια αόρατη, θαυμαστή λογική δύναμις»  η οποία με τον τρόπο αυτό παρουσιάστηκε για να οδηγήσει τους Μάγους. Πίσω από το αστέρι βρισκόταν ο Θεός, ο Οποίος με την άπειρή Του πανσοφία και με ένα τρόπο, που γνώριζε ότι θα κάνει εξαιρετική εντύπωση στους σοφούς αυτούς, τους οδηγεί στο να γνωρίσουν τον αιώνιο Βασιλέα της δόξης και να Του προσφέρουν τα βασιλικά τους δώρα, έκφραση της λατρείας τους και του βαθύτατου σεβασμού τους. 
      Η Παναγία και ο Ιωσήφ δεν γνωρίζουν τίποτε από το μακροχρόνιο και περιπετειώδες ταξίδι των Μάγων, ούτε περιμένουν τίποτε. Ζουν την αγία και αφανή ζωή τους στο σπίτι της Βηθλεέμ. Ξαφνικά οι Μάγοι φθάνουν στο σπίτι, όπου έμενε η Μαρία με το Παιδίον Ιησούς. «Καί ἐλθόντες εἰς τήν οἰκίαν εἶδον τό παιδίον μετά τῆς Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ» (Ματθ. β΄ 11). Ο Ιωσήφ πρέπει να βρισκόταν στην εργασία του στα Ιεροσόλυμα ή στη Βηθλεέμ. Γι' αυτό και μόνη Της η Παναγία τους υποδέχεται. Τι βρίσκουν εκεί; Μια σεμνή κόρη, που ακτινοβολούσε την παρθενική αγνότητα και η Οποία ενέπνεε το βαθύ σεβασμό. Στην αγία αγκάλη Της κρατούσε τον Υιό Της. 
Χάρη αυτού, λοιπόν, του Νηπίου οι σοφοί Μάγοι της Ανατολής ταξίδευσαν; 
     ʼΑραγε να έφθασε στη σκέψη τους, ότι ο νεογέννητος Ιησούς δεν ήταν μόνο ο Υιός της Παρθένου, αλλά και ο Μονογενής Υιός του προάναρχου Πατρός, «ὁ πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ιω. α΄, 14); 
Γεγονός πάντως είναι ότι εκδηλώνουν τα ευλαβικά συναισθήματα που πλημμύριζαν την ώρα εκείνη τις ψυχές τους: «Πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. β΄, 11). Και ανοίγουν τα θησαυροφυλάκιά τους, τα οποία είχαν, ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στη μακρινή πατρίδα τους. Προσφέρουν «χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» (Ματθ. β΄, 11). Οι ιεροί ερμηνευτές της Αγίας Γραφής- με τη συμφωνία και του ιερού Χρυσοστόμου- αλληγορούν τα τρία αυτά δώρα και επεξηγούν ότι το μεν χρυσό πρόσφεραν ως σε βασιλιά, τον λίβανο ως σε Θεό, την δε σμύρνα ως σε μέλλοντα να αποθάνει. Γι' αυτό και ο ευσεβής Υμνωδός της Εκκλησίας ψάλλει: «Τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, ἐξ ἀνατολῶν ἐλθόντες μάγοι προσεκύνησαν Θεόν ἐνανθρωπήσαντα· καί τούς θησαυρούς αὐτῶν ἀνοίξαντες δῶρα τίμια προσέφερον, δοκίμιον χρυσόν ὡς βασιλεῖ τῶν τῶν αἰώνων καί λίβανον ὡς Θεῷ τῶν ὅλων, ὡς τριημέρῳ δέ νεκρῷ σμύρναν τῷ ἀθανάτῳ» (3). 
      Κι είναι πράγματι άξιο απορίας το ποια εντύπωση να έκανε η προσκύνηση των Μάγων στην Παναγία Μητέρα, και μάλιστα οι παραπάνω λατρευτικές εκδηλώσεις τους. Οπωσδήποτε, για μια ακόμη φορά θα εξεπλάγη η Θεοτόκος με του Θεού τα μεγαλεία, ο Οποίος με τόσο θαυμαστό τρόπο οδήγησε σοφούς ανθρώπους από την Ανατολή σε προσκύνηση του Υιού της! Προ έτους και πλέον-διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να έλθουν οι Μάγοι από την πατρίδα τους στη Βηθλεέμ- είχε δει η Παρθενομήτωρ να εκπληρώνεται από τον Θεό η επιθυμία του γέροντα Συμεών, να διατηρηθεί δηλαδή στη ζωή μέχρις ότου αξιωθεί να δει και να κρατήσει στην αγκάλη του τον νηπιάσαντα Κύριο. 
Τώρα δείχνει ο Θεός το αστέρι στους Μάγους που πολύ επιθυμούσαν να γνωρίσουν τον τεχθέντα Βασιλιά. 



       Αλλά και η πίστη και ο ζήλος των Μάγων ασφαλώς θα εντυπώθηκαν βαθειά στην πάναγνη ψυχή της Παναγίας μας. Ένα αστέρι είδαν και πίστεψαν ότι γεννήθηκε βασιλιάς από τον Ισραήλ. «Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ», πληροφορούσε η προφητεία, η οποία υπήρξε για τις εκζητούσες καρδίες τους επαρκές κίνητρο για την εύρεση του τεχθέντος Κυρίου. 
Έπειτα η εμφάνιση της Μητέρας του Παιδίου ήταν τόσο πτωχική, δεν ήταν η αναμενόμενη. Και όμως πίστεψαν οι Μάγοι ότι το αδύνατο Νήπιο ήταν ο παντοδύναμος Βασιλιάς του κόσμου, στον Οποίο αρμόζουν βασιλικές τιμές και δώρα! Σ' όλα τα παραπάνω συγκλονιστικά περιστατικά και βιώματα η Θεοτόκος παρέμεινε σιωπηλή! Δεν πολυπραγμονούσε! Ταπεινά, όπως πάντα, παρακολουθούσε και αθόρυβα συμμετείχε στο σχέδιο του Θεοῦ -Πατέρα για τον νηπιάσαντα Υιό Του. Ως πολυτιμότατο δε θησαυρό έκρυβε και διατηρούσε στην αγία καρδία Της, ό,τι συνέβαινε και αφορούσε στο Μονογενή Της. 



      Πόσοι χριστιανοί και σήμερα θα επιθυμούσαν να βρίσκονταν στη θέση των Μάγων! Και με την καθοδήγηση αστεριού να οδηγούνταν στη Φάτνη, για να δουν την Παναγία Μητέρα και να προσκυνήσουν τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Να προσφέρουν κι εκείνοι τα δώρα τους, να απολαύσουν την παρουσία Του! Αλλά και για κάθε πιστή ψυχή υπάρχει Αστέρας οδηγός, αρκεί να το θελήσει και να ακολουθήσει την αλάνθαστη πορεία του, για να βρει το Χριστό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας αποτελεί αυτό το αείφωτο πνευματικό αστέρι, που δείχνει και προσφέρει Αυτόν τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού, με τα θεία Μυστήρια. Κάθε άνθρωπος μπορεί να βρει τον Χριστό πάνω στην Αγία Τράπεζα, στο Πανάγιο της θείας Ευχαριστίας Μυστήριο! Εκεί βρίσκεται ο Κύριός μας και περιμένει τους πιστούς Του να Τον συναντήσουν, για να Τον προσκυνήσουν, να Του προσφέρουν τα δώρα τους· τα δώρα της αγάπης τους, της καθαρότητας της καρδίας τους, της λατρείας τους. Να λάβουν ουράνια, θεία, αιώνια, αναφαίρετα αγαθά. Να λάβουν την άφεση και την συγχώρεση των αμαρτιών τους· να λάβουν την ειρήνη που εκπορεύεται από τον ʼαρχοντα της ειρήνης, να λάβουν Αυτόν τον Ίδιο μέσα στις καρδιές τους, για να Τον απολαύσουν και για να γίνεται πραγματικότητα ο λόγος Του ο άγιος· «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ιω. στ΄ 56). 
Επομένως, όσοι πιστοί «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» ας προσερχόμαστε στο μυστήριο της θείας Κοινωνίας. Διότι τότε έχομε τη θέση των Μάγων! Εφόσον τότε- με την άξια μετάληψη της φρικωδεστάτης θυσίας- η καρδία μας προσκυνεί τον Κύριο και Τον ενθρονίζει στην ψυχή μας! Ακόμη περισσότερο, εφ ' όσον τότε γινόμαστε «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ»!!!

Χριστούγεννα στο καθολικό της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους


Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού.
Τα Χριστούγεννα (7 Ιανουαρίου με το Νέο Διορθωμένο Ιουλιανό Ημερολόγιο) στη Σιμωνόπετρα γίνεται η Μεγάλη Πανήγυρις του Μοναστηριού παρουσία των Μελών της Ιεράς Κοινότητος, των Πολιτικών και Αστυνομικών Αρχών και πλήθους κόσμου. Η πανήγυρις αρχίζει από την προηγούμενη ημέρα με τον μικρό εσπερινό και συνεχίζεται με την αγρυπνία. Με το τέλος της αγρυπνίας αρχίζει η θεία Λειτουργία και στη συνέχεια η τράπεζα της αγάπης όπου παρακάθονται όλοι οι προσκυνητές.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από την πανήγυρη του 2005.








Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου Ημων Ιησού Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον...

Του Φώτη Κόντογλου



      Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.
      Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
         Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
       Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
        Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
       Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
       Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γ᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γὶ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
        Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
        Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
        Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».

Το χωριό μας από ψηλά

Σας παρουσιάζουμε φωτογραφία απο το χωριό μας, τη Γραμματικου του Δήμου Αγρινίου στην Αιτωλοακαρνανία. Διακρίνεται στο κέντρο περίπου, στην κεντρική πλατεία ο Ιερός Ναός Αποστόλου Φιλίππου και αριστερά από τον κεντρικό δρόμο επάνω στον καταπράσινο και στον πευκόφυτο λόφο, διακρίνεται ο παλαιός Ιερός Ναός του χωριού που είναι αφιερωμένος επ΄ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας διακρίνεται το 5Θεσιο Δημοτικό Σχολείο της Γραμματικούς το οποίο αριθμεί την φετινή σχολική χρονιά περίπου στα 45 παιδία.

Τα Δώρα των Μάγων στον νεογέννητο Χριστό

Του Νικολάου Χονδροῦ, Φοιτητοῦ Θεολογίας
Μεταξύ τῶν ποικίλων θησαυρῶν καί πολυτίμων κειμηλίων, πού μέ πολλή εὐλάβεια φυλάσσονται στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου στό Ἅγιον Ὄρος, τήν πρώτη θέσι καταλαμβάνουν, χωρίς ἀμφιβολία, τά Τίμια Δῶρα πού προσέφεραν οἱ τρεῖς ἐξ Ἀνατολῶν Μάγοι στόν ὡς βρέφος ἐνανθρωπήσαντα Κύριο.Τά Δῶρα αὐτά ὡς γνωστόν εἶναι χρυσός, λίβανος καί σμύρνα. Ὁ χρυσός βρίσκεται ὑπό τήν μορφή εἴκοσι ὀκτώ ἐπιμελῶς σκαλισμένων ἐπιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδῶν, πολυγώνων κ.λπ.) καί διαστάσεων περίπου 5Χ7 ἑκ. Κάθε πλακίδιο ἔχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικῆς λειτουργίας. Ὁ λίβανος καί ἡ σμύρνα διατηροῦνται ὡς μεῖγμα μέ τή μορφή ἑβδομήντα περίπου σφαιρικῶν χανδρῶν μεγέθους μικρῆς ἐλιᾶς.
Ἐπειδή ἡ πνευματική κυρίως, ἀλλά καί ἡ ὑλική, ἱστορική καί ἀρχαιολογική ἀξία τῶν Τιμίων Δώρων εἶναι ἀνυπολόγιστη, φυλάσσονται μέ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια στό σκευοφυλάκιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου. Γιά λόγους ἀσφαλείας εἶναι κατανεμημένα σέ διάφορες λειψανοθῆκες, μόνον δέ μέρος αὐτῶν τίθεται σέ προσκύνησι τῶν ἐπισκεπτῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἤ μεταφέρεται πρός ἁγιασμόν ἐκτός Ἁγίου Ὄρους στίς κατά τόπους Ἱερές Μητροπόλεις.
Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει γιά τήν Παναγία ὅτι "διετήρει πάντα τά ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς" (Λουκ. β΄ 19 καί 51). Πιστεύεται δέ ἀπό τούς Θεολόγους ἑρμηνευτές ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό αὐτά τά "ρήματα", τά λόγια δηλαδή καί τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ἡ Θεοτόκος τά ἐκμυστηρεύθηκε στόν ἅγιο Ἀπόστολο Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος καί τά συμπεριέλαβε στό Εὐαγγέλιό του. Δέν χωρεῖ καμία ἀμφιβολία ὅτι παράλληλα μέ τά ἅγια "ρήματα" τοῦ Κυρίου, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος "διετήρει" καί ὅ,τι ἄλλο σχετικό μέ τήν ἐπίγεια ζωή Του καί φυσικά τά Τίμια Δῶρα.
Σύμφωνα μέ τήν ἱστορική καί θρησκευτική μας παράδοσι, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, πρό τῆς Κοιμήσεώς της, τά παρέδωσε μαζί μέ τήν τιμία Ἐσθῆτα καί τήν ἁγία της Ζώνη στήν Ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων, ὅπου καί παρέμειναν μέχρι τό ἔτος 400 περίπου.Κατά τό ἔτος τοῦτο, ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος τά μετέφερε στήν Κωνσταντινούπολι πρός ἁγιασμόν τοῦ λαοῦ καί προβολή καί ἀρωγή τῆς Βασιλευούσης, ὅπου καί παρέμειναν μέχρι τῆς ἁλώσεώς της ἀπό τούς Φράγκους τό ἔτος 1204. Στή συνέχεια καί γιά ἑξήντα περίπου χρόνια μεταφέρθηκαν, γιά λόγους ἀσφαλείας, μαζί μέ ἄλλα κειμήλια καί θησαυρούς στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τήν προσωρινή πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντίου. Μετά τήν ἀποχώρησι τῶν σταυροφόρων, ἐπί αὐτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου, ἐπεστράφησαν στήν Κωνσταντινούπολι, ὅπου παρέμειναν μέχρι τῆς ὑποδουλώσεώς της στούς Τούρκους τό 1453.
Μετά τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ εὐλαβέστατη Χριστιανή μητέρα τοῦ Μωάμεθ τοῦ κατακτητοῦ Μάρω τά μετέφερε αὐτοπροσώπως στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου στό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Μονή αὐτή τῆς ἦταν γνωστή καθόσον ὁ πατέρας της, Γεώργιος, ὁ βασιλεύς τῆς Σερβίας, ἔκτισε τόν καθολικό ναό της, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου.Κατά τήν ἁγιορειτική παράδοσι, καθώς ἡ Μάρω ἀνέβαινε ἀπό τόν ἀρσανά (λιμάνι) στή Μονή, ἡ Κυρία Θεοτόκος μέ ὑπερφυσικό τρόπο τήν ἐμπόδισε νά πλησιάση στή Μονή καί νά παραβιάση τό ἄβατον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτή ὑπάκουσε καί παρέδωσε ταπεινά τά Τίμια Δῶρα στούς εὐλαβεῖς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι καί ἔστησαν στό σημεῖο ἐκεῖνο τῆς θεομητορικῆς παρουσίας ἕνα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα καί λέγεται "Σταυρός τῆς Βασιλίσσης". Τό σουλτανικό ἔγγραφο μέ τίς σχετικές πληροφορίες παραδόσεως τῶν Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου.
Ἡ αὐθεντικότητα τῶν Τιμίων Δώρων στηρίζεται κατά ἕνα μέρος στήν προφορική παράδοσι καί κατά τό ὑπόλοιπο στήν ἱστορία. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἀκράδαντα βεβαιώνει τή γνησιότητα τῶν Τιμίων Δώρων εἶναι ἡ ἄρρητη εὐωδία πού ὡρισμένα ἀπό αὐτά ἀδιαλείπτως καί ὡρισμένα κατά καιρούς ἀναδίδουν καί ἡ πλούσια ἰαματική καί θαυματουργική χάρις πού μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ἀναβλύζουν.

Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών υπολοίπου μηνός Δεκεμβρίου 2013 στον Ιερό Ναό μας

  • Την Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013, επί τη εορτή του Αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, περί ώραν 07:00 θα τελεσθεί η Ακολουθία του Όρθρου και εν συνεχεία η Θεία Λειτουργία στο παρεκκλήσιο της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
  • Το Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013 η ακολουθία του Εσπερινού στον Ιερό Ναό Αποστόλου Φιλίππου περί ώραν 16:00 μμ
  • Την Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013 περί ώραν 07:00 θα τελεσθεί η Ακολουθία του Όρθρου και εν συνεχεία η Θεία Λειτουργία μετά Θείου Κηρύγματος

Η Υπεραγία Θεοτόκος έγινε το εργαστήριον της ενανθρωπήσεως

Εἶναι μεγάλη καί ἀπερίγραπτη ἡ συμβολή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Μέ τήν ψυχική της καθαρότητα καί τήν ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατέστη "νοερά τῆς πίστεως τράπεζα, ἡ τόν ἄρτον τῆς ζωῆς τῷ κόσμῳ χορηγήσασα" (Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου).
Ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Πατρός "ναόν ἐν αὐτῇ ἀχειροποίητον ᾠκοδόμησεν καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν" (Θεοτόκος Ἀγκύρας) καί ἔτσι δι' αὐτῆς ἦλθε στόν κόσμο ἡ νέα ζωή καί τό γένος τῶν ἀνθρώπων ἐκαινουργήθη. Μᾶλλον δέ αὐτή εἶναι "ἡ καινή γῆ καί ὁ καινός οὐρανός". Στή νέα αὐτή κτίση δεσπόζει ἡ χαρά. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς· "χαρᾷ μέν συλληφθεῖσα, χαρᾷ καί τεχθεῖσα, χαρᾷ δ' αὖθις συλλαβοῦσα καί κυήσασα καί γεννήσασα χαράν τήν πάντα λόγον καί νοῦν ὑπερέχουσαν καί τό ὅλον εἰπεῖν, χαρά τῶν ἐπιγείων ὅλων καί οὐρανίων ὅλων"
Ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται "πάντων χαρά" διότι εἶναι "λύπης ἀναίρεσις". Ὁ Μέγας Φώτιος ἐγκωμιάζοντας τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου ἀπαριθμεῖ τούς λόγους γιά τούς ὁποίους πρέπει νά χαίρομε. Ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ὑπακοή τῆς Θεοτόκου καταργεῖ τήν ἀπάτη καί τόν ψιθυρισμό τοῦ διαβόλου. Ἐκπτύει τό δηλητήριό του καί ἀποκαθαίρει τή ρίζα τοῦ νοσήματος. Ἀποσχίζει τό χειρόγραφο τῆς ἁμαρτίας καί διαλύει τό ἐπιτίμιο τῆς παρακοῆς. Κομίζει τήν ἐλευθερία στόν κόσμο καί ἀνακαινίζει τή φύση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία εἶναι ἐκείνη πού ἐθεράπευσε τή λύπη τῆς Εὔας καί ἐσπόγγισε τά δάκρυά της. Μέ τόν "καρπό τῆς κοιλίας της" ἔθρεψε καί τρέφει τόν ἄνθρωπο μέσα στό νέο κόσμο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή εἶναι "τῆς καινῆς κτίσεως ἡ οὐράνιος σφαῖρα" μέσα στήν ὁποία ὁ ἀειφανής τῆς δικαιοσύνης ἥλιος ἀπελαύνει ἀπό κάθε ψυχή τῶν ἁμαρτιῶν τή νύκτα. Αὐτή εἶναι "ὁ εὐθαλής καί ἄφθαρτος παράδεισος" μέσα στόν ὁποῖο τό δένδρο τῆς ζωῆς χορηγεῖ στούς πιστούς τόν καρπό τῆς ἀθανασίας. Ἡ Παναγία δέν κατήργησε μόνον τήν κατάρα τῆς Εὔας, ἀλλά τήν μετέβαλε σέ εὐλογία. Στό δικό της σῶμα ἐσκήνωσε ὁ Θεός καί μετέβαλε τήν ἀνθρώπινη φύση σέ παράδεισο. Στή δική της χοϊκή σκηνή εἰσῆλθε ὁ πρῶτος Ἀρχιερεύς Χριστός καί ἱερούργησε τή λατρεία τῆς σωτηρίας. "Ὅλον ἑαυτῷ τόν Ἀδάμ ἀνεζύμωσεν, ἵνα ἄρτος γένηται ζωηρός καί οὐράνιος" (Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης).
Τιμᾶ καί σέβεται ὁ πιστός λαός τό τετιμημένο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, διότι ἀναγνωρίζει σ' Αὐτήν τήν πηγή τῆς ζωῆς του καί τήν ρίζα τῆς σωτηρίας του. Ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: "ἐκ ταύτης τόν βότρυν τῆς ζωῆς ἐτρυγήσαμεν, ἐκ ταύτης τῆς ἀφθαρσίας τόν βλαστόν ἐδρεψάμεθα. Αὕτη πάντων τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν προμνήστρια γέγονεν. Ἐν ταύτῃ ὁ Θεός μέν ἄνθρωπος καί Θεός ὁ ἄνθρωπος γέγονε".Τό μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου ἐξαίρεται καί ἀνυψώνεται μέ τήν ἄπειρη συγκατάβαση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν θεανθρώπινη κοινωνία. Ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ ἐκφράζει τήν ἄφατη ἀγάπη Του γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀδύνατο νά θεωθεῖ χωρίς τήν ταπείνωση τοῦ Θεοῦ. Τήν ἔννοια αὐτή ἐκφράζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος παρουσιάζοντας τό Θεό νά διαλέγεται μέ τόν ἄνθρωπο: "ἐπεθύμησας γενέσθαι Θεός καί οὐκ ἠδυνήθης, γίνομαι ἄνθρωπος καί τό ἀδύνατον δυνατόν ποιῶ". Ἡ Θεοτόκος Μαρία ἀνεδείχθη μεγάλη, διότι ὁ Θεός ἐδείχθη μικρός "λαβών δούλου μορφήν" (Φιλιπ. 2, 6-7) "γενόμενος ἐκ γυναικός, γενόμενος ὑπό νόμον" (Γαλ. 4,4).Ὁ Ἅγιος Ρωμανός ὁ Μελωδός λέγει: "Μετεποίησας τήν πτωχείαν μου τῇ συγκαταβάσει σου, σαὐτόν ἐταπείνωσας καί τό γένος μου ὕψωσας". Ἡ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου καθιστᾶ τήν Θεοτόκο συνώνυμη τῆς θείας φιλανθρωπίας. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος δέχεται ὅτι "ἐποιήσατο μητέρα διά φιλανθρωπίαν, ἐξ αὐτῆς ὡς ἄνθρωπος γεννηθῆναι καταδεξάμενος". Γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας μέσα στόν πανηγυρισμό τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐξ ἴσου τιμᾶ καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δέν χωρίζεται ἀπό τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὄχι μόνο διότι ἐδάνεισε τήν σάρκα της, ἀλλά κυρίως διότι ἀποτελεῖ τήν κλίμακα ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό. Ὁ Θεός κατέβη καί ἡ Θεοτόκος γίνεται "κλῖμαξ πρός οὐρανόν". Τόσο πολύ ἀνυψώθηκε στόν οὐρανό, ὅσο ὁ Θεός κενώθηκε στή γῆ.Ἡ συγγένεια αὐτή τῆς Θεοτόκου Μαρίας μέ τό Θεό καί τῆς ἰδίας μέ τό ἀνθρώπινο γένος τήν καθιστᾶ χῶρο κοινωνίας Θεου καί ἀνθρώπου. Ὀνομάζεται Ἐκκλησία καί εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού τήν ἀνθρώπινη φύση διά τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἁγιάζει. Εἶναι ἡ ζωηφόρος τράπεζα "οὐ καρπούς προθέσεως, ἀλλ' οὐράνιον, οὐ πῦρ ὑλικόν, ἀλλ' ἄυλον δεξαμένη πῦρ τῆς Θεότητος" (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός). Τράπεζα νοερά "τῆς θεομύστου σοφίας", τράπεζα ὑπεράγιος, τράπεζα τοῦ θείου ἄρτου. Τῆς τραπέζης αὐτῆς μετέχουν "ὅσοι μετέχουσι Θεοῦ" (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). Ὅσοι ἑνώνονται μέ τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας γεύονται τή χαρά, τή μακαριότητα καί τήν ἁγιοσύνη τῆς Θεοτόκου. Ἐκ τοῦ ἐξ αὐτῆς Σαρκωθέντος λαμβάνει ἡ Θεοτόκος τή δόξα καί τήν ἔλλαμψη καί ἐκπέμπει στούς πιστούς. Χριστός καί Θεοτόκος εἶναι "τό σωτήριον κοινόν παντός κόσμου" (Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης). Μέ τόν τρόπο αὐτό διά τῆς Θεοτόκου σωζόμεθα καί πολιτογραφούμεθα στή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Γιά τούς ἀνθρώπους ἡ Παναγία εἶναι "τό μόνον ὄντως ἀληθῶς χριστιανικῆς κτίσεως παγκάλλινον καί πασιπόθητον ὄνομα" (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός). Στή Θεοτόκο ἡ γήινη φύση γίνεται οὐρανός "πλήρης δόξης Κυρίου". "Δι' αὐτῆς γάρ ὁ Κτίστης πᾶσαν φύσιν πρός τό κρεῖττον μετεστοιχείωσεν διά μέσης τῆς ἀνθρωπότητος" τονίζει ὁ θεομητορικός ἱεροκήρυξ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ "ἡ δεξαμένη τήν χαράν τοῦ κόσμου" Θεοτόκος χαίρει ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί συνεγείρει ὁλόκληρη τήν κτίση σέ μιά ἀπερίγραπτη χαρά καί εὐφροσύνη. "Χορεύουσιν ἄγγελοι πάντες ἐν οὐρανῷ καί ἀγάλλονται σήμερον, σκιρτᾷ δέ πᾶσα ἡ κτίσις διά τόν γεννηθέντα ἐν Βηθλεέμ Σωτῆρα Κύριον" (Στή Λιτή τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων). "Τά σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται". Τό Μυστήριο τῆς Χάριτος πού ἐχώρεσε στόν ἀχειροποίητο ναό της, στό πανάχραντο καί ἀμόλυντο σῶμα της, χαρίζει στούς πιστούς ἐκείνους πού ἔχουν καθαρίσει τό δικό τους ναό καί προσμένουν τήν εἴσοδο "τοῦ Ἀρχιερέως τοῦ Μεγάλου" διά νά τελεσιουργήσει τό μυστήριο τῆς προσωπικῆς τους σωτηρίας. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Σκηνή, τό Μάννα ὅμως εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ τράπεζα, ὁ ἄρτος ὅμως εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Ἐκείνη μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο καί τόν τόπο τῆς χαρᾶς. Νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή καί κενούμενοι ἀπό τήν ὑπερηφάνεια νά προσκυνήσουμε τόν δι' ἡμᾶς νηπιάσαντα Θεόν. Ἔτσι, ἡ Θεοτόκος γίνεται γιά τόν καθένα μας "ἐργαστήριο ἐνανθρωπήσεως" (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός) καί "οὐράνιος θύρα" (Νεόφυτος Μοναχός) πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στίς μέρες αὐτές τῶν ἑορτῶν, ὅσοι πεινᾶμε καί διψοῦμε τήν δικαιοσύνη, ἄς στραφοῦμε πρός τήν Μητέρα τοῦ Σαρκωθέντος Χριστοῦ, γιά νά θρέψουμε τήν ψυχή μας μέ ὅσα πλούσια καί εὔκαρπα χαρίσματα μᾶς προσφέρει καί ἄς βιώσουμε τή χαρά τῆς ἐνανθρωπήσεως, προσφέροντας τήν ψυχή μας ὡς πτωχό καί ταπεινό ἐνδιαίτημα στό Θεό γιά νά ξαναγεννηθεῖ. Διά τῆς Θεοτόκου "διά τῆς συγγενοῦς ἡμῖν αὐτῆς σαρκός Θεῷ πλησιάσωμεν, οὗ τυχεῖν δίχα τῆς Θεοτόκου δι' ἁμαρτίαν οὐκ εἴχομεν" (Ἰσίδωρος Θεσσαλονίκης). Προσφέροντας στό Θεό τήν Μητέρα Παρθένο θά λάβουμε Χάρη ἀντί Χάριτος τά δῶρα τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, πού εἶναι ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐδοκία.
"Ἀλλ' ὦ πολυπόθητον ἡμῶν σεμνολόγημα, ὁρᾷς οἵας ἐπί σοί τάς εὐχαριστίας ἐγκαλλωπιζόμενοι πλέκομεν; Οἷον τό καύχημα προβαλλόμεθα; Μέγα ὄντως καί τῆς τοῦ Δεσπότου χάριτος τεκμήριον. Σύ δέ ἡμῖν καταλλήλως ἀντιδίδεις τάς εὐεργεσίας, εἰ καί λόγου παντός καί εὐφημίας εἰσίν ἀνώτεραι"

Πηγή: Αποστολική Διακονία

H προσκύνησις των Μάγων, του κ Ευαγγέλου Θεοδώρου

Οἱ ἑορτασμοί τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου φέρουν πάντοτε στή μνήμη μας τό γεγονός τῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων. Ἡ προσκύνησις αὐτή, πού περιγράφεται στήν περικοπή Ματθ. β΄ 1-13, ἔγινε στόχος τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς διαφόρων "ἀπομυθευτῶν", οἱ ὁποῖοι - μέ τή χρῆσι τῶν μεθόδων τῆς "λήψεως τοῦ ζητουμένου" καί τῆς "κλίνης τοῦ Προκρούστου" - ἀμφισβητοῦν ὅτι ὁ "Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας" ταυτίζεται μέ τόν "Χριστό τοῦ κηρύγματος". Ὑπέρ τῆς ἀξιοπιστίας τῆς διηγήσεως γιά τήν προσκύνησι τῶν Μάγων συνηγορεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ διήγησις αὐτή ἀποτελεῖ μίαν ἑνότητα μέ τά ἐξιστορούμενα στή συνέχεια (στούς στίχους 13-23), τῶν ὁποίων εἶναι ἔκδηλος ὁ ἱστορικός χαρακτήρ.
Ἐκ τοῦ χωρίου Ματθ. β΄ 16, - τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἡρώδης "ἀνεῖλε (διέταξε νά φονεύσουν) πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων" - μποροῦμε νά συμπεράνωμεν, ὅτι ἡ προσκύνησις τῶν μάγων ἔγινε ἴσως ἕν ἔτος ἤ καί περισσότερον μετά τή Γέννησι τοῦ Σωτῆρος.Ἀλλά ποῖοι ἦσαν οἱ Μάγοι; Ἡ λέξις Μάγος, σανκριτιστί Maha, ἐχρησιμοποιεῖτο γιά τούς σοφούς, τούς ἰατρούς, τούς μελετητές τῶν ἄστρων, τούς ἑρμηνευτές τῶν ὀνείρων καί τούς ἐν γένει πεπαιδευμένους τῶν Μήδων, τῶν Περσῶν, τῶν Χαλδαίων καί τῶν Βαβυλωνίων, ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονταν κατά τόν Ἡρόδοτον (Ἱστ. 3,61) οἱ ἱερεῖς μάντεις, οἱ ὁποῖοι ἀπό παρατηρητήρια τῶν Ναῶν, στούς ὁποίους ἱεράτευαν οἱ πλεῖστοι, παρατηροῦσαν τίς κινήσεις τῶν οὐρανίων σωμάτων.
Στή Δύσι οἱ Μάγοι χαρακτηρίζονται ὡς "Βασιλεῖς" ὑπό τήν ἐπίδρασι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, ὁ ὁποῖος τούς συνδέει μέ τό χωρίο Ψαλμ. οα΄ 10 ("βασιλεῖς Ἀράβων καί Σαβᾶ δῶρα προσάξουσιν").Ἡ ἰδιαιτέρα πατρίς τῶν Μάγων, πού προσκύνησαν τό Θεῖο Βρέφος, δέν ἀναφέρεται. Ἁπλῶς γίνεται μνεία ὅτι ἦλθαν ἐξ "Ἀνατολῆς". Ἡ λέξις "Ἀνατολή" στήν Βίβλο σημαίνει α) ὁλόκληρη τήν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχή· β) τήν ἀπέραντη συριακή καί ἀραβική ἔρημο· γ) τίς περιοχές τῆς Βαβυλωνίας, Ἀσσυρίας καί Περσίας (Alois Riedmann, Die Wahrheit όber Christus, Freiburg 21952, s. 163).
Συμφώνως πρός αὐτά, ὁ Ὠριγένης λέγει ὅτι οἱ Μάγοι προέρχονταν ἐκ Χαλδαίας (πρβλ. Migne Ε.Π. 11,768). Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὡς πατρίδα τους τήν Περσία (πρβλ. τά χριστουγεννιάτικα κάλαντα: "ἐκ τῆς Περσίας ἔρχονται..."). Ἄλλοι ὁμιλοῦν γιά τήν προέλευσί τους ἐκ Βαβυλωνίας (πρβλ. Θρησκ. καί Ἠθικήν Ἐγκυκλοπαιδείαν, τόμ. 8, ἔτος 1966, στ. 461). Ἐπικρατοῦσα εἶναι ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου φιλοσόφου καί μάρτυρος Ἰουστίνου, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του "Διάλογος πρός Τρύφωνα" "δεκάκις" ἀναφέρει ὅτι οἱ Μάγοι προέρχονταν ἐξ Ἀραβίας.
Ἀνέκαθεν ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη, ὅτι οἱ Μάγοι ἦσαν τρεῖς. Ἡ ἄποψις αὐτή σχετίζεται προφανῶς πρός τό τριπλοῦν τῶν δώρων, πού προσέφεραν στόν Λυτρωτή. "Ἐάν ἡ ἐλπίς ὅπως ἀνευρεθῆ ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου ἔφερε τόν Τιριδάτην καί τούς μάγους εἰς Νεάπολιν, ὡς ἀναφέρει ὁ Σουετώνιος, εἶναι πολύ πιθανόν καί ἄλλοι μάγοι νά ἦλθαν εἰς τήν μητρόπολιν τῆς Παλαιστίνης πρός παρόμοιον σκοπόν" (Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι, 1958, σ. 41).
Οἱ προσκυνητές Μάγοι εἶχαν ἔλθει πιθανῶς σ' ἐπαφή μέ τούς Ἰουδαίους, πού ὑπῆρχαν στίς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τούς χρόνους τῆς αἰχμαλωσίας καί εἶχαν γνωρίσει τήν Παλαιά Διαθήκη καί τίς προφητεῖες τῶν Ἰουδαίων γιά τόν Μεσσία. Ἴσως γνώριζαν καί τήν προφητεία τοῦ Βαλαάμ, ἡ ὁποία προέλεγεν ὅτι θά ἀνατείλη ἄστρον ἐξ Ἰούδα.Εἶναι πράγματι καταπλητκτική ἡ πίστις τῶν Μάγων, οἱ ὁποῖοι ἐπεχείρησαν τό μακρινό καί πολύ κοπιαστικό ταξίδι τους. Ἐγκατέλειψαν πρός καιρόν τίς πατρίδες τους, τίς ἐπιστημονικές ἀπασχολήσεις καί τίς οἰκογενειακές τους ὑποχρεώσεις, γιά ν' ἀναζητήσουν, βροῦν καί προσκυνήσουν Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἦταν "προσδοκία τῶν ἐθνῶν" (Γεν. μθ΄ 10). Πόση δέ ἦταν ἡ λύπη τους, ὅταν ἔχασαν γιά λίγο τόν οὐράνιο ὁδηγό τους, ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι "ἐχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα"
Ὅταν οἱ φωτισμένοι σοφοί τῆς Ἀνατολῆς ἔφθασαν "εἰς τήν οἰκίαν" τῆς ἁγίας οἰκογενείας καί "εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ" (στ. 11), δέν βρῆκαν ἀνάκτορα, ἀλλά πτωχικό περιβάλλον. Παρά ταῦτα, ἡ πίστις τους δέν κλονίσθηκε. Μέ πίστιν καί εὐλάβειαν "πεσόντες προσεκύνησαν" καί "ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν... δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν" (στ. 11). Ὁ χρυσός εἶναι τό εὐγενέστατο μέταλλο, πού χρησίμευε, ἐκτός τῶν ἄλλων, πρός διακόσμησιν τῶν ναῶν, τῶν θυσιαστηρίων, τῶν λατρευτικῶν ἀντικειμένων καί ἀμφίων. Τό ἀρωματικό λιβάνι προσφερόταν μέσα σέ τόπους λατρείας ὡς σύμβολον τῆς ἀναψυχουμένης πρός τόν Θεόν ψυχῆς καί προσευχῆς. Ἡ σμύρνα ἦταν τό πολύτιμο εἶδος ἀρωματικῆς ρητίνης βαλσαμόδενδρου, πού τήν χρησιμοποιοῦσαν γιά ν' ἀρωματίζουν κεφάλια, χέρια, φορέματα, ἱερούς χώρους κ.λπ.
Κάποια παράδοσις τοῦ ια΄ αἰῶνος ἀναφέρει λείψανα τῶν Τριῶν Μάγων, τά ὁποῖα ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη μετακομίσθηκαν στήν Κωνσταντινούπολι, τόν δ΄ ἐπίσης αἰῶνα στά Μεδιόλανα, τό δέ 1164 στήν Κολωνία, ὅπου καί ἀνοικοδομήθηκε τόν ιγ΄ αἰῶνα ὁ καί μετέπειτα περίλαμπρος καθεδρικός ναός τῆς πόλεως.Ἡ μνήμη τοῦ γεγονότος τῆς Προσκυνήσεως τῶν Μάγων, πού στούς Ὀρθοδόξους συνδέεται μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, στούς Δυτικούς ἑορτάζεται τήν 6η Ἰανουαρίου πανηγυρικῶς καί δίδει ἀφορμήν πρός ἀνάπτυξι λιτανειῶν καί λαϊκῶν θρύλων καί πρός τονισμόν τῆς ἐκ μέρους τῶν "Τριῶν Βασιλέων" προστασίας τῶν παντός εἴδους προσκυνητῶν. Χαρακτηριστική ἐπίσης εἶναι ἡ προβολή τους σέ Ἀνατολή καί Δύσι ἀπό τήν Χριστιανική Τέχνη. Ἐπίσης ἀπό τόν θ΄ αἰῶνα ἔχει ἐπικρατήσει ἡ παράδοσις ὅτι οἱ Τρεῖς Μάγοι ὀνομάζονταν Κάσπαρ, Μέλχιορ καί Βαλτάσαρ.
Τό βαθύτερο νόημα τῆς προσφορᾶς τῶν δώρων τῶν εἰδωλολατρῶν Μάγων στόν Σωτῆρα εἶναι ὅτι καί ὁ ἐθνικός κόσμος, πού φωτιζόταν ἀπό τίς ἀκτῖνες τῆς ἀληθείας τοῦ "σπερματικοῦ Λόγου", προσέφερε τά δῶρα του στόν Χριστιανισμό. Ἄν οἱ ποιμένες, πού προσκύνησαν τό Βρέφος τῆς Βηθλεέμ ἦσαν ἐκπρόσωποι τῆς ἰσραηλιτικῆς πίστεως καί τῆς ἁπλοϊκῆς εὐσεβείας, οἱ Μάγοι ἐκπροσωποῦν τίς τάξεις τῶν πεπαιδευμένων τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, μέσα στίς ὁποῖες ἦταν ἐπίσης διάχυτη ἡ προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέχθηκε πολλά δῶρα ἀπό τόν ἐθνικό κόσμο, ἰδίως κατηγορίες σκέψεως πρός διατύπωσι δογματικῶν ἀληθειῶν καί κατάλληλα μορφολογικά στοιχεῖα καί "ὀστράκινα σκεύη", πού χρησίμευσαν στήν παρουσίασι τοῦ αἰωνίου οὐρανίου θησαυροῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ζωῆς καί λατρείας.Ἀλλά ποῖο θά εἶναι καί τό ἰδικό μας δῶρο στόν τεχθέντα Σωτῆρα τοῦ κόσμου; Πρέπει νά εἶναι ἡ ζωντανή πίστις, πού μετουσιώνεται σέ λατρεία "ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ" καί σέ ἔργα ἀρετῆς καί ἀγάπης πρός τούς συνανθρώπους μας.

Πηγή: Αποστολική Διακονία

Γιατί ο άγγελος ευαγγελίσθηκε τη γέννηση του Κυρίου στους ποιμένες;

Σ’ ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονο εωσφορισμό, κακότητα, μνησικακία και απιστία, μωρία και «επίγειον, ψυχικήν και δαιμονιώδη» σοφία (Ιακ. γ΄ 15) το ότι ο «άγγελος Κυρίου» φάνηκε στους ποιμένες της Βηθλεέμ για ν’ αναγγείλει το μέγα γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου, ξενίζει πολύ. Η έκπληξη κι η απορία γίνονται ακόμη μεγαλύτερες, αν σκεφτούμε ότι, εκτός από την εμφάνιση του αγγέλου, «φως λαμπρόν και εξαστράπτον, θείον και υπερφυσικόν τους περιεκύκλωσε» (Βλ. Λουκ. β΄ 9) κι έτσι οι αμέριμνοι ποιμένες αξιώθηκαν να δουν και να ζήσουν, έστω και για λίγο, μια θαυμαστή φωτοχυσία. Γιατί όμως ο απεσταλμένος του ουρανού φάνηκε σ’ εκείνους τους «αγραυλούντες ποιμένες», τους βοσκούς, που ζούσαν στους αγρούς και τραγουδούσαν αγροτικά τραγούδια, κι όχι στους επίσημους της Ιουδαίας ή στους μεγαλόσχημους Αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρισαίους; Την απάντηση μας τη δίνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Γράφει:
« α) Διά το άπλαστον ήθος αυτών και την απλότητα και ακακίαν.
β) Διότι οι ποιμένες αυτοί ήτον μιμηταί και ακόλουθοι της πολιτείας και αρετής των παλαιών εκείνων πατριαρχών, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, οίτινες ήσαν ποιμένες.
γ) Διότι ο Χριστός, Ποιμήν εγεννήθη παντός του λαού του Ισραηλιτικού και του Εθνικού. Όθεν καταλλήλως εις τους ποιμένας εγνωρίσθησαν πρώτον τα περί αυτού.
δ) Διά να δείξη ο Θεός, ότι τους αγροικοτέρος και χωρικοτέρους ανθρώπους εξ αρχής εδιάλεξεν από τους άλλους, και έκαμεν αυτούς κήρυκας, ως απλουστέρους και ως μάλλον πιστεύοντας, και ουχί τους εν ταις πολιτείας αναφερομένους Γραμματείς και Φαρισαίους · διότι αυτοί, πονηροί όντες, ευκόλως δεν επίστευον. Όθεν καθώς ο Χριστός εδιάλεξεν ύστερον τους αλιείς, ούτως εδιάλεξε πρότερον τους αγροίκους ποιμένας · ίνα διά της μωρίας και της αγροικίας, καταισχύνη τους σοφούς του κόσμου και άρχοντας».

Πηγή:Χριστιανική Φοιτητική Δράση

Eρμηνεία και Θεολογική προσέγγιση στην εικόνα της Γεννήσεως του Κυρίου

Η Γέννησης του Χριστού, το μέγα αυτό γεγονός της ιστορίας του κόσμου, γιορτάζεται από την Αγία Ορθόδοξο Εκκλησία με δοξολογία και κατάνυξη, που θαυμαστά εκφράζονται στην ηδυμελή υμνογραφία και την ειρηνόχυτο εικονογραφία.Έτσι μέσα στο χώρο της Εκκλησίας ο απλός ορθόδοξος χριστιανός ζει το μυστήριο της σαρκώσεως με τις αισθήσεις του, που μεταμορφώνονται, για να γίνουν μέσα κοινωνίας με το άρρητο. Προσκυνώντας την εικόνα της Γεννήσεως «βλέπει» με τα μάτια του τη θεολογία της Σαρκώσεως και αισθάνεται την ευφροσύνη της ενανθρωπήσεως. Αλλά και ο άγευστος πνευματικής ζωής μελετητής, μπορεί κι' από αυτήν και μόνο την εικόνα ν' αντιληφθεί το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης, που συνήθως τη λέμε βυζαντινή.
Την εικόνα της Γεννήσεως στην ολοκληρωμένη της μορφή τη βρίσκουμε κυρίως στους έπειτα από την εικονομαχία χρόνους. Στην Ελλάδα μας έχουν σωθεί δύο εκκλησίες του 11ου αι., καθολικά άλλοτε των Μοναστηριών του Οσ. Λουκά και του Δαφνιού, που στα ψηφιδωτά τους βλέπουμε την παράσταση της Γεννήσεως στην αυθεντικώτερή της μορφή. Ας συνοψίσουμε τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα.Το κεντρικό τμήμα καταλαμβάνει βουνό «βραχώδες, αλλ' εύχαρι και φωτεινόχρωμο», που στην κοιλιά του ανοίγεται σκοτεινόχρωμο σπήλαιο και μέσα φάτνη με τον νήπιο Χριστό εσπαργανωμένο, ενώ η Παναγία - Μητέρα του είναι στο πλάι ξαπλωμένη πάνω σ' ένα στρώμα. Άλλοτε εικονίζεται καθισμένη ή γονατιστή. Πίσω από τη φάτνη προβάλλουν τα κεφάλια τους δύο αγαθά ζώα, βόδι και ονάριο ζεσταίνοντας το θείο Βρέφος με την αναπνοή τους. Έξω από το σπήλαιο, στο κάτω άκρο της εικόνας, κάθεται συλλογισμένος ο Ιωσήφ έχοντας ίσως ακόμη το σαράκι της αμφιβολίας μέσα του. Στην άλλη άκρη της εικόνας παριστάνεται το πρώτο λουτρό, που έκανε η μαία Σαλώμη στο Νεογέννητο.
Δεξιά κι' αριστερά από το βουνό άγγελοι προσκυνούν και δοξολογούν το Χριστό ή φέρνουν στους ποιμένες, που ξενυχτούν, το χαροποιό άγγελμα. Ένα τσοπανόπουλο κάθεται διπλοποδισμένο παίζοντας φλογέρα. Ζωγραφίζονται ακόμη και άλλοι τσοπάνοι με τα κοπάδια τους. Από την άλλη άκρη έρχονται ντυμένοι με τις εξωτικές τους φορεσιές οι τρεις Μάγοι κομίζοντας τα βασιλικά τους δώρα. Ο λαμπρός αστέρας, που τους οδηγούσε, έχει σταθεί πάνω από το σπήλαιο, «ωσάν δροσοσταλίδα κρεμάμενη άνωθεν της κεφαλής του Χριστού», όπως γράφει ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου. Ο ίδιος αγιογράφος - συγγραφέας ολοκληρώνει την περιγραφή της παραστάσεως με τη λιτή φύση, που τη στολίζει: «Άγρια πρινάρια και ευώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια και αλλά στολίζουν ταπεινά τους βράχους, όπως τα βλέπει κανένας εις τα ευλογημένα βουνά της πατρίδος μας».
Είπαμε στην αρχή, ότι η εικόνα φανερώνει τη θεολογία, τον πνευματικό χαρακτήρα της Γεννήσεως. και πριν να δούμε το καθένα στοιχείο της συνθέσεως τί συμβολικά αποκαλύπτει, ας δούμε ολόκληρη τη σύνθεση μαζί και την τεχνοτροπία της. Η σύνθεση στοιχείων από την ιστορική πραγματικότητα (βουνό, σπήλαιο, φάτνη, κ.λ.π.) με το πνευματικό στοιχείο του Ουρανού, που συμβολίζει το χρυσό βάθος της εικόνας, καθώς και ο αντιρεαλιστικός δισδιάστατος χαρακτήρας της ζωγραφικής μας δίνουν οπτικά τη σύνθεση του γήινου και του θείου, την ένωση του ανθρωπίνου και του θείου. Και αυτό γιατί ούτε ανθρωποποιεί την παράσταση σαν μια παχυλή ειδωλοποίηση στον καθρέφτη, ούτε αφαιρεί την ιστορικότητα των γήινων στοιχείων και συστατικών, αλλά τα μεταμορφώνει. Η σύνθεση ακολουθεί περισσότερο — στις λεπτομέρειες ιδίως — την υμνογραφική παράδοση, που έχει σχέση με τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια. Έτσι ζωγραφίζεται σπήλαιο σκοτεινόχρωμο, σαν τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου, όπου λάμπει κατάλευκο το εσπαργανωμένο Βρέφος.
Στη Δυτική ζωγραφική ο μικρός Χριστός εικονίζεται γυμνός, ενώ το Ευαγγέλιο σαφώς μας λέει «και σπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. Β' 6).Τα δύο ζωντανά μας υπενθυμίζουν κάθε φορά που προσκυνούμε την εικόνα ότι «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού, Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν» ( Ησαΐας Α', 3)Την κεντρική θέση στη σύνθεση κατέχει μαζί με το Χριστό η Παναγία και έχει κανείς την εντύπωση, ότι αποτελούν τον κεντρικό κύκλο δείχνοντας τη σημασία της Παναγίας στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλά και δια της Παναγίας τονίζεται η σημασία του ανθρωπίνου γένους και η συμβολή του στη θεία συγκατάβαση. Ο Ιωσήφ μένει έξω από το κύκλωμα αυτό. Έτσι αμέσως με την πρώτη ματιά συνειδητοποιεί ο πιστός ότι άνανδρος η σύλληψις, και ο 'Ιωσήφ, καθώς μάλιστα κάθεται συλλογισμένος, επιβεβαιώνει με την άγνοια του, αλλά και την αμφιβολία του το μέγα μυστήριον. Ένα τροπάριο της Εκκλησίας θαρρείς ότι υπομνηματίζει αυτήν την αμφιβολία:
«Τάδε λέγει Ιωσήφ προς την Παρθένον Μαρία, τι το δράμα τούτο, ο έν σοι τεθέαμαι; Απορώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι.... ουκ έτι φέρω λοιπόν, το όνειδος ανθρώπων...».
Η σκεπτική στάση του Ιωσήφ δίνει κουράγιο σ' όσους ταλαιπωρούνται από λογισμούς αμφιβολίας, όσον άφορα τη μυστηριακή Γέννηση. Όσοι δεν μπορούν να δεχτούν με απλή καρδιά, το μήνυμα του Ευαγγελίου, όπως οι καλόκαρδοι ποιμένες, ελπίζουν στο έλεος του Θεού για την υπέρβαση των αμφιβολιών και των διαφόρων δεινών λογισμών. Γιατί σε άλλο τροπάριο ο Ιωσήφ θα δώσει την απάντηση: «Εγώ, φησί, τους προφητας ερευνήσας και χρηματισθείς υπό αγγέλου πέπεισμαι ότι Θεόν γεννήσει η Μαρία ανερμηνεύτως».
Οι Μάγοι — σοφοί και καλοπροαίρετοι αναζητητές της αλήθειας του καιρού τους γίνονται εδώ εκπρόσωποι όλων όσων ψάχνουν και πορεύονται δρόμους μακρυνούς, για να βρουν την ένσαρκο αλήθεια, που είναι ο τεχθείς Χριστός.Μένει ακόμα η τρυφερή λεπτομέρεια του πρώτου λουτρού του Βρέφους. Ίσως παραξενεύει καμιά φορά τους πιστούς η σκηνή αυτή, αλλά η Παράδοση τη δέχεται ήδη από τον 6ον αι. μέχρι σήμερα με σποραδικές εξαιρέσεις. Στο τρυφερό αυτό γεγονός, εκτός από μία οικειότητα, που προσδίδουν στην εικόνα ορισμένοι θεολόγοι, βλέπουν μιαν ακόμη επίρρωση στην πίστη της σαρκώσεως και ενανθρωπήσεως του Λόγου. Κι' ακόμη με το βύθισμα στο λουτρό πιστεύουν ότι προεικονίζεται η Βάπτισις του Κυρίου.
Αν κάνουμε μια σύγκριση με την εικονογραφία στη Δύση, ιδίως μετά από την Αναγέννηση, θα βρούμε αρκετές διαφορές, που μερικές σημαίνουν τη διαφορά του πνεύματος ανάμεσα στις δυο παραδόσεις. το σπήλαιο γίνεται ένας στάβλος ιδωμένος με ρομαντική ματιά, που όλο και τον εξωραΐζει. Η Παναγία είναι μια όμορφη χωριατοπούλα και ο Χριστός ένα χαριτωμένο παχουλό μωρό, που εικονίζεται μάλιστα γυμνό. Ο Ιωσήφ παίρνει θέση δίπλα στο Βρέφος, ισάξια με την Παναγία. Η προσκύνηση των Μάγων μετατρέπεται σε μια πολυπρόσωπη παρέλαση της αριστοκρατίας του καιρού του ζωγράφου. Ο συναισθηματισμός με τις ρομαντικές προεκτάσεις του και κάποτε τις κλασσικιστικές αναμνήσεις του παραμερίζει το Μυστήριο μεταλλάσσοντας τη συμβολική απεικόνιση του αρρήτου αυτού μυστηρίου σε ωραία καταγραφή ενός μυθικό - ιστορικού γεγονότος μέσα στα πλαίσια της Ουμανιστικής αμορφίας και της καλομελετημένης αρμονίας.
Επιστρέφοντας στην Ορθόδοξη Εικόνα της Γεννήσεως βλέπουμε πράγματα, που ξεπερνούν τη λογική και την καλοστημένη τάξη. Βλέπουμε πράγματα για την κρίση μας παράδοξα. Ο Χριστός π.χ. να εικονίζεται στη φάτνη και συγχρόνως και στο λουτρό. Οι Μάγοι να παριστάνονται δύο φορές. Το χρόνο ο ορθόδοξος ζωγράφος τον χρησιμοποιεί ελεύθερα, γιατί ο Χριστός είναι έξω από το χρόνο. Γιατί κι' αν σαρκώθηκε και γεννήθηκε σε μια ιστορική στιγμή, δεν παύει να είναι χτες και σήμερα και αύριο ο Ιδιος. Αυτή την υπέρβαση του χρόνου, το λειτουργικό χρόνο, όπου τα πάντα είναι παρόν, μας παρουσιάζει με τα μέσα της η ζωγραφική.Η ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί τη θεολογία της Εκκλησίας, βρίσκοντας το μέτρο ανάμεσα στο θεϊκό και το ανθρώπινο, δοξολογεί με χρώματα και σχήματα, με τρυφερότητα, αλλά χωρίς γλυκερότητα, την ενανθρώπηση και προσφέρει στον πιστό την πύλη για την είσοδο στο Μυστήριο, αλλά και την αισθητική χαρά και ευφροσύνη της αληθινής τέχνης.

Χριστούγεννα στο Περιβόλι της Παναγίας

Οπως σ' ολόκληρη την Ορθοδοξία έτσι και στό 'Αγιον 'Ορος, η προετοιμασία τών Μοναχών αρχίζει μέ αγνιστικές νηστείες από τίς 15 Νοεμβρίου. Κατά τό χρονικόν αυτό διάστημα, οι ψυχές τών μονοτρόπων μυσταγωγούνται στό Μυστήριο τής Γεννήσεως μέ τούς εισαγωγικούς 'Υμνους, μέ τά Καθίσματα, τά Τριώδια τών Αποδείπνων, τίς μελίρρυτες Καταβασίες καί μέ τούς εξαίσιους Ασματικούς Κανόνες, που κορυφώνονται στίς Μεγάλες 'Ωρες τής προπαραμονής. 'Ετσι, μέ όλα τά υμνολογικά αριστουργήματα τής ποιητικής γραμματείας τής Ορθοδοξίας, που καλύπτουν τίς θείες διαστάσεις τής Ενανθρωπήσεως τού Θεού, οι μονάζοντες ζούν σέ ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στό ανήκουστο Μυστήριον, ουρανοφάντορες, μυούμενοι στήν υπέρ φύση Αποκάλυψη. Αυτά όλα, βέβαια, βιούνται σέ ένα διάφορο μέτρο γνώσεως καί εφέσεως, κατά τήν δεκτικότητα καί τό σκεύος εκάστου, αλλά καί τό μέτρο που χορηγεί η άκτιστη χάρις.
Σέ όλες τίς βυζαντινές Μονές, τίς ιερές Σκήτες, τά Ερημητήρια καί τίς θεόκτιστες Καλύβες η τυπική τάξη φυσικά διαφέρει, αφού οι δύο τελευταίες μορφές ασκητικής ακολουθούν μεθόδους που υπερβαίνουν τόν τύπο καί τήν τάξη. Αλλά στίς δύο πρώτες, κατά τήν παραμονή τών Χριστουγέννων τελείται τό καθιερωμένον άγιον ευχέλαιον «εις ίασιν ψυχής καί σώματος» καί ακολουθεί ο Μέγας Εσπερινός μέ τή θεία Λειτουργία τού Μ. Βασιλείου, όου διαβάζονται οι δεκαπέντε Προφητείες, που αναφέρονται μέ σύμβολα καί άλλες μέ σαφείς προφητικές υποτυ-πώσεις στήν ενανθρώπηση τού Θεού.
Στή συνέχεια, αφού όλοι, μέ λειτουργική τάξη, μεταλάβουν τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού, που σαρκώθηκε ακριβώς γιά νά ενωθή ασυγχύτως καί αδιαιρέτως μέ «τών χειρών του τό πλαστούρ-γημα» καί νά τό Θεώση, απέρχονται στήν απέριττη κοινή Τράπεζα. Καί μετά τρίωρη ανάπαυση, οι εκτός κόσμου Μοναχοί, επανέρχονται στόν ιερό Ναό γιά τήν ολονύχτια αγρυπνία, που αρχίζει από τήν Λιτήν, όπου ψάλλονται «μετά μέλους» οι θεολογικώτατοι 'Υμνοι τής Δεσπο-τικής εορτής.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τήν «εν πνεύματι καί αληθεία» λατρείαν, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία τών πιό υψηλών θεολογικών καί πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι 'Αγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού καί συμψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα μέ τούς αποδήμους τού κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς καί ότι η θριαμβεύουσα στόν ουράνιο κόσμον Εκκλησία, σέ μιά λειτουργική Σύναξη μέ τούς ερημικούς καί αρνησικόσμους χριστιανούς, υμνολογούν κατά τήν ιερή νύχτα τής Γεννήσεως τού Χριστού: «Ο ουρανός καί η γή, σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος τού Χριστού. Σήμερον Θεός επί γής παραγέγονε καί άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε ...».
Καί πραγματικά, μέσα στόν λαμπρότατον, υποβλητικώτατο καί κατανυκτικό βυζαντινό διάκοσμο καί υπό τίς ποικιλόχρωμες ανταύγειες, που διαχέουν τά κατινοβολούντα πολύφωτα τών στιλβωμένων πολυελαίων, τά τοιχογραφημένα πρόσωπα τών Αγίων - που «ιστόρησεν» ο εμπνευσμένος χρωστήρας τής Κρητικής ή Μακεδονικής Σχολής - παίρνουν μιά τέτοια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί νά αισθάνωνται ότι είναι ζωντανά μαζί τους. Καί, όπως διατελούν στήν μεταρσίωση αυτή, νά βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους, όπως στέκονται στό στασίδι τους μέ μεταστοιχειωμένη τήν ψυχή. Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες. Οσίους Ασκητές καί Ησυχαστές, αυτήν τήν Θεοτόκον μέσα στό πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον τού Θείου Βρέφους Της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στή Φάτνη τών αλόγων ζώων καί που πλαισιώνονται από τούς Αγγέλους καί τούς ποιμένες - όπως αποδίδει η βυζαντινή Αγιογραφία τή Γέννηση τού Χριστού - μέ έκφραση απείρου αγαλλιάσεως, όλους συμμετέχοντας μέ τήν παρουσία τους στούς θείους ύμνους...
Οι υμνολογίες συνεχίζονται, οι προσευχές διάπυρες ανεβαίνουν πρός τόν Κύριον, τά πρόσωπα τών μοναστών αστράφτουν από μυστική χαρά γιά τήν ελπιζομένη καί επιδιωκομένη θέωσή τους. Τίς μεστές δογματικού καί θεολογικού περιεχομένου Ωδές, ακολουθούν τά πνευματικότατα Μεγαλυνάρια καί η γλυκυτάτη Εννάτη Ωδή τής Θεοτόκου - μιά Ωδή Χαράς αρρήτου, μπροστά στήν οποία - άς μού επιτραπή η βέβηλη σύγκριση - η περίφημη «Εννάτη» τού Μπετόβεν, που τόσο συγκινεί τούς αγεύστους από ορθόδοξες εμπειρίες μέ τόν έντεχνο νατουραλισμό της - κυριολεκτικά εξαφανίζεται.
Τούς θείους Αίνους διαδέχεται η αγγελική δοξολογία, γιά νά επακολουθήση τό ουσιαστικόν άνοιγμα τών ουρανίων Πυλών μέ τό υπερφυέστατο Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Καί οι Μοναχοί αλλοιωμένοι «τήν καλήν αλλοίωσιν» - πάλιν αναλογικά - κοινωνούν μέ κατάνυξη καί γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοί» από τό «τεθεωμένον» Σώμα καί Αίμα τού Χριστού.τά Χριστούγεννα, λοιπόν, εορτάζονται στόν 'Αθω μέ Ορθόδοξη μέθεξη στό Μυστήριο. Καί κατανοείται η δογματική καί πνευματική σημασία τής Σαρκώσεως κατά τό μέτρο τής θεώσεως εκάστου, που επέτυχε μέ τήν θεία αγάπη. «Τοσούτον τώ ανθρώπω τόν Θεόν διά φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τώ Θεώ δι' αγάπης δυνηθείς απεθέωσε».
Μέ πλαίσιο μιά απαράμιλλη, σέ ομορφιά καί ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, μέ τήν βαθύτατη αγιορετική ησυχία, μέσα στή γεμάτη μυστήριο καί διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύχτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες τών Μοναχών σ' ολόκληρη τήν Αθωνική χερσόνησο, μέ δεσπόζοντα τόν λαμπρόν Αστέρα, που μαρμαίρει κατά Ανατολάς, ζωντανεύουν τήν Γέννηση τού Θεού Λόγου στό αιδέσιμο Σπήλαιο καί μεταφέρουν τούς Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που φωτεινός 'Αγγελος Κυρίου ανήγγειλλε στούς απλοϊκούς «αγραυλούντας» ποιμένες: «ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τώ λαώ. 'Οτι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ός εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ». Γι' αυτό καί, κατά τήν αναλογία τής καθαρότητός τους, οι Μοναχοί συντηρούν στό διηνεκές μέσα στίς καρδιές τους αυτή τήν ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιάς ουρανίου» έψαλλε «διά τήν τών πάντων θέωσιν», τό «Δόξα εν υψίστοις Θεώ καί επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης

Η Θεολογική σημειολογία τού αριθμού τών "αναιρεθέντων νηπίων" υπό του Ηρώδου

\Όπως ήδη επισημάνθηκε, τα Ευαγγέλια δεν επέχουν θέση "χρονικών" ή απλών "δημοσιογραφικών εκθέσεων" επί τών ιστορικών γεγονότων. Σκοπός τους δεν είναι η απλή ενημέρωση κάποιων αναγνωστών, αλλά η πνευματική καθοδήγηση και η θεολογική παίδευση τών πιστών στο πλαίσιο τού καατηχητικού και ποιμαντικού ρόλου τής Εκκλησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σφαγή τών νηπίων έχει ιδιαίτερο θεολογικό νόημα για τα ιερά κείμενα, και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση τής σημειολογίας τών γεγονότων στην ευαγγελική διήγηση.
Στην παράδοση τού Ιουδαϊκού λαού και τη θεολογία τής Παλαιάς Διαθήκης υπήρχε το "ιστορικό" προηγούμενο ακόμη μιας δίωξης και "σφαγής". Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση τού βιβλίου τής Εξόδου εμφανίζει τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο Φαραώ τής Αιγύπτου να είχε διατάξει τη θανάτωση με πνιγμό στον Νείλο ποταμό τών αγοριών τών Ισραηλιτών, μια πραγματική γενοκτονία, που σκοπό είχε τη μείωση τού αριθμού τών δούλων Εβραίων οι οποίοι αυξάνονταν με ανησυχητικό ρυθμό στη χώρα.
Το στοιχείο αυτό αξιοποιήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς τής Καινής Διαθήκης ως θεολογικό προηγούμενο στη γλώσσα τής ερμηνευτικής "προτύπωσης" για την παράλληλη θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία τού αντίστοιχου γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων από ένα "νέο Φαραώ", τον αλλόθρησκο και μισητό βασιλιά τής Ιουδαίας Ηρώδη. Όπως ο παλιός Φαραώ εξέφραζε τις αντίπαλες δυνάμεις τού σκότους και τής καταπίεσης αντιδρώντας στα "σημεία" τής εφαρμογής τού σχεδίου τού Θεούγια τη σωτηρία και ιστορική καταξίωση τού Ισραήλ, και όπως φόνευσε παιδιά για να μην γεννηθεί ο πρώτος προφήτης τής Εξόδου ο Μωυσής, έτσι και ο Ηρώδης ως "νέος Φαραώ" ενσαρκώνει με τις πράξεις του τις ίδιες δαιμονικές δνάμεις. Παρεμποδίζει την έλευση τού Σωτήρα τού κόσμου και την ιστορική καταξίωση τού νέου Ισραήλ τής Εκκλησίας.Κατά το Ευαγγέλιο τού Ματθαίου, ο Ιησούς αποκαλύπτεται από τη βρεφική ήδη ηλικία ως ο Χριστός και ο Κύριος, ο απεσταλμένος τού Θεού για τη σωτηρία τού κόσμου. Και ο Ηρώδης, που κατά ένα μανιακό και πράφρονα τρόπο "ζητεί την ψυχήν τού Παιδίου", φανερώνεται με τις ενέργειές του ως εκπρόσωπος τών δυνάμεων τού κακού και παρουσιάζεται με τη μορφή Αντιχρίστου (Δες Αποκάλυψη κεφ. 12/ιβ΄). Ο ισχυρός τού παρόντος, όμως, είανι ο ουσιαστικά αδύναμος, και το ευάλωτο Βρέφος θα αναδειχθεί ο τελικός νικητής. Το γεγονός τής σφαγής τών νηπίων αποκτά έτσι και μια σωτηριολογική και εσχατολογική προοπτική, εφόσον εντάσσεται παράλληλα μεταξύ τών "σημείων τών εσχάτων" που προϊδεάζουν και προετοιμάζουν για την τελική συντριβή τού κακού και την επικράτηση τού καλού.Σε αυτή τη γραμμή τής θεολογικής σημειολογίας, η σφαγή τών νηπίων φέρνει επίσης στο νου και την προφητεία τού Ιερεμία, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε προαναγγείλει προφητικά και περιγράψει ποιητικά την ακόλουθη αποκαλυπτική σκηνή: "Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν" (Ιερεμίας 31/λα΄ 15). Ο ιστορικός ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει χρήση τής προφητικής αυτής ρήσης και θεολογεί ερμηνευτικά πάνω στο σύγχρονό του γεγονός τού "θρήνου, τού κλαυθμού και τού οδυρμού" τής Βηθλεέμ (Ματθαίος 2/β΄ 18). Η αρχαία προφητεία αναφερόταν στις θυσίες κατά την έξοδο τού παλαιού Ισραήλ από την Αίγυπτο. και όπως τότε ο Μωυσής μαζί με τον Ιησού τού Ναυή οδήγησαν το λαό τού Θεού μακριά από την Αίγυπτο και την "αιγυπτιώδη αναλευθερία", από τον Φαραώ και τη φαραωνική δουλεία προς τη γη τής επαγγελίας και τής ελευθερίας, έτσι και τώρα ένας "νέος Μωυσής" και "νέος Ιησούς" θα οδηγήσει το λαό του σε μια νέα έξοδο προς μια νέα γη τής επαγγελίας, προς μια εσχατολογική χώρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Γι' αυτό ο ευαγγελιστής Ματθαίος εμπνευσμένα υπογραμμίζει σε αυτόν το θεολογικό συμβολισμό και την "προτύπωση" γεγονότων, ότι "εξ Αιγύπτου" και πάλι ο Θεός κάλεσε ηγέτη για το λαό Του και για τη μεγάλη "έξοδο" στην ιστορία τών νέων χρόνων (Ματθαίος 2/β΄ 15).
Οσον αφορά, τέλος, τον αριθμό 14.000 που η ιερή παράδοση διασώζει για τα σφαγιασθέντα νήπια, αυτός δεν οφείλεται σε λογιστικό σφάλμα, αλλά προέρχεται από την επίδραση τής Ιουδαϊκής αποκαλυπτικής αριθμολογίας. Πρόκειται στην ουσία για πολλαπλάσιο τού ιερού αριθμού 7 τών Εβραίων, ο οποίος συμβολίζει την ολότητα και την καθολικότητα. Ομοίως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη συναντάται σημειολογική αναφορά στον έτερο ιερό αριθμό 12 και στα πολλαπλάσιά του, με την επισήμανση ότι κατά τους έσχατους χρόνους ο Ιησούς Χριστός θα συνοδεύεται και πάλι από τους μάρτυρές του, που στην ολότητα και τελειότητά τους ανέρχονται συμβολικά σε 144.000 (Αποκάλυψις 14/ιδ΄ 1 και 7/ζ΄4). Και σε αυτήν ασφαλώς την περίπτωση, δεν πρόκειται για πραγματικό αριθμό, αλλά για θεολογικό συμβολισμό τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται και εκπροσωπείται στην ιστορία από τους Μάρτυρες. Οι ανά τους αιώνες θυσιαζόμενοι και μαρτυρούντες Άγιοι, εκφράζουν την ιστορική και εσχατολογική ενότητα τής Εκκλησίας. Όσοι προσεταιρίζονται την εξουσία και τη δύναμη, συντάσσονται με τους εκάστοτε "Φαραώ" και "Ηρώδεις" τής ιστορίας.
Η αναφορά τού ευαγγελιστή στο γεγονός τής σφαγής και τής θυσίας εκφράζει κατά τον πλέον εναργή τρόπο, ότι ο Ιησούς και οι πιστοί του δεν πραγματοποιούν την ιστορική τους πορεία μέσα σε έναν κόσμο ρομαντικό και ειδυλλιακό, αλλά κυριαρχούμενο από το ρεαλισμό τής βίας, τής ανελευθερίας, τών καταπιέσεων και τών διωγμών. Οι ισχυροί "Φαραώ" και "Ηρώδεις" που διαφεντεύουν συνήθως τις τύχες τών λαών, εκπροσωπούν τις αντίθετες και δαιμονικές δυνάμεις, διαιωνίζοντας και επαυξάνοντας το κακό και την αδικία σε βάρος τών αδυνάτων. Το Θείο Βρέφος, που από την πρώτη στιγμή δοκίμασε την απειλή και τη βία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη, καθορισε το πρότυπο τής μαρτυρικής ζωής εκείνων που θα ακολουθήσουν πιστά τα ίχνη Του, μέχρις εσχάτων τού ιστορικού χρόνου.Η ιστορία τής Εκκλησίας με το πλήθος τών μαρτύρων επαληθεύει συνεχώς την τραγική πραγματικότητα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή στον κόσμο χωρίς τους ομολογητές τής αλήθειας και τους μάρτυρες τής ελευθερίας. Δια της αφήγησης τού περιστατικού τής σφαγής τών νηπίων υπογραμμίζεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά το μόνιμο ιστορικό ερώτημα με ποιους οφείλει κανείς τελικά να συντάσσεται, με τους ισχυρούς "Ηρώδεις" ή με τους αθώους και αδύναμους ανθρώπους που ως τέκνα τού "εσφαγμένου Αρνίου" και αθώα νήπια, γίνονται μάρτυρες τής αλήθειας "από καταβολής κόσμου"; (Αποκάλυψις 13/ιγ΄ 8). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα καίρια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση ο Χριστιανισμός δια τών ιερών του κειμένων.
Όλα σχεδόν τα παραπάνω, λήφθηκαν από το άρθρο τού ομότιμου καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Π. Πατρώνου, με τίτλο: "Η σφαγή τών νηπίων κατά την Καινή Διαθήκη", που δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό "Ιστορικά" (Νο 216), τής Ελευθεροτυπίας 18 Δεκεμβρίου 2003 σελ. 34-41.Σημείωση: Για λεπτομερέστερη ιστορική και θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση τού γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων βλ. Γεωργίου Π. Πατρώνου: "Η ιστορική πορεία τού Ιησού (από τη φάτνη ως τον κενό τάφο)" Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1991, σ. 580.

Πηγή:oodeg.gr