Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Η εξαγιασμένη μορφή του γέροντος Πορφυρίου


Ο αείμνηστος πατήρ Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στον Αγιο Ιωάννη Καρυστίας Ευβοίας και δώδεκα περίπου χρονών πήγε στο Αγιο Όρος, όπου ασκήτεψε γύρω στα επτά χρόνια. Τότε αρρώστησε βαρειά και οι γεροντάδες του τον στείλανε σε μοναστήρι στον κόσμο. Εκεί τον γνώρισε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σινά Πορφύριος ο Γ’, ο οποίος αφού διαπίστωσε την αρετή του και τα θεία χαρίσματα, που από τόσο νωρίς του είχε δώσει ο Θεός, τον χειροτόνησε ιερέα σε ηλικία είκοσι ετών.
Ως ιερέας ο πατήρ Πορφύριος έμεινε μέχρι το 1940 σε μοναστήρια της Ευβοίας. Το 1940 διορίστηκε εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική Αθηνών, δίπλα στην Ομόνοια(οδός Σωκράτους και Πειραιώς), όπου υπηρέτησε 33 χρόνια. Μετά τη συνταξιοδότηση του λειτουργούσε και εξομολογούσε στο αρχαίο ερημικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου Καλλισίων Πεντέλης μέχρι το 1978, οπότε έπαθε έμφραγμα. Αρκετούς μήνες μετά το έμφραγμα έμεινε σε φιλικά σπίτια στην Αθήνα και το 1979 εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι, όπου έκτισε το μεγάλο μετόχι του Ησυχαστηρίου η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος. Προς τις αρχές του καλοκαιριού του 1991 έφυγε για το Αγιο Όρος, όπου διατηρούσε κελλί από το 1984. Στις 2 Δεκεμβρίου εκοιμήθη εν Κυρίω στο κελλί του στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου και ετάφη την επομένη απλά και αθόρυβα, όπως επιθυμούσε.


  Στο όρος των Άμωμων, στο πιο φιλικά βουνά της Αττικής, την Πεντέλη, γνωρίσαμε τον Γέροντα Πορφύριο. Αν και μας τον είχε συστήσει έμπειρος στην πνευματική ζωή, άλλα και γνώστης των πολύπλοκων προβλημάτων της σύγχρονης ζωής στον κόσμο Αγιορείτης Ηγούμενος, ξεκινήσαμε να βρούμε τον γέροντα στην Πεντέλη έχοντας κάποιες επιφυλάξεις. Ό πατήρ Πορφύριος ζούσε σε κάτι προχειροφτιαγμένα ή μισοεπισκευασμένα κελλάκια στο μετόχι της Μονής της Αγ. Τριάδος Πεντέλης, τον Άγιο Νικόλαο στα Καλίσια.
    Για να φτάσεις εκεί, έπρεπε να αφήσεις το αυτοκίνητο σε ένα ξέφωτο κι έπειτα να περπατήσεις κάτι λιγότερο από μισή ώρα. Το μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστηράκι ξεκινούσε αρχικά στο ίσιωμα. Έπειτα όμως στένευε και περπατούσες στο φρύδι σχεδόν του βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονταν στον οδοιπορούντα για το μοναστήρι. Παρακάτω, αφού κατέβαινες μια κατηφόρα και διάβαινες μικρό ρυάκι, έμπαινες σε σκιερό πευκοδάσος για να ανηφορίσεις πάλι και αφού περάσεις δίπλα από χαλάσματα να βρεθείς σε ξέφωτο, όπου είχε χτιστεί πριν από διακόσια περίπου χρόνια το μικρό αυτό μοναστηράκι με το ξεγυμνωμένο σήμερα από τους σοβάδες του τρουλλωτό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
    Βαδίζοντας στο στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά-σιγά από την πολύβουη πόλη της Αθήνας των μηχανών και των ρύπων και, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνεις, έμπαινες σ' έναν άλλο κόσμο. Τη μέρα ή πόλη από κάτω ξαπλωνόταν στη θολή της νωχέλεια. Τη νύχτα συχνά λαμπύριζαν μακριά τα φώτα. Στα Καλίσια όμως δεν είχε ηλεκτρικό. Κεριά και λίγα καντήλια στο εκκλησάκι την ώρα του Εσπερινού αχνοφώτιζαν τις εξίτηλες μορφές των Αγίων και τις γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τα λίγα κελιά και το μικρό «αρχονταρίκι», πού το ζέσταινε το χειμώνα αυτοσχέδια σόμπα για καυσόξυλα. Μόνη «τεχνολογική» παρουσία έξω από τα κελιά: τεντωμένο σύρμα για κεραία ραδιοφώνου.
    Το κελλί του γέροντα Πορφυρίου, το ταπεινό του κρεβάτι, το λιτό και απέρριτο δωμάτιο της προσευχής- της προσωπικής του επικοινωνίας με την Παναγία μας
    Το χειμώνα ό παπούλης φώλιαζε δίπλα στη σόμπα. Το καλοκαίρι περπατούσε έξω στο μικρό υψίπεδο με τα βράχια ή στα κηπάκια πού καλλιεργούσε στα χαμηλότερα απάγγια της Μονής. Όταν ό καιρός ήταν καλός εξομολογούσε στην εκκλησία. Τότε, όπως όταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε έξω στην αυλή, κάνοντας γνωριμίες με ανθρώπους που βλέπαμε για πρώτη φορά αλλά γρήγορα νιώθαμε μιαν απροσδόκητη φιλία και τρυφερότητα στην καρδιά μας. Ίσως και σαν συνδετικό στοιχείο να λειτουργούσε ή εσωτερική ανάγκη και κάποιος πόνος, που μας οδηγούσε όλους στα όρη όπου περιμέναμε τη βοήθεια.
Ή πρώτη συνάντηση με τον πατέρα Πορφύριο ήταν πολύ ήρεμη και φιλική. Χωρίς καμιά βλοσυρότητα ή κατήφεια, πού θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ακούγοντας για γέροντα ασκητή. Γαλήνιος και συγχαταβατικός, άκουγε αιχμηρές αποκαλύψεις των εσώτατων πτυχών της ψυχής, σαν να ήταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σαν να ήταν πράγματα πού ήξερε. Με την πρώτη γνωριμία όλες οι επιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμία απάνθρωπη αυστηρότητα. Μόνον φιλάδελφη αγάπη και συγχωρητικότητα.
    Ακούει, προσεύχεται συνάμα με το κομποσκοίνι, ευλογεί και συγχωρεί. «Μεγάλο πράγμα ό πνευματικός», θα μας πει αργότερα. «Γι' αυτό στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει απελπισία. Δεν υπάρχει αδιέξοδο. Γιατί υπάρχει ό πνευματικός, πού έχει τη χάρη να συγχωρεί. Να ελευθερώνει τους προστρέχοντες και εναποθέτοντες στο πετραχήλι του τα βάρη της ψυχής τους».  Tο ιλαρό φως της δύσης μακριά στην Πειραϊκή μαζί με το λόγο του Πορφύριου γαληνεύουν τις τρικυμισμένες καρδιές.
    Στις πολλές αναβάσεις πού ακολουθούν, δειλινά ή πρωινά, νύχτες και μεσημέρια, κάθε φορά πού σφίγγεται ή καρδιά και μοιάζει ό ορίζοντας κλειστός κι ό δρόμος αδιέξοδος, κάθε φορά πού παίρνουμε το μονοπάτι με τις αιχμηρές πέτρες και τα γλυκόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά ό παπούλης μας περιμένει και μας υποδέχεται για να ξεφορτώσει τα βάρη από τις καρδιές. Eνα απογευματινό ανοιξιάτικο τον βρίσκουμε να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη. Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους καρπούς της γης. Και κει κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές και ηθικολογίες, τέμνει βαθιά την ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο της χάρης του Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει και χαίρεται σαν παιδί. Μας μιλάει έτσι απλά για την ευχή. Για την νοερά προσευχή. Άλλοτε, μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία της Ευλογίας απ' τον ιερέα. Για το χειροφίλημα.
«Το χέρι του ιερέα» λέει με θαυμασμό και εκτίμηση. «Τι σπουδαίο πράγμα. Ε! Τι μυστήριο!»
Μιλάει άπλα και ταπεινά, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας πώς ξέρει πολύ λίγα γράμματα. «Τετάρτης δημοτικού» Κάποια βραδιά είχαμε συγκεντρωθεί μια ομάδα μαζί με έναν αγιορείτη. Νύχτωσε. Ό καιρός ήταν ανταριασμένος και απειλητικός. Όμως κοντά στον γέροντα και όσοι ακόμη δεν ήταν μαθημένοι στη σκοτεινή νύχτα της φύσης δεν ταράζονταν. Ό γέροντας μιλούσε για τη διαφορά της ταπεινοφροσύνης από το πλέγμα της κατωτερότητος.
    «Ό ταπεινός», έλεγε, «δεν είναι μια προσωπικότητα διαλυμένη. Έχει συνείδηση της κατάστασης του, άλλα δεν έχει χάσει το κέντρο της προσωπικότητας του. Ξέρει την αμαρτωλότητά του, την μικρότητα του και δέχεται τις παρατηρήσεις του πνευματικού του, των αδελφών του. Λυπάται, αλλά δεν απελπίζεται. Θλίβεται, άλλα δεν εξουθενώνεται και δεν οργίζεται. Ό κυριευμένος από το πλέγμα κατωτερότητας εξωτερικά και στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. "Αν όμως λίγο τον θίξεις ή τον συμβουλεύσεις, τότε το αρρωστημένο εγώ εξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αυτή τη λίγη ειρήνη που έχει». Το ίδιο, έλεγε, συμβαίνει και με τον παθολογικά μελαγχολικό σε σχέση με τον μετανοούντα αμαρτωλό. «Ό μελαγχολικός περιστρέφεται και ασχολείται με τον εαυτό του και μόνο. Ό αμαρτωλός πού μετανοεί κι εξομολογείται βγαίνει από τον εαυτό του. Λυτό το μεγάλο έχει ή πίστη μας: τον εξομολόγο. Τον πνευματικό. Έτσι και το 'πες στο γέροντα κι έλαβες τη συγχώρεση, μην γυρνάς πίσω». Λυτό το τόνιζε πολύ. Να μην ξαναγυρνά κανείς στα προηγούμενα, αλλά να προχωρεί. Μεγάλη σημασία έδινε επίσης στη νηστεία χωρίς ακρότητες και υπερβολές, αλλά υπογραμμίζοντας την καθαρτική της σημασία.

Οι συζητήσεις, όμως, με τον π. Πορφύριο άγγιζαν ποικίλα θέματα. Μερικές φορές μάλιστα μας προκαλούσε έκπληξη με το πλάτος των ενδιαφερόντων του.  Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βιαζόμασταν να φύγουμε. Του είπα τον λόγο: θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Το ανέφερα έτσι σχεδόν επίτηδες για να δω τις αντιδράσεις του. Έμεινα κατάπληκτος Όταν και τον μουσουργό ήξερε και τον ερμηνευτή και μου μίλησε με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις.  Ό Παπούλης της τετάρτης δημοτικού! Ρώτησα επίσης αυτούς πού πήγαιναν παλαιότερα από εμένα και ήξεραν περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γέροντα, τι χρειαζόταν εκεί ή κεραία. Κι έμαθα ότι ό Γέροντας κάποτε καταγινότανε με την κατασκευή κάποιου είδους δέκτου με γαληνήτη κι ακουστικά. Του άρεσε εκτός από την καλλιέργεια της γης —με την οποία άλλωστε ή μεγάλη ήδη ηλικία του και ή ευαίσθητη υγεία του δεν του επέτρεπαν να ασχολείται για πολύ— να καταπιάνεται με τα τεχνικά. Ανέφερα κι όλος την δικής του έμπνευσης ξυλόσομπα, πού μας μάζευε τις χειμωνιάτικες μέρες μετά την εκκλησία κι αρχίζαμε ατέρμονες συζητήσεις περιμένοντας την ώρα να μας δει έναν-έναν ο Γέροντας, ενώ ή κυρά-Χαρίκλεια (ή σημερινή γερόντισσα Πορφυρία), αδελφή του γέροντα, μας φρόντιζε με καφέ και κάθε άλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν εκεί αδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί —Έλληνες και Σέρβοι— δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές και είχε μια ζεστασιά ή συντροφιά που και να έσβηνε ή σόμπα δεν θα το νοιώθαμε.

     Συχνά ρωτούσαμε τον Γέροντα για αποφάσεις και επιλογές στη ζωή μας. Είχε πάντα μιαν απάντηση. Άλλοτε αναμενόμενη και άλλοτε αναπάντεχη. Δεν συνιστούσε παραίτηση και απομάκρυνση από τις δραστηριότητες. Κάθε άλλο. Επέμενε όμως, στον απλό και φυσικό τρόπο ζωής στην εξοχή. Έναν περίπατο στο βουνό το θεωρούσε σπουδαία ψυχαγωγία. Ό αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τον ρωτούσε συχνά για τη «Σύναξη» κι έπαιρνε τη σωστή απάντηση.
    Είναι γνωστό ότι ό πατήρ Πορφύριος είχε διορατικό και προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν να εξομολογηθούν και τους αποκάλυπτε τις πράξεις τους. Όμως το χάρισμα αυτό το χρησιμοποιούσε με μεγάλη διάκριση και για λόγους ποιμαντικούς, όταν ήταν αναγκαίο. Σπάνια, όταν ήταν σε καλή διάθεση και έκανε τους μακρινούς περιπάτους του για να ξεκουραστεί λίγο, ρωτούσε με κείνο το καλοκάγαθο χαμόγελο του για διάφορες τοποθεσίες από την πατρίδα κάποιου της συντροφιάς. Κι ενώ δεν είχε πάει ό ίδιος, τον διέκοπτε και συνέχιζε την περιγραφή. Αυτό το χάρισμα του προκαλούσε πολλές στενοχώριες. Πολλοί το παρεξηγούσαν και πήγαιναν σ' αυτόν χωρίς μετάνοια και πίστη στο Θεό, απλώς και μόνο από περιέργεια ή για να πληροφορηθούν τα μέλλοντα. Ό Γέροντας πολύ στενοχωριόταν σ' αυτές τις περιπτώσεις και φυσικά τηρούσε την ανάλογη στάση. Κάποτε όμως κι άνθρωποι πού ξεκινούσαν από τέτοιες «πονηρές» προθέσεις έβρισκαν στον Γέροντα την πίστη και τη σωτηρία τους. Άλλος πάλι πειρασμός ήταν κάποιοι αιρετικοί ή και πλανεμένοι (γλωσσολαλιές κλπ.) Ό Γέροντας ήταν κατηγορηματικός και απόλυτος σ' αυτές τις περιπτώσεις και διεχώριζε απερίφραστα τη θέση του, στηλιτεύοντας την πλάνη τους και καταδικάζοντας την αίρεση. Γιατί ό ίδιος τόνιζε πάντα την μόνη σωτήριο οδό, πού είναι ή Εκκλησία και όχι κάποιες «προσωπικές» ή άλλου ανάλογου είδους «κινήσεις».
     Ό πατήρ Πορφύριος πρόσφερε το λόγο της σωτηρίας και έδινε την ανάπαυση στις ψυχές απλά, χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ομιλίες, «εκδηλώσεις» κλπ. Καθισμένος στα βράχια ή κατάχαμα μας αποκάλυπτε μυστήρια κι αλήθειες. Μιλώντας για τη μεγάλη σημασία πού έχουν οι μετάνοιες και δείχνοντας μας το σωστό τρόπο με τον όποιο πρέπει να γίνεται ή «μετάνοια», μας ερμήνευε τη σημασία της μετοχής του σώματος στην προσευχή και την ενότητα της ψυχοσωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Μα εκείνο πού φυσικά τον έκαμε να λάμπει με παιδιάστικη χαρά ήταν να μιλάει για τη νοερά προσευχή. Με την καθαρή, λίγο αδύναμη, φωνή του και με χαριτωμένη χειρονομία, υπογραμμίζοντας, έλεγε αργά μιά-μιά τις λέξεις «Κύριε, ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και πρόσθετε «Εμένα μου έδωσε τη χάρη ν' ασχοληθώ πολύ με αυτή την εργασία». Εργασία ονόμαζε την άσκηση του στην καρδιακή προσευχή. «Αυτή ή εργασία είναι πολύ χρήσιμη για όλους τους πιστούς. Καθαρίζει την ψυχή και κρατάει τον νου». Στις περισσότερες συζητήσεις κάτι θα έλεγε για την ευχή. Αργότερα, όταν είχε πρόχειρα εγκαταβιώσει στο Μήλεσι του Ωρωπού (πριν ακόμα ανεγερθούν τα κτήρια του Ησυχαστηρίου) ονειρευόταν την δημιουργία ενός χώρου κατάλληλου, πού θα αφιερωνόταν στην «εργασία αυτή».

      Το σπουδαιότερο Όμως Έργο ετελεσιουργείτο μέσα στον άδυτο χώρο της ψυχής του καθενός. Κι αυτό μένει ερμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στον Θεό και σ' αυτούς πού δέχονται την ευεργετική αύρα της θείας ενέργειας. Έτσι αυτά δεν λέγονται και δεν γράφονται. Όμως και οι άλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές αλλαγές σε ανθρώπους πού μοιάζουν να έχουν φτάσει στο βάθος της αβύσσου• να μεταβάλλονται τώρα σε τέκνα φωτός. Τα τελευταία χρόνια ήταν τις περισσότερες ώρες στο κρεβάτι. Άλλωστε, όλη τη ζωή του ήταν φιλάσθενος και αδύναμος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να πηγαίνει συχνά, συχνότατα στο Άγιο Όρος και κάλλιστα στο δυσπρόσιτο τόπο του κελιού του. Ούτε τον εμπόδιζε από το να παλεύει συχνά με τους δαίμονες σώμα με σώμα, για να ελευθερώσει από τη δυναστεία του πονηρού τις ψυχές βασανισμένων ανθρώπων, που προσέτρεχαν ζητώντας τη βοήθεια του. Γαλήνιος πάντα, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει, ευλογούσε από το κρεβάτι του και ψιθύριζε πώς μας σκέφτεται και προσεύχεται για μας.Ό πατήρ Πορφύριος τώρα έφυγε για τον Ουρανό, περνώντας από την πύλη του ουρανού, το Άγιον Όρος. Κι από κει μας ευλογεί. Και εμείς κρατάμε στην καρδιά μας την ιερή ανάμνηση του πολύτιμη παρακαταθήκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου