Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, τὰ ὁποῖα διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία, εἶναι θεοφιλῆ καὶ σωτήρια καὶ συντείνουν στὴν ψυχικὴ ὠφέλεια καὶ σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἔτσι, σήμερα στὸ ἀντίστοιχο ἀνάγνωσμα βλέπουμε τὴν ἰσχυρὴ πίστη τοῦ παραλύτου καὶ ταυτόχρονα μαθαίνουμε πόσο κακὸ προξενεὶ ἡ ἁμαρτία μὲ τὸ νὰ λυμαίνεται τὴν ψυχὴ καὶ νὰ καθίσταται πολλὲς φορὲς αἰτία σωματικῶν ἀσθενειῶν.
Φτάνοντας ὁ Χριστὸς στὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τὴν Καπερναούμ, καὶ ἐνῶ βρισκόταν διδάσκοντας σὲ κάποια οἰκία, ἔφεραν μπροστά του, «ἐπὶ κλίνης», ἕνα παράλυτο. Ἡ πίστη τόσο τοῦ παραλύτου, ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ τὸν κουβαλοῦσαν ἦταν πολὺ μεγάλη, πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ δὲν τοῦ ζήτησαν νὰ πάει ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἀσθενῆ. Ἐκτὸς αὐτοῦ ταπεινώθηκαν καὶ ἀψήφησαν τὰ ἀρνητικὰ ἢ καὶ εἰρωνικὰ σχόλια ποὺ δίχως ἄλλο ὁ κόσμος θὰ ἔκανε βλέποντας ἕνα ταλαίπωρο παράλυτο νὰ μεταφέρεται «διὰ μέσης τῆς ἀγορᾶς», δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς πόλης, πάνω σὲ ἕνα κρεβάτι.
Ἐδῶ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι ὁ παράλυτος δὲν μεταφέρθηκε στὸν Χριστὸ ἐπειδὴ ἤθελαν κάποιοι ἄλλοι οὔτε ἔτυχε θεραπείας ἐπειδὴ ἁπλῶς καὶ μόνο πίστεψαν στὸν Χριστὸ αὐτοὶ ποὺ τὸν μετέφεραν. Ὁ ἴδιος ὁ παράλυτος, ἔχοντας ἰσχυρὴ πίστη, εἶναι ποὺ ζήτησε νὰ τὸν πᾶνε στὸν Χριστό. Βέβαια σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Κύριος θεραπεύει κάποιους γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἐπιδεικνύουν τρίτα πρόσωπα, ὅπως ἐπὶ τῆς Χαναναίας καὶ τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἐπίστευσε ἡ Χαναναία καὶ θεραπεύτηκε ἡ θυγατέρα της, ἐπίστευσε ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἀναστήθηκε ὁ υἱός του. Ἀλλὰ ἡ θυγατέρα τῆς Χαναναίας ἦταν δαιμονισμένη καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἑκατοντάρχου μικρὸ παιδί, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴν πίστη τῶν γονέων τους. Ὁ παράλυτος ὅμως δὲν ἦταν παιδὶ οὔτε δαιμονισμένος, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἤθελε καὶ ζητοῦσε τὴ δική του πίστη, μία πίστη ἡ ὁποία γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ ἰατρό, τὸν Σωτῆρα Χριστό, καὶ τοῦ προσφέρει τὴ θεραπεία.
Ὄντως, ὁ παράλυτος εἶχε ἰσχυρὴ πίστη καὶ τὴν ἐπέδειξε ὄχι μόνο μὲ τὸ νὰ ἀνεχθεῖ τὴν ταπείνωση ποὺ συνεπαγόταν ἡ μεταφορά του ἀνάμεσα στὰ πλήθη ποὺ θὰ τὸν ἐλεεινολογοῦσαν, ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι ἀγόγγυστα δέχεται τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Τοῦτος ὁ λόγος, ὁ καυστικὸς ἐκ πρώτης ὄψεως, μοιάζει νὰ μὴν ἀφορᾶ στὴν παραλυσία του, καὶ ἁπλῶς νὰ ἀναφέρεται στὴν ψυχική του κατάσταση. Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ὅμως ἀφορᾶ στὸν ὅλο ἄνθρωπο, ψυχή τε καὶ σώματι, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα λέει στὸν ἀσθενῆ: «Τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» καὶ ἔπειτα θεραπεύει τὸ σῶμα του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διδάσκει ὅτι πολλὰ νοσήματα καὶ ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπότοκα τῶν ἁμαρτιῶν τους. Θεραπεύοντας ἑπομένως ὁ Χριστὸς τὸ αἴτιο, δηλ. τὴν ἁμαρτία, ἐξαλείφει καὶ τὰ ἀποτελέσματα, δηλαδὴ τὴν ἀσθένεια.
Ὁ Χριστὸς προσφωνεῖ τὸν παράλυτο, ὡς «τέκνον», διότι ὅπου ὑπάρχει ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἐκεῖ ἀκολουθεῖ καὶ ἡ υἱοθεσία ἀπὸ τὸν Θεό. Κατ’ ἀναλογία καὶ ἐμεὶς οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ ἐπικαλούμαστε τὸν Θεό, λέγοντας τό «Πάτερ ἡμῶν», δὲν μποροῦμε δηλαδὴ νὰ τὸν προσφωνήσουμε ὡς Πατέρα, προτοῦ καθαρθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας διὰ τῆς μετανοίας καὶ προτοῦ ἀποβάλουμε τὸ φορτίο ποὺ βαραίνει τὴν ψυχή μας. Εἴμαστε βέβαια ἄνθρωποι, «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», καὶ συνεπῶς εἶναι πιθανὸν νὰ πέφτουμε ξανὰ καὶ ξανὰ στὴν ἁμαρτία. Ἔχουμε ὅμως, ὡς πιστοὶ Χριστιανοὶ ποὺ εἴμαστε, τὴ δυνατότητα νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ λάβουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μας.
Ἐμεῖς ἑπομένως, ποὺ ἐνδεχομένως ἔχουμε βάρος στὴν ψυχή μας, αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν πνευματικὴ παραλυσία, μποροῦμε ἐφόσον προαιρούμεθα καὶ ἐφόσον τὸ ἐπιζητοῦμε, νὰ μετανοήσουμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε εἰλικρινά, νὰ θεραπευθοῦμε καὶ νὰ ἀνορθωθοῦμε. Ὁ Χριστὸς βρίσκεται πάντοτε στὴν Καπερναούμ, στὸν τόπο τῆς παρακλήσεως καὶ τῆς παρηγορίας, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία του. Ἐδῶ προσφέρεται ἡ θεραπεία στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐμεῖς ἔχουμε ὄντως ἀνάγκη τὴ γλυκεία καὶ παρήγορο φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Τέκνον˙ ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Τότε θὰ γίνουμε υἱοὶ Θεοῦ κατὰ χάριν, θὰ λάβουμε τὴν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας καὶ θὰ πορευθοῦμε ὑγιεῖς πρὸς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου