Η κάθε ημέρα στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο αποτελεί μνήμη και κάποιου ή κάποιων συγκεκριμένων αγίων: είτε μαρτύρων, το συνηθέστερο, είτε πιστών ανθρώπων, που αναλώθηκαν στην τήρηση των εντολών του Χριστού και συνεπώς υπήρξαν μάρτυρες με άλλον τρόπο: κατά την προαίρεση, όπως διδάσκει η Εκκλησία μας.Επειδή υπάρχει λίγη ή πολλή διαστρέβλωση ως προς το φαινόμενο της αγιότητας- για πολλούς, ακόμη και Χριστιανούς, θεωρείται η αγιότητα ως φαινόμενο εξωπραγματικό- γιʼ αυτό και οι λίγες παρακάτω γραμμές έχουν σκοπό να ρίξουν λίγο φως πάνω στην ταυτότητα του αγίου και στο γιατί επομένως τιμώνται ιδιαιτέρως από την Εκκλησία μας.
Και πρώτα απʼ όλα: η αγιότητα δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Δεν αποτελεί άνθος που φύεται αυτοδύναμα στη γη αυτή που βρεθήκαμε. Μπορεί να αναφέρεται στον άνθρωπο, αλλά η πηγή της βρίσκεται στον Θεό, γιατί Αυτός είναι ο μόνος και κατʼ ουσίαν άγιος. «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού» (Ησ. 6, 3) ακούει ο προφήτης Ησαΐας, ήδη στο όραμα της κλήσεώς του, από τα Σεραφείμ. «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α'ʼ Πέτρ. 1, 16) θα πει ο λόγος του Θεού. Ο Τριαδικός λοιπόν Θεός μας, άρα και ο Ι. Χριστός ο ενσαρκωθείς Θεός, είναι η πηγή της αγιότητας, ο κατʼ αλήθειαν και πράγματι άγιος.
Την αγιότητα του Θεού καλούμαστε κι εμείς οι άνθρωποι να ενεστερνιστούμε και ν' ακολουθήσουμε. Ό,τι είναι ο Θεός καλούμαστε με τη χάρη Του ν' αποκτήσουμε και να γίνουμε. Γιατί αυτό; Διότι δημιουργηθήκαμε με την προοπτική αυτή, αφού μάς έπλασε ο Θεός «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Εκείνου.
Ο εικονισμός του Θεού σʼ εμάς αποτελεί τη θεολογική βάση για τη φυσιολογική προοπτική του ανθρώπου που είναι ο αγιασμός του. Για να επαναλάβουμε το αγιογραφικό λόγιο: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι». Κι ο απόστολος θα σημειώσει αλλού: «Τούτο γάρ εστι θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών!» (Α' Θεσ. 4, 3). Έτσι όλοι οι άνθρωποι δυνάμει, αλλά οι Χριστιανοί κατʼ ενέργειαν, είναι κλημένοι στην αγιότητα. Είτε επιλέγει κανεί τον έγγαμο βίο είτει τον άγαμο η προοπτική είναι ακριβώς η ίδια: ο αγιασμός μας. «Ά λέγω υμίν, πάσι λέγω» (Μαρκ. 13, 37), έλεγε ο Κύριος στους μαθητές Του. Απλώς ο μοναχός βοηθείται πιθανόν περισσότερο στον αγιασμό του, επειδή και οι συνθήκες της ζωής του τον σπρώχνουν όλες προς την κατεύθυνση αυτή. Γι' αυτό και στην πρώτη Εκκλησία άγιος χαρακτηριζόταν ο κάθε Χριστιανός.
Η προοπτική του αγιασμού του ανθρώπου ως του πιο φυσιολογικού γεγονότος γι' αυτόν αποκαλύπτει αμέσως την τραγικότητα πολλών θεωρουμένων Χριστιανών, που είτε με έκπληξη στην καλύτερη περίπτωση, είτε με ειρωνεία, θα εκφράσουν την αμφισβήτησή τους: «Μα άγιος θα γίνω;». Ο αγιασμός θεωρείται ως μη ανθρώπινη κατάσταση, διότι προφανώς και αγνοούν την πίστη που παρέλαβαν από την Εκκλησία ως μέλη της, και περισσότερο δεν αγωνίζονταν καθόλου να τη βιώσουν. Δυστυχώς βρίσκονται στην κατάσταση που έχει περιγράψει ο γέροντας Παΐσιος: του άδειου σακιού. Βαπτίστηκαν μεν και έγιναν Χριστιανοί, μα μη ενεργοποιώντας στη ζωή τους τη χάρη του βαπτίσματος είναι σαν άδεια σακιά. Πρόκειται για το φαινόμενο στην ουσία της πρακτικής αθεΐας, που είναι και η χειρότερη μορφή της αθεΐας.
Την αγιότητα του Θεού καλούμαστε κι εμείς οι άνθρωποι να ενεστερνιστούμε και ν' ακολουθήσουμε. Ό,τι είναι ο Θεός καλούμαστε με τη χάρη Του ν' αποκτήσουμε και να γίνουμε. Γιατί αυτό; Διότι δημιουργηθήκαμε με την προοπτική αυτή, αφού μάς έπλασε ο Θεός «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» Εκείνου.
Ο εικονισμός του Θεού σʼ εμάς αποτελεί τη θεολογική βάση για τη φυσιολογική προοπτική του ανθρώπου που είναι ο αγιασμός του. Για να επαναλάβουμε το αγιογραφικό λόγιο: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι». Κι ο απόστολος θα σημειώσει αλλού: «Τούτο γάρ εστι θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών!» (Α' Θεσ. 4, 3). Έτσι όλοι οι άνθρωποι δυνάμει, αλλά οι Χριστιανοί κατʼ ενέργειαν, είναι κλημένοι στην αγιότητα. Είτε επιλέγει κανεί τον έγγαμο βίο είτει τον άγαμο η προοπτική είναι ακριβώς η ίδια: ο αγιασμός μας. «Ά λέγω υμίν, πάσι λέγω» (Μαρκ. 13, 37), έλεγε ο Κύριος στους μαθητές Του. Απλώς ο μοναχός βοηθείται πιθανόν περισσότερο στον αγιασμό του, επειδή και οι συνθήκες της ζωής του τον σπρώχνουν όλες προς την κατεύθυνση αυτή. Γι' αυτό και στην πρώτη Εκκλησία άγιος χαρακτηριζόταν ο κάθε Χριστιανός.
Η προοπτική του αγιασμού του ανθρώπου ως του πιο φυσιολογικού γεγονότος γι' αυτόν αποκαλύπτει αμέσως την τραγικότητα πολλών θεωρουμένων Χριστιανών, που είτε με έκπληξη στην καλύτερη περίπτωση, είτε με ειρωνεία, θα εκφράσουν την αμφισβήτησή τους: «Μα άγιος θα γίνω;». Ο αγιασμός θεωρείται ως μη ανθρώπινη κατάσταση, διότι προφανώς και αγνοούν την πίστη που παρέλαβαν από την Εκκλησία ως μέλη της, και περισσότερο δεν αγωνίζονταν καθόλου να τη βιώσουν. Δυστυχώς βρίσκονται στην κατάσταση που έχει περιγράψει ο γέροντας Παΐσιος: του άδειου σακιού. Βαπτίστηκαν μεν και έγιναν Χριστιανοί, μα μη ενεργοποιώντας στη ζωή τους τη χάρη του βαπτίσματος είναι σαν άδεια σακιά. Πρόκειται για το φαινόμενο στην ουσία της πρακτικής αθεΐας, που είναι και η χειρότερη μορφή της αθεΐας.
Το να γίνουμε άγιοι είναι ο κανονικός και αληθινός προορισμός μας. Ταυτίζεται με τον προορισμό που απαρχής ο Θεός έθεσε στον άνθρωπο: την ομοίωση με Αυτόν. Μάς έδωσε τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες (κατ' εικόνα) και μάς κάλεσε μαζί Του να τραβήξουμε το δρόμο της θέωσής μας (καθ' ομοίωσιν). Μπορεί να χάθηκε ο προορισμός αυτός λόγω της αμαρτίας των προπατόρων μας, όπως και σκοτείνιασε η εικόνα του Θεού μέσα μας, αλλά με τον ερχομό του Χριστού τα πράγματα αυτά αποκαταστάθηκαν: το κατ' εικόνα καθαρίστηκε, το καθ' ομοίωσιν ανοίχθηκε και πάλι.
Έτσι εν Χριστώ η ζωή της αγιότητας ξανάγινε η φυσιολογία της ανθρώπινης ζωής, γεγονός που σημαίνει ότι την αγιότητα την βιώνει κανείς μόνον πια ως μέλος της Εκκλησίας που είναι το ζωντανό σώμα του Χριστού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χριστιανός δεν κατανοεί ποτέ τον εαυτό του ως άτομο: κάτι απομονωμένο και ξεκομμένο. Είναι Χριστιανός στο βαθμό που νοιώθει ενωμένος με τον Ιησού Χριστό και τους συνανθρώπους του, και περαιτέρω:
Με όλο τον κόσμο και όλη τη δημιουργία. Κατά συνέπεια η δυνατότητα της αγιότητας ως ζωής εν Χριστώ προϋποθέτει την ένταξη του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, δια του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, και τη συνεχή παραμονή στο σώμα αυτό δια της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, το σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού. Με απλά λόγια άγιος στον κόσμο τούτο γίνεται εκείνος ο άνθρωπος που ενώθηκε με το Χριστό και αφήνει τον εαυτό του έτσι, ώστε να γίνεται δίοδος και φανέρωση Εκείνου μέσα στον κόσμο. Ο Χριστός μέσω ημών: να ο άγιος! Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»! (Γαλ. 2, 20).
Παρ' όλα αυτά! Η διαδικασία του αγιασμού του ανθρώπου απαιτεί, εκτός από τη συσσωμάτωσή του στην Εκκλησία με τα άγια μυστήρια, και τη διαρκή κατάθεση της ελεύθερης βούλησής του. Δεν κερδίζεται η αγιότητα μόνο με τις μυστηριακές τελετές, σαν να 'χε η αγιότητα μαγικό χαρακτήρα. Απαιτεί, όπως είπαμε, καθημερινό αγώνα και άσκηση. Όπως το λέγει και η εντολή: «Να γινόμαστε άγιοι». Και το ρ. γίνομαι σημαίνει κίνηση, δυναμισμό, εξέλιξη.
Έτσι είναι αυτονόητη η διαβάθμιση της αγιότητας. Ανάλογα με το πόσο κινείται κανείς προς το σκοπό αυτό, ανάλογα με το πόσο θέτει τον εαυτό του επί τα ίχνη του Ιησού. Τόσο και γίνεται εν τω Θεώ, τόσο και γίνεται άγιος, δηλ. χριστοποιείται. Έτσι «υπάρχει Άγιος, με Α κεφαλαίο, και υπάρχει άγιος, με α μικρό». Η αγαθή γη, λέει ο ίδιος ο Χριστός, καρποφορεί αλλού 30, αλλού 60, αλλού 100.
Και κατά τον απόστολο «Αστήρ αστέρος διαφέρει» (Α' Κορ. 15, 41). Επ' αυτού είναι γνωστή η ιστορία του Γεροντικού και τον καλό εκείνο ασκητή των χρόνων του αγίου Αντωνίου, που παρακάλεσε τον Κύριο να του δώσει τη χάρη να δει όλους τους αγίους της εποχής του. Και ο Κύριος ικανοποίησε το αίτημά του: είδε όλους τους αγίους, εκτός από τον Μ. Αντώνιο. Και στην απορία του γιατί συνέβη αυτό, άκουσε φωνή να του λέει: Ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά στο Θεό.
Εκείνο πάντως που έχει ιδιαίτερη σημασία, ανεξάρτητα από το βαθμό της αγιότητας, είναι ότι η αγιότητα θεωρείται δεδομένη για το Χριστιανισμό. «Χωρίς τον αγιασμό του κανείς δεν πρόκειται να δει τον Κύριο» (πρβλ. Εβρ. 12, 14). Και εννοούμε να Τον δει ως λυτρωτή και σωτήρα, γιατί όλοι θα Τον δουν, αλλά όχι όλοι δυστυχώς λυτρωτικά.
Πρωτ. Γεώργιου Δορμπαράκη
Από το περιοδικό:
«Πειραϊκή Εκκλησία»
τεύχος 185 – Σεπτέμβριος 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου