Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.
Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν.
Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν.
Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;
Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Μετά τό θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, γιά τό ὁποῖο ἔκαμε λόγο ἡ Ἐκκλησία μας τήν προηγούμενη Κυριακή, βλέποντας ὁ Ἰησοῦς τόν ἐνθουσιασμό τοῦ λαοῦ καί θέλοντας νά ἀποφύγει μειωτικές γιά τό κῦρος τῆς διδασκαλίας του ἐκδηλώσεις, ἀφοῦ ἤδη σχεδιαζόταν ἡ ανακήρυξή του σέ βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τούς μέν Μαθητάς του ἀνάγκασε νά μποῦν σέ ἕνα πλοιάριο καί νά περάσουν στήν απέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, τό δέ λαό ἀπέλυσε κι ἀνέβηκε σέ βουνό γιά νά ἡσυχάσει καί νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν οὐράνιο Πατέρα του. Συχνά ὁ Ιησοῦς αἰσθανόταν τήν ανάγκη τῆς προσευχῆς· γι’ αὐτό τό λόγο κατέφευγε στήν ἠρεμία τῆς ἐρήμου ὅπου σάν ἄνθρωπος ἀνανεωνόταν κι ἔπαιρνε τίς ἀποφάσεις του. Ἦταν μεσάνυχτα. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν παραδομένος στή γαλήνη τῆς προσευχῆς κι οἱ Μαθηταί κωπηλατοῦσαν ταξιδεύοντας στό μέσο τῆς λίμνης. Καί ξαφνικά ξέσπασε καταιγίδα. Βροντές κι ἀστραπές ἀπό τή μία ἄκρη τ’ οὐρανοῦ ὥς τήν ἄλλη προμηνοῦσαν τή θύελλα. Δυνατός ἀέρας αὐλάκωνε τή θάλασσα τῆς λίμνης, τά κύματα τῆς ὁποίας μέ μανία κτυποῦσαν στά πλευρά τοῦ πλοιαρίου. Λυσσασμένος σφύραγε ὁ Βοριάς. Οἱ Μαθηταί ἀπεγνωσμένα προσπαθοῦσαν νά κρατηθοῦν. Τό ἱερό Εὐαγγέλιο μέ λίγα λόγια μᾶς περιγράφει τή δεινή θέση τους τήν ὥρα ἐκείνη: «Τό δε πλοῖον μέσον τῆς θαλάσσης ἦν βασανιζόμενον ὑπό τῶν κυμάτων· ἦν γάρ ἐνάντιος ὁ ἄνεμος».
Σάν τό πλοιάριο τῶν Μαθητῶν εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού πλέει «τήν ἀλμυράν τοῦ βίου θάλασσαν». Ξεκίνησε ἀπό κάπου μέ προορισμό τό λιμάνι τῆς βασιλεῖας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή δέν ἔχει μόνο μέρες εὐτυχίας καί χαρᾶς, κυρίως ἔχει μέρες καταιγίδων καί συμφορῶν. Οἱ ὥρες τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐλάχιστες. Οἱ μέρες τῆς λύπης καί τῶν θλίψεων εἶναι ἀτελείωτες. Ἡ γῆ αὐτή θά μποροῦσε νά ὀνομαστεῖ «κοιλάδα κλαυθμῶνος» ἀφοῦ ἔχει στεναγμούς, δάκρυα καί θρήνους. Ὅπως οἱ Μαθηταί στό ἀμέριμνο ταξείδι τους συνάντησαν τήν ξαφνική καταιγίδα, πού μᾶς βυθίζει στήν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας. Μιά ξαφνική ἀρρώστια ἕνας αἰφνίδιος θάνατος, μία ἀπροσδόκητη ἀποτυχία, εἶναι καταιγίδες πού συγκλονίζουν τή ζωή. Ἡ ξαφνική ἀλλαγή τῶν συνθηκῶν τοῦ ταξιδιοῦ μᾶς βρίσκει ἀπροετοίμαστους.
Ἄλλοι στό πλοιάριο τῶν Μαθητῶν βλέπουν τήν Ἐκκλησία πού ἀρμενίζει ἀνάμεσα στά κύματα τῆς ἀπιστίας μέσα στίς θύελλες τοῦ κόσμου καί στίς καταιγίδες τῶν αἱρέσεων. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Πηδάλιο τῆς νοητῆς νηός» γράφει: «Μέ τό πλοῖο αὐτό εἰκονίζεται ἡ καθολική τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας καρίνα εἶναι ἡ πίστη στήν ἁγία Τριάδα, δοκοί καί σανίδες τά δόγματα τῆς πίστεως καί οἱ παραδόσεις, κατάρτι ὁ Σταυρός, ἄρμενα ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Κυβερνήτης εἶναι ὁ Κύριος, ναῦται οἱ Ἀπόστολοι, ἐπιβάτες ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, θάλασσα ἡ παροῦσα ζωή, ἄνεμοι οἱ πειρασμοί…». Στό ταξίδι της μέσα στήν ἱστορία, ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε πολλές φορές μέσα σέ φοβερές καταιγίδες. Σκληροί διωγμοί, σατανικές αἱρέσεις, ἐγωιστικά σχίσματα, ἐσωτερικές διαμάχες, σκάνδαλα καί πειρασμοί τήν ἀπείλησαν μέ ἀφανισμό. Βάφτηκε μέ τό αἷμα τῶν μαρτύρων της, κατέβηκε στίς κατακόμβες καί στά κρυφά Σχολεία, κλείστηκε στούς τάφους καί στά σπήλαια τῆς ἐρήμου, φιμώθηκε ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας, ἁλυσοδέθηκε, φυλακίσθηκε, ἐξορίσθηκε. Πάλεψε μέ τά κύματα. Ἀγωνίσθηκε ἀλλά δέν νικήθηκε, δέν βυθίστηκε, δέν ἀφανίστηκε.
Καί ἡ σημερινή κοινωνία μοιάζει σάν τό πλοιάριο τῶν Μαθητῶν. Μέσα σέ περιβάλλον φαινομενικοῦ πολιτισμοῦ καί πνευματικῆς καλλιέργειας κλυδωνίζεται ἀπό ὕπουλα ὑπόγεια ρεύματα πού ἀπειλοῦν τήν ὑπόσταση καί τή ζωή της. Πελώρια κύματα ὑψώνονται ἀπειλητικά μπροστά της πού τείνουν νά τήν καταπιοῦν. Τά κύματα ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας, τοῦ μοντερνισμοῦ, ξεσποῦν μανιασμένα στά πλευρά της. Ἡ βία καί ἡ τρομοκρατία, ἡ κατακρήμνιση τῶν ἰδανικῶν, ἡ ἐπανάσταση τῶν νέων καί ἡ κατάργηση κάθε ἠθικῆς, ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης, τί άλλο εἶναι παρά κύματα ἀπειλητικά στό πλοῖο τῆς ζωῆς; Ἄς καυχῶνται οἱ ἡγέτες ὅτι ποτέ ἡ κοινωνία δέν ἔζησε μέσα σέ τόση πρόοδο κι εὐημερία. Ἄς διακηρύττουν τά ἐπιτεύγματα καί τίς κατακτήσεις τῆς ἐπιστήμης. Πίσω ἀπό τήν φαινομενική ἡρεμία ὑπάρχει ἀναταραχή. Πέρα 2ἀπό τήν ὑλική εὐημερία ὑπάρχει πνευματική κρίση.
Στή συνέχεια τοῦ κειμένου μᾶς διηγήθηκε ὁ Ἱερός Εὐαγγελιστής, ὅτι μόλις ἦλθε ὁ Κύριος «ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος». Ὅταν ἔλειπε ὁ Ἰησοῦς τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ζητοῦσαν νά καταπιοῦν τό πλοῖο μέ τούς Μαθητάς. Μόλις ἦλθε ὁ Ἰησοῦς φιμώθηκε ὁ ἄνεμος, γαλήνεψε ἡ θάλασσα καί τό πλοῖο ἀνενόχλητο συνέχισε τό ταξίδι του.
Ὅταν στίς ὧρες τῶν καταιγίδων τῆς ζωῆς μας λείπει ὁ Ἰησοῦς, τότε κινδυνεύουμε νά καταποντισθοῦμε στήν ἀπελπισία καί στήν ἀπόγνωση. Ὅταν ὅμως στίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν θλίψεων ἔχουμε κοντά μας τόν Ἰησοῦ, τότε ἡ ἀρρώστια, τό πένθος, ἡ ἀποτυχία δέν μᾶς βυθίζουν στήν ἀπελπισία, ἀλλά μέ ὑπομονή καί καρτερία ἀγωνιζόμαστε καί σάν τούς Μαθητάς φωνάζουμε: «Κύριε σῶσον ἡμᾶς· ἀπολλύμεθα». Ὅταν στήν ὥρα τοῦ πόνου νοιώθουμε δίπλα μας τό στιβαρό χέρι τοῦ Θεοῦ δέν ἀπογοητευόμαστε. Ἡ φωνή του «θαρσεῖτε, μή φοβεῖσθε» μᾶς γεμίζει αἰσιοδοξία καί θάρρος. Κοινωνία πού ἔχει κυβέρνηση της τό Χριστό δέν ἀφανίζεται καί δέν παραδέρνεται ἀπό τά κύματα τοῦ κακοῦ. Κοινωνία πού ζεῖ χωρίς Θεό μοιραῖα θά βυθισθεῖ στό βοῦρκο τῶν ἡδονῶν καί τῆς ἀκαθαρσίας της. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἄν καί ταξιδεύει συνεχῶς μέσα σέ φουρτούνες καί καταιγίδες, κλυδωνίζεται μέν ἀλλά δέν καταποντίζεται, διότι ἔχει κυβερνήτη τόν Χριστό, στήν παρουσία τοῦ ὁποίου νικῶνται ὄχι μόνο τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ἀλλά καί τοῦ κακοῦ.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ ζωή μᾶς ἐπιφυλάσσει πολλές καταιγίδες. Ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ἀπτόητοι κι ἀβλαβεῖς δέν ἔχουμε ἄλλη λύση παρά νά καλέσουμε γιά κυβερνήτη της τόν Ἰησοῦ. «Κυβέρνησόν μου τήν ζωήν» ἄς τοῦ ποῦμε. Ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός ἐκεῖ βασιλεύει ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀσφάλεια καί ἡ γαλήνη. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει φόβος, ἀνασφάλεια καί ταραχή. Ὁ Χριστός μέ τή θεία Χάρη του στόν ἄρρωστο δίνει ὑπομονή, στόν ὀρφανό κουράγιο, στόν λυπημένο παρηγοριά, στόν φτωχό ἐλπίδα, στόν κατατρεγμένο καρτερία.
Ἄς ζητήσουμε ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες καί τήν προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μέ τήν μεσιτεία της πρός τόν Μονογενή της κατευνάζει τόν κλύδωνα τῶν πειρασμῶν, διαλύει τά νέφη τῶν λυπηρῶν, γαληνεύει τίς ψυχικές καταιγίδες καί φέρνει στήν ψυχή τήν εἰρήνη «τήν τοῦ Ὑιοῦ καί Θεοῦ της». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου