Ο Άγιος Πατήρ ημών Σπυρίδων, Έλληνας το γένος, γεννήθηκε στην Κύπρο, σε μια περιοχή που ονομάζεται Άσσια, περίπου το 270μΧ. Νυμφεύθηκε και απέκτησε μία θυγατέρα, την οποία ονόμασε Ειρήνη. Χήρεψε όμως σχετικά σύντομα, οπότε έγινε δυνατό πια αυτό που ήταν επιθυμία όλων στην περιοχή του, να καταστεί επίσκοπός τους. Ο Άγιος Σπυρίδων εκλέχτηκε και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Τριμυθούντος (η περιοχή σήμερα κατά παραφθορά ονομάζεται Τρεμετουσιά, βρίσκεται δε στην πλευρά των κατεχομένων εδαφών). Ο Άγιος δεν ήταν πολυπράγμων, αλλά όντας ήσυχος χαρακτήρας αγαπούσε τον μονήρη βίο. Δεν είχε μεν βαθιά παιδεία, ούτε υπήρξε σπουδαίος ρήτορας, αλλά από την άλλη δεν πρέπει να θεωρείται και αστοιχείωτος και αγράμματος, όπως καθ’ υπερβολήν έχει επικρατήσει να λέγεται προκειμένου να τονιστεί το θαύμα που έπραξε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Παρομοίως, σίγουρα δεν ήταν φτωχότατος, αλλά είχε κοπάδι με αιγοπρόβατα αλλά και κάποια κτήματα. Ο άγιος συνελήφθηκε κατά τον επί Μαξιμίνου διωγμό (308 – 313μΧ), πιθανόν δε να απελευθερώθηκε δυνάμει του διατάγματος των Μεδιολάνων (313μΧ). Έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, στα πρακτικά της οποίας όμως δεν φέρεται υπογεγραμμένος, την εκεί παρουσία του όμως μαρτυρούν αφενός το πασίγνωστο θαύμα του κεραμιδιού, αφετέρου ιστορικοί της Εκκλησίας (Σωκράτης Σχολαστικός, Μιχαήλ Γλυκάς κ.α.) Μαρτυρείται επίσης ότι ο Άγιος Σπυρίδων συμμετείχε και στην εν Σαρδικεί Σύνοδο, μαζί με άλλους έντεκα Επισκόπους από την Κύπρο, περίπου το 342 ή 343μΧ. Ο Άγιος Σπυρίδων εκοιμήθη ειρηνικά το 348μΧ.
ΕΝ ΖΩΗ ΘΑΥΜΑΤΑ
Καταγεγραμμένα υπό Συμεών του Μεταφραστού, περιεχόμενα στον Μέγα Συναξαριστή.
- ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΥΠΡΟΥ ΑΠΟ ΑΝΟΜΒΡΙΑ – ΠΕΙΝΑ
- ΑΛΛΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΝΟΜΒΡΙΑΣ – ΠΕΙΝΑΣ
- ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΟΦΕΩΣ ΣΕ ΧΡΥΣΟ
Ο Ίερός Ναός Του, στην Κέρκυρα
- ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΧΕΙΜΑΡΡΟΥ – ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥ
- ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
- ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΝΕΚΡΗΣ ΚΟΡΗΣ
- ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ
- ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ ΑΥΤΗΣ
- ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΑΤΗΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ – ΠΩΛΗΣΗ ΑΙΓΩΝ
- ΤΙΜΩΡΙΑ ΑΝΥΠΑΚΟΥΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ
- ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ
- ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΥ
- ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
Αυτό του το χάρισμα ήταν αιτία να στραφεί στην αληθινή των Χριστιανών πίστη ένας ειδωλολάτρης. Κάποτε φιλοξένησε ο Άγιος μια ευσεβέστατη γυναίκα, η οποία είχε ειδωλολάτρη σύζυγο. Εκείνος είχε μεν μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Αγίου, δεν άκουγε όμως με τίποτα τις συμβουλές και προτροπές αυτού να ακολουθήσει την χριστιανική πίστη. Αφού ο Άγιος παρέθεσε τράπεζα στο ζευγάρι αυτό, την ώρα που συνέτρωγαν γύρισε και είπε στον υπηρέτη του δυνατά, ώστε να ακούγεται από όλους, ότι ο βοσκός τους αποκοιμήθηκε και έχασε το κοπάδι τους και για αυτό τώρα έρχεται να τους το αναγγείλει, είναι μάλιστα έξω από την πόρτα, είπε δε στους υπηρέτες να μην αποπάρουν τον βοσκό αλλά να τον καθησυχάσουν γιατί το κοπάδι είναι ασφαλισμένο σε κάποιο μέρος, το οποίο ο Άγιος κατονόμασα. Πράγματι όλα έγιναν έτσι όπως τα ανέφερε ο Άγιος. Μόλις τέλειωσε τα λόγια του, χτύπησε την πόρτα ο βοσκός του και κλαίγοντας του διηγήθηκε πως αποκοιμήθηκε και έχασε τα πρόβατα, οι υπηρέτες τον έστειλαν να ψάξει στο μέρος που υπέδειξε ο Άγιος, και μετά από λίγη ώρα ο βοσκός επανήλθε λέγοντας πως βρήκε το κοπάδι στο υποδειχθέν μέρος. Όπως ήταν φυσικό, ο ειδωλολάτρης, ενώπιον του οποίου συντελέσθηκαν όλα αυτά, θαύμασε τον Άγιο και πίστεψε και ο ίδιος στον αληθινό Θεό.
- ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΛΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΟΠΑΔΙΟΥ ΤΟΥ
- ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΕΙΔΩΛΟΥ
Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Η Αγία και περιώνυμος Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συναθροίσθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στην Νίκαια το 325μΧ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η καλπάζουσα αίρεση του Αρείου (βασική της θέση ήταν ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν κτίσμα, και όχι προαιώνιος ο ίδιος Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός). Σε αυτήν έλαβαν μέρος 318 θεοφόροι Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι Άγιοι Επίσκοποι Σπυρίδων (Τριμυθούντος), Νικόλαος (Μύρων), Παφνούτιος (Άνω Θηβαΐδος), Απολλόδωρος (Κερκύρας), ο τότε ιερομόναχος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρος, εκπροσωπόντας τον κλινήρη Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Μητροφάνη, ο τότε ιεροδιάκονος και μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος, εκπροσωπόντας τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι είχαν να αντιμετωπίσουν την χαρισματική προσωπικότητα του Αρείου αλλά και πλήθος ομοδόξων με αυτόν Αρχιερέων (Νικομηδείας Ευσέβιος, Νικαίας Θέογνις, Χαλκηδόνων Μακάριος κ.α.) Στις συζητήσεις που γίνονταν συμμετείχε με το μέρος του Αρείου και κάποιος γνωστότατος της εποχής φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, του οποίου η φυσική ευγλωττία και η ευρύτατη μόρφωση δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τους Ορθοδόξους. Σε αυτόν απευθύνθηκε ο άγιος Σπυρίδων, σε κάποια αποστροφή του λόγου του, και τον κάλεσε να συνομιλήσει μαζί του. Ο Άγιος Σπυρίδων προέβη σε Ορθόδοξη Ομολογία Πίστεως, ονομάζοντας τον Ιησού Χριστό Υιό και Λόγο του Θεού αληθή, Ομοούσιον με τον Πατέρα, Σύνθρονον, Ομότιμον και Ομόδοξον, πρόσθεσε δε ότι αν και η Αγία Τριάς αποτελείται από τρία διακριτά πρόσωπα, τρεις υποστάσεις, εν τούτοις τα πρόσωπα αυτά είναι ένας Θεός, μία Ουσία άρρητος και ακατάληπτος.
Και προς πίστωση των λόγων του αυτών, πήρε στο αριστερό του χέρι ένα κεραμίδι. Έκανε με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού και αναφώνησε «εις το όνομα του Πατρός»: αμέσως η φωτιά με την οποία είχε ψηθεί το κεραμίδι ανέβηκε ως φλόγα προς τα πάνω. Λέγοντας «και του Υιού», το νερό με το οποίο πλάστηκε το κεραμίδι χύθηκε κάτω, όταν είπε «και του Αγίου Πνεύματος», άνοιξε το χέρι του και φάνηκε μέσα στη χούφτα του το χώμα που είχε απομείνει, και με το οποίο είχε κατασκευαστεί το κεραμίδι. Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε το θαύμα αυτό, ώστε ο φιλόσοφος εκείνος Ευλόγιος ομολόγησε ότι νικήθηκε και ακολούθησε και ο ίδιος το Ορθόδοξο δόγμα, από τους υπόλοιπους δε υποστηρικτές του Αρείου μόνον έξι παρέμειναν με αυτόν μετά το θαύμα αυτό, όλοι οι υπόλοιποι μεταστράφηκαν.
Σχετικά με την παρουσία του Αγίου στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αναφέρεται και το εξής θαύμα, το οποίο δεν έχει καταγραφεί, αλλά έχει διασωθεί διά της προφορικής παραδόσεως. Ο Άγιος, πηγαίνοντας στη Νίκαια, ταξίδευε με τον διάκονό του πάνω σε δυο άλογα, ένα μαύρο και ένα άσπρο. Κάποιο βράδυ, σε κάποιο πανδοχείο που κατέλυσε, συναντήθηκε με μία ομάδα κληρικών που επίσης ταξίδευαν για να λάβουν μέρος στη Σύνοδο, αυτοί όμως ήταν θερμότατοι υποστηρικτές της αιρέσεως του Αρείου. Όταν κατάλαβαν ότι ο Άγιος Επίσκοπος Τριμυθούντος που πήγαινε στη Σύνοδο δεν είχε τις ίδιες με αυτούς δοξασίες, θέλησαν να τον εμποδίσουν να φτάσει στη Νίκαια, οπότε αλλοιώνοντας έτσι τη σύνθεση της Συνόδου θα είχαν μεγαλύτερες ελπίδες σε μια ενδεχόμενη τελική ψηφοφορία. Το βράδυ λοιπόν εκείνο θανάτωσαν τα δύο άλογα του Αγίου, για να σιγουρευτούν μάλιστα κατέκοψαν τελείως τα κεφάλια από αυτά. Το πρωί, πηγαίνοντας ο διάκονος να ετοιμάσει τα ζώα για να φύγουν, είδε τι είχε γίνει και το διηγήθηκε απελπισμένος στον Άγιο. Εκείνος, με τη μεγαλύτερη φυσικότητα του κόσμου, του παρήγγειλε να βάλει τα κεφάλια των αλόγων πίσω στη θέση τους, μετά να τα σελώσει και να τα βγάλει έξω για να φύγουν. Ο διάκονος υπάκουσε, κατά Θεία Πρόνοια όμως έκανε ένα λάθος: μη διακρίνοντας καλά στο σκότος του στάβλου έβαλε τα κεφάλια των ζώων ανάποδα, δηλαδή το καθένα στον κορμό του άλλου. Τα ζώα πραγματικά ζωντάνεψαν, και οι δύο, ο Άγιος και ο διάκονός του, συνέχισαν το ταξίδι. Πριν φτάσουν στη Νίκαια συναντήθηκαν ξανά με την ομάδα εκείνη των αιρετικών, οι οποίοι όμως τώρα εξεπλάγησαν βλέποντας τα δύο εκείνα ζώα που οι ίδιοι σκότωσαν να είναι ζωντανά, και μάλιστα το καθένα να φέρει το κεφάλι του άλλου, το μαύρο άλογο να έχει άσπρο κεφάλι, το δε άσπρο άλογο να έχει μαύρο κεφάλι. Κατάλαβαν τι είχε συμβεί, και αναγνωρίζοντας έτσι την αγιότητα του Αγίου Σπυρίδωνα παραδέχτηκαν και την ορθόδοξή του πίστη: ήταν οι ίδιοι καλοπροαίρετοι, και αναλογίστηκαν ότι προφανώς η αλήθεια δεν μπορεί να βρίσκεται παρά με το μέρος εκείνου του αγίου Επισκόπου.
ΟΣΙΑΚΗ ΚΟΙΜΗΣΗ
Την περίοδο του θερισμού, ο Άγιος εργαζόταν στο χωράφι του μαζί με κάποιους εργάτες. Χωρίς να υπάρχει το παραμικρό νέφος στον ουρανό, φάνηκαν να έρχονται από τον ουρανό μικρές ψιχάλες, σαν σταγόνες δροσιάς, δροσίζοντας το κεφάλι μόνο του Αγίου και κανενός άλλου. Όταν κατάλαβε στο κεφάλι του αυτή την ουράνια δροσιά ο Άγιος, ανήγγειλε στους εκεί παρευρισκομένους ότι σε λίγο καιρό από τότε επρόκειτο να κοιμηθεί. Ο Άγιος εκοιμήθη την 12η Δεκεμβρίου του ίδιου εκείνου έτους (348μΧ).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ
Ο Κύπριος ιστορικός και συγγραφέας Νέαρχος Κληρίδης μας πληροφορεί ότι μετά την κοίμηση του Αγίου, το σώμα του τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λάρνακα (υπάρχει έως και σήμερα η λάρνακα αυτή). Εκεί έμεινε για τρεις αιώνες περίπου, οπότε το 648, εξαιτίας των εκτεταμένων επιδρομών των Σαρακηνών, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη για ασφάλεια. Τριακόσια έτσι περίπου χρόνια μετά την κοίμηση και ταφή του Αγίου, το άριστα διατηρημένο σώμα του ανακομίστηκε και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλάχθηκε στο «Αποστολείον» (Βασιλική των Αγίων Αποστόλων). Ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός είχε χτιστεί για να χρησιμεύσει ως μαυσωλείο των Πατριαρχών και Αυτοκρατόρων. Εκεί θάφτηκε πρώτος ο Μέγας Κωνσταντίνος, και εκεί φυλάχτηκαν τα τίμια λείψανα των μεταξύ άλλων: Αποστόλων Ανδρέου, Λουκά, Τιμοθέου, Ματθαίου, Πατριαρχών Ιωάννου Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Θεολόγου, Αγίων Μεθοδίου Ομολογητού, Φλαβιανού, της Οσίας Θεοδώρας της Αυγούστας. Όταν τη νύχτα εκείνη του 1453 καταλήφθηκε η Πόλις από τους Οθωμανούς, ένας από τους ιερείς του ναού, ονομαζόμενος Γεώργιος Καλοχαιρέτης, μετέφερε τα λείψανα των Αγίων Σπυρίδωνος και Θεοδώρας σε πλοίο, στο οποίο επιβιβάστηκε ο ίδιος με την οικογένειά του με προορισμό την Ηπειρωτική Ελλάδα. Εξαιτίας τρικυμίας, καταφεύγει πρώτα στην Ίμβρο. Στη μέρος που αγκυροβόλησε το πλοίο με τα Ιερά Λείψανα, οι ευσεβείς Ιμβριώτες ανήγειραν Ιερό Ναό προς τιμήν του Αγίου Σπυρίδωνος.
Με το πλοίο ο Καλοχαιρέτης έφτασε μέχρι τη Θεσσαλία, εκεί φόρτωσε τα Ιερά Λείψανα (η παράδοση λέει πάνω σε κάποιο ζώο, τοποθετώντας τα μέσα σε σακιά με άχυρα, για να ξεγελάσει τους κατακτητές, και μέσω Άρτης έφτασε τελικά στην Κέρκυρα, πιθανώς το 1456.
Αρχικά τα δύο αυτά Ιερά Λείψανα φιλοξενήθηκαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου και παρέμειναν αρκετά χρόνια, ακόμα και μετά την θάνατο του ιερέα Γεωργίου Καλοχαιρέτη το 1465. Και ενώ το Ιερό λείψανο της Αγίας Θεοδώρας είχε δωρηθεί με επίσημη νοταρική (συμβολαιογραφική) πράξη από τον διάδοχο γιο του Καλοχαιρέτη, Μάρκο, στην Κοινότητα της Κέρκυρας, για το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος ξεκίνησε μια δικαστική διαμάχη μεταξύ των κληρονόμων του Γεωργίου Καλοχαιρέτη και του εφημερίου του Ιερού Ναού Αγ. Αθανασίου Γρηγορίου Πολυεύκτου. Τελικά η διαμάχη αυτή έληξε με την επιστροφή του λειψάνου στην οικογένεια Καλοχαιρέτη: ο μικρότερος γιος Φίλιππος, ήδη ιερέας, έχοντας υποσχεθεί ότι θα μετέφερε το Λείψανο στη Βενετία, κατόρθωσε και πήρε την ευνοϊκή για αυτόν απόφαση. Η αντίδραση όμως σύσσωμου του λαού της Κέρκυρας, που ήδη είχε υπεραγαπήσει τον Άγιο, ματαίωσε τη μεταφορά του λειψάνου.
Από τον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου, ο ιερέας Φίλιππος Καλοχαιρέτης μετέφερε το Ιερό Λείψανο στον Ιερό Ναό του Αγίου Λαζάρου, κάπου περίπου στα νοτιοδυτικά του Νέου Φρουρίου, όπου και παρέμεινε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα (ίσως μόλις έξι μήνες), και από εκεί μεταφέρθηκε στον Ιερό Ναό Ταξιάρχου Μιχαήλ (στο 0βριοβούνι). Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1528 ή 1531-32, οπότε μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο ναό που είχε χτιστεί προς τιμήν του Αγίου στην περιοχή του Σαρρόκου, σε μια περιοχή που τότε ονομαζόταν «Κουκουναριά».
Ο ιερέας Φίλιππος Καλοχαιρέτης πέθανε κάπου μεταξύ του 1522 – 1527, κληρονομήθηκε δε από τον γαμπρό του Σταματέλλο Βούλγαρη, ο οποίος είχε νυμφευθεί μία από τις πέντε συνολικά θυγατέρες του Καλοχαιρέτη, την Ασημίνα: ενώ ο Φίλιππος είχε προλάβει να προικίσει και να παντρέψει τις τέσσερις μεγαλύτερες θυγατέρες του, δεν πρόλαβε να κάνει το ίδιο και για την μικρότερη. Όταν πέθανε λοιπόν, κληρονομήθηκε από την σύζυγό του πρεσβυτέρα Μαρία Καλοχαιρέτη, και αυτή, όταν έφτασε η ώρα του γάμου της κόρης της Ασημίνας, της έδωσε μεταξύ άλλων ως προίκα (έχει διασωθεί και το σχετικό «προικοσύμφωνο»), και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος! Προφανώς το σεπτό σκήνωμα του Αγίου ήταν ήδη αρκετά κερδοφόρο για τους κατόχους, ή τουλάχιστον για όσους είχαν την δυνατότητα να το εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος. Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι το προικοσύμφωνο αυτό το κατήγγειλε η τριτότοκη κόρη του π. Φιλίππου, Αντώνω, η οποία υποστήριζε πως η μητέρα της Μαρία την αδίκησε διαθέτοντας το Λείψανο αποκλειστικά στην μικρότερη κόρη της Ασημίνα, και διεκδίκησε οικονομικό μερίδιο από την εκμετάλλευση του Λειψάνου. Αργότερα, παρουσιάζεται η δευτερότοκη κόρη, Πετρού, να μεταβιβάζει στον γιο της Σπύρο Πιέρη τα νόμιμα δικαιώματά της από τα έσοδα που προέρχονταν από την παρουσία του Ιερού Λειψάνου στην Κέρκυρα! Η όλη αυτή διαμάχη των επιγόνων ξεκαθαρίστηκε όταν ο γιος της Ασημίνας Καλοχαιρέτη και του Σταματέλλου Βούλγαρι και εγγονός του Φιλίπου Καλοχαιρέτη, Αρτέμιος Βούλγαρις, έγινε Πρωτοπαππάς Κερκύρας το 1606. Έκτοτε, το Ιερό Λείψανο «περιέρχεται» στην οικογένεια Βούλγαρι, όπου και θα παραμείνει για εκατοντάδες χρόνια.
Τον Αύγουστο του 1537 η Κέρκυρα πολιορκήθηκε από πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις, επικεφαλής των οποίων ήταν ο περιβόητος πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Χιλιάδες Κερκυραίοι είχαν τότε φονευθεί από τον τουρκικό στρατό, που ανενόχλητος αλώνιζε καταστρέφοντας την Κερκυραϊκή ύπαιθρο, ενώ γύρω στους 22.000 ήταν οι αιχμάλωτοι Κερκυραίοι που πουλήθηκαν σκλάβοι στην Πόλη. Ο Ενετός στρατηγός Φαβιέρος, υποχρέωσε τον άμαχο πληθυσμό της πόλης να παραμείνει έξω από τα τείχη του Φρουρίου, προκειμένου αυτοί να κορέσουν την μανία των Τούρκων, και έτσι οι προνομιούχοι που είχαν καταφύγει εντός των τειχών του Φρουρίου να γλίτωναν. Παράλληλα, έλαβε χώρα και η απάνθρωπη δοσοληψία, να εκβιάζονται όσοι είχαν κάποια περιουσία, προκειμένου να εξαγοράσουν τη δυνατότητα εισόδου τους μέσα στο φρούριο και να σωθούν. Ολόκληρη η παλαιά πόλη της Κέρκυρας ήταν κτισμένη μέσα στο παλαιό κάστρο, και είχε έτσι άριστη θωράκιση από ανάλογες επιδρομές, είχε όμως χώρο αρκετά περιορισμένο. Αυτή την δύσκολη περίοδο ο Σταματέλλος Βούλγαρις κατόρθωσε να μεταφέρει το Ιερό Λείψανο του Αγίου σε έναν ναΐσκο μέσα στο Φρούριο, τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων. Οι Τούρκοι την χρονιά εκείνη, μάλιστα δε τους μήνες του καλοκαιριού, αντιμετώπισαν πρωτοφανή και ανεξήγητη για την εποχή κακοκαιρία, και ήταν αυτή η κακοκαιρία που τους ανάγκασε να λύσουν, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Μπαρμπαρόσσα στο Σουλτάνο, την πολιορκία της πόλης της Κέρκυρας και να αποχωρήσουν από το νησί.
Δεύτερη φορά πολιόρκησαν οι Τούρκοι το νησί το 1571, και τούτη τη φορά η παρουσία τους ήταν περισσότερο καταστροφική και από την προηγουμένη. Μεταξύ άλλων λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς και το προάστειο των εξωκαστρινών (εξωπόλι), περίπου το σημερινό Σαρρόκο. Ακολούθησε εκ νέου επιδρομή το 1573, την οποία όμως οι Κερκυραίοι, με τη βοήθεια της ενετικής φρουράς, αντιμετώπισαν επιτυχώς. Όλα αυτά όμως ανάγκασαν τον πληθυσμό να στραφεί ικετευτικά προς την ενετική αρχή: αποστάλθηκαν πρεσβείες στην Βενετία, με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση επιμόνου αιτήματος για συμπλήρωση των οχυρών του παλαιού κάστρου και τειχισμό και οχύρωση της περιοχής του εξωπολίου. Το αίτημα ικανοποιήθηκε, με τεράστιο όμως κόστος: τα περίπου 150.000 εργατικά μεροκάματα πληρώθηκαν αποκλειστικά από τον πληθυσμό, ενώ για να εξασφαλιστούν τα υλικά της οικοδόμησης των τειχών κατεδαφίστηκαν περίπου 2.000 οικοδομές, μεταξύ των οποίων και ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κουκουναριά. Αναγκάστηκαν λοιπόν οι κληρονόμοι του Σταματέλλου Βούλγαρι, Νικόλαος και Αρτέμιος, ιερείς ήδη και οι δύο, να μεταφέρουν, το 1577, το Λείψανο στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου των Ξένων στη Γαρίτσα. Εκεί παρέμεινε συνολικά 12 χρόνια. Οι ενετικές αρχές είχαν παραχωρήσει στους ιδιοκτήτες, ως αντάλλαγμα για την απαλλοτρίωση του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κουκουναριά, οικόπεδο μέσα στην πόλη, για να κτισθεί νέος ναός. Οι εργασίες για την οικοδόμηση μεγαλοπρεπούς ναού ξεκίνησαν, και μετά την αποπεράτωση της στέγης το 1589, και πριν ακόμα οι εργασίες ολοκληρωθούν, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος μεταφέρθηκε στον ομώνυμο, εντός της πόλης, Ιερό Ναό του, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος δεν έχει δυτική είσοδο (ίσως να είναι ο μοναδικός στην Κέρκυρα ναός που δεν έχει δυτική είσοδο), γιατί η οικογένεια των Βουλγάρεων έχτισε την ιδιόκτητη οικία της εφαπτομένη στη δυτική πλευρά του ναού: η υπάρχουσα δυτική θύρα του ναού οδηγεί στο γυναικωνίτη, παλαιότερα δε κατευθείαν στο σπίτι των Βουλγάρεων. Με τη μία ή την άλλη μορφή, το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος έμεινε στην κατοχή της οικογένειας αυτής μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνος! Πάντοτε κάποιος γόνος της οικογένειας αυτής φρόντιζε να γίνεται ιερέας, ώστε να υπηρετεί στο ναό του Αγίου και να διαχειρίζεται αυτόν. Αυτό τερματίστηκε επί μακαριστού Μητροπολίτου Κερκύρας Μεθοδίου Κοντοστάνου, ο οποίος σθεναρά και παρά τις όποιες πιέσεις αρνήθηκε να χειροτονήσει ιερέα από την οικογένεια αυτή. Τυπικά η διεκδικήσεις των Βουλγαρέων τερματίστηκαν επί δικτατορίας, όταν εκδόθηκε διάταγμα που χαρακτήριζε το Ιερό Προσκύνημα Του Αγίου Σπυρίδωνος Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου