Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Προσκυνηματική εκδρομή της Ενορίας μας

Ο Ιερός Ναός Αποστόλου Φιλίππου Γραμματικούς διοργανώνει μονοήμερη προσκυνηματική εκδρομή το Σάββατο 10 Μαΐου 2014 :

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ

Αναχώρηση από την Γραμματικού Αγρινίου στις 06:00 πμ και άφιξη στην Ιερά Μονή Παναγίας Γηρομερίου Θεσπρωτίας (6 χλμ από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα) με ενδιάμεση στάση στην Πρέβεζα.
Γεύμα το μεσημέρι στην κοσμοπολίτικη και γραφική Πάργα, ελεύθερος χρόνος για καφέ, και εν συνεχεία άφιξη στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Λευκάδος.
Εθιμοτυπική επίσκεψη στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λευκάδος και Ιθάκης κκ Θεόφιλο στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητρόπολης και εν συνεχεία άφιξη περί ώρα 21:00 στο χωριό μας

Τιμή εισιτηρίου κατ άτομο: 18 €





Μνήμη του Αγίου Στεφάνου επισκόπου Περμ της Ρωσίας


Ο Άγιος Στέφανος, Φωτιστής της πόλεως Περμ και Απόστολος των Ζυριανών, γεννήθηκε το έτος 1345 στην πόλη Ούστιουγκ της επαρχίας Βολογκντά της Ρωσίας από την οικογένεια του ιερέα Συμεών και της Μαρίας. Στην διάπλαση του χαρακτήρα του, επηρεάστηκε πάρα πολύ από την ευσεβή μητέρα του. Προικισμένος με πολλές δυνατότητες είχε ήδη δείξει ένα ασυνήθιστο ζήλο για τον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε μάθει να διαβάζει τα ιερά βιβλία και βοηθούσε τον πατέρα του στο ναό κατά την διάρκεια των Ακολουθιών, εκτελώντας χρέη κανονάρχου και αναγνώστου.
Ο νεαρός Στέφανος εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, στο Ροστώβ. Το μοναστήρι ήταν διάσημο για την περίφημη βιβλιοθήκη του. Επειδή ο Άγιος Στέφανος θέλησε να μελετήσει τους Πατέρες στην αυθεντική τους γλώσσα, σπούδασε τα Ελληνικά.
Κατά την περίοδο της νεότητάς του, όταν βοηθούσε τον ιερέα πατέρα του στην εκκλησία, πολύ συχνά συνομιλούσε με τους Ζυριανούς. Τώρα πια, έχοντας εντρυφήσει στην πλούσια παράδοση της Εκκλησίας, ο Στέφανος φλεγόταν από την επιθυμία να κηρύξει στους Ζυριανούς το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Για να επιτύχει τον φωτισμό των Ζυριανών σχεδίασε ένα αλφάβητο από την γλώσσα τους και μετέφρασε μερικά από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Γι' αυτή την σπουδαία πολιτιστική, ιεραποστολική και θεολογική εργασία ο Επίσκοπος Ροστώβ Αρσένιος (1374-1380) τον χειροτόνησε διάκονο.
Έχοντας ετοιμασθεί για ιεραποστολική δραστηριότητα, μετά από παραμονή δεκατριών ετών μέσα στο μοναστήρι, ο Άγιος Στέφανος ταξίδεψε στη Μόσχα, το έτος 1379, για να δει τον Επίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ο οποίος τότε προΐστατο της διοικήσεως στη μητροπολιτική περιφέρεια. Ο Άγιος τον ικέτευσε: «Ευλόγησέ με, Γέροντα, για να πάω σε μια ειδωλολατρική χώρα, το Περμ. Θέλω να διδάξω την Αγία Πίστη στους άπιστους ανθρώπους. Έχω αποφασίσει είτε να τους οδηγήσω στον Χριστό, είτε να θυσιάσω την ζωή μου γι' αυτούς και τον Κύριο». ο Επίσκοπος με χαρά τον ευλόγησε και τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Του πρόσφερε μάλιστα ένα αντιμήνσιο, Άγιο Μύρο και λειτουργικά βιβλία, ενώ ο μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος του έδωσε ένα έγγραφο για ασφαλή διάβαση.
Από την πόλη Ούστιουγκ, ο Άγιος Στέφανος, ξεκίνησε για τον βόρειο ποταμό Ντβίνα μέχρι τη συμβολή του ποταμού Βικέγκντα, περιοχή μέσα στην οποία υπήρχαν οικισμοί των Ζυριανών. Ο πρόδρομος της πίστεως του Χριστού υπέφερε πολλές μοχθηρίες, αγώνες, στερήσεις και πικρίες, ζώντας ανάμεσα σε ειδωλολάτρες, οι οποίοι τιμούσαν είδωλα με φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μια χρυσή γυναικεία φιγούρα και εμπιστεύονταν την ζωή τους σε μάγους.
Το ιεραποστολικό έργο του Αγίου με την βοήθεια του Θεού άρχισε να καρποφορεί. Εκεί που άλλοτε υψωνόταν ένα είδωλο, οικοδομήθηκε ναός προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητή του σκότους. Ο ιερέας των ειδωλολατρών, μετά από μια ισχυρή δοκιμασία κατά την οποία αποκαλύφθηκε η πλάνη των ειδώλων, αρνήθηκε να δεχθεί το Φως της Θεότητας και αυτοεξορίσθηκε. Και ο Άγιος Στέφανος, για να ευχαριστήσει τον Θεό, έχτισε στο Βισερό μια εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Νικολάου.
Το έτος 1383 ο Άγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Περμ. Ως στοργικός πατέρας αφοσιώθηκε στο ποίμνιό του. Για να ενθαρρύνει τους νεοβαπτισθέντες άνοιξε σχολεία δίπλα στις εκκλησίες, όπου μελετούσαν τα ιερά κείμενα στην περμιανή γλώσσα. Τους δίδαξε τι έπρεπε να ξέρουν προκειμένου να γίνουν ιερείς και διάκονοι για να διακονήσουν την Εκκλησία, όπως επίσης και το πώς να γράφουν στην περμιανή γλώσσα.
Ο Άγιος Στέφανος προστάτευε το ποίμνιό του από τις απάτες των διεφθαρμένων αξιωματούχων, προσέφερε ελεημοσύνη και το βοηθούσε στην οργάνωση της άμυνάς του εναντίων των εισβολών των άλλων φυλών. Άλλοτε πάλι ταξίδευε στη Μόσχα και το Νόβγκοροντ, για να υποστηρίξει τα συμφέροντα των Ζυριανών, που πολλές φορές καταπιέζονταν από τους Ρώσους υπαλλήλους.
Η ιεραποστολική προσπάθεια του Αγίου και η προσευχή του απέδωσαν καρπούς. Οι κάτοικοι της περιοχής της Περμ ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και την αλήθεια.
Όταν το έτος 1390 ο Άγιος Στέφανος ταξίδευε στην Μόσχα για υποθέσεις της Εκκλησίας, πέρασε από το μοναστήρι του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ. Το μοναστήρι απείχε από τον τόπο που βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος περί τα δέκα χιλιόμετρα. Ο Άγιος Στέφανος διακαώς αγαπούσε τον Άγιο ασκητή του Ραντονέζ και επιθυμούσε πάρα πολύ να τον επισκεφθεί, δεν είχε όμως χρόνο για να το κάνει. Τότε ο Άγιος Στέφανος γύρισε προς την κατεύθυνση του μοναστηριού και κάνοντας μία υπόκλιση είπε: «Ειρήνη σε εσένα, πνευματικέ μου αδελφέ». Ο Άγιος Σέργιος, ο οποίος εκείνη την στιγμή γευμάτιζε μαζί με τους αδελφούς, σηκώθηκε, έκανε μια προσευχή και υποκλινόμενος προς την κατεύθυνση όπου βρισκόταν ο Άγιος Στέφανος απάντησε: «Χαίρε και σε εσένα, αρχηγέ του ποιμνίου του Χριστού. Είθε η ειρήνη του Θεού να είναι μαζί σου».
Ο Άγιος Στέφανος ίδρυσε, επίσης, αρκετές μονές για τους Ζυριανούς: τη μονή του Σωτήρος στην έρημο του Ουλιάνωβ, τη μονή του Στεφάνωβ, τη μονή του Αρχαγγέλου στο Ουστ-Βιμ και τη μονή του Αρχαγγέλου στο Ιάρενκ.
Το έτος 1395 ο Άγιος Στέφανος πήγε πάλι στη Μόσχα για υποθέσεις του ποιμνίου του. Εκεί ασθένησε και μετά από λίγες ημέρες κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως, στο Κρεμλίνο της Μόσχας. Οι Ζυριανοί με πικρία θρήνησαν το θάνατο του ποιμένα τους. Με ειλικρίνεια παρακάλεσαν τον πρίγκιπα της Μόσχας και τον Μητροπολίτη να στείλουν το σκήνωμα του προστάτου τους, πίσω στην Περμ, αλλά η Μόσχα δεν θέλησε να φύγουν από εκεί τα ιερά λείψανα του Αγίου Στεφάνου

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Πρόγραμμα εορτασμού του ιστορικού Ιερού Ναού Ζωοδόχου Πηγής Γραμματικούς

Την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος, εορτάζει με κάθε μεγαλοπρέπεια ο ιστορικός Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής Γραμματικούς.

Το πρόγραμμα της εορτής έχει ως εξής.

  • Αφ εσπέρας της εορτής, Πέμπτης  και περί ώραν 18:30μμ Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός μετά θείου Κηρύγματος και μετ Αρτοκλασίας.
  • Το πρωί της εορτής περί ώραν 07:30 πμ η ακολουθία τόυ Όρθρου και Θεία Λειτουργία μετά θείου Κηρύγματος.
Προσκαλούνται άπαντες οι ευσεβείς Χριστιανοί!!!






Τι είναι η Διακαινήσιμος Εβδομάδα

Με την ονομασία Διακαινήσιμος ή Διακαινήσιμος εβδομάδα, ή Εβδομάδα Διακαινησίμου (επίσημα: Διακαινήσιμος εβδομάς), ονομάζεται κατά τη χριστιανικό εορτολόγιο η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα και λήγει την αμέσως επόμενη, την Κυριακή του Θωμά. Η ονομασία της οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι κατά τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα βαπτιζόταν ομαδικά οι κατηχούμενοι οπότε και άρχιζε η πνευματική ανακαίνιση τους. Σε ένδειξη αυτής της ανακαίνισης και ταυτόχρονα αναγέννησης και "πνευματικής καθαρότητας οι νεοβαπτισμένοι έφεραν καθ΄ όλην αυτή την εβδομάδα λευκά ενδύματα, εξ ου και αποκαλούμενη "λευκή εβδομάδα".
Ο Αυγουστίνος χαρακτηρίζει επίσης την ίδια εβδομάδα ως "οκτώ ημέρες των νεοφύτων" (ή νεοβαπτισθέντων ή και νεοφωτίστων).
Κατά την Διακαινήσιμο εβδομάδα επιτρέπεται η κατάλυση πάντων, ενώ κατά τους παλαιότερους χρόνους ολόκληρη η εβδομάδα αυτή χαρακτηριζόταν αργία από κάθε εργασία (κανόνας Νικηφόρου του ομολογητού). Ο 6ος όμως κανόνας της εν Τρούλλω (Κωνσταντινούπολη), Πενθέκτης Συνόδου συνιστά στους χριστιανούς καθ΄ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας τον καθημερινό εκκλησιασμό. Μάλιστα κατά τους πρώτους χρόνους στην εβδομάδα αυτή απαγορεύονταν και τα οποιαδήποτε θεάματα.
Ειδικότερα στη Κωνσταντινούπολη η Διακαινήσιμος εβδομάδα εορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Ο Αυτοκράτορας καλούσε του νεοφώτιστους καθώς και πτωχούς σε πλούσιο γεύμα, ενώ κατά την ημέρα Πέμπτη της Διακαινησίμου δέχονταν τον κλήρο προσφέροντας τιμητικό γεύμα στον Πατριάρχη και στους περί αυτόν.
Πολλά όμως και πλούσια δώρα διένειμαν οι Αυτοκράτορες και σε επίσημες επισκέψεις που διενεργούσαν αυτή την εβδομάδα. Ακόμη απέλυαν από τις φυλακές κατάδικους για ελαφρά εγκλήματα.
· Στην αρχαία εκκλησία η διακαινήσιμος εβδομάδα ήταν η πρώτη του Εκκλησιαστικού έτους, που αρχή του θεωρείτο η Κυριακή του Πάσχα.
· Κάθε ημέρα της Διακαινησίμου χαρακτηρίζεται ομοίως, π.χ. Δευτέρα της Διακαινησίμου, Τρίτη της Διακαινησίμου... Σάββατο της Διακαινησίμου εκτός της τελευταίας που λέγεται Κυριακή του Θωμά.
· Η Εκκλησία έχει επίσης καθιερώσει κατ΄ έτος την ημέρα Παρασκευή της Διακαινησίμου να εορτάζεται η Ζωοδόχος Πηγή.
· Τέλος από τη Διακαινήσιμο εβδομάδα αρχίζει ν΄ αναγιγνώσκεται στις εκκλησίες το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον.
Και γιατί γιορτάζουμε κάθε χρόνο τη «Διακαινήσιμο εβδομάδα»; Πολλοί απαντούν. Για λόγους ιστορικούς. Η Εκκλησία δε ζει όμως με το παρελθόν. Ο λόγος του εορτασμού είναι καθαρά πνευματικός. Ποιός; Επειδή λόγω των αμαρτιών μας μολύνουμε τον λευκό χιτώνα του βαπτίσματος, χρειαζόμαστε με τη μετάνοια εξαγιασμό. Χρειάζεται πάλι να γίνουμε ναός του Αγίου Πνεύματος. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4). Χρειαζόμαστε λοιπόν εγκαίνια, αναγέννηση, ανανέωση. «Εγκαινίζεσθε, αδελφοί», λέει ένα τροπάριο, «και αφού αφήσετε τον παλαιό άνθρωπο να ζείτε την καινούρια ζωή».
Ή όπως ψάλλει ένας άλλος ύμνος: «Επίστρεψε στον εαυτό σου άνθρωπε! Γίνε καινούριος αντί παλιός και γιόρταζε τα εγκαίνια (την ανανέωση) της ψυχής σου. Όσο είναι καιρός η ζωή σου ας αναγεννηθεί».
Η «Διακαινήσιμος εβδομάδα» γίνεται για τους πιστούς αφορμή πνευματικής καρποφορίας και καλής αλλοιώσεως.

Με την Ανάστασή του ο Χριστός τις ωδύνες του θανάτου έλυσε...

Όν ὁ Θεός ἀνέστησε λύσας τάς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ» (Πράξ. β´ 24).

Ἡ σκληρότητα τοῦ θανάτου προκαλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον ὑπερβολικήν στενοχωρίαν καί θλίψιν. Πικραίνει τήν καρδίαν. Διά τοῦτο καί ὁ σοφός Σειράχ εἶπεν : «Ὦ θάνατε ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον». Ὅταν ὁ βασιλεύς Ἀγάγ εἶδεν τήν μάχαιραν τοῦ Σαμουήλ εἰς τόν λαιμόν του, τότε, στενάζων καί τρέμων διερωτήθη: «Εἰ οὕτως πικρός ὁ θάνατος» ; (Α´ Βασ. ιε´ 32). Ὁ δέ προφητάναξ Δαυΐδ οὐδέν εὗρεν καταλληλότερον λόγον διά νά παραστήσῃ τήν σκληρότητα τοῦ θανάτου εἰ μή ὅτι «ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με» (Β´ Βασ. κβ´ 6). Ὁ ὑπαρξιακός αὐτός φόβος συντρίβει τόν ἄνθρωπο καί διά τήν ἔντασίν του παρομοιάσθη μέ τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Μέσα σέ ὠδῖνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί διά μέσου ὠδινῶν ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου.
Μέ τήν πικράν αὐτήν αἴσθησιν ἔζησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μάλιστα δέ ἡ πικρότης αὐτή ἦτο ἀφόρητος διά τούς δικαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέθνησκον μέ μιά ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος «δέν θά ἐγκαταλείψῃ τήν ψυχήν των εἰς Ἅδου οὐδέ δώσῃ τόν ὅσιόν του ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε´ 10).Ὁ Θεός ὅμως, ὅστις «οὐκ ἐποίησεν θάνατον οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. Α´ 13) κατήργησεν τόν θάνατον ἀναστήσας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς ἀπαρχήν τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων καί διέλυσε τόν ὑπαρξιακόν φόβον καί τρόμον καί δειλίαν τῶν ἀνθρώπων διά τόν τυραννικώτατον θάνατον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ βασιλέως Σολομῶντος μᾶς διδάσκει ἐπίσης τήν αἰτίαν τοῦ θανάτου: «Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ, κατ᾿ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (δηλ. τόν ἐδημιούργησεν ἀθάνατον) φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφ. Σολ. β´ 23-24).
Αὐτήν τήν νίκην πανηγυρίζομεν πάντοτε εἰς τήν ζωήν μας οἱ πιστοί ἀφ᾿ ὅτου ἐλύθησαν καί διελύθησαν οἱ φοβερές ὠδῖνες τοῦ ὑπαρξιακοῦ μας φόβου.Ἄς δοῦμε αὐτές τίς ὠδῖνες ἀπό τίς ὁποῖες μᾶς ἀπήλλαξεν ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος καί Θεός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πρῶτον. Ὁ θάνατος φοβίζει καί ταράζει τόν ἄνθρωπον διότι ἁρπάζει τήν ὑλική ὕπαρξί του, τό σῶμα του. Τί βλέπουμε εἰς τό σῶμα τοῦ νεκροῦ;Ὀφθαλμούς τυφλούς, ὦτα κωφά, ὄσφρησιν ἀνόσφρητον, στόμα ἄλαλον, ἁφήν ἀναίσθητον, μέλη ἀκίνητα, σῶμα μηδέν διαφέρον κρυερᾶς πέτρας, σχῆμα ἀνθρώπου καί ὄχι ἄνθρωπον. Μετ᾿ οὐ πολύ καί σάρκες τηκόμενες καί ρέουσες, ὀστᾶ ξηρά καί γεγυμνωμένα.Μέ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ὁ φόβος αὐτός διαλύεται, διότι ὁ Θεός θά φέρει εἰς τήν ὕπαρξιν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τό παραδοθέν εἰς τήν φθοράν εἰς ἀνωτέραν κατάστασιν αὐτῆς εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκετο κατά τήν διάρκειαν τῆς παρούσης ζωῆς. Περί αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί διδάσκει: Τό σῶμα μας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κοριν. ιε´ 42-44).
Δεύτερον. Ὁ θάνατος τρομάζει διότι διαλύει τόν φυσικόν δεσμόν καί τήν ἕνωσιν τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Τοῦτο εἶναι γεγονός ἀφύσικον. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά νά ζῇ αἰωνίως, ἔπλασε τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τῷ προστάγματί Του ἡνώθησαν διά νά διαμένουν εἰς τούς αἰῶνας συνηνωμένα καί ἀδιάρρηκτα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν, ὅτι ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τό σῶμα μέ τό ὁποῖον ἔζησεν εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί ἀλγεῖ ἀποχωριζομένη βιαίως αὐτοῦ.Ὁ φιλάνθρωπος καί παντοδύναμος ὅμως Κύριος θείῳ αὐτοῦ προστάγματι θά ἐπανασυνδέσῃ τήν ψυχήν καί τό σῶμα μας κατά τήν ἡμέραν τῆς δόξης καί φοβερᾶς ἐπιφανείας Του, αὐτά τά ὁποῖα διεχώρησεν ἡ ἐξαφανισθεῖσα δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ θανάτου.
Τρίτον. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ὑπό ὀξυτάτης θλίψεως διά τόν παντελῆ χωρισμόν του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτων πραγμάτων καί ἀγαθῶν.Πῶς διελύθη ὁ παρών φόβος. Ἀκούσωμεν τήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου φωνήν λέγουσαν πρός τούς νέους περί τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀνθρώπων: «Ἡμεῖς ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασιν τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτῶν, οὐχ ὅ,τι ἄν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδέ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσιν καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὖν ἄν συντέλῃ πρός τοῦτο, ἀγαπᾶν φαμέν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν» (2 ΕΠΕ τ. 7 σελ. 319).
Προσθέτομεν τέταρτον τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ βασανιστικοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τῶν βεβιωμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.Ἀλλά καί ἀπό αὐτόν μᾶς λυτρώνει ἡ πίστις εἰς τόν ἀναστάντα Κύριον. Διδάσκει ὁ πρῶτος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Χριστός ἱλασμός ἐστίν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περί τῶν ἡμετέρων δέ μόνον, ἀλλά καί περί ὅλου τοῦ κόσμου» (Α´ Ἰωάν. β´ 2). Καί πάλιν: «Ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι αὐτοῦ…… ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλε τόν υἱόν ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 9-10).Διά τοῦτο πανηγυρίζει ἡ χρυσῆ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας βοῶσα: «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

Aγία Ελεούσα: η Κυρά της Κλεισούρας

Θεόρατοι βράχοι με μεγαλείο κι αιώνιο κάλλος από εδώ και από κει, και ανάμεσα τους σκαλισμένο το εκκλησάκι, που είναι χωμένο μέσα στη σπηλιά. Στρέφουν το βλέμμα τους μέρα και νύχτα, χιλιάδες οι περαστικοί, σταυροκοπιούνται και της απευθύνουν θερμές και μυστικές τις προσευχές στην άγια εικόνα και μορφή της.-Κι εκείνη από ψηλά η Αγιαλεούσα, ως άγρυπνος φρουρός, παραστέκει στο κάθε οδοιπόρο, που διασχίζει τον Αράκυνθο. Και σταματούν πολλοί από τους διερχόμενους ανάμεσα σ' αυτά τα πανύψηλα τα βράχια για να θαυμάσουν και να εμπνευστούν, να ζήσουν δυο στιγμές γαλήνης και ηρεμίας. -Κι άλλοι ανηφορίζουν να φθάσουν στην σπηλιά, που βρίσκεται η θαυματουργός εικόνα. Εκεί γονατίζουν και μιλάνε με την Παναγία. Στιγμές Θεοσέβαστες , στιγμές πνευματικού ανεφοδιασμού. Κι έπειτα παίρνουν τον κατήφορο ανάλαφροι και συνεχίζουν το δρόμο τους έχοντας μαζί τους τη χάρη και την ευλογία της Αγιαλεούσας.-Σε απόσταση δεκαεννέα χιλιομέτρων από το Μεσολόγγι και καμιά δεκαριά απ' το χωριό μας το Αγγελόκαστρο στην αρχή του στενού περάσματος (Κλεισούρας) του βουνού Αράκυνθος ή Ζυγός στ' αριστερά για τον επισκέπτη, που ανεβαίνει την εθνική οδό Μεσολογγίου - Αγρινίου, το υπέροχο ετούτο μοναστήρι. Η Ζωοδόχος Πηγή, που στο μικρό εκκλησάκι του μοναστηριού υπάρχει πηγή, στην οποία με μικρή σκάλα κατεβαίνουν ευλαβικά οι πιστοί κι όσοι πάσχουν από διάφορες ασθένειες να πιούν απ' το αιώνιο νάμα της Άγιας Ελεούσας.--Συνδεδεμένο τούτο το εκκλησάκι με ιστορικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας της πατρίδας μας. Σ' εκείνη την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου Ο Γιαννιώτης Κώστας Ζούκας ή Γιάννης Γούναρης ήτανε κυνηγός στην υπηρεσία του Ομέρ Βρυώνη και κυνηγούσε για λογαριασμό του αφέντη του κι ήταν αυτός που είχε κρυφακούσει το σχέδιο των Τούρκων και διεμήνυσε στους Έλληνες το φοβερό μυστικό κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τα Χριστούγεννα του 1822, που κατέληξε σε μία λαμπρή νίκη των Ελλήνων. Σ' αυτό το εκκλησάκι ήρθε και μόνασε σαν Καλόγερος μετά κυνηγημένος απ' τους Τούρκους. Ιστορικοί, αλλά και σπουδαίοι λογοτέχνες και τι δεν έγραψαν μετά γι' αυτό το περιστατικό και έτσι πέρασε ο Γίάννης Γούναρης στην αθανασία και πήρε τη θέση, που του αξίζει, στο πάνθεο των ηρώων του Μεσολογγίου και της Ελλάδας. Κι ο Πάτερ Κοσμάς ο Αιτωλός εκείνα τα δύσκολα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πολλές φορές έβρισκε αποκούμπι εδώ. Γι’ αυτό και σήμερα δεσπόζει εδώ ο μεγαλοπρεπής του ανδριάντας. --Φέτος μετά από πολλά χρόνια μ’ αξίωσε η χάρη της και ανηφόρισα τα σκαλοπάτια στη γιορτή της σ’ ένα ομιχλώδες και βροχερό τοπίο, κι άναψα μια λαμπάδα στην εικόνα της - Μεγάλη η χάρη της. 







Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Φωτογραφίες από το Μεγαλοβδόμαδο στην Ενορία μας




















«Αὕτη ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ»

«Ἰδοὺ γὰρ ἡμῖν παραγέγονεν ἡ ποθεινὴ καὶ σωτήριος ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμή, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα». Ἔφθασε ἡ πολυπόθητη καὶ σωτήρια ἑορτή. Ἔφθασε ἡ μέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μέρα τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλιώσεως, ἡ παύση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἧττα τοῦ διαβόλου. Ἔτσι κάπως στὸν πανηγυρικό του λόγο στὸ Ἅγιον Πάσχα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος περιγράφει τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
«Σήμερον δὲ τὴν Ἀνάστασιν αὐτὴν ἑορτάζομεν οὐκ ἔτι ἐλπιζομένην ἀλλ’ ἤδη γεγενημένην καὶ κόσμον ὅλον ἑαυτῇ συνάγουσαν», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Αὐτὰ ποὺ ζοῦμε δὲν εἶναι ἐλπίδα καὶ προσδοκία ἀλλὰ πραγματικότητα καὶ ἀλήθεια.Ἡ μέρα αὐτή, κατὰ τὸν Προφήτη Ἠσαΐα, εἶναι ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία διαλάμπει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ, ἡ μέρα τῆς θριαμβευτικῆς ἔκφρασης τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς βαθειᾶς μυστικῆς ἐπιθυμίας Του. Εἶναι «ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα ἡ μία τῶν Σαββάτων ἡ βασιλὶς καὶ κυρία». Εἶναι ἡ μέρα ποὺ ὡς ἀνθρώπινο γένος περιμένουμε, ἡ μοναδική, ἡ ἁγία καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡμέρα τῆς ὅλης ἱστορίας, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ὅπως ψάλλει δοξολογικὰ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ μέρα τοῦ θριάμβου τῆς ἀλήθειας, τῆς νίκης τῆς ζωῆς, τῆς συντριβῆς τοῦ θανάτου, τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς συναναστάσεως ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους μαζί Του. «Αὕτη ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. ριζ΄ 24). Αὐτὴν λοιπὸν τὴ μέρα ἂς τὴν ἀπολαύσουμε πνευματικά, ἂς εὐφρανθοῦμε ἐνθέως, ἂς ἀφήσουμε ἐλεύθερη τὴν καρδιά μας νὰ πανηγυρίσει.Εἶναι ὅμως καὶ ἡ μέρα τῆς δικῆς μας ἀναγεννήσεως καὶ ἀναδημιουργίας, ἡ «ἡμέρα τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀναπλάσεως». Ὅπως μάλιστα προτρέπει ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τοὺς Ρωμαίους καὶ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία (Ρωμ. Στ΄ 4), «ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν», μαζὶ μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν πανήγυρη τῆς ἑορτῆς καλούμεθα σὲ καινούργια, ἀνακαινισμένη ζωή. Ὁ Κύριος δὲν ἀναστήθηκε γιὰ νὰ δείξει σὲ μᾶς τὴ δύναμη τῆς θεότητός Του καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης Του μόνον, ἀλλὰ ἀναστήθηκε ὥστε, συντρίβοντας τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου, νὰ συνεγείρει καὶ ἐμᾶς σὲ νέα ζωὴ, νέα ἀντίληψη, νέο ἦθος, νέο φρόνημα, νέα πορεία.
Οἱ συνήθειες τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ἐπιπολαιότητα τῆς φύσης μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἐθίμων μας, μπορεῖ νὰ μᾶς παρασύρουν σὲ ἕναν ἐπιφανειακὸ πασχαλινὸ ἑορτασμό, ποὺ τελειώνει μόλις περάσουν οἱ μέρες, ποὺ σβήνει μὲ τὶς λαμπάδες, ποὺ σταματάει μόλις τελειώσουν οἱ ἀργίες, ποὺ ξεχνιέται μόλις ἐπανέλθει ἡ καθημερινότητα.Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μας μιλάει γιὰ «ἀνέσπερο φῶς» –φῶς ποὺ δέν σβήνει-, γιὰ «αἰώνιο Πάσχα» –Πάσχα ποὺ δὲν τελειώνει-, γιὰ «καινότητα ζωῆς» -γιὰ καινούργια ζωὴ ποὺ τίποτα παλιὸ δὲν θυμίζει καὶ κανεὶς καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει. Δίνει στὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀναστάσεως τὸ ὄνομα Διακαινήσιμος, γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὸ μήνυμα τῆς ἀνακαίνισης, γιὰ νὰ τονίσει ὅτι «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» καὶ ὅλοι μας πλέον καλούμαστε «ἐν καινότητι ζωῆς νὰ περιπατήσωμεν».
Εὔχομαι σ’ ὅλους ἡ εὐλογία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νὰ εἶναι πλούσια καὶ κυρίως τὸ φῶς του νὰ φωτίζει τὸν νοῦ μας, νὰ καταυγάζει τὴν καρδιά μας, νὰ μεταμορφώνει συνεχῶς τὴ ζωή μας, ὥστε ὅλοι μαζί, μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, τὴ βούληση, τὴ συνείδηση, τὴ δύναμη, τὴ ζωή μας νὰ ἀναφωνοῦμε.

«Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

«Όν ὁ Θεός ἀνέστησε λύσας τάς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι αὐτόν ὑπ᾿ αὐτοῦ» (Πράξ. β´ 24).

Ἡ σκληρότητα τοῦ θανάτου προκαλεῖ εἰς τόν ἄνθρωπον ὑπερβολικήν στενοχωρίαν καί θλίψιν. Πικραίνει τήν καρδίαν. Διά τοῦτο καί ὁ σοφός Σειράχ εἶπεν : «Ὦ θάνατε ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνον». Ὅταν ὁ βασιλεύς Ἀγάγ εἶδεν τήν μάχαιραν τοῦ Σαμουήλ εἰς τόν λαιμόν του, τότε, στενάζων καί τρέμων διερωτήθη: «Εἰ οὕτως πικρός ὁ θάνατος» ; (Α´ Βασ. ιε´ 32). Ὁ δέ προφητάναξ Δαυΐδ οὐδέν εὗρεν καταλληλότερον λόγον διά νά παραστήσῃ τήν σκληρότητα τοῦ θανάτου εἰ μή ὅτι «ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με» (Β´ Βασ. κβ´ 6). Ὁ ὑπαρξιακός αὐτός φόβος συντρίβει τόν ἄνθρωπο καί διά τήν ἔντασίν του παρομοιάσθη μέ τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Μέσα σέ ὠδῖνες ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί διά μέσου ὠδινῶν ἀναχωρεῖ ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου.
Μέ τήν πικράν αὐτήν αἴσθησιν ἔζησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς τόν καιρόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μάλιστα δέ ἡ πικρότης αὐτή ἦτο ἀφόρητος διά τούς δικαίους, οἱ ὁποῖοι ἀπέθνησκον μέ μιά ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος «δέν θά ἐγκαταλείψῃ τήν ψυχήν των εἰς Ἅδου οὐδέ δώσῃ τόν ὅσιόν του ἰδεῖν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε´ 10).Ὁ Θεός ὅμως, ὅστις «οὐκ ἐποίησεν θάνατον οὐδέ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. Α´ 13) κατήργησεν τόν θάνατον ἀναστήσας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὡς ἀπαρχήν τῆς ἀναστάσεως τῶν κεκοιμημένων καί διέλυσε τόν ὑπαρξιακόν φόβον καί τρόμον καί δειλίαν τῶν ἀνθρώπων διά τόν τυραννικώτατον θάνατον. Τό Ἅγιον Πνεῦμα διά τοῦ βασιλέως Σολομῶντος μᾶς διδάσκει ἐπίσης τήν αἰτίαν τοῦ θανάτου: «Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ, κατ᾿ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν (δηλ. τόν ἐδημιούργησεν ἀθάνατον) φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφ. Σολ. β´ 23-24).
Αὐτήν τήν νίκην πανηγυρίζομεν πάντοτε εἰς τήν ζωήν μας οἱ πιστοί ἀφ᾿ ὅτου ἐλύθησαν καί διελύθησαν οἱ φοβερές ὠδῖνες τοῦ ὑπαρξιακοῦ μας φόβου.Ἄς δοῦμε αὐτές τίς ὠδῖνες ἀπό τίς ὁποῖες μᾶς ἀπήλλαξεν ὁ ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν Κύριος καί Θεός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πρῶτον. Ὁ θάνατος φοβίζει καί ταράζει τόν ἄνθρωπον διότι ἁρπάζει τήν ὑλική ὕπαρξί του, τό σῶμα του. Τί βλέπουμε εἰς τό σῶμα τοῦ νεκροῦ;Ὀφθαλμούς τυφλούς, ὦτα κωφά, ὄσφρησιν ἀνόσφρητον, στόμα ἄλαλον, ἁφήν ἀναίσθητον, μέλη ἀκίνητα, σῶμα μηδέν διαφέρον κρυερᾶς πέτρας, σχῆμα ἀνθρώπου καί ὄχι ἄνθρωπον. Μετ᾿ οὐ πολύ καί σάρκες τηκόμενες καί ρέουσες, ὀστᾶ ξηρά καί γεγυμνωμένα.Μέ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ὁ φόβος αὐτός διαλύεται, διότι ὁ Θεός θά φέρει εἰς τήν ὕπαρξιν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τό παραδοθέν εἰς τήν φθοράν εἰς ἀνωτέραν κατάστασιν αὐτῆς εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκετο κατά τήν διάρκειαν τῆς παρούσης ζωῆς. Περί αὐτοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί διδάσκει: Τό σῶμα μας «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κοριν. ιε´ 42-44).
Δεύτερον. Ὁ θάνατος τρομάζει διότι διαλύει τόν φυσικόν δεσμόν καί τήν ἕνωσιν τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Τοῦτο εἶναι γεγονός ἀφύσικον. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον διά νά ζῇ αἰωνίως, ἔπλασε τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τῷ προστάγματί Του ἡνώθησαν διά νά διαμένουν εἰς τούς αἰῶνας συνηνωμένα καί ἀδιάρρηκτα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας διδάσκουν, ὅτι ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τό σῶμα μέ τό ὁποῖον ἔζησεν εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί ἀλγεῖ ἀποχωριζομένη βιαίως αὐτοῦ.Ὁ φιλάνθρωπος καί παντοδύναμος ὅμως Κύριος θείῳ αὐτοῦ προστάγματι θά ἐπανασυνδέσῃ τήν ψυχήν καί τό σῶμα μας κατά τήν ἡμέραν τῆς δόξης καί φοβερᾶς ἐπιφανείας Του, αὐτά τά ὁποῖα διεχώρησεν ἡ ἐξαφανισθεῖσα δύναμις καί ἐνέργεια τοῦ θανάτου.
Τρίτον. Ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ὑπό ὀξυτάτης θλίψεως διά τόν παντελῆ χωρισμόν του ἐκ τοῦ κόσμου τούτου καί πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτων πραγμάτων καί ἀγαθῶν.Πῶς διελύθη ὁ παρών φόβος. Ἀκούσωμεν τήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου φωνήν λέγουσαν πρός τούς νέους περί τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῶν πιστῶν ἀνθρώπων: «Ἡμεῖς ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασιν τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. Οὔκουν προγόνων περηφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτῶν, οὐχ ὅ,τι ἄν εἴποι τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδέ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾿ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσιν καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. Ἅ μέν οὖν ἄν συντέλῃ πρός τοῦτο, ἀγαπᾶν φαμέν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν» (2 ΕΠΕ τ. 7 σελ. 319).
Προσθέτομεν τέταρτον τήν ὀδύνη τοῦ θανάτου ἐκ τοῦ βασανιστικοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔλθῃ εἰς αἴσθησιν τῶν βεβιωμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ.Ἀλλά καί ἀπό αὐτόν μᾶς λυτρώνει ἡ πίστις εἰς τόν ἀναστάντα Κύριον. Διδάσκει ὁ πρῶτος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ Χριστός ἱλασμός ἐστίν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περί τῶν ἡμετέρων δέ μόνον, ἀλλά καί περί ὅλου τοῦ κόσμου» (Α´ Ἰωάν. β´ 2). Καί πάλιν: «Ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἀπέσταλκεν εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι αὐτοῦ…… ἠγάπησεν ἡμᾶς καί ἀπέστειλε τόν υἱόν ἱλασμόν περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. δ´ 9-10).Διά τοῦτο πανηγυρίζει ἡ χρυσῆ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας βοῶσα: «Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλεν.

Λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στην Αγία και λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου

Σήμερον εορτάζομε την λαμπράν νίκην μας. Σήμερον ο Κύριος ημών έστησε το τρόπαιον κατά του θανάτου, κατέλυσε την τυραννία του διαβόλου και μας εχάρισε την οδόν της σωτηρίας διά της αναστάσεως. Όλοι χαίρομεν, σκιρτώμεν, αγαλλόμεθα. Αν και ο Κύριός μας Χριστός ενίκησε και έστησε το τρόπαιον, εν τούτοις κοινή είναι η ευφροσύνη και η χαρά μας. Όλα τούτα τα έκαμε διά την ιδικήν μας σωτηρίαν και με τα ίδια μέσα που μας κατεπάλαισεν ο διάβολος, ακριβώς με τα ίδια τον ενίκησεν ο Χριστός. Έλαβε τα ίδια όπλα και τον κατεπολέμησε με αυτά. Πώς, άκουσέ το. Η Παρθένος, το Ξύλον και ο Θάνατος ήσαν τα σύμβολα της ιδικής μας ήττας. Παρθένος είναι η Εύα. Ουδέποτε είχε γνωρίσει άνδρα, όταν υπέστη την απάτη. Ξύλον είναι το δένδρον και Θάνατος το επιτίμιον εναντίον του Αδάμ. Είδες πως η παρθένος, το ξύλον και ο θάνατος έγιναν τα σύμβολα της ήττας μας; Κοίταξε τώρα πως έγιναν αίτια της νίκης. Αντί της Εύας η Μαρία, αντί του δένδρου της γνώσεως του καλού και πονηρού, το ξύλον του σταυρού, αντί του θανάτου του Αδάμ, ο θάνατος του Κυρίου. Είδες με ποια μέσα ενίκησεν, ενώ με τα ίδια ηττάται; Γύρω από το δένδρον επάλαισε και ενίκησε τον Αδάμ ο διάβολος; Γύρω από τον σταυρόν ενίκησε τον διάβολο ο Χριστός. Και το μεν ξύλον εκείνο, το δένδρον έστελνε εις τον Άδην, ενώ τούτο, το του σταυρού, ανεκάλει και όσους είχον υπάγει εις τον Άδην. Το πρώτον έκρυπτε τον ηττημένον, όπως τον αιχμάλωτον και τον γυμνόν, ενώ το δεύτερον, εδείκνυεν εις όλους τον νικητήν, προσηλωμένον γυμνόν εφ' υψηλού σημείου. Και ο μεν θάνατος εις την πρώτην περίπτωσιν συμπαρέσυρε και τους μετά τον Αδάμ, ενώ ο του Χριστού ανέστησεν αληθώς και τους προ αυτού θανόντας. «Ποίος θα περιγράψει τας δυνάμεις του Κυρίου και θα κάνει να εισακουσθούν όλαι αι αινέσεις του;». Διά του θανάτου εγίναμεν αθάνατοι, ανέστημεν από την πτώσιν και από νικημένοι κατέστημεν νικηταί. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού, αυτή είναι η μεγίστη απόδειξις της αναστάσεως. Σήμερον σκιρτούν οι άγγελοι και όλαι αι δυνάμεις του ουρανού αγάλλονται ευχαριστούμενοι διά την κοινήν σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων. Αν διά την μετάνοιαν και ενός αμαρτωλού γίνεται χαρά εις τον ουρανόν και την γην, πολύ περισσότερον συμβαίνει τούτο διά την σωτηρίαν της οικουμένης.
Σήμερον ο Χριστός ηλευθέρωσε την ανθρωπίνην φύσιν από την τυραννία του διαβόλου και την επανέφερεν εις την προηγουμένην της ευγένειαν. Όταν λοιπόν ίδω την αρχικήν μου καταβολήν ούτω να νικά τον θάνατον, δεν φοβούμαι πλέον, δεν απεχθάνομαι τον πόλεμον, ούτε κάμπτομαι διά την αδυναμίαν μου, αλλά αισθάνομαι την θείαν δύναμιν σύμμαχόν μου εις το μέλλον. Εκείνος που θα κατανικήσει την τυραννίαν του θανάτου και θα μπορέσει να αχρηστεύσει την δύναμήν του, τί νομίζετε, δεν θα κάνει το παν διά τούς συνανθρώπους του, των οποίων την μορφήν εδέχθη ο Χριστός να λάβει λόγω της μεγάλης του φιλανθρωπίας και να πολεμήσει υπό την ανθρωπίνην μορφήν τον διάβολον; Σήμερον η σύναξις των αγγέλων και ο χορός όλων των ουρανίων δυνάμεων αγάλλονται διά την σωτηρίαν των ανθρώπων. Σκέψου, λοιπόν, αγαπητέ, το μέγεθος της χαράς, αφού και αι ουράνιαι δυνάμεις συνεορτάζουν με ημάς και χαίρουν επίσης διά τα ιδικά μας αγαθά. Αν και είναι ιδική μας η χάρις που μας παρεχώρησεν ο Χριστός, εν τούτοις είναι και ιδική των η ευχαρίστησις. Διά τούτο δεν εντρέπονται να συνεορτάζουν μαζί μας. Αλλά τί λέγω, ότι ,όνον οι σύνδουλοί μας δεν εντρέπονται να συνεορτάζουν; Ο ίδιος ο Κύριος αυτών, αλλά και ημών, δεν εντρέπται να συνεορτάζει μαζί μας. Αλλά διατί είπον δεν εντρέπεται; Όχι μόνον δεν εντρέπεται, αλλά και το επιθυμεί. Από πού τεκμαίρεται αυτό; Άκουσέ τον τι λέγει: «Επεθύμησα σφοδρώς να φάγω μαζί σας τούτο το Πάσχα». Δηλαδή αφού επεθύμησε να φάγει, αυτό σημαίνει και να συνεορτάσει.
Όταν δεις όχι μόνον τους αγγέλους και την σύναξιν όλων των ουρανίων δυνάμεων, αλλά και αυτόν τον Κύριον των αγγέλων να συνεορτάζει μαζί μας, τί σου απομένει διά να ευφρανθείς; Λοιπόν, ας μη είναι κανείς κατηφής σήμερον λόγω πενίας. Η εορτή είναι πνευματική.... Ας εορτάσωμεν, λοιπόν, την εορτήν της Αναστάσεως του Κυρίου. Ανέστη και μαζί του συνανέστησε την οικουμένην. Και αυτός μεν ανέστη θραύσας τα δεσμά του θανάτου, ημάς δε ανέστησε συντρίψας τας αλυσίδας των αμαρτιών μας. Ο Αδάμ ημάρτησε και απέθανεν. Ο Χριστός δεν ημάρτησε και απέθανεν. Καινοφανές και παράδοξον. Ο πρώτος ημάρτησε και απέθανεν. Ο δεύτερος δεν ημάρτησε, αλλά απέθανεν. Δια ποίον λόγον και διατί; Διά να μπορέσει ο αμαρτήσας και αποθανών να ελευθερωθεί από τα δεσμά του θανάτου μέσω του μη αμαρτήσαντος και αποθανόντος. Έτσι πολλάκις γίνεται και εις τας περιπτώσεις όσων οφείλουν χρήματα. Οφείλει κάποιος εις κάποιον αργύρια, δεν έχει να τα καταβάλει και ένεκα τούτου φυλακίζεται. Ένας άλλος που δεν οφείλει και που ημπορεί να τα καταβάλει, τα καταθέτει και απολύεται ο υπόλογος. Το ίδιο έγινε και εις την περίπτωσιν του Αδάμ και του Χριστού. Ώφειλεν ο Αδάμ τον θάνατον και εκρατείτο υπό του διαβόλου. Ο Χριστός ούτε ώφειλεν, ούτε εκρατείτο. Ήλθεν όμως και κατέβαλε τον θάνατον υπέρ του κρατουμένου, προκειμένου να τον απολύσει από τα δεσμά του θανάτου. Είδες το κατόρθωμα της Αναστάσεως; Είδες την φιλανθρωπίαν του Κυρίου; Είδες μέγεθος φροντίδος; Λοιπόν, ας μη γινώμεθα αγνώμονες δι' αυτόν τον ούτως ευεργετήσαντα ημάς, μήτε, επειδή επέρασεν η νηστεία, να καταστώμεν αμελέστεροι.

᾿Ανέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, λύσας θανάτου τα δεσμά, ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλη, αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν

Πανηγυρίζει μεγαλοπρεπῶς καί μέ πνευματική εὐφροσύνη ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ τήν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, διότι μέ τήν ἐκ νεκρῶν τριήμερο ἐξανάστασί Του ἔλυσε τά δεσμά τοῦ θανάτου καί ἀπελευθέρωσε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν τυραννία του, «ὁδοποιήσας πάσῃ σαρκὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν». ῾Η ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. ῾Ο Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ θανάτου, ἔγινε, «ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος», δηλαδή ὁ Χριστός, ἐνῶ ἦταν ἐλεύθερος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί ὁ θάνατος δέν εἶχε τήν δύναμι νά τόν κυριεύσει, ἐν τούτοις πέθανε καί νεκρώθηκε, προκειμένου νά ἐλευθερωθοῦμε ἐμεῖς ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί νά ἔχουμε ἐλπίδα ἀναστάσεως. ῾Ο δέ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀναφερόμενος σ’ αὐτή τήν ὑπερφυῆ εὐεργεσία τοῦ φιλανθρώπου Κυρίου, μᾶς λέει χαρακτηριστικά, ὅτι ὁ Χριστός «δέν ἀρνήθηκε τήν γεῦσι τοῦ θανάτου. Πέθανε σωματικά καί μέ τόν θάνατό Του καταργεῖ τόν θάνατο, στήν φθορά χαρίζει τήν ἀφθαρσία καί κάνει τήν νέκρωσι πηγή τῆς ἀναστάσεως».
Αὐτή ἡ θεμελιώδης χριστολογική διδασκαλία, μέ τίς ἀνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές διαστάσεις της, ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως τῶν πιστῶν. Καί γιά νά ἔχουμε τήν χαρά αὐτή πληρωμένη καί ὁλοκληρωμένη στήν καρδιά μας, θά ἐμβαθύνουμε στό ψαλμικό λόγιο «ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος» (Ψαλμ. 88, 5).
῾Ο λόγος αὐτός λέγεται ἀπό τόν Χριστό καί σημαίνει·

1. ῎Αν καί νεκρώθηκα καί εὑρισκόμουν στόν τάφο, ἤμουν ἐλεύθερος, ἀπό τήν διαφθορά καί τήν διάλυσι τοῦ σώματός μου. Γι’ αὐτό καί τό σῶμα Του δέν διαλύθηκε στόν τάφο, οὔτε σάπισε, οὔτε ἀνέδιδε δυσωδία, σύμφωνα μέ τήν ῾Αγία Γραφή (Πράξ. β´ 31).
2. ᾿Εγώ μόνος κατέβηκα θεληματικά στόν ῞ᾼδη καί δέν ὁδηγήθηκα ἀπό ἄλλους ἐκεῖ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων σχολιάζει αὐτό τό χωρίο καί λέει·
«᾿Ενῶ ὅλοι σπουδαῖοι καί φαῦλοι ὁδηγοῦνται στόν ῞ᾼδη ἀπό κάποιους, ὅπως ὁ Λάζαρος ἀπό τούς ᾿Αγγέλους, ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος ἀπό τούς “ἀπαιτοῦντες τήν ψυχήν αὐτοῦ”, ἐγώ θέτω αὐτήν ἀπό μόνος μου· διότι μόνος ἀπέθανεν ὁ ᾿Ιησοῦς γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, ὁδηγούμενος στόν θάνατο, κατά τήν φωνή τοῦ ῾Ησαΐου, καί ἐνῶ ἦταν νεκρός, ἦταν ὁ μόνος ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν, διότι δέν εἶχε ἁμαρτία, ἡ ὁποία νά τόν ἐξουσίαζε, γι’ αὐτό καί ἔλεγε· “᾿Εγώ θυσιάζω τήν ζωή μου, ὥστε νά τήν ξαναπάρω πίσω. Κανείς δέν μοῦ τήν παίρνει· ἐγώ μόνος μου τήν προσφέρω. ᾿Από μένα ἐξαρτᾶται νά τήν προσφέρω κι ἀπό μένα ἐξαρτᾶται νά τήν ξαναπάρω πίσω”» (᾿Ιωάν. ι´ 17-18). ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αἰτία θανάτου τήν ἁμαρτία, ἐπειδή καί ἐπιτίμιο καί τιμωρία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος, μόνος δέ ὁ Χριστός ἦτο ἀναίτιος θανάτου ἐπειδή ἦταν ἀναμάρτητος.
3. Εἶμαι ἐλεύθερος, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀποθνήσκουν στανικῶς, χωρίς νά τό θέλουν, γι’ αὐτό καί εἶναι ὑποδουλωμένοι στόν θάνατο καί στόν φόβο τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό τό θέμα ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος γράφει στήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή· «καὶ ἀπαλλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». (β´ 15).
4. ῾Ο Χριστός δέν κρατήθηκε ἀπό τά δεσμά τοῦ ῞ᾼδου, ἀλλ’ ἐλεύθερα καί ἐξουσιαστικά ἀναστράφηκε σ’ αὐτόν καί ἔλυσε τά δεσμά τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. ῾Η ὑμνολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἐξυμνώντας τήν θριαμβευτική καί ἔνδοξο κάθοδο τοῦ Κυρίου στόν ῞ᾼδη, συνέθεσε θρῆνο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στόν προσωποποιημένο ῞ᾼδη καί τόν βρίσκουμε αὐτόν τόν θρῆνο σέ ἕνα ἐκφραστικώτατο ἑσπέριο στιχηρό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου· «Σήμερον ὁ ῞ᾼδης στένων βοᾷ· Κατελύθη μου ἡ ἐξουσία· ἐδεξάμην θνητόν, ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων· τοῦτον δὲ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω, ἀλλ’ ἀπολῶ μετὰ τούτου ὧν ἐβασίλευον· ἐγὼ εἶχον τοὺς νεκρούς ἀπ’ αἰῶνος, ἀλλὰ οὗτος ἰδοὺ πάντας ἐγείρει». Οἱ πιστοί ζοῦμε στήν ᾿Εκκλησία μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι ὁ ἀναστημένος Χριστός θά ἐλευθερώσει καί ἐμᾶς ἀπό τά δεσμά τοῦ ῞ᾼδου καί τοῦ θανάτου. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐγγυᾶται, ὥστε νά ἔχουμε βεβαία καί ἰσχυρά πεποίθησι, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων μας. Πράγματι δέ, τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐπειδή εἶναι «υἱοὶ τῆς ἀναστάσεως», εἶναι ἐλεύθερα ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Οἱ μέν ψυχές εὑρίσκονται «ἐν ἀναπαύσει» μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ὁπότε θά ἑνωθοῦν μέ τά ἀναστημένα σώματά τους γιά νά ζήσουν αἰωνίως. «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος» (Σοφ. Σολομ. γ´ 1). Προανάκρουσμα τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἐλευθερίας εἶναι καί αὐτοί οἱ λόγοι· «Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ ῾Υψίστῳ. διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν» (Σοφ. Σολομ. ε´ 15-16). ῾Ομοίως καί τά σώματα μετέχουν σ᾿ αὐτή τήν ἐλευθερία, ἀφοῦ θά ἀναστηθοῦν ἔνδοξα κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα. ᾿Απόδειξις τῆς ἐλευθερίας τῶν σωμάτων ἀπό τήν δύναμι τοῦ θανάτου εἶναι τό ὅτι πολλά σώματα ἁγίων μένουν ἀδιάφθορα στόν τάφο, εὐωδιάζουν ἄρρητη εὐωδία καί θαυματουργοῦν ἐπειδή καταλύουν τήν δύναμι τοῦ θανάτου. Γιά νά συμμετέχουμε σ’ αὐτό τόν θρίαμβο καί τήν νίκη τοῦ Κυρίου κατά τοῦ ῞ᾼδου καί τοῦ θανάτου, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, θά πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι ἀπαιτοῦνται δύο ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. ῾Η πρώτη εἶναι ἡ συμμετοχή μας στά Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας· Τό Βάπτισμα, τό Χρῖσμα, τήν ῾Ιερά ᾿Εξομολόγησι καί τήν Θεία Κοινωνία. Χωρίς αὐτά ὁ ἄνθρωπος παραμένει στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή καί κατάστασι. ᾿Ενῶ, ἄν συμμετέχει κάποιος σ’ αὐτά, γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ «καί συγκοινωνός τῆς ρίζης καὶ τῆς πιότητος τῆς ἐλαίας» (Ρωμ. ια´, 17). Τρέφεται δηλαδή ἀπό τήν πλούσια καί παχειά ρίζα τῆς θείας ζωῆς, πού εἶναι ὁ Χριστός. Χωρίς νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο. ῾Η δεύτερη προϋπόθεσις εἶναι ἡ νέκρωσις τῆς δυνάμεως τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ἐπέρχεται μέσα μας μέ τόν προσωπικό μας πνευματικό ἀγώνα. Εἶναι πυκνές οἱ προτροπές τῶν ᾿Αποστόλων γι’ αὐτή τήν ζωοποιό νέκρωσι. «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε´ 24).᾿Αγωνιζόμενοι τόν καλό ἀγώνα, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ζωοποιό νέκρωσι τῆς δυνάμεως τῆς ἁμαρτίας μέσα μας, καί ἑνωμένοι μέ τόν ἔνδοξο ἀναστημένο καί νικητή τοῦ ῞ᾼδου Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό σ’ ἕνα Σῶμα, τήν ῾Αγία ᾿Εκκλησία, ψάλλουμε· «Τοῖς ἐν ῞ᾼδῃ καταβάς Χριστὸς εὐηγγελίσατο· θαρσεῖτε, λέγων, νῦν νενίκηκα. ᾿Εγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις, ἐγὼ ὑμᾶς ἀνάξω, λύσας θανάτου τὰς πύλας» (῾Εσπερινό στιχηρό ἀναστάσιμο γ´ ἤχου).Καί τοῦτο·«῾Ο τὴν ἀνάστασιν διδοὺς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη. ῎Εφριξαν τοῦτον οἱ ἄρχοντες τοῦ ῞ᾼδου, καὶ ἐπῄρθησαν πύλαι ὀδυνηραί. Εἰσελήλυθε γὰρ ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης Χριστός, λέγων τοῖς ἐν δεσμοῖς· ᾿Εξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν τῷ σκότει· ᾿Ανακαλύπτεσθε» (῾Εσπερινό στιχηρό ἀναστάσιμο πλαγίου α´).

Θεολογικό σχόλιο στην Ανάσταση του Κυρίου, του κ Λάμπρου Σκόντζου

Η λαμπροφόρος Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία ἐορτολογικὴ ἐκδήλωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Μόνη Αὐτή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν αἱρετικὴ ἐτεροδοξία, βιώνει ἀδιάκοπα τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς τὴν πιὸ χαροποιὸ καὶ ἐλπιδοφόρα ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ κάθε ὀρθόδοξος πιστὸς δὲν ἑορτάζει ἁπλὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ζεῖ τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονός, ὡς μιὰ προσωπικὴ μεταμόρφωση καὶ ἀνάσταση!
Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, τὴν «ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ τὴν πανήγυρη τῶν πανηγύρεων» κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο τοῦ Πάσχα ἐορτάζεται ἡ νίκη τοῦ Ἀγαθοῦ κατὰ τοῦ Κακοῦ, ἡ ἐπικράτηση τοῦ φωτὸς στὸ νοητὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς, ἡ κατάργηση τοῦ Ἅδη καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀναίρεση τοῦ θανάτου, τοῦ χειρότερου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. «Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (1Κορ.15:26) ἀναφωνεῖ ἐνθουσιωδῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος!
Ἡ εἴσοδος τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα μύρια κακά, ἔφερε καὶ τὸν θάνατο, ὡς τὴν φυσικὴ κατάληξη μιᾶς ἀφάνταστα μαρτυρικῆς ζωῆς. Ὁ πικρὸς Ἅδης ὑπῆρξε ὁ τόπος κατάληξης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Ἡ ἔννοια τῆς ἀθανασίας, ὡς τὸ σπουδαιότερο ἀρχέγονο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἔμεινε ὡς μιὰ μακρινὴ ἀνάμνηση στὴν ἀνθρώπινη σκέψη καὶ ὡς μιὰ ἀμυδρὴ προσδοκία ἀνάκτησής της στὸ μέλλον.
Ἡ λαχτάρα γιὰ τὴν νίκη τοῦ θανάτου ἐκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στὶς διάφορες μυθολογίες τῶν λαῶν. Οἱ προφῆτες καὶ οἱ συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς ὄργανα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, προείδαν πιὸ καθαρὰ τὴν μελλοντικὴ νίκη τῆς ζωῆς κατὰ τοῦ θανάτου. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ δοκιμάσει τὸ πικρὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ θὰ νικήσει τὸν Ἅδη, θὰ τὸν συλήσει ἀπὸ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος δεσμίους τοῦ νεκροὺς καὶ θὰ κλείσει ὁριστικὰ τὸ δρόμο τοῦ θανάτου γιὰ τοὺς πιστούς Του. Ὁ μοναδικὸς ζωντανὸς Θεὸς εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς σὲ ὅλα τὰ ὄντα. Αὐτὸς «θανατοὶ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾄδου καὶ ἀνάγει» (1Βασιλ.2:6). Ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἀνασταίνουν νεκροὺς στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου (3Βασιλ.17:23, 4Βασιλ.4:33). Ὁ προφήτης Ὠσηέ, προβλέποντας τὴν εἰς ᾄδου κάθοδον τοῦ Μεσσία, τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του καὶ τὴν συντριβὴ τοῦ θανάτου διακηρύσσει στοὺς ἄπιστους συμπατριῶτες τοῦ «Πορευθῶμεν καὶ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Κύριον! … Ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δυὸ ἡμέρας, ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρα ἐξαναστηθώμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ» (Ὠσηὲ 6:1) καὶ γι’ αὐτὸ σκιρτώντας ἀπὸ ἄκρατο ἐνθουσιασμὸ φωνάζει νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «Ποῦ σου ἡ δίκη σου, θάνατε, ποῦ τὸ κέντρον σου ᾄδη;» (Ὠσηὲ 13:14).
Στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ βρῆκε τὸ ἀνθρώπινο γένος τὸν πραγματικὸ λυτρωτή του. Αὐτός, ὡς ὁ σαρκωμένος Θεός, ὑλοποίησε τὸ θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Πέτυχε τὴ σωτηρία μας ὡς διδάσκαλος, ὡς ἱερεὺς καὶ ὡς βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, ἀποκάλυψε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔδωσε νέο τρόπο ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους. Ἱερούργησε τὴν πιὸ ἀποτελεσματικὴ θυσία ὅλων τῶν ἐποχῶν, μὲ ἱερεῖο ἄμωμο τὸν ἴδιό Του τὸν ἑαυτό, πάνω στὸν φρικτὸ Γολγοθὰ καὶ πέτυχε τὴν περιπόθητη καταλλαγῆ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. «Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὧν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἢν ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοὶς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ… καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθησεν ἐν τοὶς ἐπουρανίοις» (Ἔφ.2:4-6). Τέλος ὡς θριαμβευτικὸς νικητής, νίκησε τὶς ἀντίθεες δυνάμεις καὶ τὸ κακό, νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἀνέστη ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, συνεχίζοντας τὸ ἀπόλυτο καὶ ἀναντικατάστατο μεσιτικὸ Τοῦ ἔργο. Ἀποτέλεσμα: «Νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς γὰρ ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἐν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν κόσμον τῶν ἐντολῶν ἐν δογμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δυὸ κτίση ἐν ἐαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην» (Ἔφ.2:13-15).
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διακήρυξε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κᾶν ἀποθάνη ζήσεται» (Ἰωάν.11:25). Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος, ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν θάνατο. Μὲ τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του πραγματοποίησε αὐτὴ τὴν λαμπρὴ νίκη, ἀνάστησε τὸ σῶμα Του καὶ μαζὶ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδὴ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὡς κύτταρα τοῦ σώματός Του. «Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (1Κορ.15:22). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἤδη ἀναστημένος δυνητικὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι μιὰ δυνητικὴ κατάσταση τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ ἀξιοποιήσει. Ὁ βιολογικὸς θάνατος, ὡς προσωρινὴ κατάσταση, δὲν αἴρει τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς, διότι «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστίν, ὅτι οἱ νεκροὶ ἀκούσουσι τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» ( Ἰωάν.5:25). «Ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμίν» (Ρωμ.8:11). Αὐτὴ εἶναι (πρέπει νὰ εἶναι) ἡ μόνιμη χαρὰ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἔχουμε τὴ βεβαιότητα, ὅτι χάρις στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (1 Ἰωάν.3:14) καὶ « Πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνη εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν.11:26).Ἀπτὰ παραδείγματα τῆς ἀναστάσεώς μας εἶναι οἱ θαυμαστὲς νεκραναστάσεις ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς παρουσίας Του, τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μάρκ.5:21-42, τοῦ γιοῦ τῆς χείρας στὴ Ναϊν (Λουκ.7:11-17), τοῦ Λαζάρου (Ἰωάν.11:1-44). Ἐπίσης ἡ ἀνάσταση τῶν «κεκοιμημένων ἁγίων» (Ματθ.27:52) κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι οἱ προάγγελοι καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως.
Ἡ λαμπροφόρος Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μας σημαίνει ἀκόμα καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἀλλαγῆ τοῦ κόσμου. Ὁ παλαιὸς πτωτικὸς κόσμος τῆς φθορᾶς ἄλλαξε κυριολεκτικᾶ σύσταση, διότι μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νικήθηκαν οἱ ἀντίθεες δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ ἁπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ διαβόλου. Χάρη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ξαναβρῆκε ὁ κόσμος τὴν πραγματικὴ τοῦ θέση μέσα στὴ θεία δημιουργία. Τὴ φθορά, ποὺ δημιούργησε ἡ πτώση, διαδέχτηκε ἡ ἀφθαρσία. Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πλέον γιὰ νὰ πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν αἰωνιότητα καὶ νὰ συμβασιλεύει αἰώνια μὲ τὸν Χριστό.
Τὸ μέγα καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς Τοῦ μιὰ διαρκὴς χαρὰ καὶ ἀτέλειωτη αἰσιοδοξία. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔγιναν οἱ διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου στὰ ἔθνη χάρις στὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τὰ νέφη τῶν Μαρτύρων θυσίασαν τὴν πολύτιμη ζωὴ τοὺς χάρις στὴν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ζοῦσαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ὡς μιὰ ἀτέρμονη προσωπικὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀναστάσιμη χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία θέλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία νὰ μεταδώσει καὶ σὲ μᾶς σήμερα. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀποβάλλουμε τὸ ἄγχος τῆς καθημερινότητας καὶ κυρίως τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ διαποτίσουμε τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὴν μακάρια ἐλπίδα καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης, τῆς ὁποίας τεκμήριο καὶ ἀπαρχὴ ὑπῆρξε ἡ Ζωηφόρος Ἀνάσταση τοῦ Λυτρωτῆ μας Χριστοῦ

Η Θεολογία της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού, στην περί ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία του Αγίου Ειρηναίου

Το θεσπέσιο γεγονός της εκ νεκρών Αναστάσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί για τη συνείδηση της Αγίας μας Εκκλησίας την φλόγα και τη ζέση, η οποία δίνει τη δύναμη και την ενέργεια σε Αυτή να πορεύεται αταλάντευτη στους αιώνες. Στην αντίθετη περίπτωση « ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών. Ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, όν ουκ ήγειρεν» (Α΄Κορ.15,14-15). Εάν έλειπε από την Εκκλησία το γεγονός της Αναστάσεως, Αυτή θα ήταν καταδικασμένη να σβήσει συγχρόνως με τη γέννησή της! Γι’ αυτό το λόγο η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, και ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία μας, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων» και όλοι οι πιστοί «αγαλομένω ποδί» προσέρχονται να απολαύσουν την πλούσια πνευματική τράπεζα του Αναστάντα Λυτρωτή μας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με εμφανή ενθουσιασμό έδωσαν στα συγγράμματά τους την αληθινή διάσταση στο μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού μας. Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος),(+199) είναι ένας από αυτούς. Στην περίφημη περί ανακεφαλαιώσεως θεολογία του εντάσσει το γεγονός αυτό στο γενικότερο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Στο θεανδρικό Πρόσωπο του Ιησού Χριστού συντελέσθηκε η αναδημιουργία του πεπτωκότος ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως (Ειρην. C.H.. III,16,6). Η Ενανθρώπηση και η Ανάσταση του Λυτρωτή είναι οι δύο κορυφαίοι σταθμοί του έργου της απολυτρώσεως. Δια της Ενανθρωπήσεως του Λόγου ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία, δια της Αναστάσεώς Του ο άνθρωπος εισέρχεται στην αιωνιότητα! Η Ενανθρώπηση είναι η ευλογημένη αρχή η Ανάσταση είναι το θριαμβευτικό πέρας του θείου έργου της σωτηρίας του κόσμου.
Ο πρώτος Αδάμ, ο χοϊκός προπάτοράς μας, σύμφωνα με τον ιερό Πατέρα, εξαιτίας του πονηρού και της δικής του συγκαταθέσεως εξέπεσε και έγινε φορέας του κακού και της αμαρτίας και υποκείμενος του θανάτου. Ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ (Α΄Κορ.15,45) επειράσθη και Αυτός από τον πονηρό για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης της τροφής ( Γεν.3, 15 ). Όμως Αυτός δεν υπέκυψε, όπως ο πρώτος Αδάμ, στην παγίδα του πονηρού. Έμεινε υπάκουος στο θέλημα του «πέμπψαντός του Πατρός» (Ιωάν.4,34). Η έπαρση του χοϊκού Αδάμ απέκοψε το ανθρώπινο γένος από τη ζωή και το οδήγησε στο θάνατο. Αντίθετα η έσχατη υπακοή και η ταπείνωση (Φιλιπ.2,8) του Χριστού νίκησε το θάνατο και επανένωσε την ανθρωπότητα με τη ζωή,
Ο θάνατος δεν είναι στοιχείο της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά είναι προϊόν της αμαρτίας (Ρωμ.6,23 ). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό να ζει αθάνατος. Η αμαρτία όμως εισήγαγε τον θάνατο στην ανθρώπινη φύση ως αφύσικη κατάσταση. Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου και του Άδη θεράπευσε την ανθρώπινη φύση από το ξένο και αφύσικο αυτό στοιχείο. Η Ανάσταση δε του Λυτρωτή « απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων εγένετο» (Α΄Κορ.15,20 ). Η Ανάσταση του Κυρίου κατέρριψε όλους τους φραγμούς που εμποδίζουν τον άνθρωπο να εισέλθει στην αιωνιότητα,(Ειρην. C.H.V.23, 2, P.G.7, 1182-1183). Η εν Χριστώ σωτηρία είναι ουσιαστικά «εκκένωσις του θανάτου» και χορήγηση της ζωής (Ειρην. C.H.III,23,7).
To ξύλο της Εδέμ (Γεν.2ο κεφ) έγινε η αιτία της πτώσεως του πρώτου ανθρώπου. Δι’ αυτού ο γενάρχης ξέπεσε και κατεστάθη θνητός. Το ξύλο του Σταυρού έγινε αιτία να ξαναγίνει πάλι ο άνθρωπος αθάνατος. «Η αμαρτία, γράφει ο ιερός πατήρ, η οποία προήλθεν εκ του ξύλου, εξηλείφθη δια του ξύλου της υπακοής, επί του οποίου εσταυρώθη ο Υιός του ανθρώπου, υπακούων εις τον Θεόν, καταργήσας ούτω την γνώσιν του κακού συνετέλεσεν, ώστε να ανθίση εις τας ψυχάς των ανθρώπων η γνώσις του καλού. Επειδή δε το κακόν συνίσταται εις την ανυπακοήν κατά του Θεού, το καλόν συνίστα εις την υπακοήν. . . Ώστε δια της μέχρι θανάτου, και δη θανάτου Σταυρού, υπακοής του εξιλέωσε την αρχαίαν διά του ξύλου προκληθείσαν ανυπακοήν. . . Ήτο δίκαιον και αναγκαίον αυτός, ο οποίος κατέστη ορατός, να οδηγήση όλα τα ορατά πράγματα εις την εις την συμμετοχήν του Σταυρού Του και ούτως υπό την ορατήν Του μορφήν η επίδρασίς Του εγένετο αισθητή εις όλα τα ορατά πράγματα» ( Ειρην. Επίδ. Αποστ. Κηρύματος 34).
Το μέγα γεγονός της Αναστάσεως του Σωτήρος ο άγιος Ειρηναίος το συνδυάζει με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η πραγματικότης της Αναστάσεως συνδέεται με την πραγματικότητα της αληθούς μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού (Ειρην. C.IV,18,4-5). Ο κοινωνών του αναστημένου και αυθαρτοποιημένου Σώματος του Κυρίου, καθίσταται και ο ίδιος δυνάμει αναστηθείς και αφθαρτοποιηθείς εν Χριστώ (C.IV,5,5 και 33,2).
Η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου, κατά τον ιερό πατέρα, αποτελεί το θεμελιώδες κεφάλαιο της χριστιανικής σωτηριολογίας. «Εάν (ο Χριστός) δεν εγεννήθη, άρα δεν απέθανε, και εάν δεν απέθανε, δεν ανέστη εκ νεκρών, δεν εθριάμβευσεν άρα επί του θανάτου και δεν κατήργησε το κράτος του, και εάν δεν εθριάμβευσεν επί του θανάτου, πως θα δυνηθώμεν να υψωθώμεν μέχρι της ζωής ημείς, οι οποίοι εξ αρχής υποκείμεθα εις τον θάνατον, Όσοι λοιπόν δεν παραδέχονται την σωτηρίαν του ανθρώπου, και δεν πιστεύουν, ότι ο Θεός θα τους αναστήση εκ νεκρών, ούτοι περιφρονούν την γέννησιν του Κυρίου ημών. Ο Λόγος του Θεού, ευδοκήσας να σαρκωθεί, εδέχθη αυτήν την γέννησιν, δια να μας αποδείξη την ανάστασιν της σαρκός και να προηγηθή όλων ημών εις τον ουρανόν» ( Ειρην. Επίδ. Αποστ. Κηρυγμ. 39).
Ο Θεός Λόγος με την θεία Ενανθρώπησή Του έγινε όμοιος με τον άνθρωπο κατά πάντα εκτός της αμαρτίας. Αυτήν την ανθρώπινη τραυματισμένη και αμαυρωμένη από την αμαρτία εικόνα με την Ανάστασή Του την αυθαρτοποίησε και τη θέωσε, έτσι ώστε «και την εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο γενόμενος όπερ ήν εικών αυτού, και την ομοίωσιν βεβαίως κατέστησε, συνεξομοιώσας τον άνθρωπον τω αοράτω Πατρί» (Ειρην. C.H.IV,16,2). H νέα αναδημιουργηθείσα εν Χριστώ ανθρώπινη φύση είναι η ίδια η ένδοξη μεταναστάσιμη ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ο «κολλώμενος τω Κυρίω» (Α΄Κορ.6,17) μετέχει αυτής της θεωμένης και δοξασμένης φύσεως. Χάρη στο σωτηριώδες έργο του Χριστού, με επιστέγασμα την Ανάστασή Του, «ο γεννητός και πεπλασμένος άνθρωπος κατ΄εικόνα και ομοίωσιν του αγεννήτου γίνεται Θεού» (Ειρην. C.H.IV, 38,3).
Ο Αναστάς Χριστός, όπως ευστοχότατα θεολόγησε ο μεγάλος αυτός πατέρας της αρχαίας Εκκλησίας μας, ανακεφαλαίωσε στον εαυτό του τον πεπτωκότα άνθρωπο και δια του εκουσίου Πάθους και της Αναστάσεώς Του συνέτριψε ολοκληρωτικά και μόνιμα το κράτος του διαβόλου και κατήργησε τον «ολετήρα της κτίσεως». Η Ανάσταση του Σωτήρος μας είναι το επιστέγασμα της αποκαταστάσεως και ανακεφαλαιώσεως του μεταπτωτικού ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας. Γι’ αυτό δικαιολογημένα η αγία μας Εκκλησία μας καλεί να «Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τω προϊόντι Χριστώ εκ του μνήματος, ως νυμφίω, και συνεορτάσωμεν, ταις φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεού το σωτήριον»

Η τελετή του Αγίου Φωτός στα Ιεροσόλυμα

Απερίγραπτο και άξιο θαυμασμού γεγονός είναι η τελετή του Αγίου Φωτός. Τα θρησκευτικά συναισθήματα των χριστιανών και ιδιαιτέρως των Ορθοδόξων Ελλήνων φτάνουν στο αποκορύφωμα τους και η «ανεκλάλητη» χαρά που τους δωρίζει ο Κύριος είναι το αποτέλεσμα της ευλαβικής συμμετοχής τους, στην αγία αυτή τελετή.
Βρισκόμαστε μπροστά στο μοναδικό γεγονός μέσα στον Κόσμο στο γεγονός της εκπομπής και αναλάμψεως του φωτός από τον Πανάγιο και Ζωοδόχο Τάφο του Σωτήρος. Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου από τις πρωινές ώρες κανένας τύπος δεν τηρείται ως προς τις διάφορες θέσεις του αγίου ναού της Αναστάσεως. Οι Άμβωνες, τα Δεσποτικά και τα Στασίδια είναι γεμάτα από πιστούς ανεξαρτήτως φύλου. Διά της Ωραίας Πύλης εισέρχεται ο τυχών, εντός δε του Ιερού και γύρω από την Αγία Τράπεζα περιμένουν με εγκαρτέρηση την εμφάνιση του Αγίου Φωτός, άνδρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας.
Σε πιο παλιά εποχή την ημέρα αυτή, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, οι ντόπιοι ορθόδοξοι, σκιρτώντες και αγαλλώμενοι περιτρέχον το Άγιο Κουβούκλιο άλλοτε μεν ψάλοντες το «Κύριε Ελέησον» άλλοτε δε πολυχρονίζοντες τον Πατριάρχη της Αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και άλλοτε απαγγέλοντες στα αραβικά με μεγάλη φωνή στίχους εκδηλώνοντας τη χαρά τους.
Το έθιμο αυτό σήμερα για να μην προκαλείται πολύς θόρυβος και ταραχή επιτρέπεται μόνο λίγο πριν από την ώρα της τελετής και κατά τη διάρκεια αυτής.
Μερί την δωδεκάτην μεσημβρινήν η Αυτού Θειοτάτη Μακαριότης ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, οι Άγιοι Αρχιερείς μαζί με όλον τον Ιερόν Κλήρον, κατεβαίνουν με μεγάλη Στολή από το Πατριαρχείο, δια της Αναστάσεως και σύμφωνα με την τάξη καταλαμβάνουν τις θέσεις τους στο Άγιο Βήμα του Καθολικού χώρου, ενώ οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα. Ευθύς αμέσως εκπρόσωποι των Αρμενίων, των Συριάνων και των Κοπτών εισέρχονται εις το Ιερόν Βήμα ασπάζονται την δεξιάν του Πατριάρχου ή του Αρχιερέως που θα τελέσει την τελετήν , για να πάρουν καιρόν, για να μετάσχουν της τελετής του Αγίου Φωτός, σύμφωνα με τους φυλασσομένους ορισμούς του Σουλτάνου που μαρτυρούν την ιδιιοκτητικήν κυριαρχίαν του ελληνικού Έθνους επί του Πανιέρου ναού της Αναστάσεως και του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι από την προηγούμενη βραδιά που έληξε η ακολουθία του Επιταφίου ο ναός παραμένει σκοτεινός χωρίς ούτε ένα καντήλι αναμμένο. Και αυτό το Άγιο Κουβούκλιο, δηλαδή, ο Τάφος του Κυρίου, αφού εξετάστηκε καλά και με αντικειμενικά κριτήρια εσωτερικά και πιστοποιήθηκε η εξ ολοκλήρου έλλειψη φωτός ή πηγή φωτός, σφραγίσθηκε εξωτερικά με την ιδιαιτέρα σφραγίδα των «Καβάσιδων» θυρωρών του Αγίου Τάφου.
Όλος ο Ιερός Κλήρος με επικεφαλής τον Πατριάρχη και με τους εκπροσώπους των Αρμενίων, Κοπτών και Συριανών ντυμένοι τις Αρχιερατικές και τις υπόλοιπες κατά βαθμούς ιεροσύνης στολές τους, βγαίνουν από το Ιερό Βήμα, ενώ προπορεύονται βυζαντινά λάβαρα, επευφημεί το πλήθος και οι χοροί ψάλλουν το γνωστό τροπάριον «Την Ανάστασιν Σου Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς, και ημάς τους επί γης καταξίωσον εν καθαρά καρδία. Σε δοξάζειν» Ακολουθεί περιφορά τρεις φορές γύρω από το Ιερό Κουβούκλιο. Κατά την δευτέραν περιφοράν σύμφωνα με παλιό έθιμο εισέρχεται στην πομπή ο Αρμένιος εκπρόσωπος και κατά την τρίτην περιφορά ο εκπρόσωπος της Κοπτικής "Εκκλησίας".
Μετά το τέλος της Ιερής Λιτανείας και αφού ψάλλει ο επιλύχνιος ύμνος «Φως ιλαρόν...», όλος ο Κλήρος και οι χοροί εισέρχονται εις το ιερόν του Καθολικού, ενώ ο Πατριάρχης εκδύεται τα άμφια του, το ωμοφόριον, τον σάκκον, και την μήτραν και παραμένει μόνο με κατάλευκο στοιχάριον, επιτραχήλιο και ζώνη. Ο αρχιθυρωρός ενώπιον του (πλήθους ερευνά τον Πατριάρχην, μήπως υπάρχει κάτι για παραγωγή φωτός και αφαιρεί τις σφραγίδες που υπάρχον στις πόρτες του Κουβουκλίου.
Ο Μακαριώτατος παραλαμβάνει από τους Διακόνους δέσμες κεριών σβηστών και με κατάνυξη, αγωνία και ταπείνωση εισέρχεται στον Πανάγιο Τάφο, ενώ ο Αρμένιος Πατριάχης με τον Γέροντα Δραγουμάνο παραμένουν στον προθάλαμο (τον του Αγίου Λίθου) και κλείνεται η Θύρα.Άκρα σιγή, συγκίνηση και βαθιά πίστη επικρατούν στο παρευρισκόμενο πλήθος, οι αναπνοές κρατούνται, προσευχές αναπέμπονται και βαθιά συγκίνηση έχει καταλάβει τους πάντες που τα βλέμματα τους είναι στραμμένα προς το Άγιο Κουβούκλιο και τον ουράνιο χώρο, ενώ οι καρδιές όλων δονούνται από πίστη, θαυμασμό και ελπίδα.
Ο Πατριάρχης γονυπετής προ του Ζωοδόχου Τάφου προσεύχεται προς τον Σταυρωθέντα υπέρ ημών, όπως παραπέμψει δια της δυνάμεως Του το Άγιον Φως και αναδείξει τούτο «λυτήριον αμαρτημάτων», απαγγέλων την ακόλουθον Ευχήν: «Την αφάτω Σου ευσαπλαχνία εαυτόν κενώσαντα και τω φωτί της εαυτού επιγνώσεως τα εν σκότει διαπορευόμενα Έθνη καταλάμψαντα και δια της εν Άδη καθόδου τα ουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια φωτός πληρώσαντα, όπως το εκ του φωτοφόρου τάφου Αυτού τοις Πιστοίς διδόμενον φως αναδείξη Αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον και νοσημάτων αλεξιτήριον και ευλογήση και αγιάση τους ευλαβώς αυτού απτομένους, δω δε αυτοίς περιπατείν εν τω φωτί των εντολών αυτού ως τέκνα φωτός».
Μετά από παρέλευση λίγων λεπτών τη νεκρική σιγή διαδέχεται βοή συμμιγής, ικανή να σκίσει το καταπέτασμα του ουρανού και να σείσει τους υψηλούς θόλους του, «το Άγιον Φως, το Άγιον Φως».Είναι η θαυμαστή στιγμή που ο Πατριάρχης εξέρχεται από το Άγιο Κουβούκλιο, βαθύτατα συγκινημένος, με φανερό τον κόπο από την αγωνία και προτείνει τους αναμμένους πυρσούς με το Άγιον Φως.
Είναι οι πυρσοί, κατασκευάσματα των ανθρώπων που δέχτηκαν το άκτιστο Θεϊκό φως σαν αιώνιοι μάρτυρες της Θείας δημιουργίας, της Θείας Προνοίας και της απέραντης αγάπης του Θεού. Το Άγιο Φως παραλαμβάνει πρώτα, σύμφωνα με το έθιμο, προνομιούχος αραβική οικογένεια, η οποία το μεταφέρει αστραπιαία μέσα στο Άγιο Βήμα όπου το παραλαμβάνει ο Σκευοφύλακας του Παναγίου Τάφου που το μεταδίδει στους υπόλοιπους χριστιανούς.
Οι Αρμένιοι, οι Κόπτες και οι Συριανοί παραλαμβάνουν το Άγιο Φως από μία οπή του Αγίου Κουβουκλίου, που βρίσκεται στο αριστερό του εισερχομένου σ' αυτό, και το μεταλαμπαδεύουν στους παρισταμένους ομοφύλους τους.Οι ευρισκόμενοι (μέσα) στον Πανίερο ναό της Αναστάσεως υποδέχονται το ανατείλαν από τον Τάφο του Κυρίου Άγιο Φως κάτω από τους ρυθμικούς ήχους των κωδώνων και των βαρύγδουπων σημάντρων και ακαριαία ο ναός μεταβάλλεται σε θάλασσα φωτός και το σκοτάδι του ναού μεταβάλλεται σε πάμφωτο μεγαλείο, όπως και το σκοτάδι της αγνοίας διαλύεται στον άνθρωπο που δέχεται το φως της λυτρωτικής πίστης.Ο Πατριάρχης αναρπάζεται από το πλήθος και μεταφέρεται θριαμβευτικά μέχρι το Άγιο Βήμα, ενώ οι χοροί ψάλλουν το: «ανάστα ο θεός, κρίνων την Γήν, ότι Συ κατακληρομήσεις εν πάσι τοις Έθνεσι».
Ευθύς αμέσως ο Πατριάρχης ο εντεταλμένος Αρχιερεύς τελεί την Θείαν λειτουργίαν του Μεγάλου Βασιλείου στο Καθολικό του ναού, ενώ τεταγμένοι μοναχοί πλένουν με απόσταγμα από άνθη το μάρμαρο του Παναγίου Τάφου.Ο λαός διασκορπίζεται με αναμμένα κεριά στα χέρια, και οι Ορθόδοξοι Άραβες από τα γειτονικά χωριά μεταφέρουν το Άγιο Φως με ταχύτητα στους τόπους τους, όπου οι κάτοικοι τους υποδέχονται με επευφημίες, χειροκροτήματα και αλαλαγμούς. Από τη στιγμή αυτή, όλα τα σβηστά καντήλια των ναών στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα ανάβουν και διατηρούν το Άγιο Φως μέχρι το επόμενο έτος.

Εκ του βιβλίου "Το Άκτιστον και Θείον Άγιον Φως του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Χριστού.
Ιερομονάχου π. Τρύφωνος Σ. Κατσαρού