Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει εξοικειωθεί με το μυστήριο του θανάτου. Μόνιμος εχθρός του ανθρώπου παραμένει ο θάνατος. Η αγωνία υπερβάσεως του θανάτου φαίνεται στις προσπάθειες της σύγχρονης επιστήμης (κλωνοποίηση, λ.χ., «κρυωνισμός», «αθανασία» κ.λπ.). Και ο Απ. Παύλος λέγει «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄ Κορ. 15, 26). Ο θάνατος όμως καταργήθηκε ήδη «δυνάμει» εν Χριστώ. Το «κλειδί» υπερβάσεως του θανάτου είναι η Ανάσταση του Χριστού, η προσωπική νίκη του Θεανθρώπου πάνω στο θάνατο. «...Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 9: «...αφού ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών, δεν θα πεθάνει πιά, ο θάνατος δεν έχει πλέον εξουσία πάνω Του»).
Ο μόνος νικητής του θανάτου στην ιστορία είναι ο Χριστός. «Πού σου, θάνατε, τό κέντρον; Πού σου Άδη, τό νίκος;» ερωτά ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 15, 55: «Πού είναι, θάνατε το κεντρί σου; Πού είναι Άδη, η νίκη σου;») και συμπληρώνει: «τό δέ κέντρον τού θανάτου η αμαρτία» (στ. 56). Νικά τον θάνατο, συνεπώς, όποιος νικήσει τελεσίδικα την αμαρτία. Και αυτός είναι ο Χριστός, ο μόνος (Θε–)άνθρωπος, ο οποίος «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α΄ Πέτρ. 2, 22). Όποιος, λοιπόν, νικά εν Χριστώ την αμαρτία, μετέχει και της νίκης του Χριστού πάνω στο θάνατο και σε όσα αυτός εκφράζει. Οι εν Χριστώ νικητές του θανάτου είναι οι Άγιοι. Όποιος βλέπει τα άγια λείψανα, π.χ. του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα ή του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλληνία, άφθαρτα και θαυματουργά, καταλαβαίνει τί σημαίνει νίκη πάνω στο θάνατο και τη φθορά του.
Η Ανάσταση του Χριστού είναι το οντολογικό θεμέλιο της Εκκλησίας. «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α΄ Κορ. 15, 17). Είναι όμως και ερμηνευτικό κλειδί της παγκόσμιας ιστορίας και της ζωής μας. Η Σάρκωση του Λόγου του Θεού είναι η είσοδος του Αιωνίου και Αφθάρτου στην ιστορία. Σ’ ένα κόσμο που διαλύεται και σήπτεται μέσα στη φθορά, εισβάλλει και εγκαθίσταται η αιωνιότητα, προσωποποιημένη στον Χριστό, ώς δυνατότητα υπερβάσεως του θανάτου. Η Ανάσταση του Χριστού είναι οριστική νίκη πάνω στο θάνατο όχι μόνο ώς συνέχεια της βιολογικής ζωής, αλλά ώς αθανασία, συνέχεια δηλαδή της ζωής μέσα στη Θεία Αγάπη και Χάρη. Αυτό σημαίνει το «αιωνία η μνήμη», που ψάλλεται στα μνημόσυνα και τις κηδείες. Να μείνει ο νεκρός στην αιώνια μνήμη, δηλαδή αιώνια μέσα στη Χάρη του Θεού. Να είναι αιώνια με το Θεό, όπως είπε ο Χριστός στο ευγνώμονα Ληστή: «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τώ παραδείσω» (Λουκ. 23, 43). Χωρίς τον Χριστό ο θάνατος είναι φοβερός. Ο Χριστός όμως «διά του θανάτου, κατήργησε τόν τό κράτος έχοντα τού θανάτου, τούτ’ έστι τόν διάβολον» (Εβρ. 2, 14). Ούτε ο θάνατος αλλ’ ούτε και ο «κύριός» του, ο Διάβολος, προκαλούν στον εν Χριστώ άνθρωπο, τον Άγιο, τρόμο. Διότι γνωρίζει πως ο θάνατος δεν μπορεί να διακόψει ή να διαλύσει την εν Χριστώ ζωή και τη συνέχειά της μέσα στην άκτιστη Χάρη του Θεού, παρά μόνο τη βιολογική ζωή, στην ανάπτυξή της μέσα σ’ αυτόν τον φθαρτό και μάταιο κόσμο.
Η ζωή μας, καί η βιολογική καί η πνευματική, είναι τόσο ζωή, όσο ανήκει στο Χριστό. Και ανήκουμε στον Χριστό, όταν πεθάνουμε και αναστηθούμε μαζί Του. Το εκούσιο πάθος μας (άσκηση) και ο εκούσιος θάνατός μας με τον Χριστό (πρβλ. Ματθ. 16, 24, Μάρκ. 8, 34), η «ακολουθία» δηλαδή του Χριστού με συνέπεια, όπως συμβαίνει με τους μοναχούς, είναι ο μόνος δρόμος συνταφής και συναναστάσεως με τον Χριστό. Στο σημείο αυτό γίνεται αντιληπτό ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι μία φιλοσοφία ή ιδεολογία, αλλά ζωή, με όλο το βάθος και το πλάτος του όρου. Είναι εμπειρία. Ή ζείς εν Χριστώ, σε ζωή διαρκούς μετανοίας, ή δεν είσαι του Χριστού. «Οι τού Χριστού (όσοι ανήκουν στον Χριστό) τήν σάρκα εσταύρωσαν σύν τοίς παθήμασι καί ταίς επιθυμίαις» (Γαλ. 5, 24). Χριστιανοί είναι οι συσταυρωμένοι με τον Χριστό, κατά την ομολογία του Παύλου: «Χριστώ συνεσταύρωμαι∙ ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Όπως ο νεκρός «διεδικαίωται από τής αμαρτίας» (Ρωμ. 6, 7: έχει ελευθερωθεί από την αμαρτία, δηλαδή παύει να αμαστάνει), έτσι και ο «συσταυρωμένος» με τον Χριστό είναι πιά νεκρός για την αμαρτία. Αυτό σημαίνει ο λόγος της ευχής: «Νέκρωσον τά μέλη ημών τά επί τής γής». Να φθάσει ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, να γίνει «ανίκανος εις τό αμαρτάνειν»! Γι’ αυτό παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει «τήν ημέραν (εσπέραν) πάσαν... ειρηνικήν καί αναμάρτηρον...». Αυτά είναι δυνατά, όταν με την άσκηση συσταυρωθεί ο άνθρωπος με τον Χριστό.
Αυτή τη ζωή, ώς νίκη στο θάνατο, την αμαρτία και τον Διάβολο, έφερε ο Χριστός στον κόσμο. Δεν ίδρυσε κάποιο κοινωνικό και φιλανθρωπικό Ίδρυμα, αλλά μας καλεί στο σώμα Του, την Εκκλησία, για να μπορούμε συνεχώς να νικάμε τον θάνατο, την αμαρτία τον Διάβολο. Διότι μόνο τότε μπορούμε να αγαπάμε αληθινά, δηλαδή ανιδιοτελώς, τον συνάνθρωπό μας και να συμπήξουμε κοινωνία αδελφοσύνης και αγάπης. Οι κοινωνίες τού χωρίς Χριστόν κόσμου είναι συμβατικές και ψευδώνυμες. Γιατί δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, αφού, αγνοώντας ή περιφρονώντας τον Χριστό, δεν την επιζητούν. Η αυθεντική ζωή στην Εκκλησία γίνεται συνεχής πορεία αναστάσεως. Με τα μυστήρια και την πνευματική ζωή, ο συνεπής Χριστιανός νικά συνεχώς το θάνατο και μετέχει στην Ανάσταση του Χριστού. Η «μετάνοια» είναι δυνατότητα εξόδου από την φυλακή της νεκρωμένης φύσεώς μας και συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστόν. Γι’ αυτό διδάσκουν μέσα από την εμπειρία τους οι μοναχοί μας: «Εάν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου