Στα χρόνια που βασίλεψε ο ασεβέστατος Διοκλητιανός, στην ξακουστή Ρώμη ήταν ένα κορίτσι που λεγόταν Αναστασία. Όμορφη, με ωραία κορμοστασιά, από γένος πλούσιο και φημισμένο, με χαρακτήρα και τρόπους τέλειους. Η δε ευγένεια της ψυχής της ήταν μεγαλύτερη από το κάλλος του σώματός της. Ήταν θυγατέρα κάποιου ειδωλολάτρη Πραιτεξάτου και της μάθαινε γράμματα ένας ενάρετος άνθρωπος, ο Χρυσογόνος. Ευσεβέστατος, με πίστη στον αληθινό Θεό, δίδαξε την ευσέβεια και την πίστη του στην Αναστασία, που καταφρόνησε τα αναίσθητα είδωλα. Ο δε πατέρας της την πάντρεψε, παρά την θέλησή της, με τον ειδωλολάτρη και πλούσιο Ποπλίονα. Η Αναστασία τον μισούσε και δεν θέλησε ποτέ να κοιμηθεί μαζί του, γιατί αγαπούσε την παρθενία χάρη του Χριστού και προφασιζόταν συνεχώς πως ήταν άρρωστη. Καθημερινά προσευχόταν στον Χριστό, τηρούσε τις εντολές του και πάνω από όλα είχε μεγάλη ταπείνωση.
Για αυτόν τον λόγο, πολλές φορές έβγαζε τα πολύτιμα και λαμπρά φορέματά της και ντυνόταν φτωχικά, για να μην την γνωρίσουν, και πήγαινε με μια ευσεβέστατη δούλη της στις φυλακές, όπου περιποιούνταν τις πληγές και τα τραύματα των χριστιανών από τα βασανιστήρια. Σκούπιζε, καθάριζε τα αίματα και τις πληγές. Πρόσφερε κάθε άλλη υπηρεσία σαν δούλη του Χριστού. Καταφιλούσε τις πληγές τους από ευλάβεια για τα μαρτύριά τους και τους νουθετούσε να μη δειλιάσουν στα προσωρινά βασανιστήρια, αλλά να μένους σταθεροί στην πίστη και ευσέβειά τους. Τους έδινε τροφές, ρούχα και κάθε τι άλλο, που είχαν ανάγκη για το σώμα τους, όπως φάρμακα. Και όλα αυτά τα έκανε κρυφά, τις νύχτες, εξαγοράζοντας με χρήματα του φύλακες, για να την αφήνουν να μπαίνει στις φυλακές.
Όταν έμαθε αυτά από πληροφορίες δικών του ανθρώπων ο Ποπλίονας την φυλάκισε και δεν την άφησε ούτε να βγει αλλά και ούτε να την πλησιάσει κανένα άτομο. Αυτή στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι της, για να φροντίσει τους φυλακισμένους χριστιανούς, όπως πριν. Όμως είχε μεγαλύτερη στεναχώρια που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον διδάσκαλό της Χρυσόγονο, ο οποίος πριν την επισκεπτόταν τακτικά και έπαιρνε ο ένας από τον άλλο δύναμη στα έργα της αρετής. Και αυτό γιατί ο Χρυσόγονος ήταν φυλακισμένος από τον βασιλιά, όταν αυτός έμαθε για την πίστη που είχε προς τον Χριστό. Τότε η αγία Αναστασία έστειλε μια γριά γυναίκα ευσεβέστατη και έμπιστη να μιλήσει στον Χρυσόγονο, για να προσευχηθεί προς τον Θεό για χάρη της, να λυτρωθεί από την φυλακή και να θεραπεύει τους φυλακισμένους μάρτυρες. Ο Χρυσόγονος της έγραψε ότι πρέπει να έχει υπομονή, γιατί σε λίγες μέρες θα πεθάνει ο άντρας της και θα μείνει εντελώς ελεύθερη. Έτσι και έγινε. Ο βασιλιάς τον έστειλε ως πρέσβη στους Πέρσες και στον δρόμο τον σκότωσαν. Από τότε η αγία έμεινε ελεύθερη και χωρίς εμπόδια έκανε ό,τι ήθελε και παρακινούσε τους μάρτυρες να υπομένουν γενναίως τα βασανιστήρια.
Ο δυσεβής Διοκλητιανός βρισκόταν τότε στην Ηράκλεια και δεν φρόντιζε τόσο για τις δημόσιες υπηρεσίες και υποχρεώσεις του κράτους του, όσο για να μην γλιτώσει κανένας ευσεβής χριστιανός από τα χέρια του. Του ανέφεραν ότι στη Ρώμη είχαν πολλούς χριστιανούς φυλακισμένους και πως, ενώ τους βασάνιζαν με διάφορους τρόπους, κανένας δεν ήθελε να προσκυνήσει τα είδωλα, γιατί είχαν έναν διδάσκαλο, που λεγόταν Χρυσόγονος, ο οποίος τους εμψύχωνε στην πίστη και τους παρακινούσε προς το μαρτύριο.Ο Διοκλητιανός πρόσταξε αμέσως τους μεν χριστιανούς φυλακισμένους να τους βασανίσουν και πολύ, αν δεν θυσιάσουν στα είδωλα, να τους σκοτώσουν, τον δε Χρυσόγονο να του τον φέρουν σαν κατάδικο. Πίσω από τους στρατιώτες και τον Χρυσόγονο, τον διδάσκαλό της, πήγαινε και η Αναστασία, νικώντας την αντοχή της γυναικείας φύσης με το γενναίο της φρόνημα. Όταν έφτασαν στον βασιλιά Διοκλητιανό, αυτός με ύφος καλοσυνάτο είπε στον Χρυσόγονο:
- Υπάκουσε στην εντολή μου. Θυσίασε στους Θεούς, για να λυτρωθείς από διάφορα βασανιστήρια και θα σε κάνω έπαρχο της Ρώμης.
πίστευε ο ασεβής βασιλιάς πως η δύναμη της εξουσίας του θα νικούσε την ψυχή και την πίστη του καλοκάγαθου Χρυσόγονου. Όμως, οι απειλές και οι υποσχέσεις του δεν έπιασαν, για να αρνηθούν οι χριστιανοί την πίστη τους στον Χριστό. Έτσι και τώρα, ο άγιος απάντησε με μεγάλο θάρρος κοιτάζοντάς τον στα μάτια, για να αποδείξει πως η βασιλική του εξουσία και δύναμη δεν είχε αξία μπροστά στην βασιλεία του Θεού.
- Δεν θυσιάζω στα είδωλα, γιατί έναν και μόνο Θεό ξέρω, τον οποίο ομολογώ με τα χείλη, όλη την ψυχή και την καρδιά μου. Αυτόν λατρεύω, προσκυνώ και θεωρώ τον γλυκύτερο από όλα τα ευχάριστα πράγματα της ζωής και τον ποθώ από κάθε τι άλλο. Αποστρέφομαι τα πλήθη των θεών σου, τους μύθους και τους δαίμονες. Συμβουλεύω όμοια και την βασιλεία σου να τους μισήσεις, γιατί είναι ζημιά και απώλεια των ψυχών. Όσο για τις τιμές και τις υποσχέσεις που μου έταξες, τις θεωρώ σκιά και όνειρα.
Ο βασιλιάς, αφού θαύμασε το θάρρος του αγίου, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν σε ερημικό τόπο, γιατί φοβήθηκε μήπως παρασυρθούν και άλλοι, αν προσπαθήσει να τον μεταπείσει με διάφορα βασανιστήρια. Μετά τον αποκεφαλισμό του, έριξαν το λείψανό του στη θάλασσα. Όμως η πρόνοια του Θεού δεν αφήνει τους αγίους Του μάρτυρες χωρίς προστασία. Εκεί κοντά κατοικούσαν τρεις αδελφές, η Αγάπη, η Χιονία και η Ειρήνη και ένας ιερομόναχος ενάρετος, ο Ζώιλος. Ο Ζώιλος είδε θεία αποκάλυψη, που του φανέρωσε που βρισκόταν το λείψανο του αγίου Χρυσογόνου. Αφού το πήρε μαζί με το τίμιο κεφάλι του, με μεγάλη ευλάβεια το έκρυψε στο κελί του. Μετά από τριάντα μέρες του φανερώνεται ο Χρυσόγονος λέγοντάς του:
- Γνώριζε, Ζωίλε, ότι έμαθε ο βασιλιάς για τις τρεις αδελφές Ειρήνη, Αγάπη και Χιονία και θέλει να τις θανατώσει μέσα σε εννιά μέρες. Να, λοιπόν, έρχεται εκεί η δούλη του Χριστού Αναστασία να τις δώσει θάρρος και να τις παρακινήσει προς το μαρτύριο. Συ δε ετοιμάσου για την αιώνια ζωή, γιατί σε λίγες μέρες έρχεσαι σε μας να απολαύσεις τους γλυκύτατους καρπούς των κόπων σου.
Την ίδια οπτασία είδε και η Αναστασία. Με μεγάλη χαρά έφυγε αμέσως για τον τόπο του Ζωίλου και, όταν είδε τις τρεις αδελφές, τις ρώτησε για το λείψανο του Χρυσογόνου. Όταν της το έδειξαν, το προσκύνησε με μεγάλη ευλάβεια. Μετά, παίρνοντας τις τρεις παρθένες αδελφές έφυγε στην Ακου¨λία, διδάσκοντές τες να μη δειλιάσουν στα βασανιστήρια των ασεβών. Έτσι, σύμφωνα με τη θεία αποκάλυψη του Χρυσόγονου, ο μεν Ζωίλος έφυγε ειρηνικά προς τον Κύριο, ο δε παράνομος βασιλιάς πρόσταξε κα έφεραν τις τρεις αδελφές στο θέατρο. Πιστεύοντας ότι θα τις μεταστρέψει στα είδωλα, τις μίλησε με γλυκό τρόπο εγκωμιάζοντας την ομορφιά τους, τάζοντας να τις παντρέψει με πλούσιους άρχοντες και υποσχόμενος να τις χαρίσει πολλά και πλούσια δώρα. Όμως, η μεγαλύτερη στην ηλικία, η Αγάπη, για να δείξει την αγάπη της προς τον Θεό, με πολύ θάρρος απάντησε:
- Βασιλιά, μη βάλεις καθόλου στο μυαλό σου πως θα φοβηθούμε τα φοβερά βασανιστήρια ή τον σκληρότατο θάνατο ή θα μας νικήσει η πλούσια παντρειά ή θα λυπηθούμε τα κάλλη μας ή με κολακείες θα κλονίσεις την πίστη μας και θα προδώσουμε την ευσέβειά μας. Μάλιστα δε, όσο περισσότερο και χειρότερα μας βασανίσεις, τόσο περισσότερο θα ωφεληθούμε, για να κερδίσουμε την αιώνια βασιλεία.
Ο βασιλιάς, λοιπόν, θαύμασε τόσο πολύ και πάλι, όπως και του Χρυσογόνου πριν, την ομολογία και το θάρρος της παρθενομάρτυρος Αγάπης, ώστε τις φυλάκισε όλες, γιατί έπρεπε να φύγει στη Μακεδονία. Πρόσταξε τον έπαρχο Δουλκίτιο να τις ανακρίνει και πάλι και με διάφορα βασανιστήρια να τις αναγκάσει να θυσιάσουν στα είδωλα.Η Αναστασία, βέβαια, όπως είπαμε και πιο πάνω, ακολουθούσε όχι μόνο τις τρεις αδελφές, αλλά και άλλους χριστιανούς και τους επιμελούνταν σε όλες τους τις ανάγκες.Ο πονηρός Δουλκίτιος από την πρώτη στιγμή θέλησε να εκμεταλλευτεί την εξουσία του και να χρησιμοποιήσει τις ωραιότατες τρεις αδελφές στις επιθυμίες της σάρκας του. Πήγε λοιπόν, στη φυλακή μόνος του, για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, όπως σκεπτόταν. Αλλά, με την θέληση του Θεού, αντί στη φυλακή μπήκε σε ένα μαγειρείο, όπου ήταν μαζεμένα κατσαρόλια και κουτάλια. Αυτά, πιστεύοντας πως ήταν τα κορίτσια, τα αγκάλιαζε, τα φιλούσε, καθώς ήταν μεθυσμένος από έρωτα και έγινε κατάμαυρος και αγνώριστος από τις μουντζούρες.
Κατόπιν, βγαίνοντας έξω να πάει στο παλάτι δεν τον γνώριζε κανένας πως ήταν ο έπαρχος. Πίστευαν ότι ήταν ένας τρελός και δαιμονισμένος άνθρωπος. Άλλοι τον κορόιδευαν και άλλοι τον έδερναν σαν παλαβό. Όταν έφτασε στο παλάτι δεν τον άφηναν οι φρουροί να μπει μέσα, αλλά τον έσπρωχναν προς τα έξω και τον γρονθοκοπούσαν. Και όλα αυτά, γιατί κανένας δεν πίστευε πως ήταν ο έπαρχος. Με μεγάλη δυσκολία τον γνώρισαν οι συγγενείς του και τον πήγαν στο σπίτι του, όπου τον καθάρισαν και τον έντυσαν. Όταν συνήλθε από αυτή του την παραζάλη, για να δικαιολογηθεί, έλεγε πως οι χριστιανοί του έκαναν μαγείες.Ο θυμός του μεγάλωσε και ο πόθος του για τις τρεις παρθένες αδελφές έγινε ανίκητο πάθος. Ήθελε να πάρει εκδίκηση για την προσβολή που έπαθε. Και να τι σκέφτηκε. Πρόσταξε και τις έφεραν μπροστά του, δίνοντας εντολή να τις γυμνώσουν εντελώς. Ήθελε να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του μπροστά σε άλλους, για να τις ντροπιάσει και να πάρει εκδίκηση για το ρεζιλίκι που έπαθε. Αλλά, ω των παραδόξων πραγμάτων δημιουργέ Κύριε! Τα πουκάμισα που φορούσαν έγιναν σαν δέρματα και κόλλησαν τόσο πολύ στις σάρκες τους, που δεν μπορούσαν τελικά να τα ξεσκίσουν οι δήμιοι. Όλοι τότε απόρησαν και έμειναν κατάπληκτοι σε ένα τέτοιο θαύμα. Αλλά ακολούθησε και άλλο θαύμα μετά από αυτό. Έμεινε τυφλός ο έπαρχος από ουράνια δύναμη, για να αποδειχτεί η παντοδυναμία του Θεού προς ενίσχυση της πίστης των χριστιανών. Έτσι, σηκώνοντάς τον από τον θρόνο του σαν ένα άψυχο χορτάρι, τον πήγαν στο κρεβάτι του.
Μετά από αυτά τα γεγονότα , ο βασιλιάς διόρισε έπαρχο τον Σισίνιο , ένα σκληρό και ασεβέστατο ειδωλολάτρη .Μόλις έγινε έπαρχος , προσπάθησε με διάφορες κολακείες, υποσχέσεις και φοβέρες να τις αλλάξει την γνώμη και να θυσιάσουν στα είδωλα. Όταν είδε ότι στα χαμένα κόπιαζε, σαν να έδερνε τον αέρα , πρόσταξε να κάψουν και τις δυό, την Αγάπη και την Χιονία. Την Ειρήνη , ως μικρότερη , την άφησε, έχοντας ελπίδα πως αργότερα θα την καταφέρει να θυσιάσει. Άναψαν το καμίνι οι υπηρέτες , έκαναν οι αγίες τον σταυρό τους και πήδησαν μέσα στις φλόγες με αγαλλίαση. Ο Παντοδύναμος Θεός παρέλαβε τις ψυχές τους χωρίς λύπη και πόνο.Η φωτιά δεν τις έβλαψε καθόλου, ούτε τόλμησε να κάψει μια τρίχα από το κεφάλι ή το ρούχο τους.
Η φιλομάρτυρα Αναστασία μετά από αυτό, πήρε τα λείψανά τους και τα ενταφίασε με πολλή ευλάβεια. Παρακαλούσε τον Θεό κάθε μέρα ν' αξιώσει και την ίδια να έχει τέτοιο μαρτυρικό στέφανο.
Ο έπαρχος Σισίνιος κολάκευε πάλι την Ειρήνη , για να θυσιάσει. Επειδή δεν πειθόταν ,την φοβέρισε λέγοντας την :
- Γνώριζε πως αν παρακούσεις την εντολή μου να θυσιάσεις, θα σε βάλω σ'ένα φανερό και δημόσιο τόπο να έρχεται ο καθένας να σε πορνεύει , για να φθαρεί και μολυνθεί, κατά την γραφή σας , το σώμα και η ψυχή σου.
Τι σκληρότητα και αθλιότητα! Πόσο τυφλωμένη και δαιμονισμένη η καρδιά του κοσμικού άρχοντα! Έρχεται όμως η απάντηση της Ειρήνης να ξεσκεπάσει τον απάνθρωπο ψυχικό κόσμο του έπαρχου. Παρ' όλο που έχασε πριν λίγο τις άλλες αδελφές της, έχει εμψυχωθεί περισσότερο και δεν διστάζει σε οποιονδήποτε πειρασμό και βασανισμό. Έχει σκέπη της την θεία χάρη και δύναμη, την πίστη της στο Χριστό. Μπορεί να είναι μικρή σε ηλικία , αλλά η πίστη και η αγάπη της για τον Χριστό αμέτρητα μεγάλη.
- Έπαρχε, ελπίζω Στον Δεσπότη μου Χριστό να φυλάξει τα πόδια μου από τις παγίδες σου και αμόλυντη την ψυχή μου. Αν πάλι μολυνθώ με την βία, σ'αυτό δεν έχω αμαρτία, γιατί έγινε παρά τη θέληση μου.Τότε ο άρχοντας , παραδομένος στο μίσος του , παρέδωσε την Ειρήνη στους στρατιώτες να την πάνε στο πορνείο για να γίνει ό, τι έλεγε. Ο Θεός όμως δεν αμέλησε για την πιστή Του δούλη, αλλά έστειλε αγγέλους για στρατιώτες και την πήγαν σ ‘ ένα όρος για να μην εκπληρωθεί το πείσμα του άρχοντα.
Αυτός , αν και είδε τέτοιο θαύμα , δεν σταμάτησε να πολεμά τον Παντοδύναμο, αν και αδύναμος. Ο αφρονέστατος έτρεχε καβαλλάρης προς το όρος, για να την πάρει. Αλλά ακολούθησε άλλο θαύμα . Ενώ έβλεπε την Ειρήνη, δεν μπορούσε να πλησιάσει κοντά. Μια αόρατη δύναμη μπήκε ανάμεσα στην Ειρήνη και σ αυτόν σαν ένα τείχος ακαταμάχητο. Και ενώ έβλεπε, δεν την έβλεπε που ήταν και γυρνούσε το όρος ψηλαφώντας για να την πιάσει. Έτσι, περιπλανήθηκε άσκοπα μέχρι το βράδυ. Τότε ένας στρατιώτης έριξε το βέλος κατά πάνω της και την κατατρύπησε στην καρδιά της. Αυτή ήταν η θέληση του Θεού να την πάρει κοντά του, για να λυτρωθεί από τα βασανιστήρια της ζωής.
Η δε αγία και μάρτυρας Ειρήνη ευχαρίστησε τον Θεό , πριν παραδώσει την ψυχή της, γιατί την φύλαξε καθαρή και αμόλυντη από τα χέρια των βασανιστών της. Και όταν ο άρχοντας έφυγε μακριά, η Αναστασία πήρε το λείψανο της και μαζί με τις άλλες αδελφές της το ενταφίασε με όλες τις τιμές. Όμως όταν έμαθε ο άρχοντας για την Αναστασία, την φυλάκισε, για να την βασανίσει με διάφορα βασανιστήρια. Το μίσος του για αυτήν ήταν αμέτρητο και φοβερό. Όταν τον πληροφόρησαν πως ήταν από αρχοντική γενιά, δεν τόλμησε να την αγγίξει παρά την έστειλε στην Ρώμη, στον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Ο αυτοκράτορας απορημένος για τον τρόπο ζωής της , το ντύσιμο της και την όλη αγάπη και φροντίδα για τους χριστιανούς , θέλησε να μάθει τι έκανε την περιουσία της και ζούσε με αυτό τον τρόπο.
- Εξήγησέ μου, είπε ο αυτοκράτορας , τι έκανες τόση πατρική περιουσία και ζεις έτσι;
Η Αγία Αναστασία απάντησε με θάρρος και πίστη πώς την προστατεύει ο Χριστός.
- Πρώτα, μοίρασα την περιουσία μου στους φτωχούς χριστιανούς σύμφωνα με τον νόμο του Θεού μου και, δεύτερον, ήρθα να δώσω θυσία το σώμα μου ολόψυχα στον Χριστό, επειδή δεν εξουσιάζω τίποτα άλλο στον κόσμο, για να αφιερώσω στον Ποιητή και Σωτήρα μου.
Ο αυτοκράτορας δεν θέλησε να προχωρήσει σε βασανιστήρια, γιατί κατάλαβε στην σταθερή πίστη και αφοσίωσή της στον Χριστό και δεν ήθελε να ντροπιαστεί και εξευτελιστεί περισσότερο από τις νίκες της. Γι' αυτό την παρέδωσε ξανά στον έπαρχο. Αυτός με γλυκόλογα και κολακείες, με υποσχέσεις για αξιώματα και τιμές προσπάθησε να την αναγκάσει να θυσιάσει στους θεούς τους.
- Γιατί δεν προσκυνάς τους θεούς, τους οποίους σεβόταν και προσκυνούσε και ο πατέρας σου;
Αυτή απάντησε:
- Αυτούς τους κατάργησα και τους λύτρωσα από τις αράχνες, τις μύγες και τα όρνια που τους ρύπαιναν. Τις δε κοιλιές των φτωχών τις γέμισα με τροφές και έκανα τα άχρηστα, δηλαδή τα χρήματα, χρήσιμα για τους συνανθρώπους μου.Ο έπαρχος τότε με οργή και θυμό μονολόγησε:
- Μα τους θεούς, αυτήν εγώ θα την κάνω να υποφέρει με πολλά βασανιστήρια, γιατί είναι ιερόσυλη. Η Αναστασία τότε δεν έχασε καιρό και απάντησε:
- Ώ! δικαστή, θαυμάζω τη σκέψη σου, γιατί την καλή αυτή μου πράξη την θεωρείς ιεροσυλία. Αν εκείνα τα άψυχα είχαν ζωή ή δύναμη δεν θα βοηθούσαν να μην συντρίψω ή να με τιμωρήσουν, όταν τους έκαψα;
Ο έπαρχος και πάλι με κολακείες και φοβέρες προσπάθησε να την μεταπείσει να θυσιάσει στους θεούς τους. Η Αναστασία όμως αμετάπειστη και πιστή στον Χριστό υπέμεινε όλες τις προσβολές του. Τότε, απογοητευμένος ο έπαρχος ανέφερε όλα τα γεγονότα στον αυτοκράτορα. Αυτός την παρέδωσε στον αρχιερέα του Καπιτωλίου, τον Ουλπιανό. Άνθρωπος πολυμήχανος και σκληρός, μπορούσε να καταφέρει να την μεταπείσει και να προσκυνήσει τα είδωλα. Η εντολή του βασιλιά ήταν: να θυσιάσει στα είδωλα ή θάνατος. Με τέτοια εντολή ο Ουλπιανός αρχίζει το βασανιστικό του έργο. Στο ένα μέρος βάζει πολύτιμες γυναικείες στολές, πολύτιμες πέτρες, κοσμήματα, ευωδιαστά άνθη, κρεβάτια αργυρά, όμορφα στρώματα και άλλα ωραιότατα κοσμικά πράγματα. Στο άλλο διάφορους μηχανισμούς βασανιστηρίων, για να την φοβίσει με αυτά ή να την δελεάσει με τα άλλα. Όμως, γελάστηκε στις σκέψεις και πράξεις του, γιατί η Αναστασία έμεινε σταθερή στην αγάπη και στην πίστη της προς τον Σωτήρα Χριστό. Έτσι, την φυλάκισε μέχρι τρεις μέρες, για να σκεφτεί το συμφέρον της, όπως έλεγε.
Η αγία Αναστασία του απάντησε:
- Μη χάνεις άδικα τον καιρό σου, γιατί και τρία χρόνια καιρό να μου δώσεις και ακόμα περισσότερο, εγώ προσκυνώ έναν Θεό, τον αιώνιο, για τον οποίο παραδίνω την ψυχή μου ακόμη και με θάνατο. Περιφρονώ τους θεούς σας καθώς και τα προστάγματα των βασιλιάδων σας.
Έμεινε στην φυλακή τρεις μέρες. Δεν έφαγε τίποτα, ούτε και νικήθηκε από τις κολακείες τριών γυναικών που την παρότρυναν προς το κακό, γιατί και αυτές ήταν κολασμένες, αφού για αυτό το λόγο τις έστειλε ο ασύνετος Ουλπιανός, για να την μετατρέψουν προς το κακό. Όλα χαμένος κόπος. Μετά ξεκίνησε να πάει στη φυλακή να τη μολύνει ο ίδιος. Όμως, την ίδια στιγμή τιμωρήθηκε και πληγώθηκε αόρατα από τον Κύριο και έμεινε όχι μόνο τυφλός, αλλά με φοβερούς πόνους φώναζε και επικαλούνταν τους ανίσχυρους θεούς του να τον σώσουν. Με τις φωνές του συγκεντρώθηκαν πολλοί γείτονες και, αφού τον σήκωσαν στα χέρια τους, τον πήγαν στο σπίτι του. Επειδή όμως δεν είχε ανάπαυση από τους φρικτούς πόνους, διέταξε και τον πήγαν στο ναό των ειδώλων, νομίζοντας πως θα βρει θεραπεία. Εκεί από τους φρικτούς πόνους ο άδικος δικαστής παρέδωσε την ψυχή του.
Μετά από τριάντα μέρες, πιστεύοντας ο τύραννος πως από την πολλή πείνα, στερήσεις και τρόπο ζωής θα αρρώστησε και θα υπέκυπτε η αγία, πρόσταξε να την φέρουν μπροστά του. Όταν την είδε ωραία, χαμογελαστή, χωρίς να αλλάξει τίποτε από την ομορφιά της, θύμωσε και οργίστηκε με τους φύλακές της. Πίστευε ότι η Αναστασία τους εξαγόρασε και αυτοί της έκαναν όλα της τα θελήματα. Γι' αυτό έβαλε άλλους φρουρούς και έκλεισε τις πόρτες της φυλακής με περισσότερη ασφάλεια. Η αγία Αναστασία ήρεμη και δυνατή προσευχόταν μέρα και νύχτα στον Κύριο. Μετά από τριάντα και πάλι μέρες την έβγαλε από την φυλακή και, όταν είδε πως δεν άλλαξε τίποτε πάνω της, πρόσταξε να την αφήσουν στην μέση της θάλασσας με άλλους πολλούς κατάδικους ειδωλολάτρες, για να πνιγούν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας χριστιανός, ο Ευτυχιανός, που πρωτύτερα τον βασάνισε με διάφορους τρόπους και του πήρε όλη του την περιουσία.
Τους έβαλαν σε μια βάρκα και, αφού έφτασαν στη μέση του πελάγου, μπήκαν σε άλλη βάρκα οι στρατιώτες, αφού κατατρύπησαν την βάρκα των καταδίκων, για να βουλιάξει γρήγορα. Ο Θεός όμως έστειλε την μακαρία Θεοδότη, η οποία κρατούσε το τιμόνι, και την κυβερνούσε μέχρι που τους έβγαλε σε σίγουρο τόπο.Όταν οι κατάδικοι ειδωλολάτρες είδαν αυτό το θαύμα, απόρησαν και πέφτοντας στα πόδια του Ευτυχιανού και της αγίας Αναστασίας παρακαλούσαν να τους διδάξουν την ευσέβεια, την πίστη στον Χριστό και ό,τι άλλο είχε σχέση με τον Σωτήρα Κύριο.
Αυτό και έγινε. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό, εκατόν είκοσι ειδωλολάτρες.Μετά από τρεις μέρες, όταν έμαθε τα γεγονότα ο έπαρχος, έστειλε στρατιώτες και τους έφεραν στο κριτήριο. Πίστευε ότι θα επιστρέψουν στην προηγούμενη πίστη τους. Αυτό ήταν ένα κακό σημάδι, γιατί θα γινόταν αιτία να πιστέψουν και άλλοι ειδωλολάτρες.
Τους παρακάλεσε πολύ να επιστρέψουν στην προηγούμενη πίστη τους, τάζοντάς τους πολλά δώρα και αξιώματα. Όμως, οι ειδωλολάτρες μαθημένοι από τις ψευτιές και κολακείες των αρχόντων τους, δεν πίστεψαν στα λόγια του και ούτε ήθελαν να χάσουν οι αείμνηστοι την μακαριότητα και αιώνια ζωή για τα πρόσκαιρα και επίγεια αγαθά.Αφού δοκίμασε ο έπαρχος να τους μεταπείσει με άλλα βασανιστήρια και δεν τα κατάφερε, τους αποκεφάλισε όλους.
Την μακαρία Αναστασία πρόσταξε να την δέσουν σε τρεις πασσάλους και να ανάψουν γύρω της φωτιά μέχρι να καεί. Έτσι παρέδωσε και η αγία Αναστασία την ψυχή της στα χέρια του Θεού με μαρτυρικό θάνατο στις είκοσι δύο (22) Δεκεμβρίου του έτους 290 επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Απολλωνία, από γένος πλούσιο και ξακουστό, παρακάλεσε την γυναίκα του έπαρχου και της χάρισε το λείψανο της Αναστασίας, το οποίο και ενταφίασε με ευλάβεια μεγάλη στον κήπο της. Αργότερα έκτισε στο όνομα της αγίας πολυτελή και περίβλεπτο ναό και την γιόρταζε κάθε χρόνο πλουσιοπάροχα.Μετά από χρόνια, επειδή η φήμη της Αγίας ήταν μεγάλη, της έκτισαν μεγαλοπρεπή ναό στη Κωνσταντινούπολη και έφεραν εκεί το σεβάσμιο και πολυτίμητο λείψανό της που είναι θησαυρός αγαθών, πηγή θαυμάτων και υγεία ψυχής και σώματος. Προς δόξα του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητας και Βασιλείας. Σ' Αυτήν πρέπει τιμή και κάθε μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου
Εκδόσεις "Αγία Άννα" Θεσσαλονίκη
Πηγή: impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου