Ο Aείμνηστος και γνωστός σε όλους μας πατήρ Παΐσιος (κατά κόσμο Αρσένιος Εζνεπίδης) γεννήθηκε το 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν το 8ο από τα 10 παιδιά της οικογένειας του Προδρόμου και της Ευλαμπίας (4 αγόρια και 6 κορίτσια). Λίγες μέρες μετά την γέννησή του βαπτίζεται από τον εφημέριο του χωριού του Ιερομόναχο Αρσένιο τον Καππαδόκη τον σύγχρονο Άγιο της Εκκλησίας μας, που του δίνει το όνομα του. Δικαιολογείται στους γονείς του παιδιού με τα λόγια
« Εσείς καλά θέλετε να αφήσετε άνθρωπο στο πόδι του παππού Χρήστου, εγώ δε θέλω να αφήσω καλόγερο στο πόδι μου:»
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, 40 ημερών βρέφος γίνεται προσφυγόπουλο «στην αγαπημένη μου μητέρα Ελλάδα» όπως έγραφε αργότερα σε κάποιο κείμενό του. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κόνιτσα και αυτός έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Καλείται στον στρατό και υπηρετεί επί 5 χρόνια στις τάξεις του ως διαβιβαστής της 9ης Μεραρχίας, μέχρι το Μάρτιο του 1950.
Κατά το έτος 1948 ή 1949(δεν ενθυμούμαι) η 9η Μεραρχία εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο Αγρίνιο. Μετά την απόλυσή του από το στρατό παίρνει το δρόμο της μοναχικής ζωής, άλλωστε ο π.Παΐσιος ζούσε τον μοναχισμό από «τη γέννησή του» όπως έλεγε και δεν υποχωρούσε σε ‘κείνους που ήθελαν να τον κρατήσουν «στο κόσμο και τα του κόσμου» Ο Ηλίας Ξένος, ο μετέπειτα Ιερομόναχος Αρχιμανδρίτης πατήρ Σπυρίδων Νεοσκητιώτης του Αγίου Όρους μας είχε ανοίξει το δρόμο των τακτικών προσκυνηματικών επισκέψεων στο περιβόλι της Παναγίας. Κάθε ταξίδι στον Άθωνα προέβλεπε απαραίτητα την επίσκεψη στην «παναγούδα» στο καλύβι του Γέροντα Παϊσίου, που καθημερινά δεχόταν δεκάδες ανθρώπους, από την Ελλάδα και το εξωτερικό ακόμα, στο ¨υπαίθριο αρχονταρίκι του¨.
Η πρώτη επίσκεψη ήταν σημαντική. Μια συντροφιά, νέων τότε Αγρινιωτών, μετά την ολονύκτια αγρυπνία στην Ιερά Μονή των Ιβήρων, την Παναγία «Πορταϊτισα» (15/28 Αυγούστου), πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι, που καταλήγει στην πρωτεύουσα της μοναχικής πολιτείας, τις Καρυές. Προ του τέλους της διαδρομής, λίγο πριν την Ιερά Μονή του Κουτλουμουσίου, συναντήσαμε το κελί του γέροντος Παϊσίου. Κατάκοποι από το δρόμο και τον Αυγουστιάτικο ήλιο σταματήσαμε να ανασάνουμε στην πόρτα του φράχτη που περιέκλειε το κελί. Η πόρτα ήταν κλειστή και αναγκαστήκαμε να τραβήξουμε το σχοινί που έφθανε μέσα στο κελί.
Ακούστηκε κάποιος ήχος ¨κουδουνιού¨ τίποτα όμως, σιωπή βασίλευε παντού, καμία κίνηση, καμία απόκριση. Όλοι συμπεράναμε ότι ο γέροντας απουσίαζε ή ήταν κι αυτός στην αγρυπνία των Ιβήρων ή σε κάποια άλλη Μονή, αφού αυτό τα βράδυ της ¨Κοιμήσεως της Θεοτόκου¨ όλο το Όρος αγρυπνεί και φλέγεται από τις δεήσεις και προσευχές των μοναχών και πονεμένων λαϊκών.
Βρήκαμε την λύση. Στην άκρη της πόρτας ήταν μια μεγάλη γυάλα που μέσα είχε χαρτιά γραμμένα και άγραφα και ένα στυλό κλεισμένα, ένα δε σημείωμα ενημέρωνε: «Γράψετε το πρόβλημά σας για να προσευχηθώ γι’ αυτό, γιατί περισσότερο θα σας βοηθήσω με την προσευχή μου παρά με την φλυαρία μου». Εκεί που ετοιμαζόμαστε να γράψει ο καθένας τον πόνο του, βλέπουμε να ανοίγει μια πόρτα του παλιού κελιού και να κάνει την εμφάνισή του ο γέροντας, που για πρώτη φορά τον βλέπαμε.
- Τι θέλετε βρε παλικάρια;
- Να σας δούμε λίγο γέροντα, απαντήσαμε.
Χωρίς άλλη απάντηση βλέπουμε πάνω στο σχοινί να τρέχει προς τα κάτω σαν πεταλούδα το κλειδί της πόρτας. Ανοίξαμε με χαρά και πήραμε τον ανήφορο για το κελί και τον γέροντα.. Με κατεβασμένο το κεφάλι βρεθήκαμε μπροστά του.Πήγαμε να του φιλήσουμε το χέρι, αλλά αυτός δεν το άφηνε και έλεγε: «Δεν είμαι παπάς να μου φιλήσετε το χέρι».
- Περάστε, κεραστείτε λουκούμι, πιέστε και νεράκι που τρέχει στο βαρέλι και καθίστε στις πολυθρόνες. (κούτσουρα άλλα όρθια και άλλα πλαγιαστά) Κάναμε υπακοή , καθίσαμε και περιμέναμε, αλλά δεν μείναμε μόνοι μας, σε κάποια στιγμή άλλη μεγάλη παρέα από την Καβάλα κάνει την εμφάνισή της. Γέμισαν τα «καθίσματα» και πολλοί κάθισαν στο πράσινο χορτάρι.
Ήρθε ο γέροντας, κάθισε στο μοναδικό ελεύθερο κούτσουρο, ενώ στα χέρια του έφερναν γύρω οι κόμποι του κομποσχοινιού του. Τα μάτια του μας συνέλαβαν όλους κι εμείς αμίλητοι κοιτούσαμε το πρόσωπό του που έλαμπε από κάποιο υπερκόσμιο φως. Άνοιξε ο ίδιος τη συζήτηση και έτσι λίγο πολύ όλοι πήραμε θάρρος και μιλήσαμε για όλα. Στις απορίες μας οι απαντήσεις του ήταν πειστικές
και δεν επιδέχονταν ερμηνείας. Προς το τέλος ο γέροντας κάρφωσε τα μάτια του σε μένα και με ρώτησε:
Από πού είστε εσείς παλικάρια;
Από το Αγρίνιο γέροντα, του απαντώ.
Από το Αγρίνιο, γνωρίζετε και τον π. Σπυρίδωνα που είναι στην Νέα Σκήτη;
Μάλιστα γέροντα, είμαστε πνευματικά παιδιά του, μας έκανε κατηχητικό.
Από την πόλη σας έχω πολλές αναμνήσεις εκεί υπηρέτησα ως διαβιβαστής της 9ης Μεραρχίας, σε ένα κτίριο στην πλατεία. Την πλατεία Μπέλλου, παρεμβαίνω. Ναι την πλατεία Μπέλλου. Και πάλι τον διακόπτω. Νομίζω γέροντα, ότι είσαστε στο κτίριο που ο Γεώργιος Κοντόβας, στο υπόγειο, διατηρούσε εστιατόριο, στο ισόγειο είχε τα άλευρα ο Γεώργιος Καμποσιώρας και στον όροφο ήταν ο στρατός.Ναι απαντά ο γέροντας, έτσι είναι.
Εγώ ήμουνα στο βάθος με τους ασυρμάτους και δεν έβγαινα στο μπαλκόνι που έβλεπε προς την πλατεία. Μια Κυριακή του καλοκαιριού, το βραδάκι ήρθαν συνάδελφοί μου και μου είπαν να βγω στο μπαλκόνι. «Έβγα γιατί κάποιος δικός σας μιλάει από το ξενοδοχείο «ΙΛΙΟΝ ΠΑΛΛΑΣ» (το μετέπειτα ΑΚΡΟΠΟΛ) και πρέπει να τον ακούσεις» Εγώ αρνήθηκα γιατί δεν μπορούσα να αφήσω το καθήκον μου, αυτοί όμως επέμειναν και με πήραν «τραβώντας» στο μπαλκόνι, ενώ οι ίδιοι πήραν τη θέση μου στους ασυρμάτους.Πράγματι μιλούσε ο Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας Αρχιμανδρίτης πατήρ Βενέδικτος Πετράκης, ενώ η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο, πολλοί δε από αυτούς ήταν όρθιοι και άκουγαν το κήρυγμα από τα μεγάφωνα.. (Κάθε καλοκαίρι ο π.. Βενέδικτος μιλούσε στην κεντρική πλατεία τις περισσότερες φορές από το ξενοδοχείο Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, για κοινωνικά θέματα, από την ίδια θέση μιλούσε και ο τότε Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας ΙΕΡΟΘΕΟΣ).Εγω δεν γνώριζα τον πατέρα Βενέδικτο μέχρι τότε προσωπικά, ενώ είχα ακούσει πολλά για την πνευματική και Εθνική του δράση. Μετά το τέλος της ομιλίας κατέβηκα κάτω στο δρόμο και τον περίμενα στην πόρτα του ξενοδοχείου.
Μαζί του τότε γνώρισα ως λαϊκό και τον Ήλία Ξένο που τώρα είναι, όπως ξέρετε, στην Νέα Σκήτη, Ιερομόναχος με το καλογερικό όνομα «Σπυρίδων». Ήθελα άλλη μια φορά να έρθω στην περιοχή σας και να κάνω ένα μνημόσυνο στους συναδέλφους που σκοτώθηκαν σε ενέδρα στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας.Να έρθετε στο Αγρίνιο και να σας πάμε εμείς, του πρότεινα.
Δεν είναι τώρα τόσο εύκολο βρε παιδί.
Να έρθετε με τον π. Σπυρίδωνα του πρότεινα
Και αυτό δεν είναι εύκολο, απάντησε.
Μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση τα όσα επακολούθησαν στη συζήτηση αυτή.
Ο γέροντας συνέχισε: Εκεί στο Αγρίνιο, στην αρχή της οδού Παπαστράτου υπήρχε ένα χρυσοχοείο την εποχή εκείνη, δεξιά όπως ανεβαίνουμε το δρόμο, δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα.
Ναι, του απάντησα είναι το κατάστημα του Δημήτριου Μπαρδάκη.
Δεν θυμάμαι όνομα, αλλά εκτός από τον καταστηματάρχη είχε και έναν βοηθό υπάλληλο κατά πολύ νεότερό του.
Ναι, πρέπει να ήταν ο Ελευθέριος Παντελίδης, που μετά άνοιξε δικό του κατάστημα πιο πάνω στον ίδιο δρόμο.
Ξέρεις, βρε παιδί, κάτι με βασανίζει με αυτόν τον άνθρωπο.Τότε που υπηρετούσα ως στρατιώτης στο Αγρίνιο, πήγα στο μαγαζί αυτό και από αυτόν τον υπάλληλο ζήτησα και αγόρασα ένα γυναικείο ρολόι για την αδερφή μου.Του το τόνισα πολλές φορές ότι το αγόρασα για την αδερφή μου. Δεν ξέρω αν το πίστεψε αυτό που του είπα ή έβαλα τον άνθρωπο σε κακό λογισμό! Σε παρακαλώ τώρα που θα πας στο Αγρίνιο να τον βρεις και να του πεις ότι ο Στρατιώτης τότε, που αγόρασε, το γυναικείο ρολόι, το ήθελε για την αδερφή του και όχι για άλλο πρόσωπο και δεν πρέπει να έχει κακό λογισμό, από την πράξη μου αυτή, να του το τονίσεις αυτό: για την αδερφή μου το πήρα.
Τήρησα την εντολή του ευαίσθητου, στα πνευματικά θέματα γέροντος Παϊσίου, βρήκα τότε τον αείμνηστο Ελευθέριο Παντελίδη, του ανέφερα την ανησυχία του γέροντος για το γεγονός που συνέβη πριν 30 χρόνια περίπου και μου απάντησε:
«Τώρα που μου το λες, κάτι αρχίζω να θυμάμαι. Μου είχε κάνει τότε εντύπωση που ένας στρατιώτης,
που τον εξυπηρέτησα στην αγορά ενός γυναικείου ρολογιού, μου έλεγε συνέχεια και πολλές φορές μέχρι να φύγει από το μαγαζί: «το αγόρασα για την αδερφή μου, για την αδερφή μου το πήρα, μην βάλεις κακό λογισμό». Εγώ δεν είχα λόγο να αμφιβάλλω για τα όσα μου έλεγε ο στρατιώτης».
Στην πρώτη μετά από αυτά συνάντησή μου με τον π. Παϊσιο του ανέφερα ότι ο κυρ-Λευτέρης, άνθρωπος της εκκλησίας, όπως ήταν, δεν σκέφθηκε τίποτα το διαφορετικό, από την αλήθεια των λεγομένων Σας.
Διέκρινα τότε στο πρόσωπο, του γέροντα την απόλυτη ικανοποίησή του, ότι έκλεισε για πάντα, ένα θέμα που τον απασχολούσε τόσα χρόνια.
Να έχουμε την ΕΥΧΗ ΤΟΥ..
πηγή: "Ρίζα" περιοδικό του Δραστήριου Συλλόγου των έν Αθήναις Αγρινιωτών Ο Άγιος Χριστόφορος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου