Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Μια συγκινητική αληθινή ιστορία


Σ’ ἕνα αἰγαιοπελαγίτικο νησὶ ζοῦσε πρὸ ἐτῶν ἕνας ἱερέας εὐλαβέστατος. Ἡ ψυχούλα του ἦταν γεμάτη στοργὴ γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ εἰδικὰ γιὰ τοὺς πονεμένους. Ἔφτασε ὅμως ἡ μέρα ποὺ δοκιμάστηκε κι ἐκεῖνος καὶ πόνεσε πολύ. Ἡ κόρη του, μία ἐξαιρετικὴ κοπέλα, εἶχε παντρευτεῖ πρόσφατα μ’ ἕνα νοικοκυρεμένο παληκάρι. Ἔφτασε, λοιπόν, ὁ καιρὸς νὰ φέρει στὸν κόσμο τὸ πρῶτο παιδάκι της. Κατὰ τὸν τοκετὸ ὅμως, πέθανε! Πῆγε Μάρτυρας νὰ συναντήσει τὸν Πλάστη της, ἀφήνοντας πολὺ πόνο πίσω της. Ὁ ἱερέας πατέρας της πόνεσε κι αὐτὸς πολὺ στὸ χωρισμό, ἀλλὰ μὲ ἀκλόνητη Πίστη στὸ Θεὸ πρόσφερε δοξολογία στὸ ἅγιο ὄνομά Του. Τὴν ἀγάπη του δέ, γιὰ τὴν θυγατέρα του ἐξέφραζε μὲ θερμὲς προσευχὲς γιὰ τὴν ψυχή της καὶ μὲ κρυφὲς ἐλεημοσύνες. Ὁ ἱερέας εἶχε ἕναν ἀδελφὸ καπετάνιο πού, ἀπόμαχος πιὰ τῆς θάλασσας, εἶχε γίνει στεριανὸς γιὰ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του. Εἶχε δημιουργήσει περιουσία κι ἀπολάμβανε πλέον τοὺς κόπους του. Δυστυχῶς ὅμως ἦταν σχεδὸν ἄπιστος, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε καλὴ καρδιά. Τὰ βραδάκια, ὅταν μαζεύονταν στὸ φιλόξενο σπίτι τοῦ παπᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς φίλους, κάποιους...ἀγαθοὺς νησιῶτες ποὺ πρόσφεραν τὶς ὑπηρεσίες τους στὴν ἐκκλησία, ἔπιναν τὸ ζεστό τους φασκόμηλο καὶ κουβεντίαζαν.
Ὁ καπετάνιος ἕνα βράδυ εἰρωνεύτηκε τὸν ἱερέα καὶ τοῦ εἶπε: - Σιγὰ καημένε παπά, μὴν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ καὶ σὲ βλέπει ἡ κόρη σου τί λέμε καὶ τί κάνουμε! Ὁ ἱερέας μὲ πραότητα προσπάθησε νὰ τὸν βοηθήσει ν’ ἀποβάλει τὴν ἀπιστία, γιατί ἤξερε πὼς κατὰ βάθος ὑπέφερε ἡ ψυχὴ του μέσα στὴ θανατερὴ παγωνιά της. Ἐκεῖνος ὅμως δὲ φάνηκε νὰ ἐπηρεάζεται. Ἕνα βράδυ, λοιπόν, ὁ ἱερέας βλέπει τὴ θυγατέρα του στὸν ὕπνο του. Ἦταν ὁλόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, καὶ τοῦ λέει: "Πατέρα, σ’ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα. Γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τὶς προσευχές σου, καὶ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ψυχή μου. Πές, σὲ παρακαλῶ, καὶ στὸν θεῖο μου (τὸν καπετάνιο) ὅτι τὸν εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ψάρι ποὺ μούστειλε!". Αὐτὰ εἶπε κι ἐνῶ χαμογελοῦσε ἀγγελικά, τόνειρο ἔσβησε… Ὁ ἱερέας, ὅταν σηκώθηκε τὸ πρωί, αἰσθανόταν μεγάλη χαρὰ καὶ συγκίνηση. Τὸ βράδυ διηγήθηκε τόνειρο στὴ συντροφιά. Ὅλοι συγκινήθηκαν, μόνο ὁ καπετάνιος κοιτοῦσε δύσπιστα τὸν ἀδελφό του. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπε ὅτι ἡ ἀνιψιὰ του τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὸ ψάρι ποὺ τῆς ἔστειλε, κι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει αὐτὰ τὰ λόγια της, ὁ καπετάνιος τινάχθηκε ὄρθιος. Τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα καὶ τὰ χέρια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν.
Ἀπ’ τὸ στόμα του βγῆκε ἡ κρυφὴ Πίστη τῆς καρδιᾶς του: - "Θεέ μοῦ!", ψιθύρισε καὶ μία κοίταζε τὸν ἕνα καὶ μία τὸν ἄλλον σαστισμένος. Ὅλοι τὸν ρώτησαν τί συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Ἐκεῖνος, ὅταν συνῆλθε κάπως, ξανακάθησε στὴν καρέκλα του καὶ χωρὶς νὰ ἐμποδίζει τὰ δάκρυά του νὰ τρέχουν στὸ ἡλιοψημένο πρόσωπό του, τοὺς εἶπε μὲ ταπεινὴ φωνή: - "Ναι, εἶναι ἀλήθεια, ζοῦν οἱ ψυχὲς καὶ μᾶς βλέπουν! Ἀνήμερα στὴν κηδεία της ἑτοιμαζόμουν νὰ κατέβω στὴν ἐκκλησία, ὅπου θὰ τὴν διαβάζατε. Εἶχα πολὺ πόνο μέσα μου. Τὸ ξέρεις, παπά, πόσο ἀγαποῦσα αὐτὴ τὴ θυγατέρα σου. Ἦταν πάντα ἄγγελος… Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔφθασε ἕνας φίλος μου ψαρὰς κάτω ἀπ’ τὸν πέρα γιαλό. Τούχα πεῖ πώς, ὅταν ἐπίανε καλὸ ψάρι νὰ μοῦ τόφερνε κι ἐγὼ θὰ τὸ πλήρωνα ὅσο-ὅσο. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ μὲ νευρίασε ἡ παρουσία του, καθὼς κρατοῦσε τὸ ροφὸ κρεμασμένο στὸ πλάι του. Τοῦ εἶπα λοιπὸν ἀπότομα: - Δὲ θέλω ψάρια σήμερα, δὲν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω τὴν ἀνηψιά μου! Ὁ ἄνθρωπος ὅταν τάκουσε πάγωσε καὶ μὲ κοίταζε ἀμίλητος. Τὸν λυπήθηκα καὶ τοῦ εἶπα: - Ὅμως, νά, στὸ πληρώνω καὶ σὺ δῶστο σὲ κανένα φτωχὸ γιὰ τὴν ψυχή της! Ἐκεῖνος πῆρε τὰ χρήματα, μὲ συλλυπήθηκε κι ἔφυγε γρήγορα.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δὲν τόπα σὲ κανέναν καὶ τὸ εἶχα ξεχάσει. Ἀλλὰ ἡ ψυχούλα της δὲν τὸ ξέχασε καὶ μούστειλε τὶς εὐχαριστίες της", εἶπε καὶ σκούπισε μὲ τὴν ἀνάστροφή τοῦ χεριοῦ του τὰ δάκρυά του. Μετὰ χαμογέλασε γλυκά, μὰ τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χαριτωμένο χαμόγελο ὁ ἱερέας διέκρινε τὸ γλυκοχάραμα τῆς ἀναγεννημένης Πίστεώς του. Ἡ νύχτα τῆς ἀπιστίας ἔφυγε… - "Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε", ψιθύρισε ὁ ἱερέας καί τὸν ἀγκαλίασε μὲ τὸ βλέμμα του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου