του Αρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου,
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ Ευβοίας
Από το περιοδικό «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ»
Ο γέροντας γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς. Την Θεοδώρα από το Λιβίσι της Μικράς Ασίας και τον Σταύρο από την Ρόδο. Η οικογένεια της μητέρας του ήταν γνωστοί στο Πατριαρχείο, ευεργέτες των σχολείων της Μάκρης και με σπουδαία εκκλησιαστική παράδοση. Στις αρχές του 1922 «Τούρκοι πιάσανε τον πατέρα του ο οποίος οδηγήθηκε στα βάθη της Ασίας. Μετά την καταστροφή η οικογένεια του ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς. Το καράβι τους μετέφερε στην Ιτέα και από εκεί πήγαν στην Άμφισσα Εκεί για καλή τους τύχη το 1925 βρήκαν τον πατέρα του μικρού Ιακώβου και μαζί πλέον η οικογένεια μετακινήθηκε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας.
Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω την θεία Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. Το 1927 πήγε σχολείο και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν έκδηλη. Την ίδια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές, προσευχόταν και θεράπευε συγχωριανούς του. Το 1933 τελείωσε το δημοτικό αλλά οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει στο γυμνάσιο. Ακολούθησε τον πατέρα του στην δουλειά του.
Ο μητροπολίτης Χαλκίδος εντυπωσιασμένος από το ψάλσιμο του τον χειροθέτησε αναγνώστη. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λίγο, κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και δούλευε σκληρά. Τα βάσανα και οι κακουχίες της κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας.
Το 1947 ο Ιάκωβος πήγε στρατιώτης. Τα πειράγματα των συναδέλφων του που του είχαν βγάλει το παρατσούκλι ο «πάτερ Ιάκωβος» αλλά και ο χλευασμός τους δεν τον πτοούσαν. Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Μετά την απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και τον πατέρα του. Ο αγώνας του τώρα για να αποκαταστήσει την αδελφή γίνεται εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο ποθεί από τα παιδικά του χρόνια. Να γίνει μοναχός. Έχοντας εκπληρώσει την επιθυμία της μητέρας του, να παντρέψει την αδελφή του το Νοέμβριο του 1952 προσέρχεται στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ στις Ροβιές, για να εκπληρώσει και την δική του επιθυμία Σε ηλικία 32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19 Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε ιερέα. Έτσι συνέχισε η ζωή του ασκητή Ιάκωβου, εργασία στο μοναστήρι, προσευχή στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ, οι θεοπτίες και θαύματα τα οποία με τον καιρό πλήθαιναν. Ο βαθμός άσκησης του ήλθε σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και πολλές φορές οι δαίμονες τον έδειραν βάναυσα. Ο ίδιος έβλεπε και συνομιλούσε συχνά με τους οσίους Δαβίδ και Ιωάννη Ρώσο, ενώ το προορατικό του χάρισμα ήταν σπουδαίο. Τον Αύγουστο του 1963 με θαυμαστό τρόπο ταΐσε με δυόμισι οκάδες μανέστρα, 75 εργάτες με πλουσιοπάροχες μερίδες και περίσσεψε και μισή κατσαρόλα.!
Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από την λιτοδίαιτη και ασκητική ζωή η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Οι φλέβες του ποδιών του ήταν σάπιες, έκανε εγχείριση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιάς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες του καθηγητή Κρεμαστινού που του έβαλε τον βηματοδότη «..η θεία δύναμη κρατούσε τον παππού..». Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Επιστρέφοντας στην μονή έπαθε φλεγμονή η οποία εξελίχτηκε σε πνευμονία Ο ίδιος είχε διαισθανθεί το τέλος του. Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε. Μετά εξομολόγησε μερικούς πιστούς και έκανε τον γύρο της μονής εσωτερικά και εξωτερικά. Το μεσημέρι εξομολόγησε μία πνευματική του κόρη, ενώ τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, τον οποίον εκείνη την μέρα θα χειροτονούσε σε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδος. Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα. Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο για την μακαρία ζωή.
Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν για την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός. Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν οι πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος». Σήμερα 10 χρόνια ακριβώς μετά από εκείνη την ημέρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο γέροντας Ιάκωβος με τα δεκάδες μετά θάνατον του θαύματα, έχει καταταγεί στην χορεία των Αγίων. Μένει να το αντιληφθούν και οι εκκλησιαστικοί μας ταγοί και να του δώσουν και αυτοί την θέση που του αρμόζει και επίσημα στην ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι λαϊκοί που ειδοποιήθηκαν για την κηδεία του ήταν ελάχιστοι. Τα τηλέφωνα πήραν φωτιά ο ένας στον άλλο μετέδιδαν το θλιβερό γεγονός. Την επόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν το μοναστήρι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, πνευματικοπαίδια του γέροντα από όλη την Ελλάδα, ήλθαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Η αυλή της μονής ήταν κατάμεστη. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το φέρετρο ψηλά να δουν οι πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος». Σήμερα 10 χρόνια ακριβώς μετά από εκείνη την ημέρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, έχει γίνει πλέον πεποίθηση σε όλη την Ελλάδα ότι ο γέροντας Ιάκωβος με τα δεκάδες μετά θάνατον του θαύματα, έχει καταταγεί στην χορεία των Αγίων. Μένει να το αντιληφθούν και οι εκκλησιαστικοί μας ταγοί και να του δώσουν και αυτοί την θέση που του αρμόζει και επίσημα στην ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Εμείς αιτούμεθα από τον γέροντα Όσιο Ιάκωβο να μας προστατεύει και να πρεσβεύει υπέρ ημών στον Κύριο και Θεό μας.
Απο τις διδαχές του μακαριστού π Ιακώβου
Είπε ο Γέροντας. Ένας άνθρωπος ρώτησε. Εφ` όσο ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά το Θεό και τους Αγίους και τον Όσιο Δαβίδ και πιστεύει στα Ιερά Λείψανα και στις Εικόνες και στο Θεό, γιατί ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο Νοσοκομείο και του έκαναν σοβαρές εγχειρήσεις;
Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ.
Τον Άγιο Ιωάννη τον Pώσσο, ο Γέροντας τακτικά τον επισκεπτόταν, κυρίωςπηγαίνοντας για την Αθήνα για τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν. Κάποτε πήγα έλεγε Ο γέροντα και βλέπω τον άγιο ζωντανό μέσα στη λάρνακά του. Του λέω. – Άγιε μου πως περνούσες στη Μικρά Ασία, τι αρετές είχες και αγίασες; Ο Άγιος μου απάντησε. Μέσα στη σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα και με τα άχυρα σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω. Είχα και την ταπείνωση και την πίστη.
Σε λίγο μου λέει. Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατί ήρθαν τώρα δυο άνθρωποι και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο. Περίμενε να πάω να βοηθήσω. Ξαφνικά άδειασε η λάρνακα γιατι ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε, δεν τον είδα πως γύρισε, αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακα του σαν ένας άνθρωπος.
Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο π. Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο Ναό για την Θεία Λειτουργία περιέγραφε μέσα στο ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο Θείος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικό τω τρόπω» του είχε πει την νύχτα που πέρασε – «ο Θεός οίδε» - εμπρός στην Ιερά Λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό Του στο Προκόπι.Νομίζουν πως κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι Χριστιανοί. Εγώ όμως είμαι ζωντανός. Τους πάντες βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από την λάρνακα μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με βλέπουν. Εγώ τους βλέπω και τους ακούω τι λένε. Και πάλι μπαίνω στη λάρνακα μου. Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω. Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία.Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου; Του απάντησα. Δε βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά;Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε. Για αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Γιατί μεγάλη η αμαρτία στο κόσμο.Όχι, Άγιε μου του είπα ταραγμένος.Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. Στην Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά και όταν ήλθαμε στην Ελλάδα. Ύστερα Άγιε μου αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν. Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, απάντησε λυπημένα με μια σταθερή φωνή ο Όσιος και συνέχισε ότι θα γίνουν ορισμένες πλημμύρες, πυρκαγιές και άλλες καταστροφές στην περιοχή της Εύβοιας κα κάπου άλλα δεινά. Όλα όσα είπε ο Όσιος στον Γέροντα εκείνο το βράδυ πράγματι συνέβησαν και συμβαίνουν. Την πρώτη Αυγούστου 1990 κηρύχτηκε πόλεμος στον περσικό κόλπο., ενώ λίγο αργότερα στην Εύβοια έγιναν πλημμύρες από καταρρακτώδης βροχές, χάθηκαν ανθρώπινες ζωές και προξενήθηκαν μεγάλες υλικές καταστροφές και φωτιές κατέκαψαν δάση και άλλες εκτάσεις.
Όταν προσκομίζω , έλεγε ο Γέροντας, βλέπω τις ψυχές που περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω, και να θέλω να τις ξεχάσω δεν μπορώ. Έλεγε ο Γέροντας πολύ να προσέχουμε στην προσευχή μας τι ζητάμε από τον Θεό, γιατι παραδείγματος χάρη δεν ξέρουμε, όταν του ζητήσουμε δοκιμασία και μας τη δώσει,αν θα την αντέξουμε.
Έλεγε επισης ο Γέροντας.Όταν ο Ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα των πιστών στην Ιερά Πρόθεση κατεβαίνει Άγγελος Κυρίου και παίρνει την μνημόνευση αυτή και την πηγαίνει και την εναποθέτει στο Θρόνο του Δεσπότου Χριστού ως προσευχή γι` αυτούς που μνημονεύθηκαν.
Σκεφθείτε λοιπόν τι αξία έχει να σας μνημονεύσουν στην Αγία Πρόθεση. Κάποια φορά είχα ξεχάσει να μνημονεύσω στους κεκοιμημένους τη μητέρα μου, που ήταν Αγία γυναίκα. Όταν τελείωσα την Θεία Λειτουργία, και πήγα στο κελλάκι μου, Εκεί που καθόμουν, ήλθε η ψυχή το πνεύμα της μητέρα μου και μου είπε με παράπονο.Πάτερ Ιάκωβε δε με μνημόνευσες σήμερα. Πως μητέρα δεν σε μνημόνευσα. Κάθε μέρα σας μνημονεύω και μάλιστα την καλύτερη μερίδα σας βγάζω τις είπα. Όχι παιδί μου, σήμερα με ξέχασες και η ψυχή μου δεν αναπαύεται τόσο όσο τις άλλες μέρες που με μνημονεύεις, μου απάντησε. Σκεφθείτε τι μεγάλος κέρδος και ωφέλεια δέχεται η ψυχή όταν τη μνημονεύει ο ιερέας.
Είδα και την ψυχή του πατέρα μου, έλεγε ο Γέροντας, να κάθεται έξω από ένα απλό σπιτάκι σαν κελλάκι και του λέω. Πατέρα μου, εσύ που ήσουν και χτίστης, δεν έχτιζες ένα μεγαλύτερο σπίτι να μένεις άνετα, αλλά κάθεσαι σε ένα τέτοιο σπιτάκι; Τότε τι μου λέει. Παιδί μου, εσύ με τις προσευχές σου και τις ελεημοσύνες σου μου έκτισες το σπιτάκι αυτό και το έχω και μένω.
Ένα πνευματικό του παιδί λέει στον Γέροντα. Πήγαμε στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω. Κι ο γέροντας εντελώς φυσικά του λέει. Παιδί μου, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εδώ πριν λίγες ημέρες και συλλειτουργήσαμε!!
Πήγε κάποιος στον γέροντα και του λέει. Κάνω 3000 μετάνοιες το εικοσιτετράωρο. Του λέει ο γέροντας.Καλά κανείς παιδί μου, αλλά από τώρα κι ύστερα να κανείς 100 μετάνοιες, γιατί αργότερα θα κουραστείς και δεν θα κανείς καμία.
Για το θέμα της τηλεόρασης έλεγε. Η τηλεόραση - το κουτί του διαβόλου – κάνει μεγάλη ζημία, ιδιαίτερα στα παιδιά, γι αυτό και πρέπει να βγει από το σπίτι. στους γονείς που ρωτούσαν τι να κάνουμε τα παιδιά μας όταν δεν ακούνε τους έλεγε.Προσευχή θα κάνετε με πίστη, θα τα νουθετήσετε κι όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό το τρόπο. Γιατί με συγχωρείτε, με το αυστηρό δεν πάει.
Γιατί σου λέω σηκώνουμε και φεύγω και πάει. Κι είναι σήμερα Σόδομα και Γόμορρα και κάτι χειρότερο.
Είπε ο γέροντας. Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας μου ο πατήρ Νικόδημος, είπα στην προσευχή μου, που να πήγε άραγε η ψυχή του;Τότε είδα, όχι σε όνειρο, αλλά πνευματικό τω τρόπω ότι με φώναξε ο Γέροντας μου να του πάω τα κλειδιά της Μονής γιατί ήρθε ο Μέγας Αρχιερέας. Πήγα λοιπόν έξω από την πόρτα του κελιού που είναι πάνω από την είσοδο της μονής κι όταν έφτασα κοντά, ακούω ομιλίες, ερώτηση, απάντηση. Μσα γινόταν ανάκριση, εξέταση.Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο και τι να δω!!!....... ο Γέροντας μου στεκόταν όρθιος, ξεσκούφωτος με το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια σταυρωμένα με πολύ φόβο και ευλάβεια. Απέναντι του ήταν ο Μέγας Αρχιερέας καθήμενος επί θρόνου. Ο θρόνος ήταν μετέωρος ένα μέτρο πάνω από το δάπεδο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Χρυσό σαν καθαρό κερί, δεν μπορώ να το περιγράψω παιδί μου . Στα γόνατα του ήταν ανοιχτό ένα βιβλίο και μέσα ήταν γραμμένη η ζωή του Γέροντά μου. Ρωτούσε ο Μέγας Αρχιερέας και απαντούσε ο Γέροντας μου. Μόλις μπήκα μέσα σταμάτησε η ανάκριση, πήγα στον Γέροντα μου, του έβαλα μετάνοια και του έδωσα τα κλειδιά της Μονής. Γέροντα έφερα και τα κλειδιά της Λειψανοθήκης μην τυχόν θελήσει ο Αρχιερέας να προσκυνήσει τα Άγια Λείψανα, του είπα. Ο γέροντας μου τα πήρε. Ήθελα να βάλω μετάνοια και στον Μέγα Αρχιερέα, αλλά δεν μου είπε τίποτε ο Γέροντας μου και επειδή ήμουν υποτακτικός, δεν μπορούσα να κάνω κάτι χωρίς ευλογία. Έτσι βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα μου και υποκλινόμενος από μακριά στον Μέγα Αρχιερέα, βαδίζοντας προς τα πίσω, χωρίς να γυρίσω την πλάτη μου, βγήκα από το δωμάτιο. Αμέσως Μόλις βγήκα άρχισε πάλι η ανάκριση.
Είδα, παιδί μου, ότι όλη μας η ζωή, έργα, λόγια, σκέψεις είναι γραμμένα, θα δώσουμε για όλα λόγο.Όσο για τον Γέροντά μου πληροφορήθηκα ότι η ψυχή του πήγε πολύ καλά.
Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ.
Τον Άγιο Ιωάννη τον Pώσσο, ο Γέροντας τακτικά τον επισκεπτόταν, κυρίωςπηγαίνοντας για την Αθήνα για τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν. Κάποτε πήγα έλεγε Ο γέροντα και βλέπω τον άγιο ζωντανό μέσα στη λάρνακά του. Του λέω. – Άγιε μου πως περνούσες στη Μικρά Ασία, τι αρετές είχες και αγίασες; Ο Άγιος μου απάντησε. Μέσα στη σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα και με τα άχυρα σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω. Είχα και την ταπείνωση και την πίστη.
Σε λίγο μου λέει. Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατί ήρθαν τώρα δυο άνθρωποι και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο. Περίμενε να πάω να βοηθήσω. Ξαφνικά άδειασε η λάρνακα γιατι ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε, δεν τον είδα πως γύρισε, αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακα του σαν ένας άνθρωπος.
Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο π. Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο Ναό για την Θεία Λειτουργία περιέγραφε μέσα στο ιερό με πρόσωπο εκστατικό σε Πατέρες της Μονής του όσα ο Θείος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικό τω τρόπω» του είχε πει την νύχτα που πέρασε – «ο Θεός οίδε» - εμπρός στην Ιερά Λάρνακα με το αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό Του στο Προκόπι.Νομίζουν πως κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι Χριστιανοί. Εγώ όμως είμαι ζωντανός. Τους πάντες βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από την λάρνακα μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με βλέπουν. Εγώ τους βλέπω και τους ακούω τι λένε. Και πάλι μπαίνω στη λάρνακα μου. Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω. Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία.Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου; Του απάντησα. Δε βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά;Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου, πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε. Για αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Γιατί μεγάλη η αμαρτία στο κόσμο.Όχι, Άγιε μου του είπα ταραγμένος.Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. Στην Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά και όταν ήλθαμε στην Ελλάδα. Ύστερα Άγιε μου αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν. Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, απάντησε λυπημένα με μια σταθερή φωνή ο Όσιος και συνέχισε ότι θα γίνουν ορισμένες πλημμύρες, πυρκαγιές και άλλες καταστροφές στην περιοχή της Εύβοιας κα κάπου άλλα δεινά. Όλα όσα είπε ο Όσιος στον Γέροντα εκείνο το βράδυ πράγματι συνέβησαν και συμβαίνουν. Την πρώτη Αυγούστου 1990 κηρύχτηκε πόλεμος στον περσικό κόλπο., ενώ λίγο αργότερα στην Εύβοια έγιναν πλημμύρες από καταρρακτώδης βροχές, χάθηκαν ανθρώπινες ζωές και προξενήθηκαν μεγάλες υλικές καταστροφές και φωτιές κατέκαψαν δάση και άλλες εκτάσεις.
Όταν προσκομίζω , έλεγε ο Γέροντας, βλέπω τις ψυχές που περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω, και να θέλω να τις ξεχάσω δεν μπορώ. Έλεγε ο Γέροντας πολύ να προσέχουμε στην προσευχή μας τι ζητάμε από τον Θεό, γιατι παραδείγματος χάρη δεν ξέρουμε, όταν του ζητήσουμε δοκιμασία και μας τη δώσει,αν θα την αντέξουμε.
Έλεγε επισης ο Γέροντας.Όταν ο Ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα των πιστών στην Ιερά Πρόθεση κατεβαίνει Άγγελος Κυρίου και παίρνει την μνημόνευση αυτή και την πηγαίνει και την εναποθέτει στο Θρόνο του Δεσπότου Χριστού ως προσευχή γι` αυτούς που μνημονεύθηκαν.
Σκεφθείτε λοιπόν τι αξία έχει να σας μνημονεύσουν στην Αγία Πρόθεση. Κάποια φορά είχα ξεχάσει να μνημονεύσω στους κεκοιμημένους τη μητέρα μου, που ήταν Αγία γυναίκα. Όταν τελείωσα την Θεία Λειτουργία, και πήγα στο κελλάκι μου, Εκεί που καθόμουν, ήλθε η ψυχή το πνεύμα της μητέρα μου και μου είπε με παράπονο.Πάτερ Ιάκωβε δε με μνημόνευσες σήμερα. Πως μητέρα δεν σε μνημόνευσα. Κάθε μέρα σας μνημονεύω και μάλιστα την καλύτερη μερίδα σας βγάζω τις είπα. Όχι παιδί μου, σήμερα με ξέχασες και η ψυχή μου δεν αναπαύεται τόσο όσο τις άλλες μέρες που με μνημονεύεις, μου απάντησε. Σκεφθείτε τι μεγάλος κέρδος και ωφέλεια δέχεται η ψυχή όταν τη μνημονεύει ο ιερέας.
Είδα και την ψυχή του πατέρα μου, έλεγε ο Γέροντας, να κάθεται έξω από ένα απλό σπιτάκι σαν κελλάκι και του λέω. Πατέρα μου, εσύ που ήσουν και χτίστης, δεν έχτιζες ένα μεγαλύτερο σπίτι να μένεις άνετα, αλλά κάθεσαι σε ένα τέτοιο σπιτάκι; Τότε τι μου λέει. Παιδί μου, εσύ με τις προσευχές σου και τις ελεημοσύνες σου μου έκτισες το σπιτάκι αυτό και το έχω και μένω.
Ένα πνευματικό του παιδί λέει στον Γέροντα. Πήγαμε στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω. Κι ο γέροντας εντελώς φυσικά του λέει. Παιδί μου, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εδώ πριν λίγες ημέρες και συλλειτουργήσαμε!!
Πήγε κάποιος στον γέροντα και του λέει. Κάνω 3000 μετάνοιες το εικοσιτετράωρο. Του λέει ο γέροντας.Καλά κανείς παιδί μου, αλλά από τώρα κι ύστερα να κανείς 100 μετάνοιες, γιατί αργότερα θα κουραστείς και δεν θα κανείς καμία.
Για το θέμα της τηλεόρασης έλεγε. Η τηλεόραση - το κουτί του διαβόλου – κάνει μεγάλη ζημία, ιδιαίτερα στα παιδιά, γι αυτό και πρέπει να βγει από το σπίτι. στους γονείς που ρωτούσαν τι να κάνουμε τα παιδιά μας όταν δεν ακούνε τους έλεγε.Προσευχή θα κάνετε με πίστη, θα τα νουθετήσετε κι όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό το τρόπο. Γιατί με συγχωρείτε, με το αυστηρό δεν πάει.
Γιατί σου λέω σηκώνουμε και φεύγω και πάει. Κι είναι σήμερα Σόδομα και Γόμορρα και κάτι χειρότερο.
Είπε ο γέροντας. Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας μου ο πατήρ Νικόδημος, είπα στην προσευχή μου, που να πήγε άραγε η ψυχή του;Τότε είδα, όχι σε όνειρο, αλλά πνευματικό τω τρόπω ότι με φώναξε ο Γέροντας μου να του πάω τα κλειδιά της Μονής γιατί ήρθε ο Μέγας Αρχιερέας. Πήγα λοιπόν έξω από την πόρτα του κελιού που είναι πάνω από την είσοδο της μονής κι όταν έφτασα κοντά, ακούω ομιλίες, ερώτηση, απάντηση. Μσα γινόταν ανάκριση, εξέταση.Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο και τι να δω!!!....... ο Γέροντας μου στεκόταν όρθιος, ξεσκούφωτος με το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια σταυρωμένα με πολύ φόβο και ευλάβεια. Απέναντι του ήταν ο Μέγας Αρχιερέας καθήμενος επί θρόνου. Ο θρόνος ήταν μετέωρος ένα μέτρο πάνω από το δάπεδο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Χρυσό σαν καθαρό κερί, δεν μπορώ να το περιγράψω παιδί μου . Στα γόνατα του ήταν ανοιχτό ένα βιβλίο και μέσα ήταν γραμμένη η ζωή του Γέροντά μου. Ρωτούσε ο Μέγας Αρχιερέας και απαντούσε ο Γέροντας μου. Μόλις μπήκα μέσα σταμάτησε η ανάκριση, πήγα στον Γέροντα μου, του έβαλα μετάνοια και του έδωσα τα κλειδιά της Μονής. Γέροντα έφερα και τα κλειδιά της Λειψανοθήκης μην τυχόν θελήσει ο Αρχιερέας να προσκυνήσει τα Άγια Λείψανα, του είπα. Ο γέροντας μου τα πήρε. Ήθελα να βάλω μετάνοια και στον Μέγα Αρχιερέα, αλλά δεν μου είπε τίποτε ο Γέροντας μου και επειδή ήμουν υποτακτικός, δεν μπορούσα να κάνω κάτι χωρίς ευλογία. Έτσι βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα μου και υποκλινόμενος από μακριά στον Μέγα Αρχιερέα, βαδίζοντας προς τα πίσω, χωρίς να γυρίσω την πλάτη μου, βγήκα από το δωμάτιο. Αμέσως Μόλις βγήκα άρχισε πάλι η ανάκριση.
Είδα, παιδί μου, ότι όλη μας η ζωή, έργα, λόγια, σκέψεις είναι γραμμένα, θα δώσουμε για όλα λόγο.Όσο για τον Γέροντά μου πληροφορήθηκα ότι η ψυχή του πήγε πολύ καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου