Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Θεολογική προσέγγιση στην θεία Εικόνα, της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού



Ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης ἀποτελεῖ τό κλειδί τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας γιά τή θέα τοῦ Θεοῦ. Τό φανερωμένο στούς ἀποστόλους φῶς ἦταν ἡ ἐκδήλωση τῆς θείας λαμπρότητας, ἄχρονης καί ἄκτιστης δόξας, μιά ἀναγνώριση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεϊκῆς καί τῆς ἀνθρώπινης. Ταυτόχρονα ἦταν μιά «προτύπωσις», μιά εἰκόνα τῆς μεταμορφωμένης ἀνθρώπινης φύσης καί θέωσης πού χαρίζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ εἶναι τό ἀντίστοιχο τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Παλαιά, ὅπου ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στό Μωυσῆ στό ὄρος Χωρήβ.
Ἤδη ἀπ᾽ τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἔχουμε ἐνδείξεις ὅτι γιορταζόταν ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἀπό τό τέλος τοῦ 6ου αἰώνα θεσπίστηκε ὁ ἑορτασμός στίς 6 Αὐγούστου. Ἀπό τήν ἴδια ἐποχή προέρχονται καί τά πρῶτα παραδείγματα τῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης.Τό φῶς τοῦ Μεταμορφωθέντος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν κύρια ἔκφραση τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος μέσω τῆς θεολογίας τῶν «Ἡσυχαστῶν Πατέρων», κατά τόν 14ο αἰώνα. Ὁ ἀρχηγός τους, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, διακήρυξε ὅτι ὁ Θεός ὀνομάζεται «Φῶς» ὄχι κατά τήν οὐσία του, ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά του, καί ὅτι αὐτό τό «ἄκτιστο» φῶς μπορεῖ νά γίνει αἰσθητό μέσω τῆς προσευχῆς καί ἐφόσον συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις (καθαρότητα καρδιᾶς, ἀδιάλειπτη μνήμη Θεοῦ κ.λπ). Τό δόγμα αὐτό τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθουν ὁρισμένες εἰκονογραφικές ἀλλαγές στή σύνθεση, εἰδικά στήν ἀπόδοση τῆς Δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης ζωγραφίζεται ὄχι μόνο σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ Εὐαγγελίου – περιγράφεται ἀπ᾽ ὅλους τούς Εὐαγγελιστές, Ματθ. 17: 1-9, Μάρκ. 9: 2-13, Λουκ. 9:28-36, μέ ἐξαίρεση τόν Ἰωάννη-, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τό πνεῦμα του. Ἕνεκα τῆς βαθιᾶς δογματικῆς σημασίας τοῦ γεγονότος, τό εἰκονογραφικό θέμα ἔχει ὑποστεῖ ἐλάχιστες τροποποιήσεις στό διάβα τῶν αἰώνων. Ἡ παράσταση αὐτή ὑπῆρξε ὄχι μονο γιά τούς θεολόγους ἀλλά καί γιά τούς τεχνίτες εἰκονογράφους ἡ ἀφορμή γιά νά δώσουν ἐκτεταμένα σχόλια σχετικά μέ τό πῶς θά ἔπρεπε νά ἀποδοθεῖ τό ἄκτιστο φῶς μέ ὑλικά πεπερασμένα μέσα. Πρόκειται γιά τό σημεῖο ὅπου συναντιοῦνται ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας μέ τήν ἡσυχαστική θεολογία καί τή θέα τοῦ θείου καί ἀκτίστου φωτός.
Στήν εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης προβάλλεται μιά θεληματική ἀντίθεση, καταπληκτική στόν πιό ψηλό βαθμό. Ἡ σύνθεση ἀντιτάσσει τό Χριστό ἀκινητοποιημένο στήν ὑπέροχη εἰρήνη καί θεία δόξα πού ἀπορρέει ἀπό αὐτόν, λούζει μέ θεῖο μεγαλεῖο τίς μορφές τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία πού κλίνουν πρός τόν Κύριο καί σχηματίζουν τόν τέλειο κύκλο τοῦ ὑπερπέραν, καί χαμηλά ἀντιπαραθέτει τό ζωηρό δυναμισμό τῶν ἀποστόλων - ἀκόμη ἐντελῶς ἀνθρώπων – πρό τῆς Ἀποκάλυψης πού τούς ἀνατρέπει καί τούς καταγκρεμίζει.Ψηλά στό μέσο τῆς εἰκόνας, πάνω στή μεσαία ἀπ᾽ τίς τρεῖς κορυφές τοῦ ὄρους Θαβώρ τῆς Γαλιλαίας παρουσιάζεται ὁ Μεταμορφωμένος Χριστός· μέ τό ἕνα χέρι εὐλογεῖ καί μέ τό ἄλλο κρατεῖ κλειστό εἰλητάριο, ὅπου ἀναγράφεται ὁ Νόμος του. Φοράει λευκό χιτώνα καί ἱμάτιο καί εἶναι πλημμυρισμένος μέ φῶς μέσα στή μετέωρη Δόξα του - ἀφοῦ τό φῶς εἶναι τό πρῶτο ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ (Ψαλ. 27:1, Ἠσ. 60:19-20 καί 42:6) – καθώς ἀνιστορεῖ τό θαῦμα τῆς ἀποκαλυπτικῆς θεοφάνειάς του. Ὁ Μάρκος περιγράφει τή σκηνή ὡς ἑξῆς: «καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεύς ἐπί γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι» (9:2-3).
τό ἄκτιστο φῶς ἀποδίδεται στήν εἰκόνα μέσα ἀπό συμβολικά σχήματα καί χρώματα ἀπό τά ὁποῖα περιβάλλεται ὁ Χριστός. Οἱ δύο ὁμόκεντροι κύκλοι συμβολίζουν τήν παρουσία τῶν δύο ἄλλων προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁλότητα ἀπό σφαῖρες τοῦ δημιουργημένου σύμπαντος. Ὁ κύκλος εἶναι εἰκονογραφικά τό τελειότερο σχῆμα καί συμβολίζει τήν ἀέναη διάρκεια, τό θεϊκό. Ὁ Χριστός – τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος – κατά τή στιγμή τῆς Μεταμόρφωσής του περιβάλλεται ἀπό τά ἑξῆς τρία σύμβολα τοῦ φωτός: τίς ἀκτίνες πού σχηματίζουν ἕνα ἐλλειψοειδές τετράγωνο, τίς χρυσές γραμμές (assisto), τό φωτοστέφανο γύρω ἀπ᾽ τό κεφάλι του καί τή λευκή ἐνδυμασία. Οἱ ἀκτίνες πού ἐκφεύγουν ἀπ᾽ τό σῶμα του ὑποδηλώνουν τόν ἥλιο, οἱ χρυσές γραμμές τή μετάδοση τῆς θείας ζωῆς, τό φωτοστέφανο ὑπενθυμίζει τήν ἡλιακή σφαίρα, σύμβολο τοῦ ἱεροῦ καί τῆς πνευματικῆς ἐνέργειας πού ἀκτινοβολεῖ, καί ἡ λευκότητα τῶν ἐνδυμάτων τήν καθαρότητα καί ἀφθαρσία. Θεολογικά, τό Θαβώριο αὐτό φῶς κάνει τήν εἰκόνα εἰκονογραφική ἀπόδειξη τῆς θεϊκῆς ὕπαρξης.
Ἡ λαμπρότητα πού διακρίνει τό Χριστό καί τά «λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17: 2) ἐνδύματά του πού ἔστιλβαν, ἄστραφταν καί ἀντανακλοῦσαν μαρμαρυγές θείου μεγαλείου εἶναι αὐτό πού τονίζεται σέ ὅλες τίς περιγραφές τῶν ἀποστόλων. Τό λευκό σάν σύμβολο τοῦ φωτός ἔχει τήν ἰδιότητα νά διαχέεται διασχίζοντας τό χῶρο· ἀντιπροσωπεύει ἔτσι τό ἄχρονο. Δηλώνει τήν ἀθωότητα τῆς ψυχῆς, τήν ἁγνότητα, τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς, τή χαρά, τήν παρθενία, τήν πίστη καί τή δόξα. Σχετικές ἀναφορές γίνονται καί στήν Ἁγία Γραφή: «πλυνεῖς με, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50:9). Λευκά ἐνδύματα φοράει καί ὁ νεοβαπτιζόμενος ὡς ἔνδειξη τῆς γέννησής του στήν ἀληθινή ζωή. Τό λευκό γίνεται πλέον τό χρῶμα τῆς Ἀποκάλυψης, τῆς Θεοφάνειας, τῆς χάρης, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Ἰωάννης «ὁ Θεός φῶς ἐστιν» (Α’ Ἐπιστ. 1:5).
Ὁ Χριστός εἰκονίζεται μέ σταυροφόρο φωτοστέφανο πού φέρει στίς κεραῖες του τά γράμματα «Ο Ω Ν» καί σημαίνει «ὁ ὑπάρχων, ὁ παρών». Ὑπενθυμίζει ἔτσι ὅτι αὐτός εἶναι ἡ αὐθεντική «εἰκόνα» καί ὁμοούσιος τοῦ Πατέρα. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στό Μωυσῆ στό ὄρος Χωρήβ λέγοντάς του: «Ἐγώ εἰμί ο Ὤν» (Ἐξοδ. 3:14). Αὐτό ἀκριβῶς ἀποτυπώνεται πάνω στό φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁμοούσιου μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ μέσα στό φωτοστέφανο ἀποδίδει τό γεγονός τῆς ἀπολύτρωσης μέσω τοῦ Σταυροῦ.
Μέσα στή θεία του Δόξα ὁ Χριστός εὐλογεῖ ἔχοντας στραμμένο τό πρόσωπο στό θεατή – πρός τόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀπευθύνεται. Ἡ χειρονομία εὐλογίας με τά δύο δάχτυλα ὑψωμένα (δείχτης καί μεσαῖος) καί τά τρία ἄλλα ἑνωμένα κάνει ἀναφορά στίς δύο φύσεις του, τή θεϊκή καί τήν ἀνθρώπινη, καί στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀντίστοιχα. Στήν κάθοδο ἀπ᾽ τό Θαβώρ ὁ Χρστός εὐλογεῖ μέ διάφορετικό τρόπο· φέρει σέ ἐπαφή τόν ἀντίχειρα μέ τόν παράμεσο καί ἔχει ὑψωμένα τά ὑπόλοιπα τρία δάχτυλα. Μέ τόν τρόπο αὐτό δηλώνονται πάλι οἱ δύο φύσεις καί τρεῖς ὑποστάσεις, ἀλλά ταυτόχρονα μέ τή θέση τους τά δάχτυλα σχηματίζουν καί τό ἑλληνικό μονόγραμμα IC XC, πού ἐπιγράφεται ὡς τίτλος σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καί στή Ρωσία.
Στή «τρίκορφη σύνθεση», ὅπως περιγράφεται τό τοπίο ἀπό τό Διονύσιο ἐκ Φουρνᾶ, ὁ Χριστός πλαισιώνεται ἀπό τίς ὄρθιες μορφές τοῦ προφήτη Ἠλία ἀριστερά καί τοῦ Μωυσῆ πού κρατᾶ τίς πλάκες μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ δεξιά. Αὐτοί παρουσιάζονται ὡς τά πρότυπα τῶν ἀποστόλων, γιατί σ᾽ αὐτούς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός· στό μέν Ἠλία στό ὄρος Κάρμηλος, στό δέ Μωυσῆ στό ὄρος Σινά. Τό βουνό εἶναι ἐξάλλου στή χριστιανική παράδοση ὁ τόπος ὅπου συναντᾶται ὁ οὐρανός μέ τή γῆ, καί ἡ ἀνάβαση στό βουνό ἔχει μεταφορική ἔννοια, καθώς νοεῖται ὡς ἡ ἀνάβαση στίς βαθμίδες τῆς ἁγιότητας. Οἱ δύο προφῆτες - ἀπ᾽ τίς μεγαλύτερες μορφές τῆς Π. Διαθήκης – φέρονται νά συνομιλοῦν μέ τό Χριστό: «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. 9:31). Ὁ Χριστός γιά νά μήν παρασύρει τούς μαθητές σέ πειρασμό μέ τή σκληρή δοκιμασία τοῦ σταυροῦ, ἀλλά νά τούς προετοιμάσει καί νά τούς καταστήσει δυνατούς πνευματικά, ἐμφανίζεται μέσα στή λάμψη τῆς θείας δόξας του. Ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας παρασταίνονται μέ στερεότερο καί περισσότερο γήινο παράστημα ἀπ᾽ ὅτι ὁ Σωτήρας, καί συμβολίζουν ἀντίστοιχα τό Νόμο τῆς Π. Διαθήκης καί τούς προφῆτες· ἐπίσης συμβολίζουν τούς νεκρούς (ὁ Μωυσῆς) καί τούς ζωντανούς (ὁ Ἠλίας πού μετέστη στόν οὐρανό πάνω σέ ἕνα πύρινο ἅρμα). Ὁ Χριστός τούς ὑπενθυμίζει ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφερε σέ ἐπαφή τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ μέ τίς Παλαιοδιαθηκές ρήσεις τῶν προφητῶν – πού ἐδῶ ἀντιπροσωπεύονται ἀπ᾽ τόν Ἠλία – καί δηλώνει τήν ὑπεροχή του ἀπέναντι σ᾽ αὐτές τίς Γραφές μέσω τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατέρα, «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου…».
Σέ ἀντιπαράθεση μέ τούς δύο προφῆτες πού στέκονται ἀκίνητοι οἱ τρεῖς ἀπόστολοι κάτω ἀπό τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἔντρομοι μέ ὅσα συμβαίνουν, ἀπεικονίζονται πεσμένοι πρηνεῖς. Τυφλωμένοι ἀπό τή Θεοφάνεια, τή θεϊκή ἐνέργεια, ἀποδίδονται σέ στάσεις ἔντονης κατάπληξης καί διακατέχονται ἀπό μεγάλη ταραχή καί ἀναστάτωση, εἰκονογραφώντας τή μαρτυρία τοῦ Ματθαίου: «Καί ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (17:6). Στήν Ἁγία Γραφή ἔχουμε ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά ἀντικρίσει τή θεϊκή παρουσία: τό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ μετά τήν κάθοδό του ἀπό τό Σινᾶ ἀκτνοβολοῦσε τό θεῖο φῶς, ὥστε ὁ λαός τῶν Ἰσραηλιτῶν δέν μποροῦσε νά τόν ἀντικρίσει (Ἔξοδ. 34, 27-37).
Ἡ ἐνέργεια τοῦ φωτός τῆς θεϊκῆς φύσης τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώνει σέ φῶς τούς ἀποστόλους πού ἔχουν χάσει κάθε δυνατή ἀνθρώπινη ἰσορροπία. Πραγματικά οἱ ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης ἐκλέγονται γιά τή ζωντάνια τους ὡς «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος… σύν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ» (Β’ Πετρ. 1:16-18). Ὁ ἐπιδέξιος τρόπος πού ἀποδίδονται οἱ στάσεις τῶν ἀποστόλων μέ τίς τρομαγμένες ἐκφράσεις τους δημιουργεῖ μιά δραματική ἐντύπωση σέ σύγκριση μέ τήν ἤρεμη μεγαλοπρέπεια καί «ἄχρονη» στάση τῶν μορφῶν πού ἀπεικονίζονται στό πάνω μέρος τῆς σκηνῆς. Ἄν ἡ ἀκινησία ἐκφράζει τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί τήν ὑπεράνθρωπη ζωή, ἡ κινητικότητα ἀντίθετα μαρτυρεῖ τήν ἀτέλεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδή τήν ἁμαρτωλή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς κίνησης καί ταραχῆς ἀνήκει στό γήινο κόσμο, τήν κατώτερη ἐπικράτεια καί ὄχι στήν οὐράνια πολιτεία.
Οἱ ὕμνοι πού ἀκούγονται στίς 6 Αὐγούστου, τήν ἡμέρα πού γιορτάζεται ἡ Μεταμόρφωση τονίζουν ὅτι ἡ θεϊκή δόξα φανερώνεται στούς ἀποστόλους ἀνάλογα μέ τή δυνατότητα καί τό μέτρο δεκτικότητας τοῦ καθενός νά τή δεχτεῖ. Οἱ στάσεις τους συμβολίζουν τούς διαφορετικούς τρόπους πού οἱ ἄνθρωποι ἀντιδροῦν μπροστά στή θεία ἀποκάλυψη. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης , ὁ μικρότερος ἀπ᾽ αὐτούς, στή μέση, καί ὁ Ἰάκωβος δεξιά μέ τό πράσινο ἔνδυμα πετιοῦνται στό ἔδαφος κρατώντας τό πρόσωπό τους, μή μπορώντας νά ἀντικρίσουν τή θεϊκή ἀκτινοβολία, ἐνῶ ὁ Πέτρος ἀριστερά, ὁ μεγαλύτερος, κρατάει μέν μέ τό ἀριστερό χέρι τό πρόσωπό του, τό ἔχει ὅμως στραμμένο πρός τά ἐπάνω. Ταυτόχρονα μέ αὐτό τόν τρόπο ἀποδίδεται καί σεβασμός στό συμβολισμό τῶν ἡλικιῶν. Ἡ «θέα Θεοῦ» θεωροῦνταν ἀπό τούς πιστούς Ἰουδαίους καί χριστιανούς ὡς ἡ ἥψιστη ἐμπειρία καί ἀρετή πού θά μποροῦσε νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος: «Ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν», εἶπε ὁ Μωυσῆς στό Θεό (Ἐξοδ. 33:18). Ἡ ἐμπειρία ὅμως αὐτή φαίνεται καί σάν κάτι τό ἀκατόρθωτο: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», γράφει ὁ Ἰωάννης στό Εὐαγγέλιό του (Ἰωάν. 1:18). Ἐδῶ στό Θαβώρ οἱ τρεῖς μαθητές γίνονται ἀδιάψευτοι μάρτυρες μιᾶς στιγμιαίας ἐμφάνισης τῆς θεϊκῆς δόξης: «θεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰωάν. 1:14). Ὁ λόγος δέν ἦταν τυχαῖος: παραβρέθηκαν (σύμφωνα μέ τό ἰδιόμελο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς) στό λαμπρό ἐκεῖνο γεγονός, «ἵνα θεωρήσαντες τά θαυμάσια» τοῦ Ἰησοῦ «μή δειλιάσωσι τά παθήματα» αὐτοῦ ἀργότερα μέ τή σταύρωση. Ἄλλωστε ἕνας ἄλλος σκοπός τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ ἦταν καί ἡ προαγγελία «τῆς Ἀναστάσεως».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέγει γιά τούς τρεῖς μαθητές, μάρτυρες τῆς σκηνῆς: «Οὐκοῦν οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» (Migne P.G. 151, 433Β). Πιό κάτω λέει πάλι: Αὐτός πού θεωρεῖ τό θεῖο φῶς, θεωρεῖ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό ὑπερπηδημένο κατώφλι εἶναι ἡ «ὑποστατική ὡραιότητα», ὁ θεῖος Μυσταγωγός, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Νά γιατί ὁ Μέγας Βασίλειος εἶπε ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε στό Θαβώρ κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό προοίμιο τῆς δόξας του κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Ὅταν ὁ Πέτρος εἶδε τό Χριστό σέ πλήρη δόξα καί τούς δύο προφῆτες νά στέκουν πλάι του, πρότεινε: «Ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί μίαν Μωυσεῖ καί μίαν Ἠλίᾳ». Καθώς μιλοῦσε, «…ἐγένετο νεφέλῃ καί ἐπεσκίασεν αὐτούς…καί φωνή ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκ. 9:33-35). Ἀποκαλύπτεται ἔτσι ὁ Πατέρας «ἐν φωνῇ» καί τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν νεφέλῃ». Ὁ Πατήρ μαρτυρεῖ γιά τή θεία γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά καταλάβουν ἀργότερα οἱ μαθητές ὅτι τό πάθος του ἦταν ἑκούσιο: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 13:31). Ταυτόχρονα ἡ Μεταμόρφωση τοῦ «ἀναβαλλομένου τό φῶς ὡς ἱμάτιον» Σωτήρα ἀποκαλύπτει τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου καί ὑπερβατικοῦ Υἱοῦ, πού κατέχει τήν ἴδια δόξα μέ τόν Πατέρα· παράλληλα θυμίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος «κατ᾽ εἰκόνα» Θεοῦ.
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγιογράφου τοῦ δωδεκαόρτου τῆς μονῆς Διονυσίου ἀποτελεῖ τή μοναδική εἰκονογραφική παραλλαγή τοῦ θέματος τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτήρα. Ὁ τεχνίτης εἰκονογράφος ἀκολουθώντας ἐπακριβῶς τίς εὐαγγελικές διηγήσεις συμπεριλαμβάνει στή σύνθεσή του δίπλα στό κεντρικό θέμα τίς σκηνές τῆς ἀνόδου καί καθόδου στό ὄρος Θαβώρ. Ἀριστερά βλέπουμε τό Χριστό νά προπορεύεται ἔχοντας στραμμένο τό κεφάλι πρός τούς τρεῖς μαθητές καί τό ἀριστερό χέρι ὑψωμένο σέ χειρονομία λόγου· στό δεξί χέρι κρατεῖ τό θεῖο Νόμο. Φαίνεται νά προετοιμάζει τούς μαθητές γιά τή μοναδική ἐμπειρία πού πρόκειται βιώσουν. Σκοπός του δέν εἶναι νά τούς ἐκπλήξει μέ τή Μεταμόρφωσή του, ἀλλά νά τούς ἀποκαλύψει τή θεϊκή του δόξα. Μετά τό οὐράνιο ὅραμα κατέρχονται ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ βουνοῦ· οἱ μαθητές στρέφουν ἀνήσυχοι τό βλέμμα πρός τόν Κύριό τους πού τούς καθησυχάζει εὐλογώντας τους. Ταυτόχρονα τούς λέγει: «Μηδενί εἴπητε τό ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17:9).
Ἡ παραλλαγή αὐτή συνηθίζεται ἰδιαίτερα σέ τοιχογραφίες, ἀλλά ἀπαντᾶται κάποτε καί σέ φορητές εἰκόνες. Τό γεγονός αὐτό, νά προστίθενται δηλαδή γύρω ἀπό μιά κεντρική σκηνή διάφορα δευτερεύοντα ἐπεισόδια, ἔχει στήν ἁγιογραφική τέχνη καθαρά βυζαντινή προέλευση. Τό βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς πράξης ἀπορρέει ἀπό τή σκέψη ὅτι πάνω στή «θεϊκή» ἐπιφάνεια –εἰκόνα-, τό διαρκές καί αἰώνιο παρόν λαμβάνει ταυτόχρονα χώρα, κάτι πού σέ μιά «κοσμική» ἐπιφάνεια-ζωγραφικός πίνακας- παρουσιάζεται ὡς μιά ἀλληλουχία γεγονότων.
Στό παρελθόν κάθε ἁγιογράφος ἄρχιζε τή «θεία τέχνη» του μέ τήν εἰκόνα τῆς Μεταμόρφωσης. Ἐδῶ ἡ παράδοση πίστευε ὅτι ἡ σκηνή ἁγιογραφεῖται ὄχι τόσο μέ τά χρώματα τοῦ τεχνίτη, ἀλλά μέ τό ἴδιο τό Θαβώριο Φῶς. Ἡ ὁδηγός παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλώνεται στή φωτεινότητα καί λάμψη τῆς ὅλης σύνθεσης καί ἀφαιρεῖ κάθε πιθανή κατευθυντική πηγή φωτός.
Τό μήνυμα πού ἐκπέμπει στούς πιστούς ἡ εἰκόνα εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέ τό βάπτισμα ἔχουν γίνει μέτοχοι στό μυστήριο τῆς Ἀνάστασης (πού προεικονίζει ἡ Μεταμόρφωση), καλοῦνται τώρα νά μεταμορφώνονται ὁλοένα καί περισσότερο μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου (Β’ Κορινθ. 3:18).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου