Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ιησούς Χριστός: ο παρατεινόμενος εις τους αιώνας αλλά και σημείον αντιλεγόμενον, του π Γεωργίου Μεταλληνού


Ο Χριστός δεν συνδέθηκε με μία μόνο στιγμή της ιστορίας, όπως συμβαίνει και με τους σημαντικότερους ακόμη ανθρώπους. Ο Χριστός καλύπτει όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ενεργώντας λυτρωτικά από την αρχή ώς το τέλος της. Στην πρό της Σαρκώσεως εποχή «ασάρκως» και μετά την Ενανθρώπησή Του «ενσάρκως». Και μετά την Ανάληψή Του δεν εγκατέλειψε τον κόσμο, όπως υποσχέθηκε στους Μαθητές Του: «ουκ αφήσω υμάς ορφανούς» (Ιωάν. 14, 18), «καί ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, (έως της Πεντηκοστής,) έως τής συντελείας τού αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Την ημέρα της Πεντηκοστής επιστρέφει ο Χριστός «εν Αγίω Πνεύματι» και η θεωμένη «σάρκα» Του, η ενωμένη «ασύγχυτα και αδιαίρετα» με την ανθρώπινη φύση Του, γίνεται ο «τόπος» συνάξεως όλων των θεουμένων, των Αγίων.
 Η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού ως Σωτήρος στον κόσμο γίνεται μέσω της Εκκλησίας Του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος λυτρωτικής συναντήσεως του Χριστού παρά μέσα στην Εκκλησία, το Σώμα Του. Με τη Σάρκωσή Του ο Χριστός «εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας) «καί τήν Εκκλησίαν εποίησεν σώμα Εαυτού», επισημαίνει και ο ι. Χρυσόστομος (ΕΠ 52, 429). Ο Χριστός συνδέθηκε, έτσι αχώριστα με την Εκκλησία Του και η Εκκλησία, ώς σώμα Του, μένει αχώριστα ενωμένη με τον Χριστό, που είναι η κεφαλή και η απαρχή της, η ζωή και ο ζωοδότης της. Ο χωρισμός Εκκλησίας από τον Χριστό ή του Χριστού από την Εκκλησία είναι η φοβερότερη αίρεση. Διότι, έτσι, «αποσαρκώνουμε» και «απογυμνώνουμε» τον Χριστό, τον «δι’ ημάς τούς ανθρώπους καί διά τήν ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθέντα...». Εξορίζουμε τον Χριστό από τον κόσμο και μεταβάλλουμε την Εκκλησία σε κοινωνικό ή φιλοσοφικό σύλλογο. Δια της Εκκλησίας Του ο Χριστός «παρατείνεται εις τούς αιώνας», διότι η Εκκλησία είναι «η συνέχεια της ενανθρωπίσεως» και μένει ανοικτή, σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε γενεά, Πεντηκοστή, διότι το Άγιον Πνεύμα «ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν», μένει στα μέλη του Σώματος του Χριστού, στούς θεουμένους (Ιωάν. 14, 17). Κατά τον ι. Χρυσόστομο, «ει μή Πνεύμα παρήν, ούκ άν συνέστη η Εκκλησία∙ ει δέ συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι Πνεύμα πάρεστιν» (ΕΠ 50, 459). Η φανέρωση της ενέργειας του Αγ. Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής είναι η επιβεβαίωση της ιδρύσεως της Εκκλησίας ώς Σώματος Χριστού αυτή την ημέρα.
 Έκτοτε ο Χριστός γίνεται ο «εκκλησιαστής» των ανθρώπων. Διότι τους καλεί συνεχώς, για να τους ενώσει με το Σώμα Του και να τους προσθέσει στην κοινωνία των σωζομένων (πρβλ. Πράξ. 2, 47). Διότι η πλήρης και «ολοτελής» (Α΄ Θεσσ. 5, 23) ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία (πρβλ. τον λειτουργικό λόγο «εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών Χριστώ τώ Θεώ παραθώμεθα») είναι η δυνατότητα της σωτηρίας μας. Δεν σώζεται (αγιάζεται, δηλαδή, φωτίζεται και θεώνεται) ο άνθρωπος, επειδή τηρεί τις εντολές του Χριστού, αλλά επειδή γίνεται μέλος του σώματος του Χριστού, μετέχοντας και κοινωνώντας δια της Θείας Ευχαριστίας και των άλλων Μυστηρίων στη ζωή Του. Δεν υπάρχει «εργοσωτηρία» αλλά εν Χριστώ σωτηρία (βλ. Γαλ. Κεφ. 2). Η «αλήθεια», εν Χριστώ, είναι ζωή και κοινωνία, μετοχή στη ζωή του Χριστού.
 Με το βάπτισμα ο Χριστιανός πεθαίνει και ανασταίνεται μέσα στο Σώμα του Χριστού ως καινός (νέος) άνθρωπος, αναστημένος στη ζωή του Χριστού. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», ψάλλουμε μετά την βάπτιση του νεοφωτίστου. Δεν ανήκει πιά στον κόσμο αλλά στο Σώμα του Χριστού (αυτό το μυστήριο αναλύει το 6ο κεφ. της Πρός Ρωμαίους). Το να είναι κανείς Χριστιανός σημαίνει να ανήκει στη συγκεκριμένη κοινότητα και κοινωνία της Τοπικής Εκκλησίας. Αυτόν τον τύπο της Εκκλησίας σώζει η μοναστική αδελφότητα – ενορία, το Κοινοβιακό Μοναστήρι. Διότι σ’ αυτό μπορεί ευκολότερα να πραγματοποιηθεί το «εαυτούς καί αλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ημών...». Η κοσμική ενορία μόνο με πρότυπο το Μοναστήρι μπορεί να λειτουργήσει ορθόδοξα.
 Μέσα στο Σώμα του Χριστού συντελείται η πνευματική «αύξηση» των πιστών (Α΄ Κορ. 12, 13) και μέτρο αυτής της αυξήσεως είναι ο ίδιος ο Χριστός (Εφεσ. 4, 13), που είναι το πνευματικό πρότυπο κάθε πιστού (Α΄ Πέτρ. 2, 21). Ο Χριστός καθόρισε την αποστολή της Εκκλησίας Του στον κόσμο. Είναι «ιατρείον πνευματικόν» («πνευματικό νοσοκομείο»), που, αποκαθιστώντας την «μνήμη» (παρουσία) του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, αποβαίνει «εργαστήριον αγιότητος» –σε σύγχρονη απόδοση: εργοστάσιο παραγωγής αγίων! Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεώς της. Διότι εκεί που υπάρχει αγιότητα, υπάρχει αληθινή αγάπη και γνήσια «αταξική» κοινωνία.
 Ο άγιος Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνος († 258), έλεγε ότι «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» (extra ecclesian nulla salus). Μολονότι ο Θεός δέχεται κάθε άνθρωπο και «εν παντί έθνει ο φοβούμενος τόν Θεόν καί εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστίν» (Πράξ. 10, 35), μόνο με την συνεπή ένταξη στο Σώμα του Χριστού σώζεται ο άνθρωπος. Αυτό συνέβη και με τον Απ. Παύλο, που μολονότι είδε τον Χριστό στη θεοπτική του εμπειρία κοντά στη Δαμασκό (Πράξ. 9, 1 έ.), έπρεπε να βαπτισθεί, να εισέλθει δηλαδή στο Κυριακό Σώμα (Πράξ. 9, 10 έ.). Είναι ανάγκη όμως αυτό το «μέσα στην Εκκλησία» να μή ιδεολογικοποιηθεί. Δεν εξαντλείται σε τυπικότητες, αλλά απαιτεί πληρότητα και συνέπεια. Διαφορετικά η πορεία πρός τη θέωση γίνεται αδύνατη. Το βάπτισμα δεν είναι το τέλος, είναι η αρχή. Είναι το άνοιγμα της «θύρας» στο σώμα του Χριστού. Χρειάζεται να μείνει ο πιστός στο Κυριακό Σώμα. Αυτό εξασφαλίζεται με τον συνεχή πνευματικόν αγώνα. Με αυτή την έννοια η Εκκλησία μένει στην ιστορία «στύλος καί εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 3, 15). Διότι κηρύσσει και μαρτυρεί συνεχώς τον Χριστό, την ένσαρκη Παναλήθεια, αφού και ο Χριστός «ελήλυθεν εις τόν κόσμον, ίνα μαρτυρήση τή αληθεία» (Ιωάν. 18, 37), να δώσει μαρτυρία για την Αλήθεια, που Αυτός ενσάρκωσε. Περιττό, βέβαια, να λεχθεί ότι η Εκκλησία μόνο ως Ορθοδοξία, διατηρώντας δηλαδή ζωντανή την παράδοση και το φρόνημα των Αγίων της, μπορεί να μένει Σώμα Χριστού και κιβωτός σωτηρίας.

«Σημείον αντιλεγόμενον».

Ο πρεσβύτης Συμεών, κρατώντας στην αγκαλιά του τον Χριστό ως βρέφος στο Ναό, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, είπε πρός την Παναγία: «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών εν τώ Ισραήλ καί εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34: «Αυτός είναι προορισμένος για την πτώση και ανύψωση πολλών στον Ισραήλ και ως σημείο, για το οποίο θα υπάρχει αντιλογία»). Ήδη κατά τη Γέννησή Του συγκεντρώθηκαν γύρω Του καί φίλοι Του καί εχθροί Του. Όχι μόνο οι αγαθοί βοσκοί ή οι σοφοί και ευλαβικοί Μάγοι, αλλά και ο Σατανάς. Γύρω από το Πρόσωπο του Χριστού παρατάσσεται συνεχώς όλη η ανθρώπινη ιστορία. Ο Χριστός γίνεται μαγνήτης, που προσελκύει τους πάντες, είτε για να Τον δεχθούν και ακολουθήσουν, είτε για να Τον απορρίψουν και πολεμήσουν. Διότι άλλος βλέπει σ’ Αυτόν τη σωτηρία, άλλος την καταστροφή του, ανάλογα με το περιεχόμενο της καρδιάς του. Κάθε σκοτεινή και απάνθρωπη ύπαρξη θα μισεί τον Χριστό, διότι το φώς Του φανερώνει και ελέγχει τα έργα της (πρβλ. Ιωάν. 3, 20). «Ο δέ ποιών τήν αλήθειαν έρχεται πρός το φώς, ίνα φανερωθεί αυτού τά έργα, ότι εν Θεώ εστιν ειργασμένα» (στίχ. 21).
 Πίσω όμως από την πολεμική εναντίον του Χριστού βρίσκεται ο προαιώνιος εχθρός του ανθρώπου, ο Διάβολος. Ο Χριστός σαρκώθηκε, για να «λύση (καταργήσει) τά έργα τού διαβόλου» (Α΄ Ιωάν. 3, 8), ελευθερώνοντας τον άνθρωπο από την εξουσία του. Δεν ήλθε στον κόσμο, για να δημιουργήσει μία ακόμα θρησκεία, έστω την τελειότερη, τη «θρησκεία της αγάπης», όπως ρομαντικά πιστεύουν κάποιοι, αλλά για να ανακαινίσει ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου. Από το Άγιο Βήμα του Ναού ώς την αγορά, το χώρο του επαγγέλματος, το Σχολείο, το Κοινοβούλιο. Άν ο Χριστός κλεινόταν (και μας έκλεινε) στους τέσσερις τοίχους ενός Ναού, δεν θα προκαλούσε τις αντίθετες δυνάμεις του κόσμου. Γιατί ο δικός τους χώρος κυριαρχίας είναι η κοινωνία. Καί ο χώρος αυτός –το βασίλειό τους– θα έμενε απείρακτος και ελεύθερος στη διάθεσή τους. Άν μάθαινε και ο Ηρώδης (Ματθ. κεφ. 2) πως γεννήθηκε κάποιος θρησκευτικός αρχηγός, δεν θα ταρασσόταν καθόλου. Ο θρησκευτικός αρχηγός, όσο μεγάλος και άν είναι, δεν απειλεί την εγκόσμια εξουσία ανεπανόρθωτα. Αντιμετωπίζει όμως τον Χριστό ως νεογέννητο Βασιλέα και είδε στο πρόσωπό Του τον σφετερισμό της εξουσίας του. Και ναί μεν ο Χριστός δεν σφετερίζεται ποτέ την εξουσία του κάθε Ηρώδη, διότι, «η βασιλεία τού ουκ έστιν εκ τού κόσμου τούτου» (Ιωάν. 18, 36). Αλλά είναι γεγονός ότι η πνευματική εξουσία του Χριστού καταλύει τα βασίλειο της ανομίας και αδικίας, διαλύοντας το κράτος του Διαβόλου. Γι’ αυτό και μισείται.
 Με τον Ηρώδη άρχισε ιστορικά η στρατιά των εχθρών του Χριστού, των «μισούντων την ψυχήν του παιδίου» (Ματθ. 2, 20), που θα στήνουν συνεχώς δίπλα στη Φάτνη Του το Σταυρό του Πάθους. Οι Φαρισσαίοι και οι Γραμματείς, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, οι στρατιές των διοκτών του Χριστού ανά τους αιώνες. Όλες οι αντίθετες και αντίχριστες δυνάμεις, που με διάφορα εύφημα ονόματα δρούν αποσυνθετικά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το μέρος του κόσμου, που επιλέγει ως βασιλέα του τον Διάβολο, δεν ανέχεται άλλο βασιλέα. Έτσι διώχνεται ο Βασιλεύς – Χριστός. Και η δίωξη του Χριστού επικεντρώνεται όχι μόνο σ’ Αυτόν, αλλά περιλαμβάνει και όλους τους «δικούς» Του. Τους μάρτυρες και ομολογητές της Αλήθειάς Του. Γι’ αυτό προετοίμασε ψυχικά ο Χριστός τους Μαθητάς Του. «Ει ο κόσμος υμάς μισεί, γινώσκετε ότι εμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν... Ει εμέ εδίωξαν, καί υμάς διώξουσιν...» (Ιωάν. 15, 28. 20). Πρόκειται, συνεπώς για βεβαιότητα μή αναστρέψιμη. Και αυτό οι Χριστιανοί δεν πρέπει ποτέ να το παραβλέπουν. Είναι, μάλιστα, κριτήριο για τη γνησιότητα του φρονήματος και της πολιτείας τους, όταν μισεί αυτούς ο (αντίχριστος) κόσμος.
 Στους μηχανισμούς «διώξεως» του Χριστού εντάχθηκε παλαιότερα και η αμφισβήτηση της ιστορικότητάς Του. Κυρίως από τον ιστορικό υλισμό είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο Χριστός ουδέποτε υπήρξε, αλλά είναι φανταστικό δημιούργημα των θρησκευτικών νοσταλγών και της μυθοπλαστικής φαντασίας της εποχής Του. Άλλοι υποστήριξαν ότι ο Χριστιανισμός ήταν μία «κομμουνιστική κίνηση» των καταπιεζομένων οικονομικά μαζών ή προσωποποίηση της ιδέας για τη «βασιλεία του Θεού» από τις μάζες των «προλεταρίων».
 Οι σύγχρονες όμως μαρτυρίες για την ιστορική ύπαρξη του Χριστού είναι αρκετές και σημαντικές. Δεν προέρχονται δέ μόνο από το χώρο της Εκκλησίας (Καινή Διαθήκη – Ευαγγέλια κυρίως), αλλά και από τον μή χριστιανικό κόσμο (Τάκιτος, Σουετώνιος, Πλίνιος, Ιώσηππος, ραββινική φιλολογία κ.λπ.), ώστε να έχει πιά ξεπεραστεί επιστημονικά αυτό το πρόβλημα. «Ο Χριστιανισμός είναι αυτός ο Χριστός, η εν τώ προσώπω αυτού ενσάρκωσις τής διδασκαλίας του, η αυτοαλήθεια καί η αυτοτελειότης» (Γρ. Παπαμιχαήλ). Η ερμηνεία του θαύματος της εξαπλώσεως του Χριστιανισμού, με βάση ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, θα ήταν πολύ μεγαλύτερο θαύμα από το ίδιο το Πρόσωπο του Χριστού! Μπορεί να απορρίπτει κανείς, για προσωπικούς λόγους, τη θεότητα του Χριστού, δεν μπορεί όμως να αρνηθεί την ιστορικότητά Του.
 Η μεγαλύτερη όμως «δίωξη» του Χριστού και της Πίστεώς Του είναι αυτή, που προέρχεται από μέσα, από τους ίδιους τους Χριστιανούς. Είναι οι αιρετικοί όλων των αιώνων, που αρνούνται τη θεότητα ή ανθρωπότητα του Χριστού, που διαστρεβλώνουν το λόγο Του, που νοθεύουν την Αλήθειά Του και «διδάσκουν ούτω τούς ανθρώπους» (Ματθ. 9, 19). Όλοι αυτοί δεν μπορούν μεν να «σκοτώσουν» τον Χριστό, αλλά αποδυναμώνοντάς Τον, σκοτώνουν τον άνθρωπο, διότι του προσφέρουν ένα πλαστό Χριστό, που δέν μπορεί να σώσει. Η συρρίκνωση, έπειτα, του Χριστού σε κάποια όψη Του (μέγας διδάσκαλος, θαυματουργός, κοινωνικός ανακαινιστής κ.λπ.) συνιστά αναίρεση του Χριστού, αλλά και σαφή άρνησή Του. Ο Χριστός σώζει, όταν γίνει δεκτός ολόκληρος, όπως Αυτός απεκαλύφθη, ως «Υιός τού Θεού τού ζώντος» (Ματθ. 16, 17). Έτσι δέχθηκαν τον Χριστό οι Απόστολοι και οι Άγιοί Του και έτσι θα Τον δέχονται οι σωζόμενοι όλων των αιώνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου