Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Βίος και πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Σπυρίδωνος επισκόπου Τριμυθούντος του θαυματουργού


    
       Ο Άγιος Πατήρ ημών Σπυρίδων, Έλληνας το γένος, γεννήθηκε στην Κύπρο, σε μια περιοχή που ονομάζεται Άσσια, περίπου το 270μΧ. Νυμφεύθηκε και απέκτησε μία θυγατέρα, την οποία ονόμασε Ειρήνη. Χήρεψε όμως σχετικά σύντομα, οπότε έγινε δυνατό πια αυτό που ήταν επιθυμία όλων στην περιοχή του, να καταστεί επίσκοπός τους. Ο Άγιος Σπυρίδων εκλέχτηκε και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Τριμυθούντος (η περιοχή σήμερα κατά παραφθορά ονομάζεται Τρεμετουσιά, βρίσκεται δε στην πλευρά των κατεχομένων εδαφών). Ο Άγιος δεν ήταν πολυπράγμων, αλλά όντας ήσυχος χαρακτήρας αγαπούσε τον μονήρη βίο. Δεν είχε μεν βαθιά παιδεία, ούτε υπήρξε σπουδαίος ρήτορας, αλλά από την άλλη δεν πρέπει να θεωρείται και αστοιχείωτος και αγράμματος, όπως καθ’ υπερβολήν έχει επικρατήσει να λέγεται προκειμένου να τονιστεί το θαύμα που έπραξε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Παρομοίως, σίγουρα δεν ήταν φτωχότατος, αλλά είχε κοπάδι με αιγοπρόβατα αλλά και κάποια κτήματα. Ο άγιος συνελήφθηκε κατά τον επί Μαξιμίνου διωγμό (308 – 313μΧ), πιθανόν δε να απελευθερώθηκε δυνάμει του διατάγματος των Μεδιολάνων (313μΧ). Έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, στα πρακτικά της οποίας όμως δεν φέρεται υπογεγραμμένος, την εκεί παρουσία του όμως μαρτυρούν αφενός το πασίγνωστο θαύμα του κεραμιδιού, αφετέρου ιστορικοί της Εκκλησίας (Σωκράτης Σχολαστικός, Μιχαήλ Γλυκάς κ.α.) Μαρτυρείται επίσης ότι ο Άγιος Σπυρίδων συμμετείχε και στην εν Σαρδικεί Σύνοδο, μαζί με άλλους έντεκα Επισκόπους από την Κύπρο, περίπου το 342 ή 343μΧ. Ο Άγιος Σπυρίδων εκοιμήθη ειρηνικά το 348μΧ.

ΕΝ ΖΩΗ ΘΑΥΜΑΤΑ

Καταγεγραμμένα υπό Συμεών του Μεταφραστού, περιεχόμενα στον Μέγα Συναξαριστή.
  • ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΥΠΡΟΥ ΑΠΟ ΑΝΟΜΒΡΙΑ – ΠΕΙΝΑ
     Την περίοδο που ο Άγιος Σπυρίδων ήταν Επίσκοπος Τριμυθούντος, ενέσκηψε στην Κύπρο μεγάλη περίοδος ανομβρίας, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει για τον λόγο αυτό και μεγάλη πείνα στη νησί. Καθημερινώς πέθαιναν πολλοί εξαιτίας του λιμού. Ο Άγιος Σπυρίδων, όπως ήταν φυσικό, δεν άντεχε να βλέπει να αφανίζεται καθημερινώς με αυτόν μάλιστα τον τρόπο το λογικό του ποίμνιο, και εξέπεμψε προς τον Θεό δέηση να βρέξει. Με την προσευχή του Αγίου, αμέσως γέμισε ο ουρανός πυκνά νέφη, αλλά για να μην θεωρηθεί ότι η επερχόμενη βροχή θα προκαλείτο από φυσικά γεγονότα, τους νόμους και τα στοιχεία της φύσεως, τα νέφη αυτά οικονόμησε ο Θεός να στέκονται ακίνητα πολύ ώρα χωρίς να βρέχει, έως όπου ο Άγιος επανέλαβε την προσευχή του, οπότε τότε ξεκίνησε η περιπόθητη και ζωογόνος βροχή.

  • ΑΛΛΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΝΟΜΒΡΙΑΣ – ΠΕΙΝΑΣ
      Σε άλλη χρονική περίοδο, κατά την οποία η Κύπρος μαστιζόταν πάλι από λιμό, αναφέρεται ότι οι πλούσιοι έμποροι του νησιού κατακρατούσαν κρυμμένα σε αποθήκες τα τρόφιμα που εμπορεύονταν, προκειμένου από την μεγάλη ζήτηση και την ελάχιστη προσφορά να ανεβαίνουν περισσότερο οι τιμές. Κάποιος άπορος κατέφυγε σε κάποιον φιλάργυρο πλούσιο, προκειμένου να του δανείσει λίγο καρπό για να θρέψει την οικογένειά του. Παρά τα απελπισμένα παρακάλια του, δεν κατόρθωσε να πείσει τον πλούσιο να τον ελεήσει. Κατέφυγε λοιπόν στον Άγιο Σπυρίδωνα, και του εξέθεσε αφενός την προσωπική του ανάγκη, αφετέρου την σκληρή στάση του πλουσίου. Ο Άγιος τον παρηγόρησε λέγοντάς του ότι, την επομένη ημέρα, ο φτωχός αυτός θα δει το σπίτι του γεμάτο από καρπούς, ενώ ο πλούσιος θα χλευάζεται από όλους και να παρακαλά, αν και δεν θα το κάνει αυτό με τη θέλησή του, τον φτωχό να πάρει όσο σιτάρι θα ήθελε. Το ίδιο βράδυ, έβρεξε τόσο πολύ, ώστε κατεστράφησαν οι αποθήκες του πλούσιου, και ξεχύθηκαν οι πρώην ασφαλισμένοι καρποί στο μέσο του δρόμου, από όπου ο καθένας έπαιρνε όσο ήθελε, χωρίς ο πλούσιος πρώην ιδιοκτήτης να μπορεί να κάνει τίποτα για να αποτρέψει αυτό που γινόταν. Μεταξύ όσων επωφελούμενοι μάζευαν τα σιτηρά, ήταν και ο φτωχός που προαναφέραμε. Αφού ο πλούσιος, όταν με τα λόγια και τις απειλές προσπαθούσε να προστατεύσει την περιουσία του όχι μόνο τίποτα δεν κατόρθωνε, αλλά και αντιμετώπιζε τον χλευασμό από το συγκεντρωμένο πλήθος, προκειμένου να δείξει «γνώμη φιλόχρηστον» άρχισε να καλεί το πλήθος να πάρει όσο καρπό ήθελε ο καθένας. Από αυτό το περιστατικό όμως ωφελήθηκε εκείνος ο φτωχός καθώς και άλλοι, ο φιλάργυρος όμως πλούσιος δεν συμμορφώθηκε.

    Ο Ίερός Ναός Του, στην Κέρκυρα
  • ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΦΕΩΣ ΣΕ ΧΡΥΣΟ
      Κάποιος φτωχός γεωργός, την περίοδο αυτή του λιμού, κατέφυγε στον εν λόγω πλούσιο, προκειμένου να δανειστεί και ο ίδιος σιτηρά, πιστεύοντας ότι εκείνος ο φιλάργυρος θα σωφρονιζόταν από το πάθημά του. Αυτός όμως δεν μετεβλήθη καθόλου, και αρνήθηκε να δανείσει το παραμικρό. Ο φτωχός κατέφυγε στον Άγιο Σπυρίδωνα και του διηγήθηκε τα πάντα, την δική του ανέχεια και την στάση του πλουσίου. Ο Άγιος παρηγόρησε τον άνθρωπο εκείνο και τον έστειλε πίσω στο σπίτι του. Την επομένη, ο Άγιος, βγαίνοντας έξω από το σπίτι του, βρήκε κάποιο φίδι, το μάζεψε με τα χέρια και το φίδι μετεβλήθη σε χρυσό. Αυτό το χρυσό αντικείμενο πήγε ο ίδιος ο Άγιος στο σπίτι του φτωχού και του το παρέδωσε, προκειμένου να δανειστεί χρήματα βάζοντάς το ενέχυρο. Όταν ήλθε η νέα σοδειά, το χωράφι αυτού του φτωχού απέδωσε τόσο πολύ καρπό, ώστε εκείνος και όλες του τις ανάγκες κάλυψε, αλλά και το χρέος που είχε αναλάβει ξεπλήρωσε. Θέλησε λοιπόν, παίρνοντας πίσω το ενέχυρο, να το επιστρέψει στον Άγιο. Εκείνος πήρε το χρυσό φίδι, και μπροστά στα μάτια του ανθρώπου εκείνου προσευχήθηκε και μετεβλήθη πάλι το άψυχο χρυσό αντικείμενο σε ζωντανό φίδι, το οποίο ελεύθερο έφυγε για τη φωλιά του.

  • ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ – ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥ
         Κάποιος φίλος του Αγίου, ενάρετος άνθρωπος συκοφαντήθηκε, οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Όταν το έμαθε ο Άγιος, ξεκίνησε να βρει τον έπαρχο της περιοχής, προκειμένου να γλιτώσει τον φίλο του από τον άδικο θάνατο. Ήταν χειμώνας, και καθώς είχε βρέξει πολύ, είχε πλημμυρίσει ένα ποτάμι και δεν υπήρχε πέρασμα για να περάσουν απέναντι. Ο Άγιος προσευχόμενος διέταξε το ποτάμι να σταματήσει. Αυτό πράγματι σταμάτησε να τρέχει και από το κενό που δημιουργήθηκε πέρασαν και ο Άγιος αλλά και όλοι οι συνοδοιπόροι του, οι οποίοι και διηγήθηκαν το γεγονός στην πόλη. Ο έπαρχος μάλιστα, πληροφορηθείς και αυτός το θαύμα, ευλαβήθηκε τόσο τον Άγιο, ώστε αμέσως ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Αγίου, έδωσε χάρη σε εκείνον τον άνθρωπο που είχε άδικα καταδικαστεί και τον ελευθέρωσε.

  • ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
      Μετά από μια μακρά και κοπιαστική οδοιπορία του ο Άγιος κατέλυσε στην οικία κάποιου φίλου του, ο οποίος με μεγάλη χαρά τον υποδέχτηκε και τον φιλοξένησε, ετοίμασε μάλιστα μια λεκάνη με νερό για να του πλύνει τα πόδια. Τον ερχομό του Αγίου πληροφορήθηκαν και άλλοι στην περιοχή, και έσπευσαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευχή του. Μεταξύ αυτών ήταν και μια γυναίκα που είχε ζωή ιδιαιτέρως αμαρτωλή. Θέλησε αυτή να πλησιάσει και να φιλήσει τα πόδια του Αγίου. Αυτός, γνωρίζοντας με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος την αμαρτία της γυναίκας, την απέτρεψε, λέγοντάς την να μην τον ακουμπήσει, με τρόπο όμως πολύ ήπιο ώστε να μην ακούσει κανείς άλλος. Εκείνη δεν υπάκουσε, και τον πλησίασε περισσότερο. Ο Άγιος τότε την έλεγξε με έντονο ύφος, ώστε να τον ακούσουν όλοι οι παριστάμενοι, για την αμαρτία της, την οποία και κατονόμασε. Η γυναίκα τότε ήρθε σε συναίσθηση της αμαρτίας της, μετανόησε, έπεσε στα πόδια του Αγίου και με θερμά δάκρυα εξομολογήθηκε ενώπιον πάντων την αμαρτία της, ζητώντας συγχώρηση. Όπως ήταν φυσικό, ο Άγιος την συγχώρεσε και την ενθάρρυνε να ζήσει μακριά από την αμαρτία. Αυτή η διάκριση του Αγίου, η οποία και έφερε σε μετάνοια την γυναίκα αυτή, αλλά και αυτή η μεταστροφή της γυναίκας, αποτέλεσαν και σε άλλους αιτία διορθώσεως.

  • ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΝΕΚΡΗΣ ΚΟΡΗΣ
      Η μονάκριβη κόρη του Αγίου, Ειρήνη, πέθανε όταν ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη Νίκαια όπου πραγματοποιήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του Αγίου στην πατρίδα του, κάποια γυναίκα ήρθε σε αυτόν κλαίγοντας και του είπε πως είχε αυτή δώσει παρακαταθήκη (για φύλαξη δηλαδή) στην κόρη του Αγίου κάποιο πολύτιμο κόσμημα, και τώρα πια δεν θα μπορούσε να το βρει αφού η Ειρήνη πέθανε χωρίς να πει σε κανέναν πού το είχε φυλάξει. Ο Άγιος, αφού επιμελώς ερεύνησε όλο το σπίτι και δεν το βρήκε, πήγε στον τάφο της κόρης του, μάλιστα δε όχι μόνος του αλλά με συνοδεία αρκετών, στάθηκε πάνω στο μνήμα της νεκρής και της μίλησε σαν να ήταν ζωντανή και παρούσα, ρωτώντας την πού είχε βάλει το κόσμημα, εκείνη του αποκρίθηκε πού το είχε κρυμμένο, και ο Άγιος, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, την αποχαιρέτησε στέλνοντάς την στην ανάπαυσή της. Το θαύμα αυτό ολοκληρώθηκε όταν πήγε ο Άγιος με τη συνοδεία εκείνη στον τόπο που υπέδειξε η νεκρή και εκεί πράγματι βρήκε το κόσμημα, το οποίο και παρέδωσε στην γυναίκα που το είχε ζητήσει.



  • ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ
      Μετά την κοίμηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το ρωμαϊκό βασίλειο μοιράστηκε στους δύο γιους του. Το ανατολικό τμήμα έλαβε ο Κωνστάντιος. Αυτός, βρισκόμενος στα μέρη της Αντιόχειας, ασθένησε σοβαρά, και δεν έβρισκε θεραπεία από κανέναν ιατρό. Κάποια νύχτα είδε το εξής όραμα: Άγγελος Κυρίου του επιδείκνυε χορό επισκόπων, στο μέσο των οποίων στέκονταν δύο, ως αρχηγοί και προστάτες αυτών. Ο Άγγελος λοιπόν του έδειξε αυτούς τους δύο επισκόπους και του είπε ότι μόνον αυτοί οι δύο θα μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Όταν ξύπνησε ο Κωνστάντιος, αναρωτιόταν ποιοι θα μπορούσε να ήταν εκείνοι οι δύο επίσκοποι: ο Άγγελος δεν τους κατονόμασε, ούτε είπε κάποια λεπτομέρειας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανεύρεσή τους. Μη έχοντας άλλη λύση, ο βασιλιάς Κωνστάντιος κάλεσε όλους τους επισκόπους του βασιλείου του. Υπακούοντας στην βασιλική διαταγή, πήγε και ο Άγιος Σπυρίδων, συνοδευόμενος από έναν άγιον άνθρωπο και φίλο του, που ονομαζόταν Τριφύλλιος. Αυτός δεν ήταν επίσκοπος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας από τους δύο επισκόπους που είχε υποδείξει ο Άγγελος: ήταν ήδη εψηφισμένος (εκλεγμένος) από την χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Πηγαίνοντας οι δυο τους στο ανάκτορο για να επισκεφθούν τον βασιλιά Κωνστάντιο, και καθώς ήταν πολύ ταπεινά ενδεδυμένοι, αντιμετώπισαν την περιφρόνηση κάποιου αυθάδη υπηρέτη, ο οποίος μάλιστα, μην γνωρίζοντας πως ο Άγιος Σπυρίδων ήταν αρχιερεύς, τον χαστούκισε. Ο Άγιος πολύ φυσικά έκανε εκείνο που ο ίδιος ο Κύριος είχε προστάξει, γύρισε και το άλλο μάγουλα για να δεχτεί και δεύτερο ράπισμα. Αυτό συγκλόνισε τον υπηρέτη εκείνο, και όταν μάλιστα έμαθε πως ο άνθρωπος που είχε χτυπήσει ήταν επίσκοπος, έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας συγχώρηση. Όταν ο Άγιος εισήλθε με τον Τριφύλλιο στην αίθουσα όπου βρισκόταν ο Κωνστάντιος, εκείνος αναγνώρισε μεν τον Άγιο Σπυρίδωνα, ως έναν εκ των δύο επισκόπων του οράματος, αλλά όχι και τον Τριφύλλιο, και έτρεξε κατευθείαν στον Άγιο ζητώντας του πολύ ταπεινά την ευχή του προκειμένου να ιαθεί. Μόλις ο Άγιος ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του Κωνστάντιου, εκείνος αμέσως θεραπεύτηκε. Ο βασιλιάς θέλησε να ανταμείψει υλικά τον Άγιο για αυτή του την ευεργεσία, εκείνος όμως με κανέναν τρόπο δεν δεχόταν να πάρει χρήματα. Ο βασιλιάς τελικά τον ανάγκασε, μη επιτρέποντάς του να φύγει χωρίς κάποια πολύ μεγάλη αμοιβή, ο Άγιος όμως, προτού διαβεί τα όρια της περιοχής, την είχε μοιράσει σε όποιους φτωχούς συναντούσε. Ο Κωνστάντιος το έμαθε, και νομοθέτησε εξαιτίας αυτού, πρώτος στην ιστορία, φορολογικές απαλλαγές για τους ορθοδόξους κληρικούς.

  • ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ ΑΥΤΗΣ
      Σε κάποιο σπίτι όπου φιλοξενείτο ο Άγιος εισήλθε μία γυναίκα αλλοεθνής, μη γνωρίζουσα μάλιστα ελληνικά, κρατώντας στην αγκαλιά της νεκρό βρέφος, αυτό το βρέφος έθεσε στα πόδια του Αγίου, και με δάκρυα του έκανε νεύματα να το αναστήσει. Ο άγιος από ταπείνωση δεν ήθελε να τολμήσει να ζητήσει κάτι τόσο μεγάλο από τον Θεό, και συμβουλεύθηκε για αυτό τον διάκονό του Αρτεμίδωρο. Εκείνος τον προέτρεψε να λυπηθεί εκείνη την πονεμένη μάνα. O Άγιος ταπεινώς αλλά θερμώς προσευχήθηκε στον Κύριο για το νεκρό εκείνο βρέφος, και πράγματι, εκείνο αναστήθηκε και ζητούσε να φάει. Η μητέρα όμως του παιδιού, βλέποντας το τερατώδες αυτό γεγονός, από το υπερβολικό του πράγματος αλλά και από την άμετρη χαρά της έπεσε νεκρή. Μετά από νέα παραίνεση του διακόνου Αρτεμιδώρου, ο Άγιος προσευχήθηκε πάλι, αυτή τη φορά για τη νεκρή μητέρα, και πράγματι αναστήθηκε και εκείνη. Το γεγονός αυτό διέταξε ο Άγιος την γυναίκα και τον διάκονό του να μην το φανερώσουν πουθενά, και δεν μαθεύτηκε παρά μόνον μετά την κοίμησή του.

  • ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΑΤΗΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ – ΠΩΛΗΣΗ ΑΙΓΩΝ
      Όταν είχε επιστρέψει πια στην Κύπρο από την Αντιόχεια, ο Άγιος συμφώνησε με κάποιον να του πουλήσει εκατό κατσίκες από το κοπάδι του. Είπε μάλιστα ο Άγιος, να βάλει ο αγοραστής το συμφωνηθέν τίμημα σε κάποιο μέρος και να πάει ο ίδιος να διαλέξει και να πάρει τα ζώα. Ο άλλος όμως, βλέποντας ότι ο Άγιος δεν μετρούσε τα χρήματα, κράτησε το αντίτιμο μιας και πλήρωσε για τις άλλες ενενήντα εννιά. Ο άγιος κατάλαβε τον δόλο του ανθρώπου, και του είπε να μπει στο κοπάδι και να πάρει όσες είχε ξεπληρώσει. Εκείνος όμως πήρε εκατό, αλλά καθώς ξεκίνησε να φύγει, η κατσίκα επέστρεψε στο κοπάδι του Αγίου. Όσο και αν προσπαθούσε να την αποσπάσει ο άνθρωπος αυτός από εκεί, δεν κατάφερνε τίποτα. Το ζώο αντιμαχόταν με μεγάλο πείσμα, σαν να μην ήθελε με τίποτα να φύγει από το κοπάδι. Ο Άγιος τότε, πολύ διακριτικά, τον ρώτησε μήπως είχε ξεχάσει να πληρώσει για το ζώο, οπότε για αυτό εκείνο δεν ήθελε να πάει μαζί του. Ο αγοραστής τότε συναισθάνθηκε την αδικία που έπραξε και την αγιότητα του ανθρώπου που ήθελε να αδικήσει, ζήτησε συγνώμη και πλήρωσε το αντίτιμο και του ζώου αυτού.

  • ΤΙΜΩΡΙΑ ΑΝΥΠΑΚΟΥΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ
      Σε κάποιο χωριό, όπου πήγε για κάποια υπόθεσή του, ο Άγιος θέλησε να τελέσει εσπερινό, όντας όμως κατάκοπος από το ταξίδι του διέταξε τον διάκονο του χωριού εκείνου να πει τα μαθήματα του εσπερινού σύντομα. Ο διάκονος όμως, θέλοντας να αυτοπροβληθεί για τη μουσική του ικανότητα και τη φωνή του, ξεκίνησε να λέει το «κύριε εκέκραξα» σε πολύ αργό μέλος. Ο άγιος βαρύνθηκε, και αυστηρά του είπε να σωπάσει. Από εκείνη τη στιγμή ο διάκονος έχασε τελείως τη φωνή του και έμεινε βουβός. Ο Άγιος τελείωσε μόνος του τον εσπερινό, και φυσικά, όταν ο διάκονος και οι συγγενείς του θερμά τον παρακάλεσαν να ευσπλαχνισθεί τον διάκονο, ο Άγιος προσευχήθηκε, και η φωνή επανήλθε στον διάκονο, όχι όμως υψηλή και γλυκιά όπως αρχικά, αλλά λίγο πιο βραχνή, ώστε πια να μην επαίρεται.

  • ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
       Κάποια φορά ο Άγιος λειτουργούσε μόνος του, μάλιστα χωρίς να έχει προσέλθει κανείς άλλος στον ναό παρά μόνον ο διάκονός του, ο οποίος έκανε τον εκκλησιαστικό (άναβε τα καντήλια, τα εισοδικά κλπ). Κάποια στιγμή που ο λειτουργός απευθύνθηκε προς το νοητό εκκλησίασμα, ευλογώντας το και εκφωνώντας «ειρήνη πάσι», ακούστηκε πολύ δυνατά και αρμονικά, σαν από χορωδία η απάντηση «και τω πνεύματί σου», παρομοίως δε ακούγονταν σε κάθε αίτηση που εκφωνούσε ο Άγιος «κύριε ελέησον», μάλιστα τόσο καθαρά και δυνατά, που ακούστηκαν και έξω από την εκκλησία σε πολλούς, οι οποίοι παρακινημένοι από την γλυκύτητα της ψαλμωδίας εισέρχονταν στο ναό, και εκεί έβλεπαν μόνον τον λειτουργούντα αρχιερέα και κανέναν άλλο, εξακολουθούσαν όμως να ακούν ολόκληρη την ψαλμωδία.

  • ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΥ
       Ενώ βρισκόταν ο Άγιος στη μέση κάποιας εσπερινής ακολουθίας, είδε ότι είχε σωθεί το λάδι στο καντήλι και επρόκειτο να σβήσει. Λυπήθηκε τότε, γιατί δεν είχε άλλο λάδι να βάλει, όμως απάντηση στη λύπη αυτή ήρθε από τον ουρανό: θεία δύναμις εξεχείλισε με λάδι το καντήλι, ώστε να χύνεται και κάτω, γέμισαν δε από εκείνο το λάδι οι υπηρέτες του ναού πολλά δοχεία.

  • ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
        Κάποια φορά επισκέφθηκε ο Άγιος στην Κυρήνεια τον φίλο του Τριφ΄θλλιο, ο οποίος τότε ήταν εκεί επίσκοπος. Καθώς περπατούσαν οι δύο σε μια ωραία τοποθεσία, ο Τριφύλλιος επεθύμησε, ζηλεύοντας την ομορφιά του τοπίου, να αποκτήσει και ο ίδιος εκεί κάποιο περιβόλι. Ο Άγιος κατάλαβε τι σκεφτόταν ο φίλος του, και χωρίς εκείνος να του πει τίποτα τον συμβούλεψε να μην ποθεί τα επίγεια και προσωρινά, αλλά τα ουράνια και αιώνια, αυτά για τα οποία πράγματι είναι προορισμένος ο άνθρωπος. Όπως ήταν φυσικό, ο Τριφύλλιος εξεπλάγη από την διάκριση του Αγίου.
Αυτό του το χάρισμα ήταν αιτία να στραφεί στην αληθινή των Χριστιανών πίστη ένας ειδωλολάτρης. Κάποτε φιλοξένησε ο Άγιος μια ευσεβέστατη γυναίκα, η οποία είχε ειδωλολάτρη σύζυγο. Εκείνος είχε μεν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Αγίου, δεν άκουγε όμως με τίποτα τις συμβουλές και προτροπές αυτού να ακολουθήσει την χριστιανική πίστη. Αφού ο Άγιος παρέθεσε τράπεζα στο ζευγάρι αυτό, την ώρα που συνέτρωγαν γύρισε και είπε στον υπηρέτη του δυνατά, ώστε να ακούγεται από όλους, ότι ο βοσκός τους αποκοιμήθηκε και έχασε το κοπάδι τους και για αυτό τώρα έρχεται να τους το αναγγείλει, είναι μάλιστα έξω από την πόρτα, είπε δε στους υπηρέτες να μην αποπάρουν τον βοσκό αλλά να τον καθησυχάσουν γιατί το κοπάδι είναι ασφαλισμένο σε κάποιο μέρος, το οποίο ο Άγιος κατονόμασα. Πράγματι όλα έγιναν έτσι όπως τα ανέφερε ο Άγιος. Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, χτύπησε την πόρτα ο βοσκός του και κλαίγοντας του διηγήθηκε πως αποκοιμήθηκε και έχασε τα πρόβατα, οι υπηρέτες τον έστειλαν να ψάξει στο μέρος που υπέδειξε ο Άγιος, και μετά από λίγη ώρα ο βοσκός επανήλθε λέγοντας πως βρήκε το κοπάδι στο υποδειχθέν μέρος. Όπως ήταν φυσικό, ο ειδωλολάτρης, ενώπιον του οποίου συντελέσθηκαν όλα αυτά, θαύμασε τον Άγιο και πίστεψε και ο ίδιος στον αληθινό Θεό.

  • ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΛΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΟΠΑΔΙΟΥ ΤΟΥ
      Κάποια νύχτα εισήλθαν στη μάντρα του Αγίου κλέφτες, θέλοντας να κλέψουν αιγοπρόβατα. Μόλις όμως μπήκαν στην αυλή, αμέσως έμειναν ακίνητοι, σαν δεμένοι από αόρατη δύναμη, όρθιοι και με τα χέρια πίσω, σαν κατάδικοι. Το πρωί τους βρήκε σε αυτήν την θέση ο Άγιος, τους λυπήθηκε, προσευχήθηκε για αυτούς., και τότε έπεσαν από πάνω τους εκείνα τα αόρατα δεσμά. Τους συμβούλεψε να εργάζονται για το ψωμί τους, και τους ξεπροβόδισε με χαρούμενο, ιλαρό πρόσωπο. Τους χάρισε μάλιστα και δύο κριάρια, όπως είπε για τον κόπο της αγρυπνίας τους.

  •  ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΕΙΔΩΛΟΥ
        Μετά την άνοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου στο θρόνο της αυτοκρατορίας, και αφού πια είχε πλήρως επικρατήσει η χριστιανική πίστη, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας συγκάλεσε τοπική σύνοδο, προκειμένου να πεμφθεί δέηση προς τον Κύριο να συντριβούν όσα είδωλα βρίσκονταν ακόμα στις θέσεις τους θυμίζοντας ζοφερές εποχές. Από την γενομένη δέηση πράγματα συνετρίβησαν όλα τα είδωλα πλην ενός, το οποίο με τίποτα δεν έπεφτε από τη θέση του. Σε ενύπνιό του ο Πατριάρχης πληροφορήθηκε ότι μόνον αν έλθει από την Κύπρο ο Επίσκοπος Τριμυθούντος θα γκρεμιζόταν το είδωλο εκείνο. Ο πατριάρχης προσκάλεσε τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Αλεξάνδρεια, εκείνος υπάκουσε στην πρόσκληση, και μόλις ο Άγιος πάτησε το πόδι του από το καράβι στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, αμέσως το είδωλο εκείνο γκρεμίστηκε. Ο πατριάρχης κατάλαβε από το γεγονός αυτό ότι ο Άγιος Τριμυθούντος είχε φτάσει, και κατέβηκε στο λιμάνι, συνοδευόμενος από αρχιερείς, κλήρο και λαό για να τον υποδεχτεί.



Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Η Αγία και περιώνυμος Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συναθροίσθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στην Νίκαια το 325μΧ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η καλπάζουσα αίρεση του Αρείου (βασική της θέση ήταν ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν κτίσμα, και όχι προαιώνιος ο ίδιος Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός). Σε αυτήν έλαβαν μέρος 318 θεοφόροι Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι Άγιοι Επίσκοποι Σπυρίδων (Τριμυθούντος), Νικόλαος (Μύρων), Παφνούτιος (Άνω Θηβαΐδος), Απολλόδωρος (Κερκύρας), ο τότε ιερομόναχος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρος, εκπροσωπόντας τον κλινήρη Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Μητροφάνη, ο τότε ιεροδιάκονος και μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος, εκπροσωπόντας τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι είχαν να αντιμετωπίσουν την χαρισματική προσωπικότητα του Αρείου αλλά και πλήθος ομοδόξων με αυτόν Αρχιερέων (Νικομηδείας Ευσέβιος, Νικαίας Θέογνις, Χαλκηδόνων Μακάριος κ.α.) Στις συζητήσεις που γίνονταν συμμετείχε με το μέρος του Αρείου και κάποιος γνωστότατος της εποχής φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, του οποίου η φυσική ευγλωττία και η ευρύτατη μόρφωση δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τους Ορθοδόξους. Σε αυτόν απευθύνθηκε ο άγιος Σπυρίδων, σε κάποια αποστροφή του λόγου του, και τον κάλεσε να συνομιλήσει μαζί του. Ο Άγιος Σπυρίδων προέβη σε Ορθόδοξη Ομολογία Πίστεως, ονομάζοντας τον Ιησού Χριστό Υιό και Λόγο του Θεού αληθή, Ομοούσιον με τον Πατέρα, Σύνθρονον, Ομότιμον και Ομόδοξον, πρόσθεσε δε ότι αν και η Αγία Τριάς αποτελείται από τρία διακριτά πρόσωπα, τρεις υποστάσεις, εν τούτοις τα πρόσωπα αυτά είναι ένας Θεός, μία Ουσία άρρητος και ακατάληπτος.


 Και προς πίστωση των λόγων του αυτών, πήρε στο αριστερό του χέρι ένα κεραμίδι. Έκανε με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού και αναφώνησε «εις το όνομα του Πατρός»: αμέσως η φωτιά με την οποία είχε ψηθεί το κεραμίδι ανέβηκε ως φλόγα προς τα πάνω. Λέγοντας «και του Υιού», το νερό με το οποίο πλάστηκε το κεραμίδι χύθηκε κάτω, όταν είπε «και του Αγίου Πνεύματος», άνοιξε το χέρι του και φάνηκε μέσα στη χούφτα του το χώμα που είχε απομείνει, και με το οποίο είχε κατασκευαστεί το κεραμίδι. Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε το θαύμα αυτό, ώστε ο φιλόσοφος εκείνος Ευλόγιος ομολόγησε ότι νικήθηκε και ακολούθησε και ο ίδιος το Ορθόδοξο δόγμα, από τους υπόλοιπους δε υποστηρικτές του Αρείου μόνον έξι παρέμειναν με αυτόν μετά το θαύμα αυτό, όλοι οι υπόλοιποι μεταστράφηκαν.
      Σχετικά με την παρουσία του Αγίου στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αναφέρεται και το εξής θαύμα, το οποίο δεν έχει καταγραφεί, αλλά έχει διασωθεί διά της προφορικής παραδόσεως. Ο Άγιος, πηγαίνοντας στη Νίκαια, ταξίδευε με τον διάκονό του πάνω σε δυο άλογα, ένα μαύρο και ένα άσπρο. Κάποιο βράδυ, σε κάποιο πανδοχείο που κατέλυσε, συναντήθηκε με μία ομάδα κληρικών που επίσης ταξίδευαν για να λάβουν μέρος στη Σύνοδο, αυτοί όμως ήταν θερμότατοι υποστηρικτές της αιρέσεως του Αρείου. Όταν κατάλαβαν ότι ο Άγιος Επίσκοπος Τριμυθούντος που πήγαινε στη Σύνοδο δεν είχε τις ίδιες με αυτούς δοξασίες, θέλησαν να τον εμποδίσουν να φτάσει στη Νίκαια, οπότε αλλοιώνοντας έτσι τη σύνθεση της Συνόδου θα είχαν μεγαλύτερες ελπίδες σε μια ενδεχόμενη τελική ψηφοφορία. Το βράδυ λοιπόν εκείνο θανάτωσαν τα δύο άλογα του Αγίου, για να σιγουρευτούν μάλιστα κατέκοψαν τελείως τα κεφάλια από αυτά. Το πρωί, πηγαίνοντας ο διάκονος να ετοιμάσει τα ζώα για να φύγουν, είδε τι είχε γίνει και το διηγήθηκε απελπισμένος στον Άγιο. Εκείνος, με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου, του παρήγγειλε να βάλει τα κεφάλια των αλόγων πίσω στη θέση τους, μετά να τα σελώσει και να τα βγάλει έξω για να φύγουν. Ο διάκονος υπάκουσε, κατά Θεία Πρόνοια όμως έκανε ένα λάθος: μη διακρίνοντας καλά στο σκότος του στάβλου έβαλε τα κεφάλια των ζώων ανάποδα, δηλαδή το καθένα στον κορμό του άλλου. Τα ζώα πραγματικά ζωντάνεψαν, και οι δύο, ο Άγιος και ο διάκονός του, συνέχισαν το ταξίδι. Πριν φτάσουν στη Νίκαια συναντήθηκαν ξανά με την ομάδα εκείνη των αιρετικών, οι οποίοι όμως τώρα εξεπλάγησαν βλέποντας τα δύο εκείνα ζώα που οι ίδιοι σκότωσαν να είναι ζωντανά, και μάλιστα το καθένα να φέρει το κεφάλι του άλλου, το μαύρο άλογο να έχει άσπρο κεφάλι, το δε άσπρο άλογο να έχει μαύρο κεφάλι. Κατάλαβαν τι είχε συμβεί, και αναγνωρίζοντας έτσι την αγιότητα του Αγίου Σπυρίδωνα παραδέχτηκαν και την ορθόδοξή του πίστη: ήταν οι ίδιοι καλοπροαίρετοι, και αναλογίστηκαν ότι προφανώς η αλήθεια δεν μπορεί να βρίσκεται παρά με το μέρος εκείνου του αγίου Επισκόπου.

ΟΣΙΑΚΗ ΚΟΙΜΗΣΗ

Την περίοδο του θερισμού, ο Άγιος εργαζόταν στο χωράφι του μαζί με κάποιους εργάτες. Χωρίς να υπάρχει το παραμικρό νέφος στον ουρανό, φάνηκαν να έρχονται από τον ουρανό μικρές ψιχάλες, σαν σταγόνες δροσιάς, δροσίζοντας το κεφάλι μόνο του Αγίου και κανενός άλλου. Όταν κατάλαβε στο κεφάλι του αυτή την ουράνια δροσιά ο Άγιος, ανήγγειλε στους εκεί παρευρισκομένους ότι σε λίγο καιρό από τότε επρόκειτο να κοιμηθεί. Ο Άγιος εκοιμήθη την 12η Δεκεμβρίου του ίδιου εκείνου έτους (348μΧ).



ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ

     Ο Κύπριος ιστορικός και συγγραφέας Νέαρχος Κληρίδης μας πληροφορεί ότι μετά την κοίμηση του Αγίου, το σώμα του τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λάρνακα (υπάρχει έως και σήμερα η λάρνακα αυτή). Εκεί έμεινε για τρεις αιώνες περίπου, οπότε το 648, εξαιτίας των εκτεταμένων επιδρομών των Σαρακηνών, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη για ασφάλεια. Τριακόσια έτσι περίπου χρόνια μετά την κοίμηση και ταφή του Αγίου, το άριστα διατηρημένο σώμα του ανακομίστηκε και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλάχθηκε στο «Αποστολείον» (Βασιλική των Αγίων Αποστόλων). Ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός είχε χτιστεί για να χρησιμεύσει ως μαυσωλείο των Πατριαρχών και Αυτοκρατόρων. Εκεί θάφτηκε πρώτος ο Μέγας Κωνσταντίνος, και εκεί φυλάχτηκαν τα τίμια λείψανα των μεταξύ άλλων: Αποστόλων Ανδρέου, Λουκά, Τιμοθέου, Ματθαίου, Πατριαρχών Ιωάννου Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Θεολόγου, Αγίων Μεθοδίου Ομολογητού, Φλαβιανού, της Οσίας Θεοδώρας της Αυγούστας. Όταν τη νύχτα εκείνη του 1453 καταλήφθηκε η Πόλις από τους Οθωμανούς, ένας από τους ιερείς του ναού, ονομαζόμενος Γεώργιος Καλοχαιρέτης, μετέφερε τα λείψανα των Αγίων Σπυρίδωνος και Θεοδώρας σε πλοίο, στο οποίο επιβιβάστηκε ο ίδιος με την οικογένειά του με προορισμό την Ηπειρωτική Ελλάδα. Εξαιτίας τρικυμίας, καταφεύγει πρώτα στην Ίμβρο. Στη μέρος που αγκυροβόλησε το πλοίο με τα Ιερά Λείψανα, οι ευσεβείς Ιμβριώτες ανήγειραν Ιερό Ναό προς τιμήν του Αγίου Σπυρίδωνος.
      Με το πλοίο ο Καλοχαιρέτης έφτασε μέχρι τη Θεσσαλία, εκεί φόρτωσε τα Ιερά Λείψανα (η παράδοση λέει πάνω σε κάποιο ζώο, τοποθετώντας τα μέσα σε σακιά με άχυρα, για να ξεγελάσει τους κατακτητές, και μέσω Άρτης έφτασε τελικά στην Κέρκυρα, πιθανώς το 1456.
       Αρχικά τα δύο αυτά Ιερά Λείψανα φιλοξενήθηκαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου και παρέμειναν αρκετά χρόνια, ακόμα και μετά την θάνατο του ιερέα Γεωργίου Καλοχαιρέτη το 1465. Και ενώ το Ιερό λείψανο της Αγίας Θεοδώρας είχε δωρηθεί με επίσημη νοταρική (συμβολαιογραφική) πράξη από τον διάδοχο γιο του Καλοχαιρέτη, Μάρκο, στην Κοινότητα της Κέρκυρας, για το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος ξεκίνησε μια δικαστική διαμάχη μεταξύ των κληρονόμων του Γεωργίου Καλοχαιρέτη και του εφημερίου του Ιερού Ναού Αγ. Αθανασίου Γρηγορίου Πολυεύκτου. Τελικά η διαμάχη αυτή έληξε με την επιστροφή του λειψάνου στην οικογένεια Καλοχαιρέτη: ο μικρότερος γιος Φίλιππος, ήδη ιερέας, έχοντας υποσχεθεί ότι θα μετέφερε το Λείψανο στη Βενετία, κατόρθωσε και πήρε την ευνοϊκή για αυτόν απόφαση. Η αντίδραση όμως σύσσωμου του λαού της Κέρκυρας, που ήδη είχε υπεραγαπήσει τον Άγιο, ματαίωσε τη μεταφορά του λειψάνου.
      Από τον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου, ο ιερέας Φίλιππος Καλοχαιρέτης μετέφερε το Ιερό Λείψανο στον Ιερό Ναό του Αγίου Λαζάρου, κάπου περίπου στα νοτιοδυτικά του Νέου Φρουρίου, όπου και παρέμεινε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (ίσως μόλις έξι μήνες), και από εκεί μεταφέρθηκε στον Ιερό Ναό Ταξιάρχου Μιχαήλ (στο 0βριοβούνι). Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1528 ή 1531-32, οπότε μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο ναό που είχε χτιστεί προς τιμήν του Αγίου στην περιοχή του Σαρρόκου, σε μια περιοχή που τότε ονομαζόταν «Κουκουναριά».
        Ο ιερέας Φίλιππος Καλοχαιρέτης πέθανε κάπου μεταξύ του 1522 – 1527, κληρονομήθηκε δε από τον γαμπρό του Σταματέλλο Βούλγαρη, ο οποίος είχε νυμφευθεί μία από τις πέντε συνολικά θυγατέρες του Καλοχαιρέτη, την Ασημίνα: ενώ ο Φίλιππος είχε προλάβει να προικίσει και να παντρέψει τις τέσσερις μεγαλύτερες θυγατέρες του, δεν πρόλαβε να κάνει το ίδιο και για την μικρότερη. Όταν πέθανε λοιπόν, κληρονομήθηκε από την σύζυγό του πρεσβυτέρα Μαρία Καλοχαιρέτη, και αυτή, όταν έφτασε η ώρα του γάμου της κόρης της Ασημίνας, της έδωσε μεταξύ άλλων ως προίκα (έχει διασωθεί και το σχετικό «προικοσύμφωνο»), και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος! Προφανώς το σεπτό σκήνωμα του Αγίου ήταν ήδη αρκετά κερδοφόρο για τους κατόχους, ή τουλάχιστον για όσους είχαν την δυνατότητα να το εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι το προικοσύμφωνο αυτό το κατήγγειλε η τριτότοκη κόρη του π. Φιλίππου, Αντώνω, η οποία υποστήριζε πως η μητέρα της Μαρία την αδίκησε διαθέτοντας το Λείψανο αποκλειστικά στην μικρότερη κόρη της Ασημίνα, και διεκδίκησε οικονομικό μερίδιο από την εκμετάλλευση του Λειψάνου. Αργότερα, παρουσιάζεται η δευτερότοκη κόρη, Πετρού, να μεταβιβάζει στον γιο της Σπύρο Πιέρη τα νόμιμα δικαιώματά της από τα έσοδα που προέρχονταν από την παρουσία του Ιερού Λειψάνου στην Κέρκυρα! Η όλη αυτή διαμάχη των επιγόνων ξεκαθαρίστηκε όταν ο γιος της Ασημίνας Καλοχαιρέτη και του Σταματέλλου Βούλγαρι και εγγονός του Φιλίπου Καλοχαιρέτη, Αρτέμιος Βούλγαρις, έγινε Πρωτοπαππάς Κερκύρας το 1606. Έκτοτε, το Ιερό Λείψανο «περιέρχεται» στην οικογένεια Βούλγαρι, όπου και θα παραμείνει για εκατοντάδες χρόνια.
        Τον Αύγουστο του 1537 η Κέρκυρα πολιορκήθηκε από πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις, επικεφαλής των οποίων ήταν ο περιβόητος πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Χιλιάδες Κερκυραίοι είχαν τότε φονευθεί από τον τουρκικό στρατό, που ανενόχλητος αλώνιζε καταστρέφοντας την Κερκυραϊκή ύπαιθρο, ενώ γύρω στους 22.000 ήταν οι αιχμάλωτοι Κερκυραίοι που πουλήθηκαν σκλάβοι στην Πόλη. Ο Ενετός στρατηγός Φαβιέρος, υποχρέωσε τον άμαχο πληθυσμό της πόλης να παραμείνει έξω από τα τείχη του Φρουρίου, προκειμένου αυτοί να κορέσουν την μανία των Τούρκων, και έτσι οι προνομιούχοι που είχαν καταφύγει εντός των τειχών του Φρουρίου να γλίτωναν. Παράλληλα, έλαβε χώρα και η απάνθρωπη δοσοληψία, να εκβιάζονται όσοι είχαν κάποια περιουσία, προκειμένου να εξαγοράσουν τη δυνατότητα εισόδου τους μέσα στο φρούριο και να σωθούν. Ολόκληρη η παλαιά πόλη της Κέρκυρας ήταν κτισμένη μέσα στο παλαιό κάστρο, και είχε έτσι άριστη θωράκιση από ανάλογες επιδρομές, είχε όμως χώρο αρκετά περιορισμένο. Αυτή την δύσκολη περίοδο ο Σταματέλλος Βούλγαρις κατόρθωσε να μεταφέρει το Ιερό Λείψανο του Αγίου σε έναν ναΐσκο μέσα στο Φρούριο, τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων. Οι Τούρκοι την χρονιά εκείνη, μάλιστα δε τους μήνες του καλοκαιριού, αντιμετώπισαν πρωτοφανή και ανεξήγητη για την εποχή κακοκαιρία, και ήταν αυτή η κακοκαιρία που τους ανάγκασε να λύσουν, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Μπαρμπαρόσσα στο Σουλτάνο, την πολιορκία της πόλης της Κέρκυρας και να αποχωρήσουν από το νησί.
 

     Δεύτερη φορά πολιόρκησαν οι Τούρκοι το νησί το 1571, και τούτη τη φορά η παρουσία τους ήταν περισσότερο καταστροφική και από την προηγουμένη. Μεταξύ άλλων λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς και το προάστειο των εξωκαστρινών (εξωπόλι), περίπου το σημερινό Σαρρόκο. Ακολούθησε εκ νέου επιδρομή το 1573, την οποία όμως οι Κερκυραίοι, με τη βοήθεια της ενετικής φρουράς, αντιμετώπισαν επιτυχώς. Όλα αυτά όμως ανάγκασαν τον πληθυσμό να στραφεί ικετευτικά προς την ενετική αρχή: αποστάλθηκαν πρεσβείες στην Βενετία, με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση επιμόνου αιτήματος για συμπλήρωση των οχυρών του παλαιού κάστρου και τειχισμό και οχύρωση της περιοχής του εξωπολίου. Το αίτημα ικανοποιήθηκε, με τεράστιο όμως κόστος: τα περίπου 150.000 εργατικά μεροκάματα πληρώθηκαν αποκλειστικά από τον πληθυσμό, ενώ για να εξασφαλιστούν τα υλικά της οικοδόμησης των τειχών κατεδαφίστηκαν περίπου 2.000 οικοδομές, μεταξύ των οποίων και ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κουκουναριά. Αναγκάστηκαν λοιπόν οι κληρονόμοι του Σταματέλλου Βούλγαρι, Νικόλαος και Αρτέμιος, ιερείς ήδη και οι δύο, να μεταφέρουν, το 1577, το Λείψανο στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου των Ξένων στη Γαρίτσα. Εκεί παρέμεινε συνολικά 12 χρόνια. Οι ενετικές αρχές είχαν παραχωρήσει στους ιδιοκτήτες, ως αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κουκουναριά, οικόπεδο μέσα στην πόλη, για να κτισθεί νέος ναός. Οι εργασίες για την οικοδόμηση μεγαλοπρεπούς ναού ξεκίνησαν, και μετά την αποπεράτωση της στέγης το 1589, και πριν ακόμα οι εργασίες ολοκληρωθούν, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε στον ομώνυμο, εντός της πόλης, Ιερό Ναό του, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος δεν έχει δυτική είσοδο (ίσως να είναι ο μοναδικός στην Κέρκυρα ναός που δεν έχει δυτική είσοδο), γιατί η οικογένεια των Βουλγάρεων έχτισε την ιδιόκτητη οικία της εφαπτομένη στη δυτική πλευρά του ναού: η υπάρχουσα δυτική θύρα του ναού οδηγεί στο γυναικωνίτη, παλαιότερα δε κατευθείαν στο σπίτι των Βουλγάρεων. Με τη μία ή την άλλη μορφή, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος έμεινε στην κατοχή της οικογένειας αυτής μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνος! Πάντοτε κάποιος γόνος της οικογένειας αυτής φρόντιζε να γίνεται ιερέας, ώστε να υπηρετεί στο ναό του Αγίου και να διαχειρίζεται αυτόν. Αυτό τερματίστηκε επί μακαριστού Μητροπολίτου Κερκύρας Μεθοδίου Κοντοστάνου, ο οποίος σθεναρά και παρά τις όποιες πιέσεις αρνήθηκε να χειροτονήσει ιερέα από την οικογένεια αυτή. Τυπικά η διεκδικήσεις των Βουλγαρέων τερματίστηκαν επί δικτατορίας, όταν εκδόθηκε διάταγμα που χαρακτήριζε το Ιερό Προσκύνημα Του Αγίου Σπυρίδωνος Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου