Ο Ιησούς Χριστός, ώς Θεάνθρωπος, είναι μοναδικός και ασύγκριτος, όπως αποδεικνύεται σ’ όλη την επίγεια ζωή Του. Είναι ο μόνος άνθρωπος που ήταν γνωστός και αναμενόμενος και πρίν ακόμη από την εμφάνισή Του στη σκηνή της Ιστορίας. Υπήρξε «προσδοκία εθνών» (Γεν. 49, 1), του κόσμου όλου. Διότι ο Χριστός υποσχέθηκε την έλευσή Του ήδη μετά την πτώση των πρωτοπλάστων («πρωτευαγγέλιον», Γεν. 3, 15). Έτσι, η νοσταλγία της ανθρωπότητος προσανατολίσθηκε πρός το μέλλον, στην έλευση του Χριστού, για την ανασύνδεση μαζί Του, τη λύτρωση. Η νοσταλγία αυτή άφησε έντονα ίχνη σ’ όλη την ανθρωπότητα, σ’ Ανατολή και Δύση, ιδιαίτερα όμως στους Ισραηλίτες, οι οποίοι στα πρόσωπα των Αγίων τους, αναδείχθηκαν «περιούσιος λαός τού Θεού», όχι διότι ο Θεός είναι «προσωπολήπτης» (Πραξ. 10, 34), αλλά διότι οι Άγιοί τους έσωσαν την οδό της θεογνωσίας, την «μέθοδο» της θεώσεως.
Στην προφητεία (το κήρυγμα των θεουμένων της Π.Δ.) είναι τόσο έντονη και βέβαιη η έλευση στον κόσμο του Μεσσία – Χριστού, ώστε να περιγράφεται με εκπληκτική διαύγεια το έργο Του, ώς να επρόκειτο για βιωμένη ήδη πραγματικότητα*. Δεν είναι, έτσι, περίεργο, που ο «μεγαλοφωνότατος» προφήτης Ησαΐας ονομάσθηκε «πέμπτος ευαγγελιστής», διότι εν αγίω Πνεύματι ζεί την εποχή του Μεσσία, όπως οι Ευαγγελιστές – Μαθητές Του.
Σαφής όμως και ρητή είναι αυτή η προσδοκία και στους άλλους λαούς: στούς Έλληνες, στους Ρωμαίους, τους Κινέζους, τους Ινδούς, τους Ιρανούς, τους Αιγύπτιους. Οι σχετικές μαρτυρίες φθάνουν ώς την Αμερική και τη Σκανδιναβία. Για να περιορισθούμε σε κάποιες εντυπωσιακές μαρτυρίες, ο Κομφούκιος στην Κίνα ανέμενε τον «Άγιον» και «Ουρανάνθρωπον» (Θεάνθρωπον)! Ο Βούδδας Γκοτάμα (ο ιστορικός Βούδδας, στις Ινδίες, 5ος αι. π.Χ.) απέκρουσε τους ισχυρισμούς των οπαδών του ότι η διδασκαλία του είναι ανυπέρβλητη, λέγοντας ότι «μετά πεντακόσια έτη θα χρεωκοπήσει η διδασκαλία» του. Το εκπληκτικότερο, μάλιστα, είναι ότι παρατηρείται σύγκλιση της παγκόσμιας προσδοκίας του Μεσσία πρός την Παλαιστίνη, διότι οι λαοί της Δύσεως Τον ανέμεναν από την Ανατολή, ενώ οι λαοί της Άπω Ανατολής τον ανέμεναν από τη Δύση.
Ο «σπερματικός λόγος» του Θεού, που εισέδυε στις καρδιές των πνευματικών ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο, κατηύθηνε τις συνειδήσεις πρός τον Χριστό, προετοιμάζοντας, έτσι, την ανθρωπότητα να Τον δεχτεί, όταν θα ερχόταν «το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4, 4), που συνδέθηκε με τη παγκόσμια κοινωνία της «Pax Romana» και κυρίως με το πρόσωπον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Παναγία Παρθένος έγινε ο «νέος παράδεισος», μέσα στον οποίο σαρκώθηκε ο Αναμενόμενος Μεσσίας ώς Θεάνθρωπος Κύριος.
Ο Χριστός είναι «ο προκυρηχθείς» Μεσσίας. Ο Δαβίδ ανήγγειλε τη Γέννησή Του (Ψαλμ. 109, 3 ε.). Ο Σολομών ύμνησε την προαιώνια Σοφία του Θεού ώς Πρόσωπο που θα έλθει στον κόσμο (Παροιμ. 8, 22-26). Ο προφήτης Ησαΐας περιέγραψε τη Γέννησή Του εκ Παρθένου (7, 14) και την ταυτότητά του ώς φωτός των Εθνών (9, 1 ε., 49, 6 ε.), ποιμένος (40, 11), λυτρωτή του κόσμου (25, 6 ε.) που θα εγκαινιάσει μια χρυσή εποχή (35, 6, 11 ε.). Ο Ιερεμίας προείπε την ανατολή από τον Δαβίδ ενός βασιλιά δικαίου, που θα φέρει μια νέα κοινωνία (23, 5-6, 38, 22). Στο βιβλίο του Βαρούχ προφητεύεται η ενσάρκωση της Σοφίας του Θεού («επί τής γής ώφθη καί τοίς ανθρώποις συνανεστράφη», 3, 38). Ο Δανιήλ προείπε την αιώνια Βασιλεία του «υιού τού ανθρώπου» (7, 13-14) κ.λπ. Όλες οι όψεις της εποχής του Μεσσίου περιγράφονται με ενάργεια στα βιβλία της Π.Δ. Τό θαυμαστότερο όμως είναι ότι οι προφητείες αυτές «εκπληρώθησαν». Αυτό κατά τον Πασκάλ είναι «συνεχές θαύμα».
Ο Χριστός, εξάλλου, είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο, που το όνομά Του δόθηκε εκ των προτέρων, ταυτιζόμενο απόλυτα με την αποστολή Του. «Καί καλέσεις τό όνομα αυτού Ιησούν», είπε ο άγγελος στον Ιωσήφ (Ματθ. 1, 21). Και επεξηγεί: «αυτός γάρ σώσει τόν λαόν αυτού από τών αμαρτιών αυτών». Το ίδιο είπε ο άγγελος και στη Θεοτόκο (Λουκ. 1, 31). «Ιησούς» σημαίνει ότι ο Θεός είναι ο αληθινός σωτήρας. Έτσι ζεί τον Χριστό και η Εκκλησία (Πραξ. 4, 12: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία»). Όλη η ύπαρξη και παρουσία του Ιησού Χριστού κινείται μεταξύ ουρανού και γής, ανταποκρινόμενη πλήρως σ’ αυτό που περικλείει ο όρος «Θεάνθρωπος». Στο Πρόσωπό Του οι επινοημένες «θεοφάνειες» των εθνικών, ώς έκφραση του λυτρωτικού τους πόθου, βρίσκουν την πραγμάτωσή τους. Αλλά και το απαισιόδοξο δόγμα των φιλοσόφων «θεός ανθρώποις οι μείγνυται» (Πλάτων) ανατρέπεται, διότι στο Πρόσωπο του Χριστού «Θεός εφανερώθη εν σαρκί..., εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω» (Α΄ Τιμ. 3, 16).
«Αυτεπάγγελτος» Σωτήρας.
Ο φωτισμένος ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου επισημαίνει μία θαυμαστή όψη της Σρακώσεως: «Σώσαι θέλων τον κόσμον ο των όλων κοσμήτωρ, πρός τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε». Ο δημιουργός του κόσμου Χριστός γίνεται και σωτήρας του κόσμου. «Αυτεπάγγελτος» όμως! Εισέβαλε λυτρωτικά στην ιστορία και το χρόνο, για να προσφέρει τη δυνατότητα σωτηρίας. Κίνητρο μοναδικό σ’ αυτή την θεοσύλληπτη κίνηση η Αγάπη Του. «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, 16). «Συνίστησι (αποδεικνύει) δέ τήν εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. 5, 8). Η Ενσάρκωση είναι η αγαπητική απάντηση του Θεού πρός τη λυτρωτική ζήτηση του κόσμου.
Ο Χριστός είναι το μέτρο της θείας Αγάπης. Η Σάρκωση και Θυσία του Θεανθρώπου Χριστού είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Θεός αγαπά τον κόσμο. Δεν χρειάζεται η ορθόδοξη πατερική παράδοση δικανικές θεωρίες, για να ερμηνεύσει την «κένωση» του Θεού Λόγου (π.χ. «ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης», Άνσελμος Κανταβρυγίας), αλλ’ έμεινε πιστή στο λόγο των Αποστόλων. Στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου αυτοπροσφέρεται ο Θεός «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν»∙ «τα πάντα προσίεται (δέχεται), ίνα σώση τον άνθρωπον». Τό «δι’ Αυτού» είναι που βαρύνει περισσότερο στο γεγονός της Θείας Ενσαρκώσεως: «ίνα σωθή ο κόσμος δι’ Αυτού»! Συνιστά μεγαλειώδη αποκάλυψη της θείας αγάπης. Όχι για την πραγμάτωση της σωτηρίας, αλλά διότι ο Θεός γνώριζε πως μόνο «δι’ αυτού» μπορούσε να πραγματωθεί η σωτηρία. «Ουδέν γάρ όνομα εστίν έτερον υπό τόν ουρανόν τό δεδομένον εν ανθρώποις, εν ώ δεί σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4, 12: «δεν υπάρχει άλλο όνομα υπό τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους, δια του οποίου πρέπει -είναι δυνατόν- να σωθούμε»). Μόνο στόν Χριστό, τον μόνο Θεάνθρωπο, είναι δυνατή η σωτηρία. Ο Χριστός μπορεί να σώσει, διότι είναι Θεάνθρωπος. Τί σημαίνει αυτό;
Τη θεανθρώπινη ιδιότητα του Ιησού δηλώνει το όνομα «Χριστός». Το πλήρες και κανονικό του όνομα για για μάς τους Ορθοδόξους είναι «Ιησούς Χριστός». Λέγεται Θεάνθρωπος ο Χριστός, διότι δεν χωρίζονται ποτέ η θεία και η ανθρώπινη φύση Του. Χριστός σημαίνει «χρισμένος». Κατά τη Σάρκωση ο άνθρωπος εχρίσθη από τον Θεό, η ανθρώπινη φύση από τη θεία. Είναι, συνεπώς, αίρεση και πλάνη να θεωρεί κανείς τον Χριστό μόνο ώς Θεό, ξεχνώντας την ενανθρώπησή Του, ή μόνο ώς άνθρωπο, έστω σοφό και πρότυπο ηθικής, λησμονώντας ότι παραμένει Θεός και μετά την ενανθρώπησή Του. Χωρίς τον Θεάνθρωπο Χριστό δεν υπάρχει Χριστιανισμός ούτε δυνατότητα σωτηρίας. Κατά τον Μ. Βασίλειο «η τού Χριστού προσηγορία (= το όνομα Χριστός) τού παντός εστιν ομολογία∙ δηλοί γάρ τόν τε χρίσαντα Θεόν καί τόν χρισθέντα Υιόν καί τό χρίσμα, τό Πνεύμα...» (Ε.Π. 32, 116). Δεχόμενοι τον Χριστόν ώς Θεάνθρωπο, πιστεύουμε στην Αγία Τριάδα∙ διαφορετικά Την αρνούμεθα.
Στον Θεάνθρωπο Χριστό ενώθηκε ο άνθρωπος με το Θεό κατά τρόπο τέλειο και μοναδικό. Το κτιστό, έτσι, απέκτησε μία μοναδική δυνατότητα θεώσεως, ενώσεώς Του με το Άκτιστο. Διότι μόνο στην ένωση με τον Θεάνθρωπο μπορεί να συμβεί αυτό. Αυτός είναι και ο σκοπός της Σαρκώσεως. Όχι η βελτίωση των ανθρώπινων πραγμάτων, αλλά η θέωση του ανθρώπου και ο αγιασμός του υλικού κόσμου. Στόν Θεάνθρωπο – Χριστό γνωρίζουμε τον Θεό, όχι αφηρημένα, στοχαστικά, διανοητικά. Ο Χριστός ώς θεάνθρωπος απεκάλυψε τον Θεό των Πατέρων ημών, του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ. Ο ιστορικός Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι η ουσία της αποκαλύψεως του Θεού, η ουσία του Χριστιανισμού. Ο Θεάνθρωπος είναι ολόκληρη η Αποκάλυψη, που οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία. Γνώση του Θεού έξω από τον Θεάνθρωπο δεν υπάρχει. Και εδώ είναι το διαφοροποιητικό στοιχείο του Χριστιανισμού από κάθε μορφή θρησκείας (θρησκεύματος), αλλά και η υπέρβαση της «θρησκείας» στον Χριστό. Όλοι οι αρχηγοί και ιδρυτές θρησκειών (θρησκευμάτων) παραπέμπουν σε κάποια θεότητα. Ο Χτριστός παραπέμπει στον Εαυτό Του («εγώ ειμί...», «εγώ λέγω υμίν...»). Τα θρησκεύματα προϋποθέτουν κίνηση εκ των κάτω πρός τα άνω, αναζήτηση του Θεού. Ο Θεάνθρωπος είναι «ο εκ τού ουρανού καταβάς» (Ιωάν. 3, 13). Γι’ αυτό και δικαιούται να λέγει: «Ουδείς επιγινώσκει τόν υιόν, ειμή ο πατήρ, ουδέ τόν πατέρα τις επιγινώσκει, ει μή ο υιός» (Ματθ. 11, 27). Ο Χριστός ώς Θεάνθρωπος είναι η αγαπητική κίνηση του Τριαδικού Θεού πρός τον κόσμο. Ένας είναι ο Τριαδικός Θεός, ένας και ο Θεάνθρωπος Σωτήρας του κόσμου. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «ει μή εσαρκώθη ο τού Θεού Λόγος, ουκ άν εδείκνυτο Πατήρ αληθώς ο Πατήρ∙ ουκ άν αληθώς Υιός ο Υιός∙ ουκ άν τό Πνεύμα τό άγιον προϊόν καί αυτό εκ Πατρός» (Ε.Π. 151, 204).
Επιλέγοντας ο Χριστός για τον εαυτό Του (πάνω από 80 φορές τον χρησιμοποιεί στα ευαγγέλια) τον τίτλο του Δανιήλ «Υιός τού ανθρώπου» (Δαν. 7, 13), φανερώνει την μεσσινιακή αυτοσυνειδησία Του ως του αναμενόμενου Θεανθρώπου. Αυτό ακριβώς θα δηλώσει ευθέως σε μία παρεξηγημένη μορφή, που θα φωτισθεί από τη Χάρη Του, την Σαμαρείτιδα (και μετά Αγία Φωτεινή), λέγοντάς της: «Εγώ ειμι ο λαλών σοι» (Ιωάν. 4, 26), όταν του υπέβαλε το ερώτημα για τον ερχομό του Μεσσία.
Ο Χριστός, αναφερόμενος στη σωτηριώδη αποστολή Του, αυτοχαρακτηρίζεται «οδός, αλήθεια και ζωή»: «Εγώ ειμι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή» (Ιωάν. 14, 16) λέγει στον Θωμά, όταν αυτός εκφράζει την απορία: «Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις∙ καί πώς δυνάμεθα τήν οδόν ειδέναι;» (στ. 5). Ώς «οδός» ο Χριστός είναι ο μοναδικός δρόμος πρός τη σωτηρία – θέωση, την αιώνια πραγμάτωση του ανθρώπου. Ο Μοναδικός «μεσίτης» (Α΄ Τιμ. 2, 5), που γεφυρώνει το χάσμα που χωρίζει τον αμαρτωλό άνθρωπο από τον Θεό και τον συμφιλιώνει («καταλλάσσει», Ρωμ. 5, 10) μαζί Του. Όχι διότι ο Θεός αλλάζει διαθέσεις, φυσικά. «Ουκ έστιν εκείνος ο εχθραίνων, αλλ’ ημείς∙ ο Θεός γάρ ουδέποτε εχθραίνει» (Ιωάνν. Χρυς., Ε.Π., 61, 478). Γι’ αυτό διακηρύσσει ο Χριστός: «Εγώ ειμί η θύρα∙ δι’ έμού εάν τις εισέλθει, σωθήσεται» (Ιωάν. 10, 9). Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον αυτοχαρακτηρισμό του Χριστού ώς «οδού» πρός τον Θεό και τη σωτηρία ονομάσθηκε «οδός» και ο Χριστιανισμός (Πράξ. 9, 2), ώς ο δρόμος (τρόπος ζωής) πρός τη σωτηρία. Είναι η πρώτη γνωστή ονομασία της νέας πίστεως, μέχρι να ονομασθούν οι πιστοί στο Χριστό «χριστιανοί» (Πράξ. 11, 26).
Ο Χριστός ώς «αλήθεια» είναι Αυτός που έφερε στον κόσμο τον αυθεντικό τρόπο υπάρξεως, που μπορεί να οδηγήσει στην όντως ζωή, την αληθινή ζωή. Βέβαια, όταν ο Πιλάτος ρώτησε τον Χριστό «τί εστιν αλήθεια;» (Ιωάν. 18, 38), δεν ακριβολογούσε. Διότι έπρεπε να ερωτήσει «τις» (ποιά) είναι η αλήθεια. Διότι, όπως είδαμε παραπάνω, ο Χριστός ταυτίζει την αλήθεια με το Πρόσωπό Του. Αυτός είναι η ένσαρκη Παναλήθεια! Οδός και Αλήθεια συνδέονται αχώριστα στον Χριστό. Ο δρόμος πρός τον Θεό περνά μέσα από την Αλήθεια. Άν ο Χριστός, που προσφέρεται από μια χριστιανική κοινότητα που διεκδικεί το όνομα «εκκλησία», δεν είναι ο αληθινός Χριστός, ο ένας και μοναδικός Θεάνθρωπος, τότε η ομάδα αυτή είναι «αίρεση» και δεν μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία. Αυτό είναι το δράμα των αιρέσεων και τον ψευδομεσσιών του κόσμου. Αυτό όμως είναι και το κριτήριο του χριστιανικού «δόγματος», της πίστεως – διδασκαλίας της Εκκλησίας. Το δόγμα δεν είναι σύνολο αφηρημένων «αληθειών» που επιβάλλονται άνωθεν στον άνθρωπο. Είναι η καταγραφή της εμπειρίας των θεουμένων -των Αγίων- και έχει θεραπευτικό χαρακτήρα. Βοηθεί τον πιστό να αναζητήσει σωστά τη σωτηρία και να οδηγηθεί σ’ αυτήν. Ο Χριστός ομολογεί για τον Εαυτό Του: «Εις τούτο ελήλυθα εις τόν κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τή αληθεία» (Ιωάν. 18, 37). Όλο το απολυτρωτικό έργο του Χριστού είναι πολύπλευρη φανέρωση της σώζουσας προσωπικής Αλήθειας, του ίδιου του Χριστού. Αυτή είναι η Ορθοδοξία των Πατέρων ημών. Ο Χριστός είναι η ένσαρκη Ορθοδοξία.
Ώς Αλήθεια ο Χριστός δεν αποκαλύπτει μόνο τον Θεό, αφού «εν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9), και δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, όπως ο Πατέρας και το Πνεύμα, αλλά αποκαλύπτει και τον αληθινό (αυθεντικό) άνθρωπο. Αυτό δήλωσε, άθελά του, κινούμενος από τη Χάρη του Θεού ο Πιλάτος, δείχνοντας τον Χριστό και λέγοντας: «Ίδε ο άνθρωπος» (Ιωάν. 19, 5), διότι είναι ο όντως άνθρωπος, ο τέλειος άνθρωπος και σωτήριο πρότυπο κάθε ανθρώπου.
Ο Χριστός ώς Αυτοαλήθεια ήταν το περιεχόμενο και της διδασκαλίας Του, του προφητικού κηρύγματός Του. Γι’ αυτό ο «λαός άπας εξεκρέματο αυτού ακούων» (Λουκ. 19, 48: «κρεμόταν από τα χείλη Του»). Και αυτό, διότι «ήν διδάσκων ώς εξουσίαν έχων καί ουχ ώς οι Γραματείς» (Ματθ. 7, 29). Οι σταλμένοι από τους άρχοντες κατάσκοποί Του ομολογούσαν: «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος» (Ιωάν. 7, 46). Η αναζήτηση λοιπόν κοινών τόπων στη διδασκαλία του Χριστού αποβαίνει ματαιοπονία. Η διδασκαλία Του δεν συγκρίνεται με το λόγο κανενός άλλου διδασκάλου, θρησκευτικού αρχηγού ή φιλοσόφου. Η τοποθέτηση: «αυτό το είπε και ο τάδε φιλόσοφος», γιά να μειωθεί ο Χριστός, δείχνει εμμονή στα «λόγια» και άγνοια του «Λόγου Χριστού».
Οι φραστικές συμπτώσεις δεν αποδεικνύουν και συνολικές ταυτίσεις. Ώς σύνολο η διδασκαλία του Χριστού είναι φανέρωση της μοναδικής ταυτότητάς Του και οδηγεί ή στην αποδοχή Του ώς Σωτήρα ή στην απόρριψή Του. Άλλωστε, η διδασκαλία Του ταυτίζεται με το Πρόσωπό Του. Είναι Εκείνος, που τόλμησε να πεί «εγώ δέ λέγω ημίν...».
Ο λόγος Του είναι «σπόρος» Χάριτος, που αναζητεί την «γήν την αγαθήν», την καθαρά καρδία, για να καρποφορήσει (Λουκ. 8, 15). Ο λόγος του Χριστού δεν σώζει ώς ηθική παραίνεση, αλλά διότι εμπεριέχει άκτιστη Θεία Χάρη. Είναι λόγος Θεού. «Εν αυτώ ζωή ήν καί η ζωή ήν τό φώς τών ανθρώπων» (Ιωάν. 1, 4).
Ό,τι υπάρχει στον Χριστό είναι ζωή. Με όλα τα σωστικά Του μέσα ο Χριστός μεταδίδει – προσφέρει τον εαυτό Του. Είναι ο «προσφέρων καί προσφερόμενος» της Θείας Λειτουργίας και Ευχαριστίας. Οι τρείς όροι «οδός – αλήθεια – ζωή», ως χαρακτηρισμός του Χριστού, εκφράζουν μία φυσική συνέχεια. Ο Χριστός οδηγεί στον Θεό, αποκαλύπτοντας τον εαυτό Του ως ένσαρκη Παναλήθεια και εισάγοντας έτσι στην αιώνια ζωή, που είναι η εσωτερική – καρδιακή γνώση του Θεού (Ιωάν. 17, 3), η ένωση μαζί Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου