Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

To μυστήριο της Ιερωσύνης στην ορθόδοξο Εκκλησία και στις προτεσταντικές αιρέσεις

ω
Η αμφισβήτηση Εκκλησίας και Ιερωσύνης
     Όπως είναι γνωστό, ο Προτεσταντισμός προήλθε ως αντίδραση σε μια σειρά από ανεπίτρεπτες και έξω από το χριστιανικό πνεύμα ενέργειες η υπερβολές του Παπισμού των σκοτεινών χρόνων του Μεσαίωνα. Στην προσπάθειά του να ανεύρει τη χαμένη «αυθεντικότητα», ο Προτεσταντισμός σάρωσε κυριολεκτικά καίρια και αυθεντικά στοιχεία του αρχικού Χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί πολύ περισσότερο από την ουσία του. Έτσι προέκυψε για μια ακόμη φορά το φαινόμενο να αντιμετωπίζεται μια αίρεση με μια άλλη, η μάλλον με ένα πλήθος αιρέσεων, και, τελικά, αντί για καλό, να γίνεται περισσότερο κακό.
     Από τα πρώτα στοιχεία, που δέχθηκαν έντονη πολεμική, ήταν η Βιβλική και Πατερική αντίληψη για την Εκκλησία. Οι Προτεστάντες αντικατέστησαν αυτή την αντίληψη με μια άλλη, προσαρμοσμένη στα μέτρα τους. Απέρριψαν τον διπλό χαρακτήρα της Εκκλησίας, τον ορατό και αόρατο, με αποτέλεσμα όλες σχεδόν οι προτεσταντικές ομάδες, από εκείνες των ηγετών του κινήματος μέχρι τις σύγχρονες μετεξελίξεις του (Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α,) να δέχονται και να διακηρύττουν ότι η Εκκλησία είναι κάτι το «πνευματικό» και αόρατο, ότι δεν πρέπει να συγχέεται με θεσμικές μορφές η ιστορικές εκφάνσεις, ότι μόνο ο Χριστός γνωρίζει τα μέλη της κ.α. Στην πραγματικότητα, όμως, κάθε προτεσταντική ομάδα ταυτίζει την αυθεντική Εκκλησία με τον εαυτό της, απορρίπτοντας, συνήθως, όλες τις άλλες.
       Την ίδια πολεμική δέχθηκαν και κάποια θεσμικά στοιχεία της Εκκλησίας, όπως τα Μυστήρια και η Ιερωσύνη. Μεταξύ άλλων ο Προτεσταντισμός αμφισβήτησε έντονα και τον θεσμό της Ιερωσύνης. Τον απογύμνωσε από το μυστηριακό του περιεχόμενο (δηλ. δεν τον δέχεται ως Μυστήριο) και αρνήθηκε τον μόνιμο και ανεξάλειπτο χαρακτήρά του, δηλ. δεν δέχεται ότι η ιδιότητα της Ιερωσύνης συνδέεται μόνιμα με το πρόσωπο του φορέως της Κληρικού. Έτσι, ο ρόλος του Ιερέως ενδέχεται να εναλλάσσεται σε κάθε «εκκλησιαστική» σύναξη: σήμερα κάνει αυτό το έργο ο ένας και αύριο ο άλλος η, όπως συνηθέστερα γίνεται, οι «Πάστορες» η οι «Ποιμένες» κάθε «εκκλησίας» ασκούν το έργο τους για ένα διάστημα, κι έπειτα αντικαθίστανται. Σε τελευταία ανάλυση, η Ιερωσύνη δεν προέρχεται από τον Θεό. Ο Ιερεύς δεν «λαμβάνει την τιμήν ... καλούμενος υπό του Θεού» (Εβρ. 5,4), αλλά ασκεί την Ιερωσύνη ως προσωρινό ρόλο, που του αναθέτει η «εκκλησία», όπως ακριβώς μια εταιρεία αναθέτει μια συγκεκριμένη εργασία σ' έναν από τους υπαλλήλους της.
      Αντί της γνωστής ειδικής έννοιας της Ιερωσύνης, που συνδέεται με την τέλεση των ιερών Μυστηρίων («μυστηριακή Ιερωσύνη») οι Προτεστάντες προβάλλουν έντονα την έννοια της λεγόμενης «γενικής Ιερωσύνης», βασιζόμενοι στο χωρίο Α' Πέτρ. 2,9. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, Ιερωσύνη έχουν όλοι οι Χριστιανοί γενικά, άρα όλοι μπορούν να ασκούν το έργο του Ιερέως. Ας δούμε, όμως, κατά πόσο συμβιβάζονται οι αντιλήψεις αυτές με το πνεύμα και το γράμμα της Αγίας Γραφής.

Η Βιβλική Παράδοση για την Ιερωσύνη
Οι αιρέσεις έχουν δίκαιο όταν επικαλούνται την αυθεντία της Αγ. Γραφής, αρκεί, βέβαια, να μη διαστέφουν τη μαρτυρία της. Τι λέει η Αγ. Γραφή για την Ιερωσύνη; Ας αρχίσουμε από την Παλαιά Διαθήκη, αφού «σκιά ο νόμος των μελλόντων αγαθών» (Εβρ. 5,6). Ό,τι υπάρχει εκεί ως σκιά, υπάρχει στην Καινή Διαθήκη ως πραγματικότητα. Στην Π. Διαθήκη η Ιερωσύνη είναι ιδιότητα που συνδέεται με τη λατρεία, την προσφορά των θυσιών. Ο ίδιος ο Θεός επιλέγει τον Ααρών και τους γιούς του και τους εγκαθιστά Ιερείς του («ιερατεύειν μοι», Εξ. 28,1) και μάλιστα ισόβιους: «ιερατεία μοι εις τον αιώνα» (Εξ. 29,9). Ο Ίδιος δίνει λεπτομερείς οδηγίες για τα άμφια, που θα ενδύονται «εις τιμήν και δόξαν» (Εξ. 28,2 εξ.). Ο Ίδιος δίνει εντολές για τον τρόπο εγκατάστασης των Ιερέων (Εξ. 29,1-45), για την προσφορά της λατρείας (Λευ. 1,1 εξ.), για το Θυσιαστήριο, για τα ιερά σκεύη (Εξ. 30,1 εξ.), για τα πάντα.
     Χαρακτηριστικό είναι το εξής περιστατικό: Κάποτε επαναστάτησαν εναντίον του Μωϋσή και του Ααρών κάποιοι Ισραηλίτες στην έρημο, με υποκίνηση των Κορέ, Δαθάν και Αβειρών. «Αφού όλος ο λαός είναι άγιος», έλεγαν, «γιατί να ιερατεύει μόνο ο Ααρών και οι οικείοί του;» (Αρ. 16,2 εξ.). «Γιατί να μην προσφέρουμε κι εμείς θυσίες;» (βλ. και τα παρακάτω αναφερόμενα για το «βασίλειον ιεράτευμα» και τη «γενική Ιερωσύνη»). Μάταια ο Μωϋσής προσπαθούσε να τους μεταπείσει. «Αυτούς», απαντούσε, «τους επέλεξε ο ίδιος ο Θεός και τους κάλεσε κοντά Του»: «εξελέξατο εαυτώ, προσηγάγετο προς εαυτόν» (Αρ. 16,5). Τελικά, συγκεντρώθηκε όλος ο λαός, για να προσφέρουν κι αυτοί θυσία. Τότε ο Θεός έδωσε εντολή στον Μωϋσή να απομακρυνθεί ο λαός από την ομάδα αυτή των επαναστατών. Όντως, έτσι έγινε και μαζί τους έμειναν 250 οπαδοί. Συνέβη τότε κάτι φοβερό: άνοιξε η γη και τους κατάπιε! «Εράγη η γη υποκάτω αυτών, και ηνοίχθη η γη και κατέπιεν αυτούς και τους οίκους αυτών και πάντας τους ανθρώπους τους όντας μετά Κορέ και τα κτήνη αυτών» (Αρ. 16,31-32)! Μετά το φοβερό αυτό σημείο, ο Θεός ζήτησε να φέρει ο αρχηγός κάθε φυλής μια ράβδο, με γραμμένο επάνω της το όνομά του. Οι ράβδοι τοποθετήθηκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου (στον Ναό της εποχής) και, όποιου η ράβδος εβλάστανε, αυτός θα ήταν ο εκλεγμένος από τον Θεό Αρχιερέας. Πράγματι, την άλλη μέρα από τις 12 ράβδους είχε βλαστήσει μόνο του Ααρών, αρχηγού της φυλής του Λευί. Αφού δόθηκαν πάλι οι ράβδοι στους αρχηγούς, ο Θεός έδωσε εντολή να τοποθετηθεί η ράβδος του Ααρών μονίμως στο Ιερό, για να θυμούνται οι μελλοντικοί αμφισβητητές της Ιερωσύνης (Αρ. 17,16-28).
     Ας δούμε, όμως, και τη μαρτυρία της Καινής Διαθήκης για την Ιερωσύνη. Κατά τον απ. Παύλο, ο Αρχιερεύς των ανθρώπων προέρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους και εγκαθίσταται σ' ένα έργο για χάρη τους, δηλ. στο να προσφέρει θυσίες για τις αμαρτίες μας: «πας γαρ Αρχιερεύς εις το προσφέρειν δώρά τε και θυσίας καθίσταται» (Εβρ. 8,3 και 5,1). Την «τιμήν» της Αρχιερωσύνης δεν την λαμβάνει μόνος του όποιος θέλει, αλλά όποιος καλείται από τον Θεό, όπως ο Ααρών (Εβρ. 5,4). Ο άνθρωπος Αρχιερεύς είναι ατελής, ασθενής πνευματικά και αμαρτωλός. Γι' αυτό προσφέρει τις θυσίες πρώτα για τον εαυτό του (Εβρ. 5,3), αφού έχει τις ίδιες ανάγκες με τον Λαό. Υπάρχει, όμως, και ο τέλειος, ο αιώνιος Αρχιερεύς, δηλ. ο Χριστός (Εβρ, 4,14 εξ.), ο Οποίος δεν προσφέρει θυσίες για τον Εαυτό Του, αλλά μόνο για τους άλλους, ούτε προσφέρει θυσίες κάθε μέρα, αλλά μία μόνο φορά, όταν ανέβηκε στον Σταυρό (Εβρ. 7,27). Αφού ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων αγαθών, ότι συμβαίνει στην Καινή Διαθήκη πρέπει να είναι φανέρωση αυτού, που ήδη υπάρχει στην Παλαιά. Στην Π. Διαθήκη υπάρχει η σκιά της τέλειας Ιερωσύνης: η Ιερωσύνη του Μελχισεδέκ, που ήταν «ιερεύς του Θεού του υψίστου» (Εβρ. 7,1). Ο Χριστός είναι Ιερεύς «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. 7,21) και όχι «κατά την τάξιν Ααρών». Υπάρχει, λοιπόν, η Ιερωσύνη του Μελχισεδέκ στην Π. Διαθήκη και η Ιερωσύνη του Χριστού στην Καινή. Υπάρχει η Ιερωσύνη του Ααρών στην Παλαιά, με τους βαθμούς του Αρχιερέως, των Ιερέων και των Λευϊτών, και η Ιερωσύνη της Εκκλησίας στην Καινή, με τους βαθμούς του Επισκόπου, των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων. Υπάρχουν οι θυσίες στην Π. Διαθήκη, ως έργο της Ιερωσύνης, υπάρχει η μία και μοναδική Θυσία (η Θ. Λειτουργία) και τα Μυστήρια της Εκκλησίας στην Καινή.
     Με βάση τα παραπάνω οι άγιοι Απόστολοι ήσαν οι πρώτοι Αρχιερείς της Εκκλησίας, που έλαβαν την Ιερωσύνη από τον ίδιο τον Χριστό. Έτσι ο απ. Παύλος ασκεί τα έργα της Ιερωσύνης: τελεί τη Θεία Λειτουργία (Πράξ 20, 11), βαπτίζει (Α' Κορ. 1,14-16), χειροτονεί «πρεσβυτέρους» (Πράξ. 14,23). Προφανώς, το ίδιο κάνουν και οι άλλοι Απόστολοι. Σε ευρύτερες περιοχές ο απ. Παύλος εγκαθιστά συνεργάτες του, με εντολή να καταστήσουν «κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Α' Τιμ. 1,5). «Οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι» αξίζουν διπλή τιμή (Α' Τιμ. 5,17), η δε κατηγορία «κατά πρεσβυτέρου» δεν πρέπει να γίνεται εύκολα αποδεκτή, παρά μόνο αν στηρίζεται στη μαρτυρία «δύο η τριών μαρτύρων» (Α' Τιμ. 5,19). Ο απ. Παύλος υπενθυμίζει στον Τιμόθεο το «χάρισμα», το οποίο έλαβε «δια της επιθέσεως των χειρών» (Α' Τιμ. 4,14, Β' Τιμ. 1,6), δηλ. την Ιερωσύνη, η οποία σαν χάρισμα, σαν πνευματική σφραγίδα χαρακτηρίζει μόνιμα και αμετάκλητα («ό εστιν εν σοί», Β' Τιμ. 1,6) τον φορέα της. Πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα ο απ. Παύλος συγκαλεί στη Μίλητο «τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας» της Εφέσου και τους απευθύνει μια θαυμάσια ομιλία (Πράξ. 20,17-35). Μεταξύ άλλων λέει: «προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Θεού» (20,28).
     Η μετάδοση της Ιερωσύνης, όπως ήδη αναφέραμε, γίνεται «δια της επιθέσεως των χειρών», δηλαδή με τη Χειροτονία. Μόνο με την πράξη αυτή μεταδίδεται το «χάρισμα» (η Χάρη) της Ιερωσύνης. Ο ίδιος ο απ. Παύλος χειροτονήθηκε από τους Λειτουργούς της Εκκλησίας της Αντιόχειας (Πράξ. 13,1-3). Ο ίδιος στη συνέχεια (Β' Τιμ. 1,6) μαζί με τους πρεσβυτέρους (Α' Τιμ. 4,14) χειροτόνησε τον Τιμόθεο. Με τον Βαρνάβα χειροτονεί («χειροτονήσαντες») «πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν» (Πράξ. 14,23) στις περιοχές Δέρβης, Λύστρων και Αντιόχειας της Πισσιδίας. Για να έχει κάποιος Ιερωσύνη, πρέπει να την έχει λάβει από άλλους που την είχαν νωρίτερα, εκείνοι από παλαιότερους κοκ. Έτσι δημιουργείται μια αλυσίδα μετάδοσης της Ιερωσύνης μέσω της Χειροτονίας, που φθάνει στους πρώτους Επισκόπους, στους Αποστόλους και στον ίδιο τον Χριστό. Η αλυσίδα αυτή ονομάζεται Αποστολική Διαδοχή και, αν κοπεί, δεν υπάρχει ούτε Ιερωσύνη, ούτε Εκκλησία. Ένας λόγος που πολεμούν οι αιρέσεις την Ιερωσύνη είναι επειδή δεν έχουν Αποστολική Διαδοχή, αφού πρόκειται για νεότερες ομάδες, που είναι αδύνατο να έχουν οποιαδήποτε σύνδεση με την Εκκλησία των Αποστόλων.

Το «βασίλειον ιεράτευμα»
     Στο χωρίο Α' Πέτρ. 2,9 υπάρχει η μοναδική αναφορά της Καινής Διαθήκης στο «βασίλειον ιεράτευμα», δηλ. στη λεγόμενη «γενική Ιερωσύνη». Εκεί ο απ. Πέτρος (πρβλ. Αποκ. 1,6, 5,10), αναφέρεται σε κάποια βασιλική και ιερατική ιδιότητα, που έχουν όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Ταυτίζεται, όμως, η αυτή «γενική Ιερωσύνη» με την «ειδική Ιερωσύνη», που συνδέεται με την τέλεση των Μυστηρίων της Εκκλησίας; Απ' όσα αναφέραμε, φαίνεται ήδη ότι δεν ταυτίζεται, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικές πραγματικότητες, που υπάρχουν παράλληλα στην Εκκλησία και η μία δεν αναιρεί την άλλη.
    Όσοι χρησιμοποιούν το παραπάνω χωρίο, παραβλέπουν το γεγονός ότι εκεί ο απ. Πέτρος χρησιμοποιεί λόγους της Παλαιάς Διαθήκης και όχι δικούς του. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο χωρίο Εξ. 19,5-6: «υμείς δε έσεσθέ μοι βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον», που σημαίνει ότι «γενική Ιερωσύνη» («βασίλειον ιεράτευμα») υπήρχε και στην Π. Διαθήκη. Αυτή, όμως, η Ιερωσύνη δεν ήταν για την προσφορά των θυσιών, για τη λατρεία του Θεού, γι' αυτό υπήρχε και η άλλη Ιερωσύνη, η «ειδική», η Ιερωσύνη του Ααρών. Όπως, λοιπόν, στην Π. Διαθήκη υπήρχε «γενική» και «ειδική» Ιερωσύνη, έτσι και στην Καινή (Εκκλησία) υπάρχει «γενική» και «ειδική» Ιερωσύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι μαρτυρίες της Αγ. Γραφής, που παραθέσαμε, αναφέρονται στην «ειδική» Ιερωσύνη και όχι στη «γενική».
    Τι ακριβώς είναι η «γενική Ιερωσύνη»; Ποια ιερατική ιδιότητα έχουν όλα τα μέλη της Εκκλησίας; Για να το καταλάβουμε αυτό, ας θυμηθούμε ότι βασικό έργο του Ιερέως είναι να προσφέρει θυσίες στον Θεό. Κάθε Χριστιανός, λοιπόν, που ανήκει στο βασιλικό και ιερατικό γένος («βασίλειον ιεράτευμα»), προσφέρει θυσία στον Θεό ολόκληρο τον εαυτό του, δηλ. το σώμα του, την ψυχή του, τα έργα του, τα πάντα. Και ο Θεός τα ευλογεί αυτά και τα αγιάζει, ώστε ο πιστός να τα απολαμβάνει ευλογημένα και αγιασμένα. Με αυτήν την έννοια κάθε Χριστιανός γίνεται Ιερέας του εαυτού του. Στη Θ. Λειτουργία ακούμε την προτροπή: «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», δηλ. τον εαυτό μας και τους άλλους (όσους εξαρτώνται από μας) και ολόκληρη τη ζωή μας ας την εναποθέσουμε στα χέρια του Χριστού. Και ο απ. Παύλος λέει χαρακτηριστικά: «παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, ... παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ», δηλ. σάς παρακαλώ, αδελφοί, να προσφέρετε τους εαυτούς σας θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό (Ρωμ. 12,1). Αυτή ακριβώς είναι η έννοια της «γενικής Ιερωσύνης».

Το πολίτευμα της πρώτης Εκκλησίας
     Οι Προτεστάντες αμφισβητούν συνήθως το πολίτευμα της αρχέγονης Εκκλησίας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι στην Κ. Διαθήκη, δεν υπάρχει το γνωστό σχήμα Επίσκοπος, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, ότι οι όροι «πρεσβύτεροι» και «επίσκοποι» εναλλάσσονται στην Κ. Διαθήκη, ότι επικεφαλής των αποστολικών Εκκλησιών είναι συνήθως μια ομάδα «πρεσβυτέρων» και ότι ουσιαστικά απουσιάζει ο θεσμός του Επισκόπου. Πολλές αιρέσεις ισχυρίζονται ότι το εκκλησιαστικό πολίτευμα με τη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα της «αποστασίας της Εκκλησίας»! Όμως, σύμφωνα με τις αιρέσεις αυτές, η Εκκλησία «αποστάτησε» και έγινε «πόρνη»! (Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α.) τον 4ο αιώνα επί αγ. Κων/νου, αγ. Αθανασίου και Α' Οικουμενικής Συνόδου, ενώ το πολίτευμα της Εκκλησίας με τη σημερινή του μορφή (Επίσκοπος, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι) έχει ήδη παγιωθεί δύο αιώνες νωρίτερα, στις αρχές του 2ου αιώνα, όπως μαρτυρεί σαφώς ο άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας (50-113 μ.Χ.). Ο άγ. Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, δηλ. ανήκει σχεδόν στην αποστολική εποχή.
     Όντως, στην Κ. Διαθήκη οι όροι «πρεσβύτεροι» και «επίσκοποι» εναλλάσσονται (Πράξ. 20,17-28). Αυτό δημιουργεί πρόβλημα στις πληροφορίες μας για το πολίτευμα της πρώτης Εκκλησίας, όμως, το πρόβλημα αυτό είναι μόνο ιστορικό και όχι θεολογικό. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι αν υπάρχουν οι θεσμοί του Επισκόπου, των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων στην Κ. Διαθήκη και όχι τα ονόματα με τα οποία αναφέρονται. Όντως, οι θεσμοί υπάρχουν (βλ. σχετικές μελέτες του Καθηγητού Γερασίμου Κονιδάρη), όσο, όμως, ζούσαν οι άγ. Απόστολοι, επισκιάζονται απ' αυτούς και δεν προβάλλονται ιδιαίτερα. Όπου φαίνεται να ηγούνται της Εκκλησίας «πρεσβύτεροι» (Πράξ. 20, 17), συνήθως μεταξύ αυτών υπερέχει ο ένας, ο οποίος στις πηγές της εποχής διακρίνεται είτε με το όνομά του, είτε με τον χαρακτηρισμό «ο πρεσβύτερος» (πρβλ. Β' Ιω. 1,1, Γ' Ιω. 1). Έτσι, κάποιος, ονομαζόμενος Διοτρεφής, «φιλοπρωτεύων» (άνθρωπος με εξουσία) σε μια τοπική Εκκλησία, φθάνει σε σημείο να μην «επιδέχεται» τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Γ' Ιω. 9-10)! Στην Αποκάλυψη ο επικεφαλής κάθε τοπικής Εκκλησίας αποκαλείται «άγγελος» (1,20, 2,1, 2,8 κ.α.). Σε σύντομο χρονικό διάστημα επικράτησε ο ένας «πρεσβύτερος», ο διακρινόμενος από τους άλλους, να ονομάζεται «επίσκοπος» και όλοι οι άλλοι να ονομάζονται «πρεσβύτεροι». Για τον βαθμό του Διακόνου δεν υπάρχουν συνήθως αμφισβητήσεις.
     Κατά το άγιο Ιγνάτιο, ο Επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό. Προσφέρει τη Θεία Ευχαριστία και προίσταται της τοπικής Εκκλησίας «εις τύπον και τόπον Χριστού». Οι Πρεσβύτεροι περιστοιχίζουν τον Επίσκοπο «εις τύπον συνεδρίου των Αποστόλων». Τίποτε στην Εκκλησία δεν πρέπει να γίνεται χωρίς τη γνώμη του Επισκόπου. Οι Διάκονοι, τέλος, είναι υπηρέτες Θεού. «Χωρίς τούτων», δηλ. χωρίς Επίσκοπο, Πρεσβυτέρους και Διακόνους, «Εκκλησία ου καλείται», δηλ. δεν υπάρχει Εκκλησία κατά τον άγ. Ιγνάτιο.
Συμπεράσματα
      Απ' όσα αναφέραμε φαίνεται σαφώς ότι η Ιερωσύνη είναι κάτι αναγκαίο για τη σωτηρία μας. Ο ίδιος ο Θεός την έδωσε ως δώρο για να σωζόμεθα και την συνέδεσε με τον Εαυτό Του, με την Ενσάρκωσή Του και με τη Θυσία Του πάνω στον Σταυρό. Σκοπός της είναι να επιτελείται η «ανάμνηση» της Θυσίας του Χριστού στη Θ. Λειτουργία, δηλ. να μεταβάλλονται τα Δώρα της Ευχαριστίας σε Σώμα και Αίμα του Χριστού, για να κοινωνούν οι βαπτισμένοι «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Χωρίς την Ιερωσύνη δεν θα μπορούσαν να τελεσθούν η Θ. Λειτουργία και τα Μυστήρια, άρα κανείς δεν θα μπορούσε να σωθεί. Η Ιερωσύνη είναι ειδικό «χάρισμα» (Α' Τιμ. 4,14, Β' Τιμ. 1,6), που δίνεται σε όσους επιλέγει ο Θεός, μέσω των θεσμών της Εκκλησίας Του. Το χάρισμα αυτό είναι τόσο μεγάλο, ώστε συνδέεται μόνιμα με τα πρόσωπα που το λαμβάνουν. Κανείς δεν μπορεί να τελέσει τα έργα της Ιερωσύνης, αν δεν του έχει δοθεί αυτό το χάρισμα και αν δεν έχει κληθεί από τον Θεό. Στην Π. Διαθήκη ο Θεός κατέστρεψε, όπως είδαμε, όσους θέλησαν από μόνοι τους, αυθαίρετα, να ασκήσουν αυτό το έργο. Σκιά της πραγματικής Ιερωσύνης είναι η Ιερωσύνη της Π. Διαθήκης. Η σκιά αυτή «παρήλθεν», αφού έχει έλθει ήδη η πραγματικότητα. Επειδή μέσω της Ιερωσύνης και των Μυστηρίων επιτελείται η αναγέννηση και η σωτηρία μας, αποκαλούμε συνήθως τους Ιερείς «πατέρες» και εκείνοι μας αποκαλούν «τέκνα» τους. Οι εκφράσεις αυτές πρέπει να νοούνται σχετικά και όχι απόλυτα, γιατί εκείνος, ο οποίος πραγματικά αναγεννά και σώζει μέσω των Ιερέων Του είναι ίδιος ο Θεός (Ματθ. 23,8). Αυτή είναι η σαφέστατη μαρτυρία της Αγ. Γραφής (Παλαιάς και Καινής Διαθήκης) για την Ιερωσύνη, την οποία μόνο κάποιος πνευματικά τυφλός αδυνατεί να διακρίνει.
(Άρθρο από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 67, Μαρτ. - Απρ. 2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου