Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Ποιά η διαφορά του ειδώλου απο την Εικόνα; Μια θεολογική προσέγγιση


    Ἡ βασική διαφορά τοῦ εἰδώλου ἀπό τήν εἰκόνα ἔγκειται σ᾿ αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ἀνύπαρκτο. Ἑπομένως εἶναι πλάσμα, φαντασία, ἀπάτης ὁμοίωμα. «…ψεύδους καί ἀπάτης ὁμοίωμα…, ψευδές τό εἴδωλον ἀνειποῦσιν μίμημα· τήν δ᾿ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς ἀφομοίωμα». Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτό ἀρχέτυπο, εἶναι ὁμοίωμα τοῦ ἀληθινοῦ καί ὑπάρχοντας Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει μιά τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δέν ἀπεικονίζει μιά πραγματική Θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο πού λατρεύεται καθεαυτό. Γι᾿ αὐτό τό λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη.
     Μετά τή Σάρκωση ὅμως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα τῆς περιγραφῆς Του. Ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτελεῖ εἰδωλική κατασκευή, ἀλλά ἀπόδειξη καί ὁμολογία τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Ἄν ἐπιχειροῦσε νά περιγράψει κανείς σέ εἰκόνα τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, πρίν ἀπό τή Σάρκωσή Του, κάτι τέτοιο θά ἀποδεικνυόταν, «ὄχι μόνον φαῦλον, ἀλλά καί ἔκτοπον, τόν μή Σαρκωθέντα Λόγον σάρκα τοπάζειν». Καί αὐτό διότι ἐφόσον δέν ὑπῆρχε πρωτότυπο, θά ἐλεγχόταν ἡ πράξη του αὐτή ἀπό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ πού λέει: «Τίνι ὁμοιώματι, ὁμοιώσατέ με»; (Ἡσ. 40, 18). Ἀλλά οἱ εἰκόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, ἀποτελοῦν ἀπεικονίσεις πραγματικῶν ἱστορικῶν προσώπων, τά ὁποῖα βρίσκονται σέ ἄμεση σχέση, προσωπική καί οὐσιαστική, σχέση κοινωνίας μέ τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό.
      Εἴπατε ὅτι τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη. Πῶς ὅμως ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή δυό γλυπτῶν ἀνθρωπόμορφων Χερουβίμ καί τήν τοποθέτησή τους στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου; Δέν ἦταν αὐτά εἴδωλα;Τά ἀνθρωπόμορφα Χερουβίμ πού κατασκευάστηκαν καί τοποθετήθηκαν ἐπάνω στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου δέν ἦταν εἴδωλα, δηλαδή ἀπεικονίσεις φανταστικῶν ὁμοιωμάτων μέ ἀνύπαρκτο ἀρχέτυπο, ἀλλά ἀπεικονίσεις ἀσωμάτων Ἀγγέλων, ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐμφανιστεῖ στούς πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ (Γεν. 3, 24. 16, 11. 19, 1. Ἑβρ. 1, 14).
     Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τά ὁμοιώματα αὐτά «ἐκτυπώματα» καί «μορφώματα» καί τονίζουν ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή τῶν ἱερῶν αὐτῶν συμβόλων, δηλαδή τά ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ ἤ τήν Κιβωτό ἤ τή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου κ.λ.π. Διότι τά ἱερά αὐτά σύμβολα παιδαγωγοῦσαν τόν περιούσιο λαό τοῦ Ἰσραήλ ὥστε νά συνειδητοποιεῖ ἀφ᾿ ἑνός τή διαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ἀφ᾿ ἑτέρου τό χρέος του στό νά ἀποδίδει λατρεία πρός τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρεται στά «ἐκτυπώματα» αὐτά καί λέει ὅτι γιά τόν παιδαγωγούμενο ἄνθρωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἱερά σύμβολα, τά ὁποῖα «ἤ εἰς τύπον Χριστοῦ αἰνιγματωδῶς παραλαμβάνεται» (χάλκινος ὄφις) ἤ γενικῶς ἀποτελοῦν «προχάραγμα ἐναργές… τῆς ἐν πνεύματι λατρείας». Καί σέ ἄλλο σημεῖο: «Δι᾿ ἐκτυπωμάτων καί μορφωμάτων τινων συμβολικῶς ἀνάγεσθαι τόν Ἰσραήλ, ἐπί τήν τοῦ Ἑνός Θεοῦ, ὡς ἐφικτόν θεωρίαν καί λατρείαν».
     Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Μωσαϊκός Νόμος ἦταν ἀποτρεπτικός κάθε ἀπόπειρας ἐξεικονίσεως τοῦ Θεοῦ ὅπως ὑποστήριζαν οἱ εἰκονομάχοι; Ναί, βέβαια, ἦταν ἀποτρεπτικός. Ὑπῆρχε ἀπόλυτος περιορισμός γιά τήν κατασκευή οἱουδήποτε ὁμοιώματος καί οἱασδήποτε ἐξεικονίσεως. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασι, ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδέ μή λατρεύσεις αὐτοῖς» (Ἐξ. 20, 1-6. Λευιτ. 26, 1. Δευτ. 4, 16-19). Παρά ταῦτα οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν ἐπανειλημμένα τίς ἀπαγορεύσεις αὐτές τοῦ Θεοῦ, πού τούς δόθηκαν μέσω τοῦ Μωυσῆ καί «ὠλίσθησαν», γλίστρησαν πρός τήν εἰδωλολατρεία.
Δηλαδή στήν Παλαιά Διαθήκη λείπει ἐντελῶς ὁ εἰκονισμός τοῦ Θείου;
Στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχουμε πλήρη ἀπουσία τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ, παρόλο πού οἱ Μωσαϊκοί κώδικες εἶναι γεμάτοι ἀπαγορεύσεις γιά οἱανδήποτε ἐξεικόνισή του. Ἀντίθετα, ἄν μελετήσουμε βαθύτερα, θά δοῦμε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπό εἰκονολογικά στοιχεῖα, εἶναι ἕνα βιβλίο κατεξοχήν εἰκονολογικό. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἐξεικονίσεως, ὅπως ἀφήσαμε νά ἐννοηθεῖ καί στήν προηγούμενη ἀπόκριση, γινόταν γιά λόγους παιδαγωγικούς πρός ἕνα λαό ἀνώριμο πνευματικά πού εἶχε ροπή πρός τήν ἀποστασία ἀπό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἕνα λαό «εὐόλισθον» πρός τήν εἰδωλολατρεία. Γιά νά προφυλάξει λοιπόν ὁ Θεός τό λαό Του ἀπό τέτοια ἀποστασία, ἀπό τό μεγάλο πειρασμό τῆς εἰδωλολατρείας, δίνει τήν ἐντολή μέσω τοῦ Μωυσῆ νά μήν ἐξεικονίζει μέ ὁποιονδήποτε τρόπο τό πρόσωπό Του. Ἔτσι ὁ παιδαγωγούμενος λαός συνειδητοποιοῦσε σιγά-σιγά τήν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε «Τόν Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»! Πῶς ἦταν δυνατόν νά ἐξεικονισθεῖ; Ἀφοῦ εἰσῆλθε ὅμως ὁ Χριστός στόν κόσμο καί «ἑωράκαμεν Αὐτόν καί ἐψηλαφήσαμεν», ὁ Θεός πλέον «ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», μποροῦσε νά ἐξεικονισθεῖ. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε καί τόν Πατέρα» (Ἰωάν. 14, 9), μᾶς λέει ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.
Τι σημαίνει αὐτό πού εἴπατε ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἕνα βιβλίο κατεξοχήν εἰκονολογικό;
     Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι κατάμεστη ἀπό εἰκονικές παρομοιώσεις καί προτυπώσεις, ἀλλά καί παραστατικές ἐξεικονίσεις γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ πραγματοποίηση τῶν ὁποίων ἔλαβε χώρα στήν Καινή Διαθήκη, στούς χρόνους τῆς ἐπίγειας Παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες προτυπώσεις εἶναι: «Ἡ φλεγομένη καί μή καιομένη βάτος», πού προεικονίζει τήν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. Ἡ τριήμερη παραμονή τοῦ Ἰωνᾶ στήν κοιλιά τοῦ κήτους, πού προεικονίζει τήν τριήμερη ταφή τοῦ Κυρίου. Ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε ὡς προεικόνιση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μωσαϊκός Νόμος ὡς προεικόνιση τοῦ Εὐαγγελίου κ.λ.π. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ προεικονίζει τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ναός εἶναι εἰκόνα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ Θ. Λειτουργία τῆς οὐράνιας Λειτουργίας. Τό καθετί δηλαδή εἶναι εἰκόνα κάποιου ἄλλου; Τότε ὁ ὄρος «εἰκόνα» ἀποκτᾶ μεγάλο εὖρος καί σημασία.
     Ὁ Ἰάκωβος Μάινας στό ἄρθρο του «Ἡ καινή γλώσσα τῶν εἰκόνων», μᾶς ἀναλύει καίρια αὐτό τό σημεῖο: «Ἡ εἰκόνα», λέει, «γιά τήν ὀρθοδοξία, εἶναι τρόπος καί στάση ζωῆς, ἦθος καί ὕφος καί οὐσιώδης διάσταση τῆς ἀλήθειάς της, σημεῖο ἀπό τά καίρια τῆς διδασκαλίας της καί τῆς θεολογίας της καί ἴσως συνιστᾶ τό ἐνδότερο σημεῖο τοῦ εἶναι της. Αὐτό ἀποκαλύπτουν τά θέματα καί τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς της καί τῆς σκέψεώς της: Ἡ Ἀνάσταση, ἡ Μεταμόρφωση, ὁ Χριστός ὡς εἰκόνα καί ἀπαύγασμα τοῦ Πατέρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Λειτουργία, ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός μέ τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τό καθετί κρύβει τό θέμα τῆς εἰκόνας. Ὅλα ὑπάρχουν καί βιώνονται, ὄχι καθεαυτά, ἀλλά ὡς διάβαση, ἀναγωγή, πέρασμα, Πάσχα. Τό καθετί βρίσκει τόν ἑαυτό του μέσα στό ἄλλο, κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, Ò ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε καί τόν ΠατέραÓ . Τό καθετί δέν ἀναπαύεται στόν ἑαυτό του, ἀλλά ὁδεύει, διαβαίνει πρός τό πρωτότυπο. Αὐτή ἡ διάβαση εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἀλήθειας τῆς εἰκόνας ἀλλά καί τῆς ὀρθοδοξίας».

     Συμπέρασμα: Μέ τόν ὅρο «εἰκόνα» στήν ὀρθοδοξία δέν ἀναφερόμαστε σ᾿ ἕνα στατικό φαινόμενο, ἀλλά σέ μιά προσωπική κλήση καί ἐνέργεια, σέ μιά διάβαση γιά ὑπαρκτική καθολική θέαση τῆς ἀλήθειας στήν ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ ἡ εἰκόνα. Στή Χριστοποίησή μας, στήν εἰκονοποίησή μας, στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Τότε γιατί οἱ εἰκονομάχοι μάχονται τίς εἰκόνες καί χύθηκε τόσο αἷμα στήν Ἐκκλησία; Ἡ εἰκονομαχία (726-843) εἶναι σύνθετο ἱστορικό γεγονός, μιά αἵρεση πού δέν ἔχει μελετηθεῖ ἀρκετά. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εἶναι κυρίως ἐκεῖνοι πού ἀσχολήθηκαν μέ τά θεολογικά θέματα τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀπαντήσεις πού ἔδωσαν στερέωσαν καί θεμελίωσαν μιά γιά πάντα τή θέση τῶν ἁγίων εἰκόνων στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
     Οἱ εἰκονομάχοι ἀρχικά, ξεκινώντας ἀπό τήν ἀπαγόρευση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γιά κάθε εἴδους ἐξεικονισμό τοῦ Θείου, κατηγοροῦσαν τούς πιστούς ὀρθόδοξους ὡς εἰδωλολάτρες, διότι λάτρευαν, καθώς ἔλεγαν, σανίδες, πέτρες καί τοίχους. Αὐτό ὅμως ἦταν μόνο πρόφαση. Τό κύριο πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων ἦταν ὅτι δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν καί νά περιλάβει ὁ νοῦς τους τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα τόν ἄνθρωπον Θεόν ποιήσῃ». Τό σκάνδαλο τῆς Σαρκώσεως, αὐτό τό φοβερό γεγονός, ἦταν τό πρόβλημα τῶν εἰκονομάχων. Μή μπορώντας λοιπόν νά ἀποδεχτοῦν ὅτι ὁ Θεός ἦλθε στόν κόσμο «ἐν σαρκί», ἔφτασαν σ᾿ αὐτή τήν ἀκραία εἰκονοκλαστική τοποθέτησή τους. Διότι ἡ εἰκόνα εἶναι τεκμήριο, ἀπόδειξη, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀρνούμενοι λοιπόν τίς εἰκόνες, ἀρνοῦνται τή Σάρκωση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καί ἀρνούμενοι τή σάρκωση, ἀπέρριπταν καί τό ὅλο μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας. Γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες ἀντέταξαν σθεναρή ἀντίσταση, ἀναπτύσσοντας μιά βαθιά θεολογία καί ἀπολογητική πάνω στό θέμα τῶν ἱερῶν εἰκόνων πού καταδεικνύει ὅτι ἡ θέση καί ἡ τιμή πού ἀπονέμει ἡ ὀρθόδοξη Ἑκκλησία στήν εἰκόνα, δέν ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμηση στήν εἰδωλολατρεία, ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς μιά ἔμπρακτη ὁμολογία τοῦ ὅτι «ὁ Λόγος ἐν σαρκί ἐγένετο», τοῦ ὅτι ὁ Θεός ἔγινε «τέλειος ἄνθρωπος ἐν ὅλῃ θεότητι καί τέλειος Θεός ἐν ὅλῃ ἀνθρωπότητι». «Προσέλαβε, ἐκάλλυνε καί ἔσωσε τήν ἀμαυρωθεῖσαν» στόν ἄνθρωπο «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» καί «τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξε» (Συνοδικόν Ὀρθοδοξίας). Μέ τό «συγκατέμιξε» ἐννοοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες τή θέωσή μας καί τή σωτηρία μας: «Ἀφ᾿ οὗ ἡ θεότης τῇ ἡμετέρᾳ φύσει συνεκράθη, οἷόν τι ζῳοποιόν καί σωτήριον φάρμακον, ἐδοξάσθη ἡ φύσις ἡμῶν καί πρός σωτηρίαν μετεστοιχειώθη. Δηλαδή, ἀφοῦ ἡ θεότητα ἔγινε ἕνα κράμα μέ τή δική μας ἀνθρώπινη φύση, σάν μέ κάποιο ζωοποιό καί σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε ἡ φύση μας καί μεταστοιχειώθηκε πρός ἀφθαρσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου