Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Η φωτεινή και Αγία μορφή του Παπαποστόλη του και κτίτωρος του Ιερού Ναού, του Πολιούχου Αφέντη του Αγρινίου, Αγίου Χριστοφόρου

     
  "Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι". Με αυτά τα λόγια ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος άρχισε να γράφει το βίο του "Στύλου της Ορθοδοξίας", Μεγάλου Αθανασίου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ας μας επιτραπεί να αρχίσουμε και εμείς την εισαγωγή στο Διαδικτυακό αυτό αφιέρωμα με τα ίδια λόγια, θέτοντας στη θέση του ονόματος του Μεγάλου Αθανασίου, το όνομα του Μακαριστού Γέροντος Αρχιμανδρίτου και κτήτορος του Ιερού Ναού μας, πατρός Αποστόλου Φαφούτη, και να πούμε: "Απόστολον επαινών, αρετήν επαινέσομαι".
       Θεωρήσαμε σωστό και πρέπον να γνωστοποιήσουμε στους νεοτέρους και να θυμήσουμε στους παλαιοτέρους τη Σεβάσμια και Αγία Μορφή του. Προς το σκοπό αυτό, αποφασιστικής σημασίας πιστεύουμε ότι θα είναι η επανέκδοση του βιβλίου του κ. Κωστακιώτη "ο Παπαποστόλης", καθώς και η δημοσίευση του παρόντος αφιερώματος στο Διαδίκτυο, το οποίο σε μεγάλο μέρος του βασίζεται στο ως άνω βιβλίο. Το βιβλίο αυτό δίνει με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο την προσωπικότητα και το έργο του Οσίου Γέροντός μας, φέρνοντάς τον ολοζώντανο μπροστά στα μάτια μας.
      Στη σύγχυση των ημερών μας, η φωτεινή και Αγία μορφή του μακαριστού Παπαποστόλη, στέκεται ως φάρος τηλαυγής, δείχνοντας το δρόμο σε όλους και ιδιαίτερα σε εμάς του κληρικούς. Ο αείμνηστος π. Απόστολος δεν έκανε μια κοινωνική εργασία για να λύσει τα ποικίλα προβλήματα των ανθρώπων, αλλά βοήθησε τον πιστό λαό του Θεού να ζήσει την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ισχύει και γι' αυτόν το γραφέν από τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: "Ο ποιμήν της ποίμνης του Χριστού είναι εκείνος που μπορεί να αναζητήσει και να θεραπεύσει τα απολωλότα πρόβατα με την ακακία του, το ζήλο του, και την προσευχή του".
Ο π. Απόστολος Φαφούτης ανήκει πλέον στη θριαμβεύουσα Εκκλησία. Ο Θεός θα κρίνει για τη θέση, την οποία θα πάρει εδώ στη στρατευομένη Εκκλησία. Το φωτεινό του παράδειγμα και η Αγιασμένη ζωή του έχουν πολλά να προσφέρουν σε όλους μας.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
     Ο Παπαποστόλης γεννήθηκε στο Αγρίνιο τον Ιανουάριο του 1871. Γεννήθηκε από γονείς λαμπρούς μεν κατά κόσμον, αλλά και ευγενείς κατά την ευσέβεια και την αρετή, οι οποίοι ονομάζονταν Θεόδωρος και Ευαγγελία. Αφού τελείωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο Αγρίνιο, διορίστηκε Γραμματοδιδάσκαλος και επί περίπου δύο χρόνια παρέμεινε στο Βλοχό. Στη συνέχεια διορίστηκε υπογραμματεύς του Ειρηνοδικείου Αγρινίου και κατόπιν παντρεύτηκε την Μαριγώ Μαρκοπούλου, της οποίας ο πρόωρος θάνατος τον λύπησε πάρα πολύ. Το ιερατικό σχήμα έλαβε τον Σεπτέμριο του 1901 στο Θέρμο από τον τότε Μητροπολίτη Παρθένιο.Τον Ιούνιο του 1903 χειροτονήθηκε στην Αθήνα ιερεύς και τοποθετήθηκε αμέσως ως εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου. Το 1924, ο τότε Μητροπολίτης Κωνσταντίνος, αφού εκτίμησε τη δράση και τις αρετές του π. Αποστόλου Φαφούτη, τον ανεκήρυξε Αρχιερατικό Επίτροπο. Στην συνέχεια προήχθη ο Παπαποστόλης εις Αρχιμανδρίτην, κατ' απόλυτον εκλογή.
      Η δράση του Παπαποστόλη επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Τρέχει παντού για να ανακουφίσει και να ενθαρρύνει. Με την καλοσύνη του καθώς και με τις άλλες αρετές με τις οποίες ήταν στολισμένη η ψυχή του, γλυκαίνει τους πόνους των πληγωμένων καρδιών. Επισκέπτεται κατά τα χρόνια της κατοχής φυλακισμένους, παρηγορεί και νοσηλεύει τους ασθενείς. Κανείς από τους παλαιότερους σε ηλικία δε θυμάται τον Παπαποστόλη με αδειανές τις ιερατικές του τσέπες του φτωχού του αντεριού, ήταν πάντοτε γεμάτες. Γιατί ήταν προέκταση της καρδιάς του που ήταν πάντοτε γεμάτη αγάπη για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά.
     Το μεγάλο μυστικό του Παπαποστόλη ήταν η αγάπη. Αγαπούσε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς υπολογισμούς. Αγαπούσε απλά, όλους τους ανθρώπους. Όλους! Αλήθεια! Και τους εχθρούς του ακόμη. Ενώ ήταν κατώτερος στη σοφία από πολλούς μορφωμένους της εποχής του, τους ξεπερνούσε όμως κατά πολύ στην αγάπη. Εξάλλου, αυτό είναι εκείνο που σήμερα και πάντα καταξιώνει την ύπαρξή του. Πραγματικά ο Παπαποστόλης δεν έμαθε τη γνώση και τη σοφία του κόσμου τούτου, η οποία "φυσιεί" αλλά εσπούδασε την αγάπη που "οικοδομεί".
     Βασικά δικό του έργο και προσωπικός μόχθος είναι η δεντροφύτευση σε εκείνο το γυμνό βουνό με τα λίγα δέντρα, που έγινε αργότερα δάσος και η μοναδική πηγή οξυγόνου για όλο το Αγρίνιο. Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δικό του έργο είναι και ο Νέος Ιερός Ναός του Αγίου Χριστοφόρου. Ένας ναός σύγχρονος και ευρύχωρος και, το πιο σημαντικό, μέσα στην πόλη. Οι εργασίες άρχισαν το 1920 και τελείωσαν το 1937. Τότε ο Παπαποστόλης επάνω στην ωριμότητά του (ήταν τότε 63 ετών) θα μπορούσε να πει: "Ηυφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα."
      Πλήρης ημερών, παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και αφού παρεκάλεσε αυτούς που τον φρόντιζαν να δοθεί η μοναδική του περιουσία (ο σταυρός και τα παπούτσια του) στους φτωχούς. Ήταν 13 Αυγούστου του 1960 και ώρα 6 μ.μ. Όλος ο λαός του Αγρινίου και όλης της Αιτωλοακαρνανίας θρηνούσε την απώλεια ενός πραγματικού Αγίου που τους είχε συμπαρασταθεί και είχε βοηθήσει στις δύσκολες ώρες τους.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ
Α. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

Ο Παπαποστόλης ήταν ένας κοινωνικός εργάτης. Ήταν ένας κοινωνιστής που η παρουσία του δε θύμιζε λιμνάζοντα νερά, τέλματα και αναπαυτικές πολυθρόνες, αλλά ορμητικό ποτάμι και στίβο, γιατί μέσα του έκρυβε δύναμη και δημιουργία και ανακαίνιση. Ήταν, θα λέγαμε, ένας σίφουνας δυνάμεως, ήταν μια θύελλα δημιουργική, ήταν η παρουσία του μέσα στην κοινωνία ένας σεισμός ζωοδότης, ήταν μια καταιγίδα σταλμένη από τον Παντοδύναμο για να καθαρίσει τα ερείπια και να στήσει εκεί Ναούς, να φωτίσει τη σκοτεινή και μολυσμένη ατμόσφαιρα της εποχής του και να μεταβάλει, φυτεύοντας δάση σε καθάρια, ζωογόνα, γαλήνια, υπερκόσμια.
      Μ' αυτή τη φλόγα, το πύρωμα να κάνει κάτι συγκεκριμένο και θετικό, η ανακαινιστική του χάρη οραματίστηκε και μεταμόρφωσε ένα ξηρό βουνό σε δάσος απέραντο από πεύκα, βελανιδιές, και άλλα δέντρα, στόλισμα της πόλης, ομορφιά του Αγίου Χριστοφόρου, κατοικία και τόπος όπου ο φτερωτός κόσμος υμνεί τον Πλάστη του, η δε ψυχή του περιπατητή στέλνει στο Δημιουργό το δικό της δοξαστικό.
      Είναι βέβαια παλαιά, κουραστική και ηρωική η ιστορία αυτού του δάσους. Παλαιά, γιατί χάνεσαι μέσα στην αρχή αυτού του αιώνα και της Ιερατικής σταδιοδρομίας του Παπαποστόλη, κουραστική δε γιατί, εκείνο το σχεδόν γυμνό βουνό με τα ελάχιστα αραιά δέντρα έγινε μέσα σε λίγες δεκάδες χρόνια τούτο το θαύμα που βλέπουμε όλοι όσοι έχουμε τη χαρά να το επισκεπτόμαστε και κάτω από τους ίσκιους του να αναπαυόμαστε. Τότε ακριβώς, όταν ο γλυκασμός από τα λουλούδια των πουλιών τέρπει το σώμα και αγαλλιά την ψυχή μας, ας θυμόμαστε ότι τούτο το θαύμα του σημερινού δάσους είναι έργο και προσωπικός μόχθος του Παπαποστόλη που ξεσήκωσε κι άλλους για να φυτέψουν, να περιφράξουν, να ενδιαφερθούν, να βοηθήσουν ποικιλοτρόπως.
     Ήταν το δάσος δικός του μόχθος, ήταν η μεγάλη του αγάπη, ήταν η διαρκής συντροφιά του. Γι' αυτό και καθημερινά - δεν είναι υπερβολή αυτό για το διάστημα που του επέτρεπε η υγεία του - σχεδόν μέχρι των τελευταίων χρόνων το επεσκέπτετο, το φρόντιζε, το περιποιείτο. Κι η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί εκεί, για να βρίσκεται διαρκώς κάτω από τους γνώριμους ίσκιους του, τις γλυκειές μελωδίες του, τους χλοερούς τόπους αναψύξεως, κάτω από τα έργα των χειρών του, για να απολαμβάνει και τώρα πέρα από τα ουράνια δώματα τη δροσιά, την ηρεμία, τη γαλήνη του.
Στην ίδια γαλήνη του ουράνιου Παραδείσου ας προσευχόμαστε να αναπαύσει ο Πλάστης και Δημιουργός μας εκείνη την ευλαβική και σεβάσμια μορφή, το φυτευτή και δημιουργό του.

Β. Ο ΝΕΟΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
     Εκείνο όμως το έργο που έθελξε περισσότερο την καρδιά του νέου κληρικού, από τα πρώτα χρόνια της ιερατικής του σταδιοδρομίας, ήταν το κτίσιμο ενός ναού αφιερωμένου στη μνήμη του Αγίου Χριστοφόρου. Ένας νέος ναός, μέσα στην πόλη, πιο σύγχρονος και πιο ευρύχωρος, που να ικανοποιεί και να βοηθεί με τις σύγχρονες ανέσεις του τις ψυχές να ανεβαίνουν "στο Ιερό" για προσευχή, έγινε γρήγορα η σκέψη του, το σχέδιό του, ο βαθύς του πόθος, η διαρκής και ισόβιος προσευχή του.
     Μ' αυτόν τον πόθο στην καρδιά ξεκίνησε ο Παπαποστόλης το 1920 για να εφαρμόσει το σχέδιό του. Το σκέφτηκε, το μελέτησε όσο μπορούσε, το είπε στους στενούς του συνεργάτες και προχώρησε. Κτύπησε πόρτες πλουσίων και φτωχών, ανέβηκε μαρμάρινα σκαλοπάτια, κατέβηκε ανήλια υπόγεια, μπήκε σε φτωχές καλύβες, έτρεξε στους δρόμους της πόλης, διάβηκε στενά μονοπάτια, ξενύχτησε ιδρωμένος στα χωράφια, στις μάνδρες, στις λιάστρες, στα χωριά. Αφουγκράστηκε τον ίδιο πόθο στις ψυχές των ανθρώπων και τότε ξαναχτύπησε και ζήτησε προσφορές! Το ξανασημειώνουμε γιατί ο Παπαποστόλης όταν ξεκίνησε διέθετε στο ταμείο του μόνον σχέδια, όνειρα, πόθους, εργατικότητα, πίστη, αντοχή και αγάπη. Χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου. Ήταν όμως δυνατή η πίστη. Γι' αυτό και στη συνέχεια δε γράφονται, δεν είναι δυνατόν να σημειωθούν οι κόποι, οι ιδρώτες, ο πόνος, η αγωνία, η φτώχεια αυτών που αναλαμβάνουν τέτοια έργα, οι απαιτήσεις του έργου, οι δύσκολοι καιροί που οι άνθρωποι περνούσαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Όμως εδώ πρέπει τούτο να γραφεί και να υπογραμμιστεί. Όταν τις καρδιές τις καίει ο βαθύς πόθος για δημιουργία και κοινωνική προσφορά, όλα τα εμπόδια υπερπηδούνται, όλα όσα λείπουν βρίσκονται, όλα γίνονται κατορθωτά. Κι όταν ακόμη αυτός ο πόθος είναι εκπλήρωση πνευματικών εφέσεων της ψυχής και όχι υλικών συμφερόντων τότε "πάντα δυνατά τω πιστεύοντι". Κι ο Παπαποστόλης πίστευε στο έργο του και την αποστολή του. Γι' αυτό και ανοίχτηκαν βαλάντια μικρών και μεγάλων, πλουσίων και φτωχών, Ελλήνων και ξένων. Παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις γράφτηκαν επιστολές, εστάλησαν υπομνήματα, έτρεξαν επιτροπές, προτάθηκε το χέρι και ζήτησε και πήρε τα πολλά αλλά και "το δίλεπτο της χήρας". Αλήθεια! Το δίλεπτο της χήρας! Και αυτό χρησιμοποιήθηκε εδώ.
       Έτσι τούτος ο ναός που μεγαλοπρεπής στέκει μπροστά μας σήμερα έχει αυτή την όμορφη ιστορία. Κάθε του πέτρα και ένας πόνος, κάθε του πεσσός και μια αγωνία, κάθε του τρούλος και ένα δάκρυ, κάθε του βελτίωση και νέοι κόποι και ιδρώτες και αγώνες. Πόνοι και δάκρυα και αγώνες του Παπαποστόλη, που σε κάθε πέτρα έχει βάλει την υπογραφή του με το αίμα της καρδιάς του, πλάι σε κάποια προσφορά βιοπαλαιστού, χήρας και ορφανού. Όσοι ζήσαμε τα χρόνια αυτά που πέρασαν κοντά σε τούτον τον κληρικό, θα τον θυμόμαστε κάπως έτσι. Μ' ένα τριμμένο και ξεθωριασμένο από το χρόνο ράσο, με λειωμένα τα τακούνια από τα παπούτσια του, με μια ομπρέλλα για τον ήλιο, μ' ένα ζώο και ένα βοηθό δίπλα του. Γύριζε στον ήλιο, στη βροχή, στο κρύο. Πήγαινε παντού, όπου νόμιζε πως θα πάρει έστω και μια μικρή προσφορά. Μάζευε τα πάντα, συγκέντρωνε ό,τι έβρισκε. Κτυπούσε και ζητούσε από όλους. Παρακαλούσε, ζητούσε επίμονα, ικέτευε, προσευχόταν. Γι' αυτό και οι προσφορές δεν σταμάτησαν. Τα καπνά, οι έρανοι, τα δέρματα του Πάσχα, οι δωρεές ήταν η διαρκής αναζήτησή του και ο ανεξάντλητος πόρος.
     Κι όλα αυτά μέσα σε ένα διαρκή αγώνα δεκαπέντε και πλέον ετών. Έως ότου κάποια μέρα κτύπησαν πρωτόγνωρες καμπάνες. Ο κόσμος βγήκε στα παράθυρα, στις πόρτες, στις αυλές, στους δρόμους, στις γειτονιές. Καμάρωνε, καυχόταν, προσευχόταν, ευχαριστούσε τον Πλάστη και έστελνε ικεσίες στον καινούριο Άγιο, που ο ναός του, μαρτύριο αθάνατο στους αιώνες, είχε τελειώσει. 1920-1937.Τόσα χρόνια ! Προσμονή, ικεσία, αγώνες, δάκρυα...
     Με τον Άγιο του ναού, τον Άγιο Χριστόφορο, ο Παπαποστόλης συνομιλούσε, του έλεγε τις δυσκολίες του, τα προβλήματά του, τις ατέλειες που ήθελε να τακτοποιήσει. Και μιλούσε μαζί του απλά, ανθρώπινα, γήινα. Πλησίαζε κάποτε η εορτή του Αγίου Χριστοφόρου. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και υπήρχε φόβος μήπως τη μέρα εκείνη βρέξει, πράγμα που θα εμπόδιζε τους πιστούς να έλθουν για να προσκυνήσουν τον Άγιο. Έτσι δε θα μπορούσε να συνεχίσει την τελειοποίηση του έργου του, που είχε ανάγκη από πόρους οικονομικούς.
"Άγιε Χριστόφορε", τον ακούσαμε να λέει τότε, "δικός σου είναι ο ναός. Αν θέλεις να συνεχιστεί το έργο, κάμε ώστε να μη βρέξει". Τέτοια λόγια, όσοι ζήσαμε κοντά του, τον ακούγαμε να λέει πολλές φορές στις δύσκολες ώρες, σαν μια κραυγή πόνου και εγκατάλειψης του έργου του στα χέρια του δυνατού, του Θεού και του Αγίου.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Α. ΓΕΝΙΚΑ
     Ο Παπαποστόλης πάνω απ' όλα ήταν άνθρωπος. Ήταν το "φως του κόσμου" και το "άλας της γης", που πάντοτε φώτιζε και που ποτέ η υλιστική εποχή του, οι δυσκολίες και οι αντιδράσεις δεν κατόρθωσαν να το μωράνουν. Πάντοτε αλάτιζε η παρουσία του όλους. Ένας λόγος χάριτος, μια συμβουλή αγάπης, ένα χαμόγελο ειλικρινές, ήταν πάντα αυτά που αισθανόσουν και άκουγες στο πλησίασμα αυτής της αγίας μορφής. Το απεριόριστο ενδιαφέρον του για "ένα έκαστον" θύμιζε το "νυχθημερόν" του Αποστόλου Παύλου. Εκείνος ξενυχτούσε "νουθετών ένα έκαστον" ενώ ο Παπαποστόλης φρόντιζε για την εργασία, την υγεία, το γιατρό, την αποκατάσταση των κοριτσιών, τα ποικίλα προβλήματα των συνανθρώπων του, που τον έκαναν να γίνεται "τοις πάσι τα πάντα".
      Θα χρειαζόταν χώρος πολύς για να αναφέρει κανείς λεπτομερώς τα όσα η προσπάθειά του με τη χάρη του Θεού είχαν συνθέσει στην αγία του ψυχή. Να θυμηθούμε εδώ τα πνευματικά του χαρίσματα. Έκανε εντύπωση, όταν τον επλησίαζες, η σωστή του κρίση. Κατόρθωνε να εισχωρεί πάντοτε στο βάθος των πραγμάτων, των γεγονότων και των καταστάσεων, να ατενίζει με σταθερότητα τα υψηλά, να φλέγεται από την αγάπη προς τα ιδανικά, και να μοχθεί για την επιτυχία του σκοπού του.
Ιδιαίτερα σημειώνουμε εδώ κάτι για τη μεγάλη και πραγματικά θαυμαστή μνήμη που διέθετε. Χωρίς υπερβολή, ήταν αφάνταστα ικανός να συγκρατεί, να θυμάται ονόματα μικρών και μεγάλων. Γνώριζε και εμνημόνευε, σε κάθε σπίτι που πήγαινε για τον αγιασμό ή άλλη ακολουθία, τα ονόματα όλων με τη σειρά, από του πρώτου της οικογενείας, του γεροντότερου, μέχρι του τελευταίου, του μικροτέρου.
      Αλλά, ο Παπαποστόλης είχε κυρίως ψυχικά χαρίσματα. Ήταν αφιλάργυρος, αφιλοχρήματος, φτωχός. Τα είχε όλα για τους άλλους και τίποτε για τον εαυτό του. Είναι χαρακτηριστικό του πνεύματος της πτωχείας του τούτο το γεγονός: Όταν μια ευσεβής κυρία του εδώρισε ένα λιοστάσι και το έγραψε στο όνομά του, το βράδυ εκείνο ο Παπαποστόλης έμεινε από την αγωνία του άυπνος. Την άλλη μέρα έτρεξε πρωί πρωί στο συμβολαιογραφείο και μετέγραψε το λιοστάσι στον Άγιο.
      Ήταν ακόμη καλωσυνάτος, καταδεκτικός, ευγενικός, ομιλητικός, χαρούμενος. Με το παράστημα και την αλύγιστη περπατησιά του σου θύμιζε εκείνους τους παλιούς γνήσιους Ρουμελιώτες, που μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν μέσα στη φύση, στο βουνίσιο αέρα, την καθαρή ατμόσφαιρα, την αδούλωτη σκέψη, την ηρεμία και τη γαλήνη των βουνών και έγιναν οι γνήσιοι Έλληνες με την αφέλεια, την απλότητα, την καθάρια ψυχή.

Β. ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
      Όταν αρχίζει κανείς να σημειώνει κάτι για την απλότητα και την ταπείνωση του ανδρός, βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί ο Παπαποστόλης ήταν η προσωποποίηση της απλότητας και της ταπεινοφροσύνης. Ήταν όλος απλότητα και ταπείνωση. Όταν τον αντίκρυζες, έβλεπες αυτές τις αρετές του στο ντύσιμό του, στο περπάτημά του, στο βλέμμα του, στη μορφή του. Μα προ παντός τις αισθανόσουν, τις οσφραινόσουν, όταν τον πλησίαζες και μιλούσες μαζί του. Ο τρόπος που σε πλησίαζε, ο πατρικός, γεμάτος στοργή ασπασμός, τα λόγια του, οι συμβουλές, έδειχναν τον άνθρωπο που αναστρεφόταν και συμπεριφερόταν με "πάσαν απλότητα". Δυο σημεία φανερώνουν περισσότερο τον άντρα στο σημείο αυτό και πρέπει, νομίζω, ιδιαίτερα να τονιστούν. Η ενδυμασία του θεωρώ πως είναι το πρώτο. Ήταν πάντα φτωχική, χωρίς ιδιαίτερη περιποίηση και εξεζητημένη επίδειξη πολυτελών υφασμάτων. Χωρίς άρωμα. Όμως ο Παπαποστόλης μύριζε, ευωδίαζε λιβάνι. Μοσχολίβανο ήταν εξάλλου όλη του η ζωή, που κάηκε και ευωδίαζε τον κόσμο όλο. Το μπαλωμένο, έπειτα, παπούτσι του, το κομποδιασμένο κορδόνι του, η απλή γενικά όψη του, ήταν πάντα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που ζούσε όχι για να φορέσει και να απολαύσει, αλλά για να προσφέρει και να θυσιαστεί. Κι αυτή η βαθιά συναίσθηση της αποστολής του ήταν που τον έκανε να φέρεται με τόση ταπείνωση και απλότητα.
     Η καταδεκτικότητα, η απλή και άδολη ψυχή του, θαρρώ πως είναι το δεύτερο σημάδι αυτών των αρετών του, που ήταν βαθειά ριζωμένες μέσα του. Γνήσιες, πηγαίες, ποτισμένες με τη χάρη του Πνεύματος αρετές. Θυμηθείτε τον, αλήθεια! Μιλούσε σε όλους τους ανθρώπους, χαιρετούσε όλους, αναστρεφόταν όλους. Ήξερε όλους να τους κατακτά, να τους κάνει φίλους, να τους κερδίζει με την ταπείνωσή του. Πάντα, σε όλες τις εμφανίσεις τις θρησκευτικές και τις κοινωνικές προσπαθούσε και ήταν αφανής. Εστέκετο λίγο πιο πίσω από τους άλλους. Έδινε το προβάδισμα. Προωθούσε τους νεωτέρους.
      Χαρακτηριστικό της ταπεινοφροσύνης του είναι και τούτο: όταν η δημοτική αρχή έφτιαξε το πρόπλασμα της προτομής του ποτέ δεν θέλησε, παρά τις παρακλήσεις, να το δει. Αλλά και διεμαρτύρετο: "Εγώ δεν έκαμα τίποτε, γιατί να γίνουν όλα αυτά; τι χρειάζονται;" Χαρακτηριστικά λόγια ανθρώπου, που ενώ τόσα είχε προσφέρει, όμως το φρόνημά του ήταν βαθειά ταπεινό. Γιατί ο Παπαποστόλης δεν είχε για τον εαυτό του βλέψεις και προθέσεις και ιδέες μεγάλες, εγωιστικές. Δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί πως δεν είχε καμιά ιδέα υψηλοφροσύνης για το άτομό του, τις δυνάμεις, τις ικανότητες, τις δυνατότητές του. Το φρόνημά του ήταν απόλυτα τοποθετημένο, γεμάτο ειρήνη και γαλήνη, μέσα στα πλαίσια της ομορφιάς, της χάριτος που δίνει η ταπείνωση.
Κι αυτό ήταν εκείνο που τον πλήρωνε χάρη και τον πύρωνε με μια ανέκφραστη πνευματική φλόγα και θερμότητα, που τον "έφλεγε χωρίς να τον κατακαίει", μα συγχρόνως τον δρόσιζε "ως Πνεύμα δρόσου διασυρίζον". Γιατί το Πνεύμα "ταπεινοίς δίδωσι χάριν".

Γ. ΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ
Δυο άλλα ανάγλυφα της μορφής τουχαρακτηριστικά. Αφάνταστη δραστηριότητα και εργατικότητα συνδυασμένη με μιά βαθειά κι ακλόνητη πίστη. Δυο χαρακτηριστικά που έφεραν μια μεγάλη δημιουργία. Δυο δίδυμες αρετές που κυοφόρησαν μέσα στην ψυχή του ταπεινού και απλού λευίτη και έδωσαν πλούσιους καρπούς.
Εργατικότητα. Ο Παπαποστόλης βρισκόταν διαρκώς επί ποδός. Δεν ήξερε να ησυχάζει, να αναπαύεται, να παραθερίζει, να τρέχει στις λουτροπόλεις, να παίρνει άδεια για τον εαυτό του, για την υγεία του. Συνεχώς εμάχετο στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Ήταν πάντα σε κίνηση, σε δραστηριότητα, σε πλήρη απασχόληση. Εξάλλου ήταν τόσο μεγάλο το πνευματικό, το κοινωνικό του έργο, που κυριολεκτικά έτρεχε για να το προφτάσει. Έτρεχε την ημέρα, ξενυχτούσε αργά το βράδυ, πεζοπορούσε στον ήλιο, στο κρύο, στη βροχή. Γιατί ο χρόνος ήταν τόσο λίγος και ήθελε να τον μακρύνει. Είχε τόσα πολλά να κάμει. Φρόντιζε για το δάσος, έτρεχε για την περίφραξη, εργαζόταν για τη δεντροφύτευση, βρισκόταν σε εγρήγορση για τους ελαιώνες, το μάζεμα των καπνών, ξαγρυπνούσε για τους φτωχούς, ανέβαινε ανηφοριές, κατέβαινε γκρεμούς, μάτωνε μέσα στους βάτους για να βρει και να μαζέψει το χαμένο πρόβατο.
       Κι αυτή η δραστηριότητά του ήταν τόσο χαρούμενη και γαλήνια, μακριά από κάθε αγωνία και εκνευρισμό, γιατί ο Παπαποστόλης είχε εγκαταλείψει τα πάντα στα χέρια του Θεού. Ήταν δραστήριος, εργατικός, αλλά και πιστός. Δεν πίστευε μόνο στα αποτελέσματα που μπορούσε να φέρει η εργασία, ούτε είχε εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις, που ήταν κι αυτές χοϊκές, μα προπαντός πίστευε δυνατά στο Θεό. Ήταν η μορφή του ένας ολοφάνερος και χαρούμενος συνδυασμός εργασίας και πίστης.
      Ο Παπαποστόλης, όπως και κάθε άνθρωπος που η παρουσία του δημιουργεί ένα θεϊκό συναγερμό στις ψυχές, βάδιζε με ασπίδα δυνατή στη ζωή του την πίστη. Αυτή την πίστη που κάνει τις καρδιές να φιλοσοφούν τα εγκόσμια, να μην υπολογίζουν τις δυσκολίες και να προχωρούν με το μέτωπο ψηλά και τα μάτια προσηλωμένα στον ουρανό. Μια πίστη γεμάτη από ελπίδα, γεμάτη βεβαιότητα. Αυτή τη σιγουριά ένιωθες να τον διακατέχει όταν τον πλησίαζες. Ήταν τόσο εμφανής η θεϊκή επίδραση στη μορφή του. Γιατί ο Παπαποστόλης ήταν Θεόπτης. Αντίκρυζε, μιλούσε, ζούσε, αισθανόταν το Θεό τόσο κοντά του, μέσα του. Πύρωνε Εκείνος το είναι του, έκαιγε την ύπαρξή του με τη θεία φλόγα που αναζητά πάντα να φωτίζει και να οδηγεί τις ψυχές μας.

Δ. ΑΓΑΠΗ
       Εκείνη όμως η ακτίνα που φώτισε και θέρμανε περισσότερο από μισό αιώνα την κοινωνία ήταν κυρίως η αγάπη του. Ο Παπαποστόλης αγαπούσε. Αγαπούσε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς υπονοούμενα, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς κρατούμενα. Αγαπούσε απλά, ταπεινά, απέραντα όλους τους ανθρώπους. Όλους! Αλήθεια! Και τους εχθρούς του ακόμη. Αν και εχθρούς, όσο εξαρτιόταν από αυτόν, δεν είχε ο Παπαποστόλης. Είχε γεννηθεί και ζούσε, χωρίς υπερβολή, για να αγαπά. Κι αυτό είναι το μεγάλο του μυστικό, που τον ανεβάζει στις ψυχές μας και τον ξεχωρίζει ανάμεσά μας. Ήταν κατώτερος ίσως στη μόρφωση, στη γνώση, στη σοφία, όμως μας ξεπερνούσε όλους στην αγάπη. Εξάλλου αυτό είναι εκείνο που σήμερα και πάντα καταξιώνει την ύπαρξή του. Σταματά κανείς μπροστά σ' αυτό το φεγγοβόλημα της αγάπης του και ιλιγγιά χωρίς να μπορεί να σημειώσει κάτι περισσότερο, γιατί ο Παπαποστόλης ήταν όλος αγάπη. Μια αγάπη που την καταδίωκε για να την προφτάσει. Γιατί ήταν τόσες πολλές οι ανάγκες, τόσο επείγοντα τα περιστατικά, τόσο κραυγαλέα η δυστυχία, μα και τόσο φλογερή από αγάπη η καρδιά του, ώστε δεν πρόφταινε κι έτρεχε. Συνεχώς έτρεχε. Ήταν ο Άγιος δρομεύς της αγάπης.
      Έτρεχε εκείνος, έτρεχαν όμως και τα παιδιά κοντά του, καθώς περνούσε στις γειτονιές για να του φιλήσουν με σεβασμό το χέρι. Κι αυτός τα χαιρετούσε και τα ευλογούσε όλα με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, τα προσκαλούσε στην εκκλησία, στον εσπερινό, στις παρακλήσεις, στις ακολουθίες. Τους μοίραζε καραμέλες, χρήματα, γλυκά, ευλογία. Έτρεχαν κοντά του ακόμη οι μεγάλοι να ακούσουν ένα λόγο αγάπης και να πάρουν δύναμη και χαρά γιατί τον αισθάνονταν πατέρα, αδελφό και προστάτη γεμάτον από συμπόνοια και καλοσύνη.

Ε. Ο ΙΕΡΕΑΣ
      Μα ο Παπαποστόλης ήταν και Ιερέας του Υψίστου. Αυτός που απλά, με πολλή συντριβή και ταπείνωση υπέρτατη, τελούσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τον θυμούνται οι παλαιότεροι σε χρόνια δύσκολα, της δουλείας, τα σκοτεινά εκείνα χρόνια, να διασχίζει μέσα στη νύχτα τους δρόμους, για να μην παραλείψει ούτε μια φορά τη Θεία Λειτουργία κατά το σαρανταήμερο των Χριστουγέννων.
      Ας θυμηθούμε εδώ και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τη Μεγάλη Πέμπτη, που ο Θεάνθρωπος παραδίδεται για τη σωτηρία μας στο Σταυρό, ο Παπαποστόλης έβγαινε από τη βορεινή πύλη του Ιερού, κρατώντας στα δυο του χέρια τον εσταυρωμένο. Τότε, όταν όλοι γονατιστοί ατένιζαν περίλυπο τη μορφή του Ιησού, την κατανυκτική και θεία σιγή διέκοπτε συγκινητική, γεμάτη πόνο και δάκρυα η βραχνή φωνή του: "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου..."
     Γεμάτος θλίψη τη Μεγάλη Εβδομάδα, πλημμυρισμένος από χαρά τη μέρα της Αναστάσεως. "Χαράς τα πάντα πεπλήρωται" έψαλλε ο χορός κι η καρδιά του Παπαποστόλη γέμιζε την ημέρα τούτη από υπερούσια λάμψη και σκορπούσε γύρω της την αγάπη. Σπουδαία χαρίσματα ακόμη έδειξε ως Ιερέας και Πνευματικός. Γιατί γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο προσήλκυε τους ανθρώπους στη θεία Λατρεία. Ο Άγιος Χριστόφορος ήταν πάντα γεμάτος χάρη στις φροντίδες του, το ενδιαφέρον του, την ποιμαντορική του ικανότητα. Πατρική εστέλετο η ευλογία του σ' όσους έρχονταν για πρώτη φορά, με κάποιο φιλοδώρημα, μ' ένα ύψωμα, ή αντίδωρο ξεχωριστό, με κάποιο πρόσφορο που έστελνε στο σπίτι, με τα τόσα βοηθήματα που έδιδε στο τέλος της Θείας Λειτουργίας στους φτωχούς.
      Έπειτα, έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το κήρυγμα. Προσκαλούσε κάθε κληρικό, ιεροκήρυκα ή θεολόγο να λειτουργήσει ή να ομιλήσει γιατί πίστευε πως η λατρεία δεν πρέπει να είναι μια ψυχρή επανάληψη της προηγουμένης, αλλά μια ζωντανή μοναδική και ανεπανάληπτη προσφορά. Γι' αυτό ο λόγος του Θεού έπρεπε να ακούγεται κάθε Κυριακή. Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τη συμβολή του για την αξιοποίηση που έκαμε στα διάφορα εξωκκλήσια της περιοχής. Με δική του πρωτοβουλία έγιναν θρησκευτικά πανηγύρια, εκδρομές, παρακλήσεις και οικογενειακές λειτουργίες στην Αγία Μαρίνα, στον Άγιο Ιωάννη το Ριγανά, την Αγία Βαρβάρα, ακόμη δε και στον Προφήτη Ηλία και την Αγία Παρασκευή. Μ' αυτό τον τρόπο όχι μόνο η πόλη, αλλά και η επαρχία τρέχει για να υμνήσει τον Πλάστη, σταματώντας την ημέρα αυτή από δουλειές και τις διάφορες αγροτικές ασχολίες.
      Φρόντιζε ακόμη για τη μουσική. Μυσταγωγία κατανυκτική που ανεβάζει τις ψυχές και τις οδηγεί σε ουράνια δώματα μεταβάλλεται η ώρα της θείας λατρείας και της προσευχής, όταν και ο Ιεροψάλτης του Ναού είναι καλλίφωνος, σεμνός βυζαντινός και αποδίδει τα νοήματα των ύμνων με την κατάλληλη μουσική σύνθεση. Και σ' αυτό το σημείο ο Παπαποστόλης όχι μόνο δεν υστέρησε, αλλά ενδιαφέρθηκε για την απόδοση της μουσικής, όσο ήταν δυνατό, με το να προσκαλεί και να διατηρεί Ιεροψάλτες που μετέδιδαν κι αυτοί με τον τρόπο τους τη συγκίνηση, την κατάνυξη, τον αγιασμό.
      Έτσι κήρυγμα, μουσική, χορωδία για τα εγκώμια του Επιταφίου, ενδιαφέρον για όλους και για τους ξένους και περαστικούς, αγάπη στους αδύνατους ήταν τα μέσα με τα οποία προσήλκυε τους ανθρώπους στη Θεία Λειτουργία.
      Τέλος, ενδιαφέρον σημείο της ποιμαντικής του ικανότητας αποτελεί η αγάπη του. Γιατί ο Παπαποστόλης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ, χωρίς υπερβολή, τον έλεγχο, τον απότομο τρόπο, τον εκβιασμό, αλλά την παραίνεση, τη συμβουλή, τη νουθεσία. Γι' αυτό και όλοι πάντοτε αισθάνονταν μια ακατανίκητη επιθυμία να πλησιάζουν κοντά του, να τον προσκαλούν στα σπίτια τους και να επιζητούν την παρουσία και την ευλογία του.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
     Αυτός ήταν ο άνθρωπος που πέρασε ανάμεσά μας περισσότερο από μισό αιώνα και έκανε τόσο ζωντανή την παρουσία του στη ζωή μας, μέχρι που ο χρόνος λιγόστεψε τα βήματά του στους δρόμους μας και τη μορφή του αραιά τώρα την ατενίζαμε. 'Ωσπου μια μέρα, αυτός ο αλύγιστος ρουμελιώτης, η υψηλόκορμη δρυς, έπεσε στο κρεβάτι. Έπεσε για να μη σηκωθεί πια.
    Κι από εκεί όμως, από το κρεβάτι του πόνου, που έγινε το κρεβάτι του θανάτου του, δεν έπαυε να ερωτά, να ενδιαφέρεται να ανησυχεί, να φροντίζει. Όλα όσα στη ζωή του αγάπησε ήταν τώρα και η διαρκής ανησυχία του. Με πόση λαχτάρα και στοργή ρωτούσε για το Ναό και το εκκλησίασμα, το κήρυγμα και τη Θεία Λειτουργία, το δάσος και τους αγαπημένους του φτωχούς, που από την πρώτη στιγμή, μόλις πληροφορήθηκαν την αρρώστιά του, έτρεχαν καθημερινά να τον επισκεφτούν, να δουν τη γλυκειά μορφή του, να πάρουν την πατρική του ευλογία, να ακούσουν ακόμη κάποιο λόγο ελπίδας να βγαίνει από τα χείλη του.
      Γιατί ο Παπαποστόλης, αν και στα πρόθυρα της "αναλύσεώς" του, αντί να παίρνει, μετέδιδε σε όλους υπομονή και πίστη, ελπίδα και γαλήνη, ασφάλεια, ειρήνη και ανακούφιση. Και τούτο, όχι γιατί δεν γνώριζε το τέλος του, αλλά γιατί πίστευε πως λίγος είναι ακόμη ο χρόνος που του μένει για να τελειώσει το έργο του, της αγάπης και της προσφοράς το μεγάλο έργο. Κι αυτό το έργο το συνέχισε μέχρι την τελευταία του πνοή, που κι αυτή ήρθε μια μέρα.
      Ο Παπαποστόλης γνώριζε το τέλος του, μάλιστα δε το προαισθάνθηκε, το προείδε και το είπε: "Σήμερα εγώ φεύγω". Και έφυγε, αφού προηγουμένως έδωσε συμβουλές, αφού είπε σε όλους να μη θρηνήσουν για το θάνατό του, αφού τους εξέφρασε την παράκληση να τον ενταφιάσουν στον παλαιό Άγιο Χριστόφορο και παρακάλεσε να δοθεί η περιουσία του (δεν είχε βέβαια περιουσία ο Παπαποστόλης, ο Σταυρός και τα παπούτσια του) στους φτωχούς.
     Αυτή ήταν η διαθήκη του. Χωρίς συμβολαιογράφους και μάρτυρες, γιατί η περιουσία του, που θα μπορούσε να είναι μεγάλη, ήταν μόνο ο Άγιος και οι καρδιές των ανθρώπων που αγάπησε. Υπόδειγμα και σε αυτό το σημείο, τόσο σπουδαίο για την υλιστική εποχή μας. Φτωχός λοιπόν, πάμπτωχος, με ένα ράσο τριμμένο, με την αγάπη στην καρδιά του για όλους, με θαυμαστή πραγματικά διαύγεια, εξομολογήθηκε, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων για τελευταία φορά, έκανε το σημείο του Σταυρού και παρέδωσε "το πνεύμα του εν ειρήνη". Ήταν τότε Σάββατο 13 Αυγούστου 1960, ώρα 6 μ.μ.
      Πέθανε ο Παπαποστόλης! Αντιλάλησαν τα βουνά, οι κάμποι, οι λαγκαδιές. Ακούστηκαν πένθιμα οι καμπάνες του Αγίου, που εκείνος είχε κατασκευάσει με τόσους κόπους. Λαϊκό προσκύνημα έγινε το βράδυ εκείνο στο σπίτι του αδερφού του, όπου έμενε, γιατί δεν είχε δικό του, αλλά και την άλλη μέρα στο Ναό του Αγίου Χριστοφόρου. Χιλιάδες, μυριάδες λαού πέρασαν για να γονατίσουν μπροστά του, να ασπαστούν το σεβάσμιο σκήνωμά του και να πάρουν, για στερνή φορά, την πατρική του ευλογία. Γαλήνιος, πράος, ειρηνικός, απέριττος, με μορφή που μετέδιδε αγιασμό ήταν και διατηρήθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή. Είναι τα χαρακτηριστικά του αυτά, που και εκείνη την ημέρα έλαμψαν και φώτισαν όλους τους πιστούς, που έτρεξαν και ευλαβικά γονάτισαν μπροστά του.
      Σύσσωμη η πόλη του Αγρινίου και η περιοχή, αλλά και πολλοί γνωστοί από τα διάφορα θέρετρα έτρεξαν για να παρευρεθούν στην ώρα που θα εψάλλετο η νεκρώσιμη ακολουθία. Κόσμος πολύς κατέκλυσε το ναό και τον περίβολο του Αγίου Χριστοφόρου, ενώ όλος ο κλήρος της περιοχής, χοροστατούντος του τότε σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιεροθέου, προέπεμπαν με λόγους και αναφυλλητά τον ποιμενάρχη τους.
      Κι αργότερα, όταν μετά την περιφορά του σεπτού σκηνώματός του από τους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες τις πόλης, η πομπή έφτασε στον παλαιό Άγιο Χριστόφορο, τα πένθιμα εμβατήρια της φιλαρμονικής, το αυγουστιάτικο δειλινό, τα κελαηδήματα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το αεράκι του δάσους έστελναν θερμές αποχαιρετιστήριες προσευχές και δεήσεις στο Δημιουργό. Σε λίγο το ανάλαφρο χώμα σκέπαζε τη γλυκειά μορφή του, δίπλα στο μνημείο της αγαπημένης του συζύγου, ενώ το κυριακάτικο δειλινό χρύσιζε με τις τελευταίες ηλιαχτίδες την Άγιά του θωριά, σαν το φωτοστέφανο της δόξας του Παραδείσου.
      Ο Παπαποστόλης μετέστη προς Κύριον. Το έργο του όμως υπάρχει σαν η πιο τρανή μαρτυρία της διαβάσεώς του από τους δρόμους μας, από την κοινωνία μας, από τις καρδιές μας. Ο Παπαποστόλης ζει μέσα στις καρδιές όλων μας, και αποτελεί παράδειγμα, φάρο φωτεινό, που θα καθοδηγεί πάντοτε όχι μόνο τη σημερινή, αλλά και τις επόμενες γενιές στο καλό, την αρετή, την τιμιότητα, την αγάπη, τον αγιασμό.
Ο σεπτός Ποιμενάρχης μας π Κοσμάς τελώντας Τρισάγιο στον τάφο του παπα Αποστόλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου